Ὁ Νόμος ἠσθένησεν
Δέν «ἠσθένησε» μόνον ὁ πολιτικός νόμος, ἀλλά καί ὁ πνευματικός. Στήν ἐποχή μας ἰσχύει κατ’ ἐξοχήν, χωρίς νά ὑπάρχη χρεία ἀποδείξεων, αὐτό πού διαπίστωνε ὁ ἅγιος Ἀνδρέας Κρήτης συνθέτοντας τόν Μεγάλο Κανόνα, κυριαρχούμενος ἀπό πνεῦμα μετανοίας μέ αὐτοκατάκριση, ὅτι «ὁ Νόμος ἠσθένησεν, ἀργεῖ τό Εὐαγγέλιον». Ὁ εὐαγγελικός λόγος δέν ἐπιδρᾶ ἀνακαινιστικά ἐπάνω μας. Στήν κυριολεξία συνωθεῖται μέσα στίς ἀκοές μας μαζί μέ πολλούς ἄλλους ἄκαρπους, ἀντιφατικούς, ψευδεῖς, ὑποκριτικούς, δόλιους, ἄπιστους λόγους, στούς ὁποίους ὅμως δίνουμε προσοχή καί κάποτε ἐμπιστοσύνη. Γι’ αὐτό στήν καθημερινή μας πράξη καί στίς κινήσεις τῶν ἐπιθυμιῶν καί τῶν διανοημάτων μας ἡ «Γραφὴ πᾶσα παρημέληται». Δέν τήν ἔχουμε ὡς «Λύχνο τοῖς ποσίν» καί ὡς «φῶς ταῖς τρίβοις» τῆς ζωῆς μας, ὁπότε μέσα στά ἐνδιαφέροντά μας ὁ προφητικός λόγος «ἠτόνησε», ὅπως «καὶ πᾶς δικαίου λόγος».
Αὐτό ὅμως εἶναι καταστροφικό γιά τήν δική μας ζωή, ἀλλά καί γιά τήν κοινωνική καί πολιτική ζωή τοῦ τόπου μας. Ἡ ἐπιλογή τοῦ λόγου πού ἀκοῦμε, πού ἐπεξεργαζόμαστε μέ τήν διάνοιά μας καί τόν προσλαμβάνει κατόπιν καί ἡ καρδιά μας ἔχει πολύ μεγάλη δύναμη. Κτίζει καί γκρεμίζει. Μπορεῖ νά ἀναστήση νεκρό, ἀλλά καί νά θανατώση τόν ἀπρόσεκτο.
Ἀνεξίτηλο τό ἴχνος τοῦ λόγου
Ὁ ἅγιος Λουκᾶς, Ἐπίσκοπος Συμφερουπόλεως, σέ κήρυγμά του στίς 15 Ἀπριλίου 1945, λέει μερικά πολύ ἐνδιαφέροντα πράγματα γιά τήν δύναμη τοῦ λόγου. Ξεκινᾶ ἀπό τό χωρίο τῶν Παροιμιῶν: «ἐν ἀγαθοῖς δικαίων κατώρθωσε πόλις, στόμασι δέ ἀσεβῶν κατεσκάφη» (11,10-11).
Ἀναρωτιέται, πῶς μπορεῖ, «μέ τά στόματα τῶν ἀσεβῶν νά κατεδαφιστῆ ὁλόκληρη πόλη; Μήπως εἶναι ὑπερβολή τοῦ σοφοῦ Σολομώντα ἤ μήπως εἶναι ἡ πραγματική βαθειά ἀλήθεια;». Καί λέει ἐμφαντικά στό ποίμνιο του: «Εἶναι ἀλήθεια πού πρέπει ἐσεῖς νά γνωρίζετε. Πρέπει νά ξέρετε ὅτι ἡ δύναμη τοῦ ἀνθρώπινου λόγου εἶναι τεράστια. Οὔτε ἔνας λόγος πού βγαίνει ἀπό τά ἀνθρώπινα στόματα δέν χάνεται στό χῶρο χωρίς ἴχνη. Πάντα ἀφήνει βαθύ ἀνεξίτηλο ἴχνος, ζεῖ ἀνάμεσά μας, ἐνεργεῖ στήν καρδιά μας, γιατί βρίσκεται μεγάλη πνευματική ἐνέργεια πού εἶναι ἤ ἡ ἐνέργεια τῆς ἀγάπης καί τοῦ καλοῦ ἤ, ἀπεναντίας, ἡ ἀσεβής ἐνέργεια τοῦ κακοῦ. Καί ἡ ἐνέργεια ποτέ δέν χάνεται. Αὐτό τό ξέρουν ὅλοι οἱ φυσικοί, ὅσον ἀφορᾶ τήν ὑλική ἐνέργεια πού σέ ὅλες τίς μορφές της ποτέ δέν χάνεται» (Ρήματα Ζωῆς, τ. Α΄, ἐκδόσεις: Ἐπιστροφή).
Σέ ἀνθρώπους πού ζοῦν μαζί, μᾶς λένε οἱ ἅγιοι Πατέρες, ὅτι καί ἕνας μόνον ἀρνητικός λογισμός πού μένει κρυφός, ἀδημοσίευτος, διασπᾶ τήν ἑνότητα τῆς οἰκογένειας ἤ τῆς συνοδείας. Πολύ περισσότερο ὅταν ὁ λογισμός αὐτός γίνη λόγος καί ἀνακοινωθῆ, τότε μπαίνει στήν ἀκοή, στό νοῦ καί στήν καρδιά αὐτῶν πού ἀκοῦνε, διατηρεῖται στήν μνήμη τους, διαδίδεται καί σέ ἄλλους καί δημιουργεῖ καταστάσεις πού δέν ἐλέγχονται.
Γι’ αὐτό εἶναι φοβερό ἁμάρτημα ὁ συκοφαντικός λόγος. Προσβάλλει συνειδήσεις καί διασύρει ἀθώους.
Καί ὁ ἅγιος Λουκᾶς συνεχίζει τόν λόγο του και ἐπισημαίνει στό ποίμνιό του: «Βλέπετε πόσο φοβερή, πόσο μεγάλη εἶναι ἡ εὐθύνη μας γιά κάθε σαπρό, κακό καί ἀκάθαρτο λόγο, γιατί μέ αὐτούς τούς ἀκάθαρτους λόγους δηλητηριάζουμε τήν καρδιά καί τό μυαλό τῶν οἰκείων μας».
Γι’ αὐτό καί ἡ Ἐκκλησία μᾶς βάζει σέ κάθε Ἑσπερινό νά λέμε τόν ψαλμικό στίχο: «Θοῦ, Κύριε, φυλακὴν τῷ στόματί μου» (140,3).
π.Θ.Α.Β.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου