16 Μαΐου 2016
Ο άγιος νεομάρτυρας Νικόλαος από το Μέτσοβο
Νεομάρτυρες
Ο αθλητής αυτός του Χριστού είχε πατρίδα το Μέτσοβο της Ηπείρου. Νέος ακόμη πήγε στα Τρίκαλα και εκεί έπιασε δουλειά σε έναν ψωμά. Μετά από πολύν καιρό μερικοί Αγαρηνοί, με υποσχέσεις από τη μια, με φοβερισμούς από την άλλη, τον έκαναν και αρνήθηκε τον Χριστό. Ήρθε όμως στον εαυτό του και επέστρεψε στην πατρίδα του και περνούσε πάλι ζωή χριστιανική.
Ύστερα από πολύν καιρό, ο Νικόλαος φόρτωσε στο άλογό του δαδί και πήγε με αλλους συμπατριώτες του στα Τρίκαλα για να το πουλήσει. Εκεί τον γνώρισε ένας κουρέας Τούρκος, που γειτόνευε με τον ψωμά, και αφού τον έπιασε, τον τραβούσε κατηγορώντας τον ότι αρνήθηκε την πίστη τους και έγινε πάλι Χριστιανός.
Ο Νικόλαος φοβήθηκε και του έδωσε το φορτίο του δαδιού παρακαλώντας τον να μη τον φανερώσει. Εκείνος του είπε ότι, αν του φέρνει κάθε χρόνο, όσο ζει, από ένα φορτίο δαδί, δεν θα τον φανερώσει, και ο Νικόλαος του το υποσχέθηκε και κάθε χρόνο του πήγαινε.
Ύστερα όμως από λίγο ο Νικόλαος μετάνοιωσε για την υπόσχεση και δεν ήθελε πλέον να του δίνει το δαδί, αλλά μάλιστα αποφάσισε και να πεθάνει για να θεραπεύσει την προηγούμενη άρνηση του Χριστού.
Πήγε αμέσως στον πνευματικό του και φανέρωσε τον σκοπό του, εκείνος όμως τον εμπόδιζε και τον συμβούλευε να αφήσει τον σκοπό αυτό, για να μην τύχει και δεν αντέξει τα βασανιστήρια του μαρτυρίου και πέσει πάλι σε δεύτερη άρνηση. Αυτός όμως ο ευλογημένος έμενε στερεός στη γνώμη του λέγοντας πως έχει βέβαιη ελπίδα στον Κύριο ότι θα τον δυναμώσει να υπομείνει γενναία όλα τα βασανιστήρια που θα του κάνουν για την αγάπη του και να μείνει ακλόνητος στην πίστη του. Βλέποντας λοιπόν ο πνευματικός τη ζέση και την προθυμία του, τον στήριξε με πολλές νουθεσίες και ευχές και τον έστειλε στο καλό.
Με τέτοια λοιπόν σταθερή απόφαση πήγε στα Τρίκαλα, και πιάνοντάς τον εκείνος ο κουρέας, τον έπνιγε λέγοντας: «Πού είναι, άπιστε, το δαδί που μου έταξες;» Ο Νικόλαος του αποκρίθηκε: «Δεν σου χρωστώ τίποτε». Τότε θύμωσε εκείνος και φώναξε και τον μαρτύρησε.
Έτρεξαν λοιπόν Τούρκοι πολλοί, και μαθαίνοντας την υπόθεση έπιασαν τον ευλογημένο με πολύ θυμό, και χτυπώντας τον και σπρώχνοντας τόν πήγαν στο δικαστήριο. Εκεί ο Μάρτυρας, όταν ερωτήθηκε, απάντησε: «Χριστιανός γεννήθηκα και Χριστιανός είμαι και Χριστιανός θέλω να πεθάνω, και δεν αρνούμαι ποτέ την πίστη μου, όσα μαρτύρια και αν μου κάνετε».
Επειδή λοιπόν ούτε με καλοπιάσματα ούτε με φοβερισμούς μπόρεσαν να του αλλάξουν τη γνώμη, τον ράβδισαν δυνατά ώρα πολλή και έπειτα τον έριξαν σε μία σκοτεινή φυλακή. Εκεί μέσα τον παίδευαν μέρες πολλές με πείνα και δίψα και με άλλα διάφορα βασανιστήρια, αλλά ο Μάρτυρας τα υπέμενε όλα με ανδρεία και μεγάλη χαρά.
Καθώς έμενε ακλόνητος σε όλα, τον έβγαλαν από τη φυλακή και τον παρέστησαν για δεύτερη φορά στο δικαστήριο, όπου πάλι διακήρυξε μεγαλόφωνα ότι ο Χριστός είναι Θεός αληθινός και αυτόν πιστεύει και δεν τον αρνείται ουδέποτε.
Βλέποντας ο κριτής ότι δεν αλλάζει γνώμη, πρόσταξε να ανάψουν μεγάλη πυρά στο κέντρο της αγοράς και να τον ρίξουν μέσα σε αυτήν. Τον πήγαν λοιπόν στον τόπο της καταδίκης και τον έριξαν στην πυρά, κι εκεί με χαρά και δοξολογώντας τον Θεό παρέδωσε το πνεύμα του (16 Μαΐου 1617).
Ένας κεραμοποιός, κινούμενος από ευλάβεια, πήγε στον τόπο εκείνο τη νύχτα, για να βρει κάτι από το άγιο λείψανο, και βλέποντας μερικούς Αγαρηνούς που το φρουρούσαν, τους έδωσε αρκετά χρήματα και πήρε την αγία κάρα (το κρανίο) του Μάρτυρα, και πηγαίνοντας στο σπίτι του, την έκρυψε μέσα στον τοίχο, από τον φόβο των Τούρκων, χωρίς να πει σε κανέναν. Ύστερα από λίγο καιρό πέθανε.
Το σπίτι εκείνο το αγόρασε άλλος Χριστιανός, στο όνομα Μέλανδρος, και κατά το βράδυ της επετείου του μαρτυρίου του Αγίου είδε φως που έλαμπε στο μέρος εκείνο του τοίχου. Απορώντας και θαυμάζοντας ο Μέλανδρος για εκείνο το φως, του αποκαλύφθηκε στον ύπνο του ότι εκεί είναι κρυμμένη η αγία κάρα του Μάρτυρα Νικολάου. Χάλασε λοιπόν τον τοίχο και τη βρήκε, επειδή όμως έκρινε τον εαυτό του ανάξιο να έχει στο σπίτι του τέτοιο θησαυρό, πήγε και την αφιέρωσε στο Μοναστήρι του Βαρλαάμ (Μετεώρων), όπου είχε αδελφό μοναχό.
Εκεί βρίσκεται μέχρι σήμερα αυτή η αγία κάρα, και καθημερινά κάνει θαύματα που δεν τα φτάνει ο νους. Διότι μία φορά που ήταν θανατικό στα Τρίκαλα και πέθαιναν κάθε μέρα πολλοί, με μόνη την παρουσία της σταμάτησε αμέσως το θανατικό· το ίδιο έγινε και σ’ ένα χωριό που ονομαζόταν Ντιστάτα. Ακόμη και τους Καλαρρύτες που βασανίζονταν μια φορά από λοιμική ασθένεια, τους λύτρωσε ευθύς με την παρουσία της.
Κατ’ έξοχήν δε αυτή η αγία κάρα διώχνει και καταστρέφει τις ακρίδες και φυλάει αβλαβείς τους καρπούς, τόσο που μένουν εκστατικοί και αυτοί οι Τούρκοι σε τούτο το θαύμα, το οποίο δεν έγινε μία φορά και δύο, αλλά πολλές φορές μέχρι σήμερα. Και όχι μόνο αυτό, αλλά και πάθη αθεράπευτα γιατρεύει παραδόξως, και άλλα πολλά θαύματα κάνει κάθε μέρα σε όποιον τόπο θα προσκαλεσθεί.
Υπάρχουν δε και μερικά άλλα κομμάτια από το μαρτυρικό λείψανο σε διάφορους τόπους, και στα Ιωάννινα βρίσκεται η μισή παλάμη του Αγίου, με τις πρεσβείες του οποίου είθε να λυτρωθούμε και μείς από κάθε θλίψη και ανάγκη. Αμήν.
Από το βιβλίο «Νέον Μαρτυρολόγιον» του Αγίου Νικοδήμου (1856), σελ. 63. Διασκευή για την Κ.Ο.
Ο άγιος νεομάρτυρας Νικόλαος από το Μέτσοβο
Νεομάρτυρες
Ο αθλητής αυτός του Χριστού είχε πατρίδα το Μέτσοβο της Ηπείρου. Νέος ακόμη πήγε στα Τρίκαλα και εκεί έπιασε δουλειά σε έναν ψωμά. Μετά από πολύν καιρό μερικοί Αγαρηνοί, με υποσχέσεις από τη μια, με φοβερισμούς από την άλλη, τον έκαναν και αρνήθηκε τον Χριστό. Ήρθε όμως στον εαυτό του και επέστρεψε στην πατρίδα του και περνούσε πάλι ζωή χριστιανική.
Ύστερα από πολύν καιρό, ο Νικόλαος φόρτωσε στο άλογό του δαδί και πήγε με αλλους συμπατριώτες του στα Τρίκαλα για να το πουλήσει. Εκεί τον γνώρισε ένας κουρέας Τούρκος, που γειτόνευε με τον ψωμά, και αφού τον έπιασε, τον τραβούσε κατηγορώντας τον ότι αρνήθηκε την πίστη τους και έγινε πάλι Χριστιανός.
Ο Νικόλαος φοβήθηκε και του έδωσε το φορτίο του δαδιού παρακαλώντας τον να μη τον φανερώσει. Εκείνος του είπε ότι, αν του φέρνει κάθε χρόνο, όσο ζει, από ένα φορτίο δαδί, δεν θα τον φανερώσει, και ο Νικόλαος του το υποσχέθηκε και κάθε χρόνο του πήγαινε.
Ύστερα όμως από λίγο ο Νικόλαος μετάνοιωσε για την υπόσχεση και δεν ήθελε πλέον να του δίνει το δαδί, αλλά μάλιστα αποφάσισε και να πεθάνει για να θεραπεύσει την προηγούμενη άρνηση του Χριστού.
Πήγε αμέσως στον πνευματικό του και φανέρωσε τον σκοπό του, εκείνος όμως τον εμπόδιζε και τον συμβούλευε να αφήσει τον σκοπό αυτό, για να μην τύχει και δεν αντέξει τα βασανιστήρια του μαρτυρίου και πέσει πάλι σε δεύτερη άρνηση. Αυτός όμως ο ευλογημένος έμενε στερεός στη γνώμη του λέγοντας πως έχει βέβαιη ελπίδα στον Κύριο ότι θα τον δυναμώσει να υπομείνει γενναία όλα τα βασανιστήρια που θα του κάνουν για την αγάπη του και να μείνει ακλόνητος στην πίστη του. Βλέποντας λοιπόν ο πνευματικός τη ζέση και την προθυμία του, τον στήριξε με πολλές νουθεσίες και ευχές και τον έστειλε στο καλό.
Με τέτοια λοιπόν σταθερή απόφαση πήγε στα Τρίκαλα, και πιάνοντάς τον εκείνος ο κουρέας, τον έπνιγε λέγοντας: «Πού είναι, άπιστε, το δαδί που μου έταξες;» Ο Νικόλαος του αποκρίθηκε: «Δεν σου χρωστώ τίποτε». Τότε θύμωσε εκείνος και φώναξε και τον μαρτύρησε.
Έτρεξαν λοιπόν Τούρκοι πολλοί, και μαθαίνοντας την υπόθεση έπιασαν τον ευλογημένο με πολύ θυμό, και χτυπώντας τον και σπρώχνοντας τόν πήγαν στο δικαστήριο. Εκεί ο Μάρτυρας, όταν ερωτήθηκε, απάντησε: «Χριστιανός γεννήθηκα και Χριστιανός είμαι και Χριστιανός θέλω να πεθάνω, και δεν αρνούμαι ποτέ την πίστη μου, όσα μαρτύρια και αν μου κάνετε».
Επειδή λοιπόν ούτε με καλοπιάσματα ούτε με φοβερισμούς μπόρεσαν να του αλλάξουν τη γνώμη, τον ράβδισαν δυνατά ώρα πολλή και έπειτα τον έριξαν σε μία σκοτεινή φυλακή. Εκεί μέσα τον παίδευαν μέρες πολλές με πείνα και δίψα και με άλλα διάφορα βασανιστήρια, αλλά ο Μάρτυρας τα υπέμενε όλα με ανδρεία και μεγάλη χαρά.
Καθώς έμενε ακλόνητος σε όλα, τον έβγαλαν από τη φυλακή και τον παρέστησαν για δεύτερη φορά στο δικαστήριο, όπου πάλι διακήρυξε μεγαλόφωνα ότι ο Χριστός είναι Θεός αληθινός και αυτόν πιστεύει και δεν τον αρνείται ουδέποτε.
Βλέποντας ο κριτής ότι δεν αλλάζει γνώμη, πρόσταξε να ανάψουν μεγάλη πυρά στο κέντρο της αγοράς και να τον ρίξουν μέσα σε αυτήν. Τον πήγαν λοιπόν στον τόπο της καταδίκης και τον έριξαν στην πυρά, κι εκεί με χαρά και δοξολογώντας τον Θεό παρέδωσε το πνεύμα του (16 Μαΐου 1617).
Ένας κεραμοποιός, κινούμενος από ευλάβεια, πήγε στον τόπο εκείνο τη νύχτα, για να βρει κάτι από το άγιο λείψανο, και βλέποντας μερικούς Αγαρηνούς που το φρουρούσαν, τους έδωσε αρκετά χρήματα και πήρε την αγία κάρα (το κρανίο) του Μάρτυρα, και πηγαίνοντας στο σπίτι του, την έκρυψε μέσα στον τοίχο, από τον φόβο των Τούρκων, χωρίς να πει σε κανέναν. Ύστερα από λίγο καιρό πέθανε.
Το σπίτι εκείνο το αγόρασε άλλος Χριστιανός, στο όνομα Μέλανδρος, και κατά το βράδυ της επετείου του μαρτυρίου του Αγίου είδε φως που έλαμπε στο μέρος εκείνο του τοίχου. Απορώντας και θαυμάζοντας ο Μέλανδρος για εκείνο το φως, του αποκαλύφθηκε στον ύπνο του ότι εκεί είναι κρυμμένη η αγία κάρα του Μάρτυρα Νικολάου. Χάλασε λοιπόν τον τοίχο και τη βρήκε, επειδή όμως έκρινε τον εαυτό του ανάξιο να έχει στο σπίτι του τέτοιο θησαυρό, πήγε και την αφιέρωσε στο Μοναστήρι του Βαρλαάμ (Μετεώρων), όπου είχε αδελφό μοναχό.
Εκεί βρίσκεται μέχρι σήμερα αυτή η αγία κάρα, και καθημερινά κάνει θαύματα που δεν τα φτάνει ο νους. Διότι μία φορά που ήταν θανατικό στα Τρίκαλα και πέθαιναν κάθε μέρα πολλοί, με μόνη την παρουσία της σταμάτησε αμέσως το θανατικό· το ίδιο έγινε και σ’ ένα χωριό που ονομαζόταν Ντιστάτα. Ακόμη και τους Καλαρρύτες που βασανίζονταν μια φορά από λοιμική ασθένεια, τους λύτρωσε ευθύς με την παρουσία της.
Κατ’ έξοχήν δε αυτή η αγία κάρα διώχνει και καταστρέφει τις ακρίδες και φυλάει αβλαβείς τους καρπούς, τόσο που μένουν εκστατικοί και αυτοί οι Τούρκοι σε τούτο το θαύμα, το οποίο δεν έγινε μία φορά και δύο, αλλά πολλές φορές μέχρι σήμερα. Και όχι μόνο αυτό, αλλά και πάθη αθεράπευτα γιατρεύει παραδόξως, και άλλα πολλά θαύματα κάνει κάθε μέρα σε όποιον τόπο θα προσκαλεσθεί.
Υπάρχουν δε και μερικά άλλα κομμάτια από το μαρτυρικό λείψανο σε διάφορους τόπους, και στα Ιωάννινα βρίσκεται η μισή παλάμη του Αγίου, με τις πρεσβείες του οποίου είθε να λυτρωθούμε και μείς από κάθε θλίψη και ανάγκη. Αμήν.
Από το βιβλίο «Νέον Μαρτυρολόγιον» του Αγίου Νικοδήμου (1856), σελ. 63. Διασκευή για την Κ.Ο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου