του Σαράντου Καργάκου
Οἱ
ἔχοντες (καί οἱ ἔχουσες) μνήμην ἀπωτάτην θά ἐνθυμοῦνται ἀσφαλῶς τό
παλαιό μικρασιατικόν ἀσμάτιον πού ἄρχιζε μερκελικῶς: «Βέρε καί βέρε καί
βερέ καί βερεσέ δέν ἔχει». Οἱ ἔχοντες (καί οἱ ἔχουσες) μνήμην νεωτάτην
ἀσφαλῶς θά ἐνθυμοῦνται τό ἄκρως μελαγχολικόν: «Εἶναι φτωχό τό καπηλειό
καί βερεσέ δέν δίνει».
Ἄχ
βερεσέδια, ἀναφωνεῖ ἕνας ἀπό τούς ἥρωες τοῦ ἀοίδιμου Παπαδιαμάντη.
Αἰώνιος καημός τῆς Ρωμιοσύνης! Πού ἔμαθε νά στηρίζει τήν ὕπαρξή της στά
δανεικά καί ὄχι στήν παραγωγική δουλειά. Ἀπό τά χρόνια τοῦ αὐτοκράτορα
Ἰωάννη Η᾽ Παλαιολόγου (1425-1448) ἄλλο δέν κάνουμε ἀπό τό νά
περιτρέχωμεν τήν ὑφήλιον μέ ἐξαπλωμένην χεῖρα ζητοῦντες δανεικά, γιά νά
παρατείνουμε τήν ὕπαρξή μας. Τά «βερεσέδια» ἦταν ἡ πεμτουσία τῆς
οἰκονομικῆς μας πολιτικῆς. Μπορεῖ ἡ λέξη νά εἶναι τουρκική (veresiye)
ἀλλά περισσότερο ἀπό τούς Τούρκους, καί ὡς ἔκφραση καί ὡς πρακτική, τήν
χρησιμοποιοῦμε ἐμεῖς. Καί ποῖον τό ἀποτέλεσμα; Τό συμπύκνωσε
ἐπιγραμματικά σέ δύο στίχους ὁ Καλδάρας σέ ἕνα ζεϊμπέκικο τοῦ 1955, πού
ἔχει γίνει εἶδος ἐθνικοῦ θουρίου:
– «Μά κανένας δέν μοῦ φταίει γιά τό χάλι μου· σπάσιμο θέλει τό κεφάλι μου».
Ποτέ
ὁ ἑλληνικός ἀσματικός λόγος δέν ἔφθασε σέ τόσο βάθος αὐτογνωσίας. Ἄν
εἴχαμε ὡς κράτος (καί ὄχι ὡς κρατοῦντες) μυαλό, θά εἴχαμε ἐννοήσει ἀπό
καιρό τό βάθος τῆς οἰκονομικῆς σοφίας πού ἐνέκλειε ἕνα «ἀπτάλικο» τοῦ
Κερομύτη: «Σ᾽ αὐτόν τόν κόσμο σέ σπρώχνουν ὅλοι/σάν δέν ἔχεις
πορτοφόλι». Τό διαπιστώσαμε, ὅταν εἰσπράξαμε σάν παράσημο τόν χλευαστικό
λόγο τοῦ ἀνεκδιήγητου Στρώς-Κάν.
Μετά
τήν μεταπολίτευση εἶχα βαρεθεῖ νά ἀκούω τούς κατά λεγεῶνες
παρελαύνοντες στά κανάλια ἐπί τῆς μαρξιστικῆς θεωρίας εἰδικούς νά μᾶς
ἀναλύουν –μαρξιστικῶς φυσικά! –ὅτι ἡ οἰκονομία κινεῖ τόν τροχό τῆς
ἱστορίας. Ἐνθυμοῦμαι – πᾶνε χρόνια ἀπροσδιορίστως πολλά– μία τηλεοπτική
συζήτηση πού εἶχα μέ τοιοῦτόν τινα. Ἔμεινε κεχηναῖος, δηλαδή μέ τό στόμα
ἀνοιχτό, ὅταν τοῦ ἀπήγγειλα ἀπόσπασμα ἀπό τόν «Οἰκονομικό» τοῦ
Ξενοφῶντος πού προφανῶς ἦταν ἀντιγραφή ἀπό τό ...«Κεφάλαιο» τοῦ Μάρξ!
Ἀλλ’
ὁ ἑλληνικός λαός δέν χρειαζόταν κανέναν Μάρξ οὔτε Μαρξάκια χθεσινά γιά
νά τοῦ ποῦν αὐτό πού εἶχε πεῖ ἀπό τό 1935 ἕνας συμπατριώτης μου βαρύς
ρεμπέτης, ὁ Γιώργης Πετρουλέας, σέ ἕνα ἄλλοτε ξακουστό χασάπικο: «Μιά
δύναμις ὑπάρχει πού τόν κόσμο κυβερνᾶ/καί ἡ δύναμις ἐκείνη εἶναι τώρα τά
λεφτά». Καί ὁ διανοούμενος τοῦ λαϊκοῦ ἄσματος, ὁ ἀείμνηστος Τσιτσάνης,
προεκτείνοντας τά ἀνωτέρω, ἀπό τό 1938 εἶχε ψάλει: «Στόν κόσμο τόν
σημερινό, αὐτό τό ξέρουν ὅλοι,/ἡ δύναμη στόν ἄνθρωπο εἶναι τό
πορτοφόλι».
Αὐτό
δέν τό ἤξεραν οἱ κυβερνῶντες μας μέ τούς τόσους σοφούς οἰκονομικούς
συμβούλους; Ἤ, μήπως, φρόντισαν νά γεμίσουν τά δικά τους πορτοφόλια κι
ἄφησαν τήν Ἑλλάδα νά γίνει σάν τόν ἀρχιδούκα τοῦ Ἴνσμπρουκ, τόν
Φρειδερίκο «μέ τίς ἄδειες τσέπες», πού κάνοντας μιά πολιτική μεγαλείου
ἄφησε τό δουκάτο του «ταπί», ὅπως οἱ πολιτικοί παρ᾽ ἡμῖν; Βέβαια, σήμερα
οἱ κάτοικοι τοῦ Ἴνσμπρουκ τά «κονομᾶνε τρελά», διότι μέσα στά τρελά πού
ἔκανε ὁ ἐν λόγω Φρειδερίκος ἦταν νά καλύψει ἕναν ἐξώστη μέ χρυσές
πλάκες καί νά δημιουργήσει τό πολυθρύλητο «Γκόλντενες Ντάχλ».
Ἐμεῖς
τόσα λεφτά πού πήραμε ἀπό τά ταμεῖα τῆς ΕΟΚ καί τῆς Ε.Ε., τί τά
ἐκάμαμε; Δημιουργήσαμε τόν «πολιτισμό τῶν σκυλάδικων». Ἄνθρωποι στήν
ἐπαρχία πού εἶχαν πεῖ στό παρελθόν «τό ψωμί ψωμάκι», ἄναβαν στίς
ἀρτίστες τσιγάρο μέ... πεντοχίλιαρο! Ἔλεγα κάποτε σέ κάποιους
κτηνοτρόφους πού δήλωναν τά διπλά «σφαχτά», πώς κάποτε θά στερέψουν τά
λεφτά. Καί ἡ ἀπάντηση σφόδρα φιλοσοφική: «Ἔχει ἡ ΕΟΚ». – «Μά θά κλείσει
κάποτε τήν στρόφιγγα», ἀντέτεινα ἐγώ. Καί ἡ ἀνταπάντηση τώρα σφόδρα
θεολογική: «Ἔχει ὁ Θεός»!
Ὁ
θρησκευτισμός μας ἦταν τόσο στενός μέ τόν Θεό πού τόν θέλαμε βουλευτή
μας στόν οὐρανό, νά μᾶς βολεύει καί νά μᾶς κάνει ρουσφέτια ἐπί τῆς γῆς.
Γι᾽ αὐτό μᾶς πῆρε ὁ Δαίμονας. Πρίν ἀρχίσουμε νά πουλᾶμε κομμάτια
Ἑλλάδος, εἴχαμε κάνει κομμάτια τήν ψυχή μας, εἴχαμε ξεπουλήσει τή
συνείδησή μας. Εἴμαστε πρόθυμοι νά πουλήσουμε καί τῆς Παναγιᾶς τά μάτια.
Ὅπως λέει πικρόχολα ὁ γυιός μου, ἄν ξαναζοῦσε ὁ Λώτ στά σημερινά Σόδομα
καί Γόμορρα, θά γύριζε κι αὐτός πίσω γιά νά πουλήσει τή γυναίκα του σέ
κάποια ἀγορά ἁλατιοῦ...!
Καί
τώρα πού ἡ Ἑλλάς (helas!) κατάντησε ἀπό τά βερεσέδια «βερέμισσα»,
δηλαδή «φθισικιά» σάν τήν «ξανθομαλλοῦσα» πού τραγούδησε ὁ Κερομύτης
προπολεμικά, ποιός τῆς δίνει σημασία; Τό σκέπτομαι καί μέ πιάνει
ἀπελπισία. Κάποιοι πού ἐκτιμοῦν –κακῶς– τίς γνώσεις μου, μέ ἐρωτοῦν τί
ἔφταιξε καί φθάσαμε ἕως ἐδῶ. Τούς ἀπαντῶ μέ τούς στίχους ἑνός
ζεϊμπέκικου πού ἔγραψε περί τό 1960 ὁ Τάκης Λεμονόπουλος καί τούς
τραγούδησε ὁ Πάνος Γαβαλᾶς:
«Ἐξεγελούσαμε, πού λές, τόν ἑαυτό μας,
γιατί ποτέ μές στήν καρδιά μας δέν κοιτάζαμε,
κάναμε λάθη φοβερά
καί πέσαμε στή συμφορά,
ἀφοῦ χωρίς τόν ξενοδόχο λογαριάζαμε...»!
Ὑποθέτω ὅτι ὁ μαίτρ τῆς ζεϊμπεκιᾶς πρωθυπουργός μας θά τό ἔχει χορέψει καί γι᾽ αὐτό μᾶς χορεύει στό ταψί!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου