Του Γιώργου Ν. Παπαθανασόπουλου
Το Οικουμενικό Πατριαρχείο συγκέντρωσε, από τις 29 παρελθόντος Αυγούστου έως και τις 2 τρέχοντος μηνός Σεπτεμβρίου, στην Κωνσταντινούπολη τους Μητροπολίτες, που ανήκουν στην εκκλησιαστική δικαιοδοσία Του. Η εν λόγω σύναξη πραγματοποιείται στη Βασιλεύουσα κάθε χρόνο, με την ευκαιρία του νέου εκκλησιαστικού έτους. Πρωτοφανής στα χρονικά της ιστορίας της Εκκλησίας της Ελλάδος ήταν η πρόσκληση και η παρουσία στην εν λόγω σύναξη των Μητροπολιτών Tης, που διαποιμαίνουν τις Μητροπόλεις της Ηπείρου, της Μακεδονίας, της Θράκης και των νησιών του Ανατολικού Αιγαίου. Σημειώνεται ότι η ονομασία των περιοχών αυτών της Ελλάδος ως «Νέων Χωρών» είναι ανακριβής, αφού πρόκειται για πανάρχαιες ελληνικές περιοχές. Είναι και ατυχής, αφού συμβάλλει στην ψευδή, αλυτρωτική και σοβινιστική προπαγάνδα ομόρων κρατών.
Η πρόσκληση για τη συμμετοχή στη σύναξη του Οικουμενικού Θρόνου των Μητροπολιτών της Εκκλησίας της Ελλάδος προκάλεσε την αντίδραση Της. Το θέμα συζητήθηκε στην Διαρκή Ιερά Σύνοδο, η οποία αποφάσισε και απέστειλε επιστολή στον Οικουμενικό Πατριάρχη. Με αυτήν εξέφρασε την πικρία Της για το γεγονός ότι Tην κατέστησε απλό διεκπεραιωτή της προς τους εν λόγω Μητροπολίτες επιστολής – πρόσκλησης. Έως τώρα οι επιστολές του Φαναρίου προς τους Μητροπολίτες των προαναφερθεισών περιοχών διαβιβάζονταν στην Ιερά Σύνοδο της Εκκλησίας της Ελλάδος «προς γνώση Της» και εκείνη αποφάσιζε περί του πρακτέου. Αυτή τη φορά οι Πατριαρχικές προσκλήσεις στην ουσία απευθύνονταν στους Μητροπολίτες και απλώς τηρήθηκε ο τύπος να περάσουν από την Ιερά Σύνοδο.
Τις προηγούμενες χρονιές απεστέλλετο στο Φανάρι μια αντιπροσωπεία Μητροπολιτών, φέτος μετέβησαν οι περισσότεροι. Δεν μετέβησαν επτά Μητροπολίτες, οι Θεσσαλονίκης, Λήμνου, Ζιχνών, Κιλκισίου, Μυτιλήνης, Παραμυθίας και Δρυινουπόλεως. Από αυτούς οι πρώτοι έξι δήλωσαν ασθένεια. Για τον Θεσσαλονίκης ήταν δικαιολογία, αφού τις ημέρες της συνάξεως δεν σταμάτησε το ποιμαντικό και εκκλησιαστικό του έργο. Μόνον ο Μητροπολίτης Δρυινουπόλεως και Κονίτσης κ. Ανδρέας στην απαντητική του επιστολή και στην άρνηση του να συμμετάσχει εξέφρασε την άποψη, ότι τέτοιες ενέργειες του Φαναρίου διχάζουν την Ιεραρχία της Εκκλησίας της Ελλάδος.
Από πλευράς Μητροπολιτών της Εκκλησίας της Ελλάδος που συμμετέσχον στη σύναξη εξεφράσθη το παράπονο ότι η Σύνοδος δεν κάλυψε όσους δεν θα ήθελαν να συμμετάσχουν, αφού δεν πήρε μιαν απόφαση, όπως παλαιότερα, να αποστείλει στην Κωνσταντινούπολη μόνο ολιγάριθμη αντιπροσωπεία. «Αφού δεν πήρε το βάρος της ευθύνης η Ιερά Σύνοδος, κατά μείζονα λόγο, δεν μπορούσαμε εμείς να πάρουμε την ευθύνη της αρνήσεως» μας είπε Ιεράρχης που μετέβη στην Κωνσταντινούπολη. Άλλος που επίσης συμμετέσχε στη σύναξη μας είπε με παράπονο: «Εμείς έχουμε ποίμνιο και λείψαμε από αυτό την ημέρα της μνήμης της Αποτομής της Κεφαλής του Τιμίου Προδρόμου, κάτι που με έκανε να αισθανθώ πολύ άσχημα». Βεβαίως η στάση του Μητροπολίτου Κονίτσης ελέγχει όσους δεν έδειξαν το ίδιο με αυτόν σθένος. Άλλη δικαιολογία που ελέχθη ήταν ότι πάντως σε κρίσιμες εκκλησιαστικές αποφάσεις, όπως ήταν η εκλογή του Μητροπολίτη Ιωαννίνων, στο μεγάλο τους ποσοστό, τάσσονται στο πλευρό της Εκκλησίας της Ελλάδος.
Ο Πατριάρχης κ. Βαρθολομαίος στην ομιλία του στη Σύναξη και εκτός κειμένου ανέφερε το γεγονός ότι παρέλαβε την επιστολή από την Ιερά Σύνοδο της Εκκλησίας της Ελλάδος, χωρίς να την αναγνώσει. Την χαρακτήρισε πάντως μη δικαιολογημένη, διότι, όπως είπε, δεν μπορεί να ισχυρίζεται ότι δεν έλαβε γνώση της επιστολής του, αφού ήταν ανοικτή και επομένως εύκολο ήταν να έχει καταστεί γνωστό το περιεχόμενό της πριν διαβιβαστεί στους Μητροπολίτες. Ως προς την ουσία της προσκλήσεως στην ομιλία του ο Πατριάρχης δικαιολόγησε την πράξη του σημειώνοντας: « Η παρούσα σύναξις μη έχουσα διοικητικόν χαρακτήρα αποτελεί τον φυσικόν χώρον πάντων των επισκόπων του Θρόνου, τους οποίους και υποδεχόμεθα μετά πλείστης χαράς». Και ως προς τους προσκληθέντες Μητροπολίτες της Εκκλησίας της Ελλάδος σημείωσε ότι «υπάρχει επίσημος αναγνώρισις της αγιωτάτης Εκκλησίας της Ελλάδος, ότι αποτελούν μέλη της Ιεραρχίας του Οικουμενικού Θρόνου, ως διαποιμαίνοντες επαρχίας του Θρόνου αυτού».
Μητροπολίτης της Μακεδονίας σχολιάζοντας την εν λόγω άποψη του κ. Βαρθολομαίου σημείωσε ότι η πρόσκληση είχε διοικητικό χαρακτήρα και ότι το ίδιο το Φανάρι έχει αναγνωρίσει ότι σύμφωνα με τους Ιερούς Κανόνες κάθε Μητροπολίτης δεν είναι δυνατό να ανήκει σε δύο Ιεραρχίες και συγκεκριμένα στης Εκκλησίας της Ελλάδος και στου Πατριαρχείου της Κωνσταντινουπόλεως.
Ως προς τα θέματα που ετέθησαν στη Σύναξη ο Μητροπολίτης Αλεξανδρουπόλεως τόνισε ότι για πρώτη φορά οι Μητροπολίτες της Εκκλησίας της Ελλάδος που παρέστησαν σε αυτήν ενημερώθηκαν για τη Μεγάλη Σύνοδο και για τους θεολογικούς διαλόγους. Σημειώνεται ότι πέρυσι στην τακτική σύνοδο της Ιεραρχίας της Εκκλησίας Ελλάδος υπήρξε ενημέρωση για τα δύο αυτά θέματα και μάλιστα αυτή χαρακτηρίστηκε «πλήρης». Στις ομιλίες των Μητροπολιτών του Οικουμενικού Πατριαρχείου παρατηρήθηκε ότι από τον όρο «πρεσβεία τιμής» έναντι των άλλων Πατριαρχείων και Αυτοκεφάλων Εκκλησιών πέρασαν στον όρο «πρωτείο διακονίας».
Στην ομιλία του ο Οικουμενικός Πατριάρχης κ. Βαρθολομαίος ενημέρωσε για τα σοβαρά προβλήματα που αντιμετωπίζει σήμερα η Ορθοδοξία. Αυτά είναι:
- Η διαμάχη και η μη κοινωνία των Πατριαρχείων Αντιοχείας και Ιεροσολύμων. Αυτή είναι ένα ακόμη εμπόδιο στην διεξαγωγή της Συνόδου.
- Η εκκρεμότητα στην αναγνώριση του προκαθημένου της Αυτοκεφάλου Εκκλησίας της Τσεχίας και Σλοβακίας.
- Η διαίρεση των Ορθοδόξων Χριστιανών στην Ουκρανία.
- Η υπονόμευση της Συνόδου από Εκκλησίες, «οι οποίες διακατέχονται από πνεύμα εθνικισμού, ενίοτε και εθνοφυλετισμού». Χωρίς να την κατονομάσει, με την καταγγελία του φωτογράφισε το Πατριαρχείο της Μόσχας. Για το Πατριαρχείο της Κωνσταντινούπολης υποστήριξε ότι είναι υπερεθνικό. Το Πατριαρχείο της Μόσχας απαντά ότι είναι δήθεν υπερεθνικό, αφού οι Αρχιεπισκοπές και οι Μητροπόλεις Του ονομάζονται «Ελληνικές Ορθόδοξες» και ο επικεφαλής τους ανήκει πάντα στο έθνος των Ελλήνων.
Ο κ. Βαρθολομαίος στην ομιλία του έθεσε και ένα άλλο σοβαρό θέμα, αυτό των σχέσεων με τους ετεροδόξους. Όπως είπε η αύξησις του αριθμού των μικτών γάμων «υποχρεώνει την Εκκλησίαν να αποδεχθή την μετά των ετεροδόξων κοινήν προσευχήν και λατρείαν, όπερ και εφαρμόζεται ήδη εις πάσας τας Ορθοδόξους Εκκλησίας». Αν και σημειώνει ότι δεν υπάρχει μαζί τους κοινωνία στη Θεία Ευχαριστία, εν τούτοις προκύπτουν εύλογα ερωτήματα. Όταν υπογραμμίζει ότι η Εκκλησία υποχρεώθηκε να αποδεχθεί την κοινή προσευχή και λατρεία υπονοεί Αυτήν της Κωνσταντινουπόλεως ή γενικά την Ορθόδοξη Εκκλησία; Και αν είναι το δεύτερο πότε αυτό αποφασίστηκε και από ποιάν Σύνοδο; Επίσης όταν σημειώνει ότι η κοινή λατρεία και προσευχή εφαρμόζεται ήδη εις πάσας τας Ορθοδόξους Εκκλησίας προφανώς έχει λάθος πληροφορίες. Η Εκκλησία της Ελλάδος π.χ. ουδέποτε έλαβε τέτοια απόφαση.-
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου