Απαντήσεις του Χρήστου Μποκόρου σε ερωτήματα του Σωτήρη Γουνελά
στη δημιουργική διαπραγμάτευση με την αξία της ζωής ενώπιον του κενού και του θανάτου. Διερωτάται γιά το καλό, γιά το ωραίο, ή ό,τι θεωρούμε κάθε φορά υψηλή και απρόσιτη ουσία. Προκαλεί το άλλο που κατ' εξοχήν επιθυμούμε να αξιωθούμε ζώντες. Μας κοινωνεί στην υλική εμπειρία της παρουσίας του πνεύματος στον κόσμο. Εκτός τεχνικής και προφανούς στόχου πορευόμαστε εν απορία, γοητευμένοι από νεύματα του αόρατου και σημεία αλήθειας. Ακροβατούμε σε δύσκολη και ακατάληκτη αλληλουχία αν ακολουθήσουμε το σκοτεινό φως, που ως αναπαράσταση υπαινίσεται την παράστασή του και ως παράσταση προυποθέτει την αντίληψη ή την υπόστασή του άλλως πως. Στα πιό φωτισμένα έργα της, η ζωγραφική αποκαλύπτεται μορφή πνευματοφόρος. Σαν αντίδωρο στη χειρωνακτική αφοσίωση μας ανταποδίδει αχειροποίητο νόημα.
Μπορούμε στις μέρες μας μιλώντας γιά ζωγραφική να εννοούμε κάτι που αναγνωρίζεται κοινά, που γίνεται κοινά αποδεκτό, επειδή μας μεταφέρει μιά ‘άλλη αίσθηση”, μας μεταμορφώνει ή μας καθαίρει από την καθημερινή τύρβη, από τον αβυσσαλέο στρόβιλο παθών και ανοησιών, από την εξαπλωνόμενη βαρβαρότητα; Μήπως ο σημερινός ζωγράφος-καλλιτέχνης είναι ένας συμβιβασμένος επαγγελματίας που δεν ενδιαφέρεται παρά να εκφράσει εξατομικευμένα την κατάστασή του ή έστω την επικρατούσα κατάσταση;
Η “άλλη αίσθηση” μπορεί να είναι ζητούμενη, δεν είναι όμως αναγκαία συνέπεια της τέχνης, ούτε καν της ίδιας της ζωής. Είναι αλήθεια ωστόσο, ότι, έστω κι από κεκτημένη ταχύτητα, συνομολογούμε ακόμη τη ζωγραφική σαν ανάσα εξόδου από την βιωτική σύμβαση, παρότι, στις μέρες μας, με μιά εξουθενωτική γενίκευση κάθε τί μπορεί να προταθεί και να γίνει αποδεκτό ως τέχνη, σχετικοποιώντας ή ακυρώνοντας την έννοια του κοινού κριτηρίου. Παρ’ όλους τους νεωτερισμούς, η ζωγραφική εξακολουθεί να σαγηνεύει. Η αύρα του έργου, ανάλογη με την τέχνη και το πνεύμα του δημιουργού, μπορεί ακόμη να υποβάλλει μιάν απόσταση και να περιβάλλει με σεβασμό το νοούμενο, διασώζοντάς το από την ευτελιστική αμεσότητα της μαζικής ευκολίας.
Η ζωγραφική βέβαια, δεν είναι πιά λαική τέχνη, δεν έχει ευρεία λειτουργική χρησιμότητα. Δεν εξυπηρετεί πιά τις δημόσιες τελετές. Κάποτε, ακυρώνοντας τόπο και χρόνο και παριστώντας θεούς και αξίες, υπήρξε ίσως, αυτονόητη σχεδία υπερβατικής εμπειρίας ή υψηλού κοινωνικού νοήματος, όταν οι άνθρωποι αναζητούσαν έτσι την ευτυχία. Σήμερα, ως κοινωνία, αναζητούμε την ευτυχία αλλιώς και η σύγχρονη τέχνη, αντανακλά αυτή την αλλαγή. Αποτραβιέται εσώκλειστη στα δικά της ύψη. Η “άλλη αίσθηση”, γιά τους συγκαιρινούς μας, βρίσκεται στην συνεχώς νέα και υποσχόμενη τα πάντα καθημερινή τύρβη. Βίρτσουαλ ατομική απόλαυση, χαρούμενη κοσμική διασκέδαση, ενθουσιώδης κατανάλωση χρόνου και προϊόντων πολιτισμού, στροβιλισμός στους επείγοντες ρυθμούς της κερδοφορίας και της ανάπτυξης, απομάκρυνση της κοινής μοίρας, άρνηση του υψηλού χάριν του μέσου όρου. Η προσήλωση στο εφικτό μας απομακρύνει από το όραμα του αδύνατου, την ουτοπία. Ενώπιον της απουσίας Θεού όλα είναι δυνατά, όλα έχουν μιά κάποια αξία, αλλά τίποτε δεν έχει διαρκές νόημα. Αυτό το αμήχανο δίλημμα καταθλίβει την ευτυχία του σύγχρονου κόσμου.
Όσο γιά τη βαρβαρότητα και την ανοησία, δεν εγκλωβίζονται σε εποχές και μπορούν κάλλιστα να ακμάζουν πάντα και στις καλές και στις καλλίτερες τέχνες.
Στη ζωή του ο άνθρωπος αρχίζει συνήθως από στοιχειώδη πράγματα και προχωρεί σε πιό σύνθετα. Θεωρούμε γενικά ότι αυτό είναι κάτι φυσιολογικό. Μπορούμε να πούμε το ίδιο γιά τη ζωγραφική; Αρχίζει με τα στοιχειώδη ή με τα πολύπλοκα; Μήπως η ουσιαστική πορεία του ζωγράφου και της τέχνης του είναι πορεία “απογύμνωσης”, είναι η σταδιακή αφαίρεση κάθε περιττού γιά να φτάσει έστω μερικά στην αγνότητα του βλέμματος, σ’ένα είδος εξαγνισμού του κόσμου; Αλλά στην περίπτωση αυτή τίθεται το ερώτημα: κάτι τέτοιο γίνεται χωρίς πίστη;
Η τέχνη θα μπορούσε νά είναι, τουλάχιστον γιά τους δημιουργούς της, πράξη εξαγνιστική. Έτσι κι αλλιώς σε ανύποπτες στιγμές μας ανοίγονται τα έργα. Ότι σπουδαιότερο αναγνωρίζουμε σ’ αυτά, δεν ανήκει ακριβώς στην επιδεξιότητά μας• είναι το ελάχιστο αλλά στοιχειώδες που μας χαρίζεται σαν αντίδωρο στην αφοσίωση: το νόημα του κόσμου.
Γιά να φτάσει κανείς, ζωγράφος ή μη, στη συνείδηση του στοιχειώδους, πρέπει να υποβάλλει τον εαυτό του σε συνεχή κάθαρση αυτογνωσίας, γιά να καταλήξουμε στην αναγκαιότητα των ελάχιστων που μας αρκούν, πρέπει να απαλλαγούμε από το πλεόνασμα που μας κατέχει. Η απογύμνωση κι ο εξαγνισμός, ωστόσο, είναι δύσκολες επιλογές και δυσκολότερες προσδοκίες, ιδιαίτερα σε κοινωνίες όπου η εξουσία, η αφθονία και η άνεση συνιστούν τον υψηλότερο στόχο, τόσο γι’ αυτούς που τα έχουν όσο και γι’ αυτούς που τα στερούνται.
Η συσσώρευση, έστω και μάταιη, είναι προστασία της ανασφάλειας. Αν δεν νοιώθουμε την ασφάλεια της συνάρτησής μας με κάτι υψηλότερο, με κάποιαν ουσία, δύσκολα θεωρούμε περιττό το περίσσευμα.
Η πίστη σε τέτοιες ουσίες, μπορεί να μας οδηγήσει στον μοναχικό δρόμο της απογύμνωσης, αν και πιό συχνά οδηγεί σε τυπολατρεία μόνο και μισαλλοδοξία. Έχει και η πίστη ανάγκη στοχασμού, κρίσης και διάκρισης. Διακοινώσιμη κοσμικεύεται, χάνει το φέγγος της. Μόνο ως πράξη ελευθερίας, φωτίζει το βαθύ καταστάλαγμα καθενός μας στο έργο του, και εξαγνίζει τον κόσμο.
Η
ζωγραφική δεν μπορεί να υπάρξει χωρίς το χρώμα και οι εναλλαγές του
χρώματος εξαρτώνται απ’το φως. Η οικείωση με το χρώμα και το φώς
προυποθέτει χάρισμα και άσκηση μακροχρόνια. Όμως πέρα απο την τεχνική
και την επεξεργασία των υλικών που απαιτείται σε όλες τις ανθρώπινες
δραστηριότητες, πως θα ορίζαμε το είναι της τέχνης αυτής; Πέρα απ’ τη
συσχέτισή του με την αναπαράσταση πως θα μπορούσε να οριστεί;
Η
ζωγραφική είναι ένα τέχνασμα του ανθρώπου να υπερβεί το αναναπαράστατο
του περιβάλλοντος και του ενδότερου κόσμου και να τα παραστήσει. Η
οικείωση με το φως και με το χρώμα, αναδεικνύουν, κατά το χάρισμα και
την άσκηση καθενός, την τεχνική της. Η εξυπηρέτηση της ψυχαγωγίας, της
διαπαιδαγώγησης ή μιάς κάποιας επίδειξης ισχύος δηλώνουν την άμεση
κοινωνική της χρησιμότητα. Αλλά όπως η γλώσσα από μόνη της, όσο καλά και
αν μιλιέται ή επικοινωνεί, δεν είναι ποίηση, έτσι κι η ζωγραφική από
μόνη της δεν είναι απαραίτητα κάτι περισσότερο από ευχάριστη απασχόληση ή
αποτελεσματική δραστηριότητα.Η αγωνία της ζωγραφικής συνείδησης να
κατανοήσει την αναγκαιότητα της τέχνης πέρα από την τεχνική, απαιτεί
άλλο πνεύμα κι άλλο στοχασμό. Μονάζειστη δημιουργική διαπραγμάτευση με την αξία της ζωής ενώπιον του κενού και του θανάτου. Διερωτάται γιά το καλό, γιά το ωραίο, ή ό,τι θεωρούμε κάθε φορά υψηλή και απρόσιτη ουσία. Προκαλεί το άλλο που κατ' εξοχήν επιθυμούμε να αξιωθούμε ζώντες. Μας κοινωνεί στην υλική εμπειρία της παρουσίας του πνεύματος στον κόσμο. Εκτός τεχνικής και προφανούς στόχου πορευόμαστε εν απορία, γοητευμένοι από νεύματα του αόρατου και σημεία αλήθειας. Ακροβατούμε σε δύσκολη και ακατάληκτη αλληλουχία αν ακολουθήσουμε το σκοτεινό φως, που ως αναπαράσταση υπαινίσεται την παράστασή του και ως παράσταση προυποθέτει την αντίληψη ή την υπόστασή του άλλως πως. Στα πιό φωτισμένα έργα της, η ζωγραφική αποκαλύπτεται μορφή πνευματοφόρος. Σαν αντίδωρο στη χειρωνακτική αφοσίωση μας ανταποδίδει αχειροποίητο νόημα.
Ο
άνθρωπος αντιλαμβάνεται ποιητικά τον κόσμο, γεγονός που παραστέκει στη
ζωή του χωρίς να ορίζει ούτε τον κόσμο ούτε τον άνθρωπο ούτε την ποίηση.
Το νόημα ούτε στην τέχνη ορίζεται, μας συνεπαίρνει μόνο χαρισματικά,
σαν ποίημα και σαν θαύμα.Όταν παλιότερα μιλούσαμε γιά ζωγραφική
εννοούσαμε αίσθηση φωτός χρώματος ρυθμού, αρμονίας, σύνθεσης, ενότητας
κλπ. Εξακολουθούμε σήμερα να μιλάμε γιά όλα αυτά ή παρεμβάλεται στο χώρο
της ζωγραφικής μιά ατομιστική αυθαιρεσία η οποία καταργεί τις όποιες
σταθερές αυτής της τέχνης;Ονόματα και χρήσεις αλλάζουν εύκολα, οι ουσίες
είναι που δυσκολεύονται στις αλλαγές. Η τέχνη κι ο στοχασμός του
ανθρώπου έρχονται πάντα με ανατροπές και επιμειξίες. Παλιότερα, πρίν
ακόμη υποκατασταθούν από ρυθμούς και αρμονίες, μιλούσαμε γιά επιφάνεια
θεοτήτων, ηρώων ή αγίων σε αγάλματα ή εικόνες, γιά παράσταση (και
προσκύνηση) της αρετής και του κάλλους. Σε εποχές κορεσμένες από την
κενότητα αισθητικών αναλύσεων, αναζητούσαμε πάλι νόημα πέραν της
τεχνικής και της διακόσμησης, στην αφαίρεση, στην έκφραση ή στην καθαρή
ανάγκη του ανθρώπου να δημιουργεί. Όταν ο Μάλεβιτς εξέθετε το μαύρο του
τετράγωνο ψηλά, στην κόκκινη γωνία, που υποκατέστησε το εικονοστάσι με
την οκτωβριανή επανάσταση, έγραφε “Ο Θεός δεν εξέπεσε”. Ενώπιον όμως της
προφανούς απουσίας του στη νεωτερική σκέψη, δεν μπορούσε να παραστήσει
την ανάγκη του, παρά με το ορθογωνισμένο σκότος της αγνωσίας. Αρνούμενος
την εκκλησία ως ανίκανη να εκπροσωπήσει τον Θεό και τη μορφή ως ανίκανη
να εκφράσει το απόλυτο, ξανάβρισκε, εν αγνοία του ίσως, το κλασσικό
επιχείρημα της εικονοκλασίας.Τελευταία, συναινούμε αδιάφορα σε όλα και
κλεινόμαστε όλο και πιό πολύ στην μόνωση της τεχνητής συνθήκης και της
δυνητικής πραγματικότητας. Εξoφλούμε τις αξίες μας στο παρόν, δεν
απολογούμαστε πιά στην αιωνιότητα. Η νομιμοποίηση της ατομιστικής
αυθαιρεσίας του καλλιτέχνη έχει υποκαταστήσει τη συνείδηση της
κοινότητας, παγιδεύοντας σε αυτοεγκλεισμό την τέχνη του και στερόντας
από συλλογικό νόημα την όποια ανώτερη ουσία θα μπορούσε να προσεγγίσει.
Σε τέτοιες συνθήκες η ζωγραφική, λαθρόβια, περισυλλέγει νόημα σε
λιγότερο ή περισσότερο απρόσιτα καταφύγια.
Μπορούμε στις μέρες μας μιλώντας γιά ζωγραφική να εννοούμε κάτι που αναγνωρίζεται κοινά, που γίνεται κοινά αποδεκτό, επειδή μας μεταφέρει μιά ‘άλλη αίσθηση”, μας μεταμορφώνει ή μας καθαίρει από την καθημερινή τύρβη, από τον αβυσσαλέο στρόβιλο παθών και ανοησιών, από την εξαπλωνόμενη βαρβαρότητα; Μήπως ο σημερινός ζωγράφος-καλλιτέχνης είναι ένας συμβιβασμένος επαγγελματίας που δεν ενδιαφέρεται παρά να εκφράσει εξατομικευμένα την κατάστασή του ή έστω την επικρατούσα κατάσταση;
Η “άλλη αίσθηση” μπορεί να είναι ζητούμενη, δεν είναι όμως αναγκαία συνέπεια της τέχνης, ούτε καν της ίδιας της ζωής. Είναι αλήθεια ωστόσο, ότι, έστω κι από κεκτημένη ταχύτητα, συνομολογούμε ακόμη τη ζωγραφική σαν ανάσα εξόδου από την βιωτική σύμβαση, παρότι, στις μέρες μας, με μιά εξουθενωτική γενίκευση κάθε τί μπορεί να προταθεί και να γίνει αποδεκτό ως τέχνη, σχετικοποιώντας ή ακυρώνοντας την έννοια του κοινού κριτηρίου. Παρ’ όλους τους νεωτερισμούς, η ζωγραφική εξακολουθεί να σαγηνεύει. Η αύρα του έργου, ανάλογη με την τέχνη και το πνεύμα του δημιουργού, μπορεί ακόμη να υποβάλλει μιάν απόσταση και να περιβάλλει με σεβασμό το νοούμενο, διασώζοντάς το από την ευτελιστική αμεσότητα της μαζικής ευκολίας.
Η ζωγραφική βέβαια, δεν είναι πιά λαική τέχνη, δεν έχει ευρεία λειτουργική χρησιμότητα. Δεν εξυπηρετεί πιά τις δημόσιες τελετές. Κάποτε, ακυρώνοντας τόπο και χρόνο και παριστώντας θεούς και αξίες, υπήρξε ίσως, αυτονόητη σχεδία υπερβατικής εμπειρίας ή υψηλού κοινωνικού νοήματος, όταν οι άνθρωποι αναζητούσαν έτσι την ευτυχία. Σήμερα, ως κοινωνία, αναζητούμε την ευτυχία αλλιώς και η σύγχρονη τέχνη, αντανακλά αυτή την αλλαγή. Αποτραβιέται εσώκλειστη στα δικά της ύψη. Η “άλλη αίσθηση”, γιά τους συγκαιρινούς μας, βρίσκεται στην συνεχώς νέα και υποσχόμενη τα πάντα καθημερινή τύρβη. Βίρτσουαλ ατομική απόλαυση, χαρούμενη κοσμική διασκέδαση, ενθουσιώδης κατανάλωση χρόνου και προϊόντων πολιτισμού, στροβιλισμός στους επείγοντες ρυθμούς της κερδοφορίας και της ανάπτυξης, απομάκρυνση της κοινής μοίρας, άρνηση του υψηλού χάριν του μέσου όρου. Η προσήλωση στο εφικτό μας απομακρύνει από το όραμα του αδύνατου, την ουτοπία. Ενώπιον της απουσίας Θεού όλα είναι δυνατά, όλα έχουν μιά κάποια αξία, αλλά τίποτε δεν έχει διαρκές νόημα. Αυτό το αμήχανο δίλημμα καταθλίβει την ευτυχία του σύγχρονου κόσμου.
Όσο γιά τη βαρβαρότητα και την ανοησία, δεν εγκλωβίζονται σε εποχές και μπορούν κάλλιστα να ακμάζουν πάντα και στις καλές και στις καλλίτερες τέχνες.
Στη ζωή του ο άνθρωπος αρχίζει συνήθως από στοιχειώδη πράγματα και προχωρεί σε πιό σύνθετα. Θεωρούμε γενικά ότι αυτό είναι κάτι φυσιολογικό. Μπορούμε να πούμε το ίδιο γιά τη ζωγραφική; Αρχίζει με τα στοιχειώδη ή με τα πολύπλοκα; Μήπως η ουσιαστική πορεία του ζωγράφου και της τέχνης του είναι πορεία “απογύμνωσης”, είναι η σταδιακή αφαίρεση κάθε περιττού γιά να φτάσει έστω μερικά στην αγνότητα του βλέμματος, σ’ένα είδος εξαγνισμού του κόσμου; Αλλά στην περίπτωση αυτή τίθεται το ερώτημα: κάτι τέτοιο γίνεται χωρίς πίστη;
Η τέχνη θα μπορούσε νά είναι, τουλάχιστον γιά τους δημιουργούς της, πράξη εξαγνιστική. Έτσι κι αλλιώς σε ανύποπτες στιγμές μας ανοίγονται τα έργα. Ότι σπουδαιότερο αναγνωρίζουμε σ’ αυτά, δεν ανήκει ακριβώς στην επιδεξιότητά μας• είναι το ελάχιστο αλλά στοιχειώδες που μας χαρίζεται σαν αντίδωρο στην αφοσίωση: το νόημα του κόσμου.
Γιά να φτάσει κανείς, ζωγράφος ή μη, στη συνείδηση του στοιχειώδους, πρέπει να υποβάλλει τον εαυτό του σε συνεχή κάθαρση αυτογνωσίας, γιά να καταλήξουμε στην αναγκαιότητα των ελάχιστων που μας αρκούν, πρέπει να απαλλαγούμε από το πλεόνασμα που μας κατέχει. Η απογύμνωση κι ο εξαγνισμός, ωστόσο, είναι δύσκολες επιλογές και δυσκολότερες προσδοκίες, ιδιαίτερα σε κοινωνίες όπου η εξουσία, η αφθονία και η άνεση συνιστούν τον υψηλότερο στόχο, τόσο γι’ αυτούς που τα έχουν όσο και γι’ αυτούς που τα στερούνται.
Η συσσώρευση, έστω και μάταιη, είναι προστασία της ανασφάλειας. Αν δεν νοιώθουμε την ασφάλεια της συνάρτησής μας με κάτι υψηλότερο, με κάποιαν ουσία, δύσκολα θεωρούμε περιττό το περίσσευμα.
Η πίστη σε τέτοιες ουσίες, μπορεί να μας οδηγήσει στον μοναχικό δρόμο της απογύμνωσης, αν και πιό συχνά οδηγεί σε τυπολατρεία μόνο και μισαλλοδοξία. Έχει και η πίστη ανάγκη στοχασμού, κρίσης και διάκρισης. Διακοινώσιμη κοσμικεύεται, χάνει το φέγγος της. Μόνο ως πράξη ελευθερίας, φωτίζει το βαθύ καταστάλαγμα καθενός μας στο έργο του, και εξαγνίζει τον κόσμο.
Ο π. Π. Φλωρένσκυ στις
αρχές του εικοστού αιώνα, μελετώντας από ορθόδοξη σκοπιά τον νεώτερο
δυτικό πολιτισμό –είχε ξεσπάσει ήδη η κομμουνιστική επανάσταση- τον
έβλεπε δέσμιο της καντιανής λογικής και της ευκλείδιας γεωμετρίας, όσον
αφορά κυρίως την τέχνη αλλά και περιοχές εκτός τέχνης. Έβλεπε στην
καθιέρωση της “προοπτικής μεθόδου” το κλείσιμο της ζωής μέσα σε ένα
είδος φυλακής, που καθιστούσε τον άνθρωπο πνευματικά ανάπηρο, του
έκλεινε τη δίοδο προς τη μυστηριακή και χριστιανική πνευματική αίσθηση
του εαυτού του, του κόσμου και του σύμπαντος. Βλέποντας την εξέλιξη των
πραγμάτων μετά τις ποικίλες επαναστάσεις στην Ευρώπη, πως σχολιάζεται
μιά τέτοια στάση;
Παρ’ όλον τον
ενθουσιασμό που μεταδίδει γενναιόδωρα η οξυδερκής και ανατατική κρίση
του Φλωρένσκυ, τόσο η προοπτική μέθοδος απεικόνισης όσο και η αναστροφές
της δεν μπορούν μόνες τους ούτε να εξασφαλίσουν ούτε να αποκλείσουν
πνευματικές διαδρομές. Η προσκόλληση στη μία ή την άλλη κατεύθυνση
κινδυνεύει να αποβεί πνευματική αναπηρία και φραγή της διόδου προς τη
μυστηριακή αίσθηση του κόσμου. Το πνεύμα βρίσκεται παντού και δεν
υποτάσσεται σε ερμηνευτικές μεθόδους. Κι αν όντως η αγνόηση της
προοπτικής ή η αναστροφή κάποιων κανόνων της, απέδωσαν εξόχως πρόθεση
πνευματικότητας, η αδιάλλακτη προσκόλληση στην αναστροφή δεν απέδωσε
πάντοτε πνευματικότερη ζωγραφική ούτε ευδοκίμησε σε πνευματικότερες
κοινωνίες.
Το σύγχρονο πολιτισμικό μοντέλο, προσηλωμένο στην
πραγματικότητα, την εκμεταλλεύεται ακαταπαύστως, αδιαφορώντας για την
πνευματικότητα που ενέχει η απειρότητά της. Αυτοαναφορικό, εικονόφιλο
και εξωστρεφές, επιβάλλει την τεχνητή του πραγματικότητα η οποία, ως
πεπερασμένη, στερείται πνευματικότητας. Το περίεργο, ίσως μάλιστα και
ανησυχητικό, είναι ότι αυτή η τεχνητή πραγματικότητα ανακουφίζει όντως
πλήθη ανθρώπων αναπληρώνοντας ακόμα και τις βαθύτερες ανάγκες κι
επιθυμίες τους. Γιά πολλούς από μας αρκεί μιά ηλεκτρική παροχή. Η
κατασπατάληση των υλικών και η καταρράκωση των ηθικών πόρων των λαών,
τους αναγκάζει να μιμούνται τους τρόπους και να εκλιπαρούν την
ελεημοσύνη της αγοράς. Μόνον νησίδες μειονοτήτων μπορούν στοχαζόμενες να
αντιστέκονται. Το περιθώριο άλλωστε και η μοναξιά είναι το δράμα της
ποιότητας.
Το πρόβλημα, γιά όσους ακόμη αγωνιούν, παραμένει
λόγιο, όπως άλλωστε ήταν πάντα. Τι είναι προφανές και πώς παρίσταται;
Μπορεί ο ανθρώπος να παραστήσει και κάτι πέραν του προφανούς, να
εικονίσει το απόλυτο; Παλίμψηστα ερωτήματα. Παρίσταται και ως εικόνα ή
είναι μόνον έννοια ο Θεός; Έχει και πρόσωπο ή μόνο νόημα η αρετή; Είναι
σώμα ή σήμα το όν; Είναι τούτου ή άλλου κόσμου το πνεύμα που εμψυχώνει
την ύλη του ανθρώπου; Διαβαίνει επί το πρότυπον η προσκύνησις ή αρκεί να
μένει επί της εικόνος; Ενέχει και πνεύμα ή είναι απλώς διακοσμητική η
τέχνη; Κινητοποιεί ή αποχαυνώνει; Συντηρεί το κατεστημένο ή ανατρέπει
την αντίληψη του κόσμου; Είναι μοχλός εκπολιτισμού ή εργαλείο
χειραγώγησης; Σχεδία διαφυγής ή κεντρομόλος συσσώρευση; Ποιά τέχνη κάνει
το ένα ποιά το άλλο; Ποιά εξυπηρετεί και ποιόν σκοπό, τίνος;
Για
να υποψιαστούμε την αλήθεια, πρέπει να διακρίνουμε τη σημασία τέτοιων
ερωτημάτων στη συνειδητοποίηση των ανθρώπων και την αγωνία των
δημιουργών, από τις έριδες των τεχνικών της εξουσίας και των επί γής
εκπροσώπων του Πνεύματος, γραμματέων και φαρισαίων, πολιτευτών,
διαφημιστών και ερμηνευτών της εξουσίας του Λόγου. Εξουσιάζει άλλωστε
τον Λόγο όποιος έχει ήδη εξέλθει της ουσίας του. Η αλήθεια επιφαίνεται
ως άπειρο μέγεθος, ακυρώνει τα επιχειρήματά της (τα επιχειρήματά μας
δηλαδή γι’ αυτήν), και όταν αποκαλύπτεται, υπερβαίνει τη δική μου ή τη
δική σου αλήθεια. Αποκαλύπτεται ως κόσμος ολόκληρος.
Στα
αυτοβιογραφικά σημειώματα ο Δ. Πικιώνης γράφει: “η άσκηση της πρακτικής
του Σεζάν με ήγαγε μακρυά απ’ τα ιδεώδη της Δύσης. Η Ανατολή και το
Βυζάντιο μου αποκάλυψαν πως η δημιουργία μιάς ανηγμένης απ’ τη φύση και
απ’ την ύλη της μίμησης συμβολικής γλώσσας, είναι ο δρόμος ο μόνος
έγκυρος και άξιος του πνεύματος γιά να εκφράσει τις ιδέες και τα
συναισθήματά μας απ’ τη Ζωή. Κάποιος είπε σωστά πως απ’ την υπεύθυνη
στάση μας ανάμεσα Ανατολής και Δύσης θα εξαρτηθεί η πορεία του
Ελληνισμού. Θα προσθέσω: και απ’ την αρμόδια σύνθεση των δύο ρευμάτων σε
μιά νέα μορφή.” Αλήθεια πώς τίθεται το ζήτημα σήμερα; Καθώς όλα γυρνούν
γύρω απ’ τη θέση μας στην ευρωπαϊκή κοινότητα, τον περαιτέρω
εξευρωπαϊσμό μας, την παγκοσμιοποίηση και τον “πολιτισμό της αγοράς”,
υπάρχουν περιθώρια γιά τέτοιες έγνοιες και αναζητήσεις ή μήπως
αφηνόμαστε στο ρεύμα του καιρού με αμβλυμένη συνείδηση; Μήπως τελικά ο
καλλιτέχνης και στο προκείμενο ο ζωγράφος καλείται σήμερα να
αντιμετωπίσει πιό δυναμικά τη σχέση του με τον κόσμο, και να αναλάβει να
προωθήσει την έξοδο από την πολτοποίηση και την ισοπέδωση της
ανθρώπινης ύπαρξης, επαναφέροντας στο προσκήνιο τα απλά, αιώνια και
πανανθρώπινα συστατικά της ζωής που καθημερινά εξορίζονται καθιστώντας
το βίο αβίωτο;
Απ’ την Ανατολή ως τη Δύση, σε
Βορά και Νότο, οι άνθρωποι αξιώνονται τη ζωή τους όπως μπορούν. Στο
σκοτεινό διάστημα μετά τη Δύση και πρίν την Ανατολή αποθέτουν κάθε φορά
τά όνειρα και την ανάπαυσή τους, αν δεν τους κατατρώνε τύψεις κι αγωνίες
ή δεν τους έλκουν οι ηλεκτροφωτισμένες ψυχοθεραπείες της νύχτας. Το
μεσουράνημα του ανθρώπινου στοχασμού το αντιλαμβάνεται κανείς να λάμπει
όταν υψώνει το ανάστημά του και κοιτάει ψηλά, πάνω απ’ τα σημεία του
ορίζοντα και τα σημεία των ορισμών. Εκεί συναντώνται και συνομιλούν εν
πνεύματι οι άνθρωποι, εκεί ονειροπολούν, εκεί συντίθενται αρμοδίως, εκεί
εκβάλλουν, απ' όπου κι αν έρχονται, οι στοχασμοί που κοινωνούν τον
κόσμο ολόκληρο. Όποιες από τις ιδιαιτερότητες των λαών και των τόπων
μπορούν ακόμη να εμπνέουν και να στηρίζουν την καθημερινή τους ζωή
βιώνονται και λειτουργούν αυθόρμητα ως ζώσα παράδοση. H αναγκαιότητά
τους δοκιμάζεται στην καθημερινότητα κι ότι αντέχει, ανθίζει και
καρποφορεί όταν έρθει η ώρα του. Η προσκόληση σε ιδεώδη της Ανατολής ή
της Δύσης δεν έχει να κάνει με τα ιδεώδη του τόπου μας, αλλά με
ιδεολογήματα των εκάστοτε εξουσιών και των οπαδών τους. Ο τόπος μας
πάντα συγχώνευε και συγχωρούσε Ανατολή και Δύση,
Οι κυρίαρχες
ιδέες κάθε εποχής είναι ιδέες της εκάστοτε κυρίαρχης τάξης. Η
πραγματικότητα που επιβάλλουν ως αυταπόδεικτη, δεν ανταποκρίνεται στην
αξεδιάλυτη πολυπλοκότητα και τις ανεπίλυτες αντιφάσεις των πραγμάτων.
Δεν έχει να κάνει με την αλήθεια. Η αλήθεια δεν συναινεί σε στατιστικές
και απλουστευτικές διακρίσεις καλού και κακού, δεν επικυρώνεται στην
ιδεολογία των νικητών, δεν συντρέχει την πρόοδο. Είναι ζήτημα της
γρηγορούσας συνείδησης και του άμεσου πρακτικού μας ενδιαφέροντος. Και η
τέχνη με την αλήθεια παιδεύεται, όχι με την πραγματικότητα.
Το
ζήτημα δεν είναι να πάρουμε θέση μεταξύ Ανατολής και Δύσης αλλά να
ζωογονήσουμε με τη συμπεριφορά μας ότι θεωρούμε άξιο και ωφέλιμο στη ζωή
μας. Τι εννοούμε λοιπόν πολιτισμό; Ό,τι συμβαίνει στις πόλεις γύρω μας;
συνευρέσεις, γεγονότα κι εκδηλώσεις, τεχνολογία και κατανάλωση ανέσεων;
Ή την καλλιέργεια του ανθρώπου, την έργω μέριμνα του κάλλους; Ο
πολιτισμός της αγοράς ακούγεται σαν λαμπερό προιόν προσφερόμενο αφειδώς
σε όλους, προσιτό, αναλώσιμο, εμπορεύσιμο και βεβαίως χειραγωγήσιμο. Η
καλλιέργεια όμως είναι κοπιαστική και επώδυνη εσωτερική κατάκτηση στην
κοινωνική μας συνείδηση, στο έργο μας. Είναι η διαμόρφωση της προσωπικής
μας στάσης μέσα στην κοινότητα, ότι μπορούμε να δώσουμε κι όχι ότι
παίρνουμε, η συνεισφορά μας στον τόπο και στον κόσμο, όχι η κατανάλωσή
του. Η συλλογική μας υπόσταση. Αυτό που μένει απ’ το πέρασμα των
ανθρώπων στους αιώνες και έλκει ακόμη το θαυμασμό μας όπου κι αν
βρίσκεται.
Ο εξευρωπαϊσμός ή η παγκοσμιοποίηση είναι
περιστασιακές κοινωνικο-οικονομικές προοπτικές. Ασκήσεις συμφερόντων που
αφορούν διεκπεραιωτές του παρόντος, διαχειριστές εξουσιών, λαών και
τόπων. Δεν αφορούν όμως την κατακόρυφη παλινδρόμηση εμβάθυνσης ή
ανάτασης της ψυχής του, ούτε το εύρος του εκπληκτικού κι απρόβλεπτου
στοχασμού του. Το πνεύμα και η τέχνη, η ελευθερία και η αλήθεια, έχουν
άλλο λεξιλόγιο• ανυπότακτα, θα διαφεύγουν ες αεί. Ο άνθρωπος δεν είναι η
πλειοψηφία των ανθρώπων ούτε η άποψή μας γι αυτόν. Είναι ιδανικό του
καθενός και είτε μας αρέσει είτε όχι, καθένας το κατακτά όπως μπορεί.
Ασφυκτιούμε, βέβαια, στον πειθαναγκασμό της αδηφάγου αγοράς, στο θράσος
της εξουσίας της, στο πλήθος των θαυμαστών της και των θυμάτων της
μαζικής ενημέρωσης. Αυτή είναι όμως η συνθήκη της ζωής μας. Ο κόσμος
αυτός μας έχει δοθεί. Συμμετέχουμε και εξ εναντίων διδασκόμεθα.
Συνθλιβόμενοι εντός του διαμορφώνουμε πρόσωπο. Η ανάγκη και η δυνατότητα
παρέκλισης από την εξουσία της κυρίαρχης ιδεολογίας διαπιστώνεται στις
αποφάσεις και τα έργα καθενός. Δεν είναι η όποια ζωγραφική ή κάποια άλλη
τέχνη που θα κινητοποιήσει ανθρώπους, αν οι ίδιοι δεν είναι έτοιμοι να
αντιμετωπίσουν δυναμικά τη σχέση τους με τον κόσμο, αν δεν αντισταθούν
στην ύβρη της ολοκληρωτικής επιβολής και δεν διεκδικήσουν την επιμέλεια
της ψυχής τους. Ο πολιτισμός (και ο Ελληνισμός) δεν παρέχεται•
διαμορφώνεται από βαθύτερες ή υψηλότερες ανάγκες και η απόφαση του κάθε
ανθρώπου, αυτεξούσιου όντος, δεν μπορεί να παρθεί από άλλους γιά χάρη
του. Η τέχνη (και η πατρίδα) δεν είναι προαγωγός του ανθρώπου αλλά
μάρτυρας και κριτής αδιάψευστος των επιλογών και των δυνατοτήτων του.
πηγή:http://www.bokoros.gr/index.php?t=text&a=interviewsotirigounela, Πάτμος 2005
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου