Ο άγιος Λουκάς ο ιατρός, Αρχιεπίσκοπος Συμφερουπόλεως, γεννήθηκε τό 1877 στό Κέρτς τής Χερσονήσου Κριμαίας. Νυμφεύθηκε τήν Άννα Βασιλίγιεβνα, η οποία εκοιμήθη σέ ηλικία 38 ετών καί έτσι ο άγιος ανέλαβε εξ ολοκλήρου τήν ευθύνη τής ανατροφής τών τεσσάρων παιδιών τους. Τό 1920 εξελέγη Καθηγητής Τοπογραφικής Ανατομίας καί Χειρουργικής στό Πανεπιστήμιο τής Τασκένδης. Οι έρευνές του στό θέμα τών πυωδών λοιμώξεων υπήρξαν πρωτοποριακές καί τό εγχειρίδιο πού συνέγραψε χρησιμοποιείται ακόμη καί σήμερα. Χειροτονήθηκε Ιερέας τό1921, Επίσκοπος Τασκένδης τό 1923, καί τό 1946 προήχθη σέ Αρχιεπίσκοπο Συμφερουπόλεως Κριμαίας. Παρέμεινε δέ στήν θέση αυτή μέχρι τήν ημέρα τής κοιμήσεώς του, ήτοι τήν 11η Ιουνίου 1961. Από τό 1922 μέχρι τό τέλος τού επιγείου βίου του υπέστη συλλήψεις, εξορίες καί φρικτά βασανιστήρια. Πολλές φορές επεχείρησαν νά τόν θανατώσουν, αλλά ο Θεός τόν διεφύλαξε. Τά τελευταία 9 έτη τής ζωής του ήταν τυφλός από γλαύκωμα, αλλά έδειξε καί σέ αυτήν τήν περίπτωση ιώβεια υπομονή.
Πρώτον. Μελετώντας τόν βίο καί τήν πολιτεία τού αγίου Λουκά, Αρχιεπισκόπου Συμφερουπόλεως, δέν μπορείς νά διακρίνης τόν Επίσκοπο από τόν ιατρό. Παντού ο άγιος Λουκάς ήταν καί τά δύο μαζί. Θεράπευε τούς ασθενείς μέ τήν βοήθεια τής ιατρικής επιστήμης, αλλά καί μέ τήν προσευχή του. Επίσης, ασκούσε τήν ποιμαντική του διακονία καί ως ιατρός, αφού προσπαθούσε νά θεραπεύση τούς ανθρώπους πνευματικά καί σωματικά. Είχε μεγάλη αγάπη γιά τόν Θεό, γι’ αυτό αγαπούσε καί τούς συνανθρώπους του, όλους ανεξαιρέτως χωρίς διακρίσεις. Είχε φλογερό ζήλο καί μεγάλη αυταπάρνηση. Αγάπησε τό μαρτύριο, όπως ομολογεί ο ίδιος. Άλλωστε, όλη η ζωή του υπήρξε ένα συνεχές μαρτύριο καί μιά βροντερή μαρτυρία γιά τόν Χριστό. Δοκίμασε, όμως, καί πολλές πνευματικές χαρές καί ουράνιες ευλογίες.
Εντύπωση προξενεί η μεγάλη υπακοή του στόν Θεό διά τής Εκκλησίας. Στήν πρόσκληση τού Επισκόπου νά γίνη Κληρικός ανταποκρίθηκε αμέσως μέ μεγάλη προθυμία, γιατί θεώρησε ότι η πρόσκληση προερχόταν από τόν ίδιο τόν Θεό, παρά τό ότι δέν τό είχε σκεφθή προηγουμένως καί παρά τό ότι ήταν επιτυχημένος ιατρός-χειρουργός μέ μεγάλη φήμη. Στήν αυτοβιογραφία του σημειώνει: «Γνωρίζω ότι υπάρχουν πάρα πολλοί άνθρωποι πού διερωτώνται πώς κατώρθωσα, αφού απέκτησα τήν φήμην ενός σοφού καί μεγάλου χειρουργού, νά εγκαταλείψω τήν επιστήμην καί τή χειρουργικήν καί νά γίνω κήρυξ τού Ευαγγελίου τού Χριστού. Εκείνοι πού κάμνουν τοιαύτας σκέψεις, διαπράττουν μέγα σφάλμα σκεπτόμενοι ότι είναι αδύνατον νά συνδυασθούν η επιστήμη καί η θρησκεία... Η ιστορία τής επιστήμης μάς διδάσκει ότι καί αυτοί ακόμη οι μεγαλοφυείς σοφοί ως ο Γαλιλαίος, ο Νεύτων, ο Κοπέρνικος, ο Παστέρ, ο μεγάλος μας φυσιολόγος Παυλώφ, ήσαν βαθέως θρησκευτικοί άνθρωποι. Καί γνωρίζω ότι μεταξύ τών καθηγητών, τών συγχρόνων μας, υπάρχουν πολλοί πού πιστεύουν. Μάλιστα μού ζητούν τήν ευλογία μου». Καί στήν συνέχεια τονίζει, μέσα από τήν εμπειρία του, ότι τό έργο τού ιερέα καί τού ιατρού είναι η θεραπεία καί η ανακούφιση τού πόνου τών συνανθρώπων τους: «Χωρίς νά τό καταλάβω, ο Κύριος απ’ αυτής τής τρυφεράς μου νεότητος, μέ ωδήγησε πρός τήν ιερωσύνην, τήν οποίαν ουδέποτε είχον σκεφθή, δεδομένου ότι περιπαθώς ηγάπων τήν χειρουργικήν καί είχον αφιερωθή μέ όλην μου τήν ψυχήν. Η επίδοσίς μου αυτή ικανοποίει πλήρως τήν φιλοδοξίαν πού είχον πάντοτε νά υπηρετήσω τούς πτωχούς καί τούς υποφέροντας, καί διαθέσω όλας μου τάς δυνάμεις πρός ανακούφισιν τών πόνων των καί πρός υποβοήθησίν των εις τάς ανάγκας των».
Δεύτερον. Ο άγιος Λουκάς ως αληθινός ποιμένας έτρεφε τό λογικό ποίμνιο πού τού εμπιστεύθηκε ο Χριστός διά τής Εκκλησίας μέ τό άδολο γάλα τής ορθόδοξης διδασκαλίας. Δέν σταμάτησε ποτέ νά κηρύττη καί νά κατηχή τόν λαό τού Θεού, παρά τίς συστάσεις, τίς απαγορεύσεις καί τά σκληρά μέτρα τής κρατικής εξουσίας. Ο λόγος του δέν ήταν στοχαστικός αλλά απαύγασμα τής καθαρής καί φλογερής καρδιάς του, αφού τά όσα δίδασκε ήσαν πρωτίστως καί κυρίως προσωπικά του βιώματα. Υπήρξε σέ όλο τόν βίο του ο «ποιήσας καί διδάξας», γι’ αυτό καί ο λόγος του είχε απήχηση στίς καρδιές τών ανθρώπων καί προξενούσε αληθινή μετάνοια καί πνευματική αναγέννηση. Ήταν λόγος πύρινος, γιατί έβγαινε μέσα από μιά καρδιά γεμάτη από τό πύρ τού Αγίου Πνεύματος, πού όμως δέν κατέφλεγε, αλλά εδρόσιζε τίς καρδιές τών πιστών καί τούς μετάγγιζε δύναμη, κουράγιο καί παρηγοριά. Οι ομιλίες του, πού σώζονται καί έχουν δημοσιευθή, εξακολουθούν καί σήμερα νά διδάσκουν, νά παρηγορούν καί νά εμπνέουν όλους εκείνους, οι οποίοι επιθυμούν νά ζήσουν σύμφωνα μέ τό θέλημα τού Θεού.
Στήν συνέχεια, θά λάβουμε μικρή γεύση τής γλυκύτητος τού εμπνευσμένου λόγο του.
«Έγινε πλέον κακή συνήθεια, μόλις μαθαίνουμε κάτι γιά τόν πλησίον μας νά πηγαίνουμε νά τό διαλαλούμε παντού. Η γλώσσα μας καίει καί σπεύδουμε νά πούμε στούς άλλους αυτό πού είδαμε καί ακούσαμε. Ξεχνάμε ότι δέν έχουμε κανένα δικαίωμα νά κρίνουμε τόν πλησίον διότι αυτό δέν είναι δική μας υπόθεση, αλλά τού Θεού, ο οποίος είναι ο Υπέρτατος Κριτής, ο οποίος μόνος γνωρίζει τήν καρδιά τού ανθρώπου καί μπορεί νά αποδώσει δικαία κρίση. Εμείς όμως κατακρίνουμε τόν πλησίον καί πολλές φορές μέ βαριά λόγια. Δέν σκεφτόμαστε ότι ο αδελφός μας μπορεί νά μετανόησε ήδη καί νά τού αφέθηκε η αμαρτία του, επειδή μετανόησε βαθιά».
« Ένας από τούς πιό σημαντικούς στόχους στή ζωή μας είναι νά μάθουμε τήν υπομονή... Άν έχεις φοβερό πόνο πού σέ βασανίζει καί δέν μπορείς νά υπομένεις άλλο, δές τόν Υιό τού Θεού μέ τό κεφάλι σκυμμένο νά φορά τό ακάνθινο στεφάνι. Σκέψου πόσες φορές χτυπούσαν τό κεφάλι αυτό, σκέψου τόν πόνο πού προκαλούσαν στόν Σωτήρα μας τά αγκάθια καί θά μάθεις νά υπομένεις τόν πόνο σου».
Θά επιτύχουμε τού σκοπού τής ζωής μας, πού είναι η κοινωνία μας μέ τόν Θεό καί η απόκτηση τής αιώνιας ζωής, άν σηκώσουμε μέχρι τέλους χωρίς γογγυσμό τόν σταυρό μας καί άν πιούμε τό ποτήρι τής υπομονής μέχρι τό κατακάθι.
Πρωτ. π. Γεωργίου Παπαβαρνάβα
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου