Η παρακολούθηση της συνεχιζομένης «κρίσης ταυτότητας» των λεγομένων Νέων Χωρών είναι εξαιρετικά ενδιαφέρουσα–και, ενίοτε, ολίγον σουρεαλιστική…
Τώρα που παρήλθε η εν Κρήτη Αγία και Μεγάλη Σύνοδος της Ορθοδόξου
Εκκλησίας (Ιούνιος 2016), θα είχε νόημα η επικέντρωση σε φαινομενικά
δευτερεύουσες πτυχές της, όπως το ζήτημα των Νέων Χωρών και η εξέλιξή
του εντός της Συνόδου. Τί έγινε; (α) Πριν τη Σύνοδο κυκλοφορούσε παρά
τοις ελλαδικοίς η (σκανδαλωδώς ψευδής) φήμη πως η παρουσία του ζητήματος
της Αυτονομίας στην ημερήσια διάταξη της Συνόδου προετοιμάζει μια
μελλοντική εκκλησιαστική αυτονομία των Νέων Χωρών–δηλαδή, περίπου έναν
υποθετικό «Αρχιεπίσκοπο Θεσσαλονίκης και Μακεδονίας-Θράκης». (β) Ο
Οικουμενικός Πατριάρχης ανακοίνωσε εντός της Συνόδου πως δεν υφίσταται
τέτοια ή παρόμοια πρόθεση, (γ) η Εκκλησία της Ελλάδος ανακοίνωσε την
μεγάλη ικανοποίησή της γι’ αυτήν την δήλωση, προχωρώντας μονομερώς σε
κάποια συμπεράσματα, (δ) τα οποία το Πατριαρχείο διέψευσε, σημειώνοντας
πως «δεν εννοούσαμε ακριβώς αυτό»…
Ας αρχίσουμε από τα βασικά, ήτοι τί είναι οι «Νέες Χώρες»: εκκλησιαστική δικαιοδοσία σε μακρόχρονη εκκρεμότητα αποτελούν οι μητροπόλεις των Νέων Χωρών, δηλαδή οι μητροπόλεις των μετά τους Βαλκανικούς Πολέμους προσαρτηθέντων στην ελληνική επικράτεια εδαφών. Εκκλησιαστικώς, οι μητροπόλεις αυτές υπήγοντο και συνεχίζουν να υπάγονται στο Οικουμενικό Πατριαρχείο: το πρόσωπο του Οικουμενικού Πατριάρχη μνημονεύουν εν πρώτοις οι επίσκοποί τους στην Ευχαριστία, σε εκείνου το όνομα τελείται η θεία λειτουργία, όχι στην Σύνοδο της Εκκλησίας της Ελλάδος (σήμερα, ενίοτε και αντικανονικώς μνημονεύεται στις Νέες Χώρες και η Σύνοδος της Εκκλησίας της Ελλάδος δίπλα στο όνομα του Πατριάρχη, οδηγώντας σε μία πρωτοφανή, σχιζοειδή εκκλησιολογία δύο παράλληλων επισκοπικών/συνοδικών υπαγωγών). Όμως, κυρίως λόγω της πρακτικής δυσχέρειας επαρκούς επικοινωνίας και συνεννοήσεως της εν Κωνσταντινουπόλει Εκκλησίας με τις νεοεισαχθείσες στην ελληνική επικράτεια επαρχίες της κατά το πρώτο μισό του 20ού αιώνος, η διοίκηση των επαρχιών αυτών «δανείσθηκε»,* δόθηκε επιτροπικώς στην Εκκλησία της Ελλάδος με Πατριαρχική και Συνοδική Πράξη στις 4 Σεπτεμβρίου του 1928 (και με νόμο του 1927)–«άχρι καιρού», όπως αναφέρει η Πράξη, δηλαδή μέχρι να αποφασισθεί από την Εκκλησία της Κωνσταντινουπόλεως η άρση και αναίρεση της προσωρινής αυτής διοικητικής παραχωρήσεως του επιτροπικού καθήκοντος διοικήσεως των εκκλησιαστικών αυτών επαρχιών. Παρά την επιτροπική αυτή ανάθεση της διοικήσεως, οι Νέες Χώρες συνεχίζουν να υπάγονται εκκλησιαστικά στο Οικουμενικό Πατριαρχείο, το οποίο διατηρεί το δικαίωμα λόγου στην εκλογή επισκόπων (μάλιστα, από την Πράξη του 1928 έχουν λάβει δύο φορές εκλογές Μητροπολιτών Νέων Χωρών μονομερώς στο Φανάρι, χωρίς ζητήματα αποδοχής αυτών των εκλογών).
Το καθεστώς των Νέων Χωρών απετέλεσε πολλάκις πεδίο τριβής της Εκκλησίας της Ελλάδος με το Οικουμενικό Πατριαρχείο, με γνωστότερα τα γεγονότα του 2004, τα οποία οδήγησαν τον τότε Αρχιεπίσκοπο Αθηνών και πάσης Ελλάδος στην σοβαρή κύρωση της προσωρινής διαγραφής του από τους επίσημους εκκλησιαστικούς καταλόγους του Οικουμενικού Πατριαρχείου («Δίπτυχα»), που διαλαμβάνουν τα ανά την οικουμένη ορθοδόξα Πατριαρχεία, Αυτοκέφαλες Εκκλησίες, Αρχιεπισκοπές και τους Αρχιερείς τους–δηλαδή για μια δεύτερη φορά σε de facto σχισματική κατάσταση. Και σίγουρα θα αποτελέσει ξανά πεδίο τριβής, οψέποτε αποφασίσει το Πατριαρχείο ότι οι πρακτικές δυσκολίες των αρχών του 20ού αιώνος έχουν πλέον αρθεί και ότι ήρθε ο καιρός του «άχρι καιρού» (κατά την ρητή επιφύλαξη της Πράξεως του 1928), δηλαδή ο καιρός της άρσης της επιτροπικής παραχώρησης της διοικήσεως των Νέων Χωρών στην Εκκλησία της Ελλάδος.
Εδώ οφείλουμε μια παρέκβαση: σε κάθε περίοδο τριβής, μοιάζει να υπάρχει μια θεμελιώδης παρανόηση στην αποτύπωση των συντεταγμένων αυτού του ζητήματος στον ελληνικό δημόσιο και δημοσιογραφικό λόγο: το δίπολο εκκλησιαστικής/«πνευματικής» και διοικητικής υπαγωγής μοιάζει να παρανοείται σφόδρα. Με την δημοσιογραφική χρήση του όρου πνευματική υπαγωγή, μοιάζει να εννοείται περίπου ένας τιμητικός συμβολισμός, ένα κενό γράμμα, σε αντιδιαστολή με την «πραγματική» υπαγωγή, που στις στρεβλώσεις του δημοσίου λόγου θεωρείται η διοικητική. Μολαταύτα, το πλέον βασικό και θεμελιώδες για κάθε τοπική εκκλησία (κυρίως για να είναι–και να αναγνωρίζεται ως–εκκλησία και τα μυστήριά της ως έγκυρα, δηλαδή να φανερώνεται πως βρίσκεται σε ευχαριστιακή κοινωνία με την ανά τη οικουμένη εκκλησία, με όλες τις τοπικές ορθόδοξες εκκλησίες, όπως αυτές προκύπτουν από τα Δίπτυχα) είναι η μνημόνευση του επισκόπου στην Ευχαριστία.
Ο επίσκοπος, στο όνομα του οποίου τελείται η Ευχαριστία, δηλαδή η εκκλησιαστική υπαγωγή της τοπικής εκκλησίας σε συγκεκριμένο κανονικό επίσκοπο, είναι και η ταυτότητά της, ο όρος και η φανέρωση του ανήκειν της στην ανά τη οικουμένη ορθόδοξο εκκλησία. Στην εκκλησιαστική προοπτική, η μνημόνευση του επισκόπου (η εκκλησιαστική/«πνευματική» υπαγωγή) είναι το μείζον–και τυχόν επιτροπικές διοικητικές παραχωρήσεις το έλασσον, η «λάντζα» της υποθέσεως… . Δηλαδή, ακόμα και σήμερα, ακόμα και με την ισχύουσα διάταξη, ακόμα και πριν τον καιρό του «άχρι καιρού», οι μητροπόλεις των Νέων Χωρών ανήκουν–αν πρέπει να το θέσουμε με τέτοιους όρους–περισσότερο στο Οικουμενικό Πατριαρχείο και λιγότερο στην Εκκλησία της Ελλάδος. Ή: σήμερα, ανήκουν στο Οικουμενικό Πατριαρχείο, αλλά οι Μητροπολίτες τους συμμετέχουν στην Ιερά Σύνοδο των Αθηνών και συνδιοικούν την (εν ευρεία εννοία) «Εκκλησία της Ελλάδος», μαζί με τους Μητροπολίτες της λοιπής («παλαιάς») Ελλάδος. Η επεξήγηση αυτή επαναπλαισιώνει τις διενέξεις περί των Νέων Χωρών στην ακριβή τους, νομίζουμε, διάσταση –σίγουρα πάντως με περισσότερη ακρίβεια από την αποτυπούμενη στον δημοσιογραφικό λόγο, κάθε φορά που το ζήτημα επανέρχεται στην επικαιρότητα.
Τί έγινε πριν τη Σύνοδο του Ιουνίου; Το ζήτημα της «Αυτονομίας», δηλαδή της δυνατότητας μιας αυτοκεφάλου Εκκλησίας να παραχωρήσει σχετική αυτονομία και δικό της αρχιεπίσκοπο σε μια περιοχή εντός της (όπως συμβαίνει ήδη π.χ. την ημι-αυτόνομη Εκκλησία της Κρήτης υπό τον Αρχιεπίσκοπο Κρήτης, η οποία υπάγεται στο Οικουμενικό Πατριαρχείο) ήταν ανέκαθεν, εδώ και δεκαετίες, στην ημερήσια διάταξη της τότε μέλλουσας να συγκληθεί συνόδου–μάλιστα, αποτελεί ένα από τα ζητήματα που «επέζησαν» της περιστολής της ημερήσιας διάταξης τον Ιανουάριο του 2016. Εκκρεμούσε μια ευρύτερη, πανορθόδοξη συμφωνία ως προς τους όρους υπό τους οποίους δίδεται/ανακηρύσσεται το Αυτόνομον, καθώς και το τί αυτό συνεπάγεται για τις υπόλοιπες Εκκλησίες (φυσικά, πολύ πιο φλέγον αποτελεί το ζήτημα της ανακήρυξης Αυτοκεφαλίας, εξ ου και διεγράφη από την ημερήσια διάταξη….).
Το ζήτημα έχει σημασία και επικαιρότητα σε παγκόσμιο επίπεδο, π.χ. στην περίπτωση της αυτόνομης Εκκλησίας στην Ουκρανία υπό το Πατριαρχείο Μόσχας, στην περίπτωση της Ιαπωνίας, στο τί ακριβώς συμβαίνει και δεν συμβαίνει στην Αμερική κ.ο.κ. Μολαταύτα, η ασυγκράτητη ελλαδική καχυποψία των αντιπατριαρχικών κύκλων υπενόησε, για να μην πούμε κατήγγειλε, πως το ζήτημα του Αυτονόμου θα συζητηθεί στη Μεγάλη Σύνοδο με την προοπτική και τον σχεδιασμό της παραχώρησής του στις Νέες Χώρες από το Πατριαρχείο–και όχι επειδή αποτελεί εδώ και δεκαετίες σημαντική εκκρεμότητα στο παγκόσμιο επίπεδο των Ορθοδόξων Εκκλησιών, τεθειμένη δεκαετίες πριν την ανάρρηση του Πατριάρχη Βαρθολομαίου ή του προκατόχου του στον θρόνο της Κωνσταντινουπόλεως. Εξ άλλου, αφού η εκκλησιαστική (όχι «διοικητική») υπαγωγή των Νέων Χωρών εντοπίζεται αναμφηρίστως στο Πατριαρχείο, γιατί θα είχε η Κωνσταντινούπολη το κίνητρο να τις «αποχωριστεί μερικώς» προς χάριν μιας Αυτονομίας τους;
Από εκεί αρχίζει το γαϊτανάκι ριζικά διαφορετικών ερμηνειών: ο Μητροπολίτης Δημητριάδος κ. Ιγνάτιος, υπεύθυνος της επιτροπής τύπου της Εκκλησίας της Ελλάδος για τη Σύνοδο, δήλωσε πως «η αντιπροσωπεία της Εκκλησίας της Ελλάδος και ο Μακαριώτατος είναι απόλυτα ικανοποιημένοι από τις δηλώσεις του κ. Βαρθολομαίου σχετικά με τη Βόρεια Ελλάδα και το θέμα των Νέων Χωρών». Με αμελητέα χρονική διαφορά εκδίδονται οι παρακάτω αρκούντως διαφορετικές ανακοινώσεις, μία της Εκκλησίας της Ελλάδος και μία του Οικουμενικού Πατριαρχείου:
Αν κάτι φανερώνει όλο αυτό, είναι ακριβώς πως το ζήτημα των Νέων Χωρών αποτελεί ένα εύφλεκτο, ανοικτό θέμα -όχι ένα λυμένο ζήτημα, το οποίο διαθέτει ευστάθεια, η οποία απειλείται από εξωτερικούς παράγοντες. Η υπόθεση πως «τα πράγματα έχουν ως έχουν και ως έχουν συμφωνηθεί, μην τα ανακατεύουμε δημιουργώντας προβλήματα εκ του μη όντος» είναι εγγενώς ψευδής. Διότι… τα πράγματα ΔΕΝ έχουν «ως έχουν»: μαρτυρούμε αυτήν τη στιγμή δύο εντελώς διαφορετικές τάξεις πραγμάτων ως προς τις Νέες Χώρες: την κατάσταση που περιγράφει η Πράξη του Οικουμενικού Πατριαρχείου του 1928, η οποία διευθετεί τα των Νέων Χωρών, αφ’ ενός και την κατάσταση όπως πραγματικά, στην πράξη, de facto έχει –σύμφωνα με την οποία, όποτε το Πατριαρχείο επιχειρεί να υλοποιήσει επιλογές, που σαφώς του δίδονται από την Πράξη του 1928 (ή η ακρίβεια ως προς τις μνημονεύσεις), δημιουργείται σκάνδαλο, πανικός, σύγχυση, όπως στην περίπτωση της κρίσης του 2004– με το αντεπιχείρημα των περιπτώσεων, όπου το Πατριαρχείο δεν ήσκησε αυτά τα δικαιώματα.
Τελικά τί (πρέπει να) ισχύει, τα κεκανονισμένα και νομικώς/εκκλησιαστικώς ισχύοντα, ή η de facto, ουδέποτε συμφωνημένη αλλά με μια υπόκωφα βίαιη διελκυστίνδα διαμορφούμενη de facto κατάσταση;Υπάρχει εκκλησιαστική… χρησικτησία; Αν ναι, ποιοι κανονισμοί πρέπει να την διέπουν και γιατί θα πρέπει να γίνει αποδεκτή από το μέρος που ζημιούται; Αν όχι, γιατί διαιωνίζεται η αντικανονική ανωμαλία; Το ζήτημα είναι ανοιχτό, επίπονο, και εκκρεμεί.
Ας αρχίσουμε από τα βασικά, ήτοι τί είναι οι «Νέες Χώρες»: εκκλησιαστική δικαιοδοσία σε μακρόχρονη εκκρεμότητα αποτελούν οι μητροπόλεις των Νέων Χωρών, δηλαδή οι μητροπόλεις των μετά τους Βαλκανικούς Πολέμους προσαρτηθέντων στην ελληνική επικράτεια εδαφών. Εκκλησιαστικώς, οι μητροπόλεις αυτές υπήγοντο και συνεχίζουν να υπάγονται στο Οικουμενικό Πατριαρχείο: το πρόσωπο του Οικουμενικού Πατριάρχη μνημονεύουν εν πρώτοις οι επίσκοποί τους στην Ευχαριστία, σε εκείνου το όνομα τελείται η θεία λειτουργία, όχι στην Σύνοδο της Εκκλησίας της Ελλάδος (σήμερα, ενίοτε και αντικανονικώς μνημονεύεται στις Νέες Χώρες και η Σύνοδος της Εκκλησίας της Ελλάδος δίπλα στο όνομα του Πατριάρχη, οδηγώντας σε μία πρωτοφανή, σχιζοειδή εκκλησιολογία δύο παράλληλων επισκοπικών/συνοδικών υπαγωγών). Όμως, κυρίως λόγω της πρακτικής δυσχέρειας επαρκούς επικοινωνίας και συνεννοήσεως της εν Κωνσταντινουπόλει Εκκλησίας με τις νεοεισαχθείσες στην ελληνική επικράτεια επαρχίες της κατά το πρώτο μισό του 20ού αιώνος, η διοίκηση των επαρχιών αυτών «δανείσθηκε»,* δόθηκε επιτροπικώς στην Εκκλησία της Ελλάδος με Πατριαρχική και Συνοδική Πράξη στις 4 Σεπτεμβρίου του 1928 (και με νόμο του 1927)–«άχρι καιρού», όπως αναφέρει η Πράξη, δηλαδή μέχρι να αποφασισθεί από την Εκκλησία της Κωνσταντινουπόλεως η άρση και αναίρεση της προσωρινής αυτής διοικητικής παραχωρήσεως του επιτροπικού καθήκοντος διοικήσεως των εκκλησιαστικών αυτών επαρχιών. Παρά την επιτροπική αυτή ανάθεση της διοικήσεως, οι Νέες Χώρες συνεχίζουν να υπάγονται εκκλησιαστικά στο Οικουμενικό Πατριαρχείο, το οποίο διατηρεί το δικαίωμα λόγου στην εκλογή επισκόπων (μάλιστα, από την Πράξη του 1928 έχουν λάβει δύο φορές εκλογές Μητροπολιτών Νέων Χωρών μονομερώς στο Φανάρι, χωρίς ζητήματα αποδοχής αυτών των εκλογών).
*(Ούτε καν «δανείσθηκε»: δίνω «επιτροπικώς» σημαίνει κάτι λιγότερο από το δανείζω, σημαίνει ότι αναθέτω την άσκηση διοικήσεως σε τρίτον ως επιτροπικό καθήκον, οπότε ο επίτροπος ασκεί τη διοίκηση όχι επ’ ονόματί του, και όχι σαν να διοικεί δικό του εκκλησιαστικό έδαφος, αλλά ασκεί διοίκηση ως εκπρόσωπος του εντολέως, στον οποίο συνεχίζει και υπάγεται εκκλησιαστικά αυτή η περιοχή κατά το διάστημα της επιτροπείας)Για τον παραπάνω λόγο και ο Καταστατικός Χάρτης της Εκκλησίας της Ελλάδος, που είναι είναι νόμος της Πολιτείας και ψηφίσθηκε από τη Βουλή μετά από πρόταση κληρικολαϊκής επιτροπής και της ίδιας της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος (Νόμος 590/1977, ΦΕΚ Α΄ 146/31.5.1977) αποτυπώνει κατηγορηματικά την παραπάνω διφυή προέλευση και υπαγωγή των εκκλησιαστικών επαρχιών, που σήμερα διοικούνται από την Ιερά Σύνοδο της Εκκλησίας της Ελλάδος. Στο άρθρο 11 του παραπάνω νόμου αναφέρεται με αποστομωτική σαφήνεια ότι η «Εκκλησία της Ελλάδος» περιλαμβάνει τις Μητροπόλεις : «Α’ Της Αυτοκεφάλου Εκκλησίας της Ελλάδος :…» και «Β’ Του Οικουμενικού Πατριαρχικού θρόνου:…», και υπό τον τελευταίο τίτλο απαριθμούνται οι Μητροπόλεις των Νέων Χώρων. Για τον ίδιο λόγο επίσης, «κατηγορείται» από την νομική θεωρία το άρθρο 3 παραγρ. 1 του ισχύοντος Συντάγματος ότι, όταν αναφέρει ότι η «ορθόδοξη Εκκλησία της Ελλάδος» είναι «αυτοκέφαλη», δεν ακριβολογεί πλέον, καθώς ναι μεν η εν Αθήναις Ιερά Σύνοδος διοικεί την «ορθόδοξη Εκκλησία της Ελλάδος», αλλά η τελευταία από το έτος 1928 περιλαμβάνει όχι μόνο τις εκκλησιαστικές επαρχίες – Μητροπόλεις (46 σήμερα), που αποτελούν την «Αυτοκέφαλη Εκκλησία της Ελλάδος», αλλά και τις επαρχίες – Μητροπόλεις των Νέων Χώρων (36 σήμερα), που (συνεχίζουν και) ανήκουν στο Οικουμενικό Πατριαρχείο. Το Οικουμενικό Πατριαρχείο εξ άλλου έχει, κατά την Πράξη του 1928 (όρος Ε΄), το δικαίωμα της έγκρισης του καταλόγου των εκλογίμων, όταν πρόκειται να εκλεγεί Μητροπολίτης σε κενή Μητρόπολη των Νέων Χώρων, όπως και το δικαίωμα να προσθέσει υποψήφιο κληρικό στον εν λόγω κατάλογο -γεγονός που συνάδει με την ενεργό ιδιότητα των επαρχιών αυτών ως Μητροπόλεων του «Οικουμενικού Θρόνου».
Το καθεστώς των Νέων Χωρών απετέλεσε πολλάκις πεδίο τριβής της Εκκλησίας της Ελλάδος με το Οικουμενικό Πατριαρχείο, με γνωστότερα τα γεγονότα του 2004, τα οποία οδήγησαν τον τότε Αρχιεπίσκοπο Αθηνών και πάσης Ελλάδος στην σοβαρή κύρωση της προσωρινής διαγραφής του από τους επίσημους εκκλησιαστικούς καταλόγους του Οικουμενικού Πατριαρχείου («Δίπτυχα»), που διαλαμβάνουν τα ανά την οικουμένη ορθοδόξα Πατριαρχεία, Αυτοκέφαλες Εκκλησίες, Αρχιεπισκοπές και τους Αρχιερείς τους–δηλαδή για μια δεύτερη φορά σε de facto σχισματική κατάσταση. Και σίγουρα θα αποτελέσει ξανά πεδίο τριβής, οψέποτε αποφασίσει το Πατριαρχείο ότι οι πρακτικές δυσκολίες των αρχών του 20ού αιώνος έχουν πλέον αρθεί και ότι ήρθε ο καιρός του «άχρι καιρού» (κατά την ρητή επιφύλαξη της Πράξεως του 1928), δηλαδή ο καιρός της άρσης της επιτροπικής παραχώρησης της διοικήσεως των Νέων Χωρών στην Εκκλησία της Ελλάδος.
Εδώ οφείλουμε μια παρέκβαση: σε κάθε περίοδο τριβής, μοιάζει να υπάρχει μια θεμελιώδης παρανόηση στην αποτύπωση των συντεταγμένων αυτού του ζητήματος στον ελληνικό δημόσιο και δημοσιογραφικό λόγο: το δίπολο εκκλησιαστικής/«πνευματικής» και διοικητικής υπαγωγής μοιάζει να παρανοείται σφόδρα. Με την δημοσιογραφική χρήση του όρου πνευματική υπαγωγή, μοιάζει να εννοείται περίπου ένας τιμητικός συμβολισμός, ένα κενό γράμμα, σε αντιδιαστολή με την «πραγματική» υπαγωγή, που στις στρεβλώσεις του δημοσίου λόγου θεωρείται η διοικητική. Μολαταύτα, το πλέον βασικό και θεμελιώδες για κάθε τοπική εκκλησία (κυρίως για να είναι–και να αναγνωρίζεται ως–εκκλησία και τα μυστήριά της ως έγκυρα, δηλαδή να φανερώνεται πως βρίσκεται σε ευχαριστιακή κοινωνία με την ανά τη οικουμένη εκκλησία, με όλες τις τοπικές ορθόδοξες εκκλησίες, όπως αυτές προκύπτουν από τα Δίπτυχα) είναι η μνημόνευση του επισκόπου στην Ευχαριστία.
Ο επίσκοπος, στο όνομα του οποίου τελείται η Ευχαριστία, δηλαδή η εκκλησιαστική υπαγωγή της τοπικής εκκλησίας σε συγκεκριμένο κανονικό επίσκοπο, είναι και η ταυτότητά της, ο όρος και η φανέρωση του ανήκειν της στην ανά τη οικουμένη ορθόδοξο εκκλησία. Στην εκκλησιαστική προοπτική, η μνημόνευση του επισκόπου (η εκκλησιαστική/«πνευματική» υπαγωγή) είναι το μείζον–και τυχόν επιτροπικές διοικητικές παραχωρήσεις το έλασσον, η «λάντζα» της υποθέσεως… . Δηλαδή, ακόμα και σήμερα, ακόμα και με την ισχύουσα διάταξη, ακόμα και πριν τον καιρό του «άχρι καιρού», οι μητροπόλεις των Νέων Χωρών ανήκουν–αν πρέπει να το θέσουμε με τέτοιους όρους–περισσότερο στο Οικουμενικό Πατριαρχείο και λιγότερο στην Εκκλησία της Ελλάδος. Ή: σήμερα, ανήκουν στο Οικουμενικό Πατριαρχείο, αλλά οι Μητροπολίτες τους συμμετέχουν στην Ιερά Σύνοδο των Αθηνών και συνδιοικούν την (εν ευρεία εννοία) «Εκκλησία της Ελλάδος», μαζί με τους Μητροπολίτες της λοιπής («παλαιάς») Ελλάδος. Η επεξήγηση αυτή επαναπλαισιώνει τις διενέξεις περί των Νέων Χωρών στην ακριβή τους, νομίζουμε, διάσταση –σίγουρα πάντως με περισσότερη ακρίβεια από την αποτυπούμενη στον δημοσιογραφικό λόγο, κάθε φορά που το ζήτημα επανέρχεται στην επικαιρότητα.
Τί έγινε πριν τη Σύνοδο του Ιουνίου; Το ζήτημα της «Αυτονομίας», δηλαδή της δυνατότητας μιας αυτοκεφάλου Εκκλησίας να παραχωρήσει σχετική αυτονομία και δικό της αρχιεπίσκοπο σε μια περιοχή εντός της (όπως συμβαίνει ήδη π.χ. την ημι-αυτόνομη Εκκλησία της Κρήτης υπό τον Αρχιεπίσκοπο Κρήτης, η οποία υπάγεται στο Οικουμενικό Πατριαρχείο) ήταν ανέκαθεν, εδώ και δεκαετίες, στην ημερήσια διάταξη της τότε μέλλουσας να συγκληθεί συνόδου–μάλιστα, αποτελεί ένα από τα ζητήματα που «επέζησαν» της περιστολής της ημερήσιας διάταξης τον Ιανουάριο του 2016. Εκκρεμούσε μια ευρύτερη, πανορθόδοξη συμφωνία ως προς τους όρους υπό τους οποίους δίδεται/ανακηρύσσεται το Αυτόνομον, καθώς και το τί αυτό συνεπάγεται για τις υπόλοιπες Εκκλησίες (φυσικά, πολύ πιο φλέγον αποτελεί το ζήτημα της ανακήρυξης Αυτοκεφαλίας, εξ ου και διεγράφη από την ημερήσια διάταξη….).
Το ζήτημα έχει σημασία και επικαιρότητα σε παγκόσμιο επίπεδο, π.χ. στην περίπτωση της αυτόνομης Εκκλησίας στην Ουκρανία υπό το Πατριαρχείο Μόσχας, στην περίπτωση της Ιαπωνίας, στο τί ακριβώς συμβαίνει και δεν συμβαίνει στην Αμερική κ.ο.κ. Μολαταύτα, η ασυγκράτητη ελλαδική καχυποψία των αντιπατριαρχικών κύκλων υπενόησε, για να μην πούμε κατήγγειλε, πως το ζήτημα του Αυτονόμου θα συζητηθεί στη Μεγάλη Σύνοδο με την προοπτική και τον σχεδιασμό της παραχώρησής του στις Νέες Χώρες από το Πατριαρχείο–και όχι επειδή αποτελεί εδώ και δεκαετίες σημαντική εκκρεμότητα στο παγκόσμιο επίπεδο των Ορθοδόξων Εκκλησιών, τεθειμένη δεκαετίες πριν την ανάρρηση του Πατριάρχη Βαρθολομαίου ή του προκατόχου του στον θρόνο της Κωνσταντινουπόλεως. Εξ άλλου, αφού η εκκλησιαστική (όχι «διοικητική») υπαγωγή των Νέων Χωρών εντοπίζεται αναμφηρίστως στο Πατριαρχείο, γιατί θα είχε η Κωνσταντινούπολη το κίνητρο να τις «αποχωριστεί μερικώς» προς χάριν μιας Αυτονομίας τους;
Το σενάριο της Αυτονομίας των Νέων Χωρών μοιάζει να είναι πλήρως, αποκλειστικώς και ολικώς αποκύημα της φαντασίας ελλαδικών αντιπατριαρχικών κύκλων: άλλο ενδεχόμενο δύσκολα διαφαίνεται. Ένας πρόσθετος λόγος είναι ότι εάν δεχθούμε την λογική συνεπαγωγή ότι η Εκκλησία της Ελλάδος «έχει» τις Νέες Χώρες, τις οποίες θα «έπαιρνε» το Πατριαρχείο δια της ανακήρυξης μιας αυτονομίας τους, τότε ποιος θα έδινε το Αυτόνομο σε εκείνες; Το Αυτόνομο το παρέχει η περιέχουσα Εκκλησία στην περιεχόμενη εκκλησιαστική περιοχή, δεν το παρέχει τρίτη Εκκλησία. Άρα η Εκκλησία της Ελλάδος, αφού, κατά το σενάριο αυτό, κατέχει τις Νέες Χώρες, δήθεν θα δεχόταν η ίδια να τους παράσχει Αυτονομία–αφού θα ήταν αδύνατο να την παράσχει το Πατριαρχείο, ως μη περιέχον τις Νέες Χώρες, σύμφωνα πάντοτε με αυτό το σενάριο και αυτήν την παρανάγνωση. Πλήρης παραλογισμός!Μολαταύτα, και σε μια διπλωματική κίνηση πρόσκτησης σημαντικής υποστήριξης από την Εκκλησία της Ελλάδος στο πλαίσιο της Συνόδου χωρίς κανένα πρακτικό κόστος–αφού δεν μπορείς να [1] μην δώσεις κάτι που [2] δεν έχεις (το συμφέρον) να δώσεις σε [3] κάποιον που δεν το θέλει!–, ο Οικουμενικός Πατριάρχης κ. Βαρθολομαίος στις 22 Ιουνίου και κατά την συζήτηση για το Αυτόνομον δήλωσε στον Αρχιεπίσκοπο Αθηνών κ. Ιερώνυμο ενώπιον της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου πως δεν ενδιαφέρεται για το ενδεχόμενο αυτονομίας των Νέων Χωρών. Η δήλωση αυτή μεταφέρθηκε ποικιλοτρόπως, με διατυπώσεις που θα μπορούσαν να σημαίνουν μια σειρά από διαφορετικά πράγματα (αποτυπώθηκε σε ρεπορτάζ ακόμα και ως απευθείας απόσπασμα λόγου, αλλά με λεξιλόγιο που είναι απολύτως αδύνατον να ανήκει στον Οικουμενικό Πατριάρχη και όχι σε κάποια πηγή της Εκκλησίας της Ελλάδος). Σύμφωνα, πάντως, με το πιο μετριοπαθές ρεπορτάζ τότε του Ανδρέα Λουδάρου, «αμέσως μετά την κατάθεση της τροπολογίας, ο Οικουμενικός Πατριάρχης είπε προς τον Αρχιεπίσκοπο πως επειδή το θέμα των Νέων Χωρών έχει σταθεί αφορμή για να δημιουργηθούν παρεξηγήσεις από ανθρώπους που θέλουν διαταραγμένες τις σχέσεις Αθηνών- Φαναρίου, το Πατριαρχείο ξεκαθαρίζει οτι οι μητροπόλεις του ανήκουν όπως είναι γνωστό αλλά δεν υπάρχει καμία πρόθεση τώρα ή στο μέλλον να αλλάξει το καθεστώς τους. Κατά τη διάρκεια της ίδιας συζήτησης ο Οικουμενικός Πατριάρχης ξεκαθάρισε πως Κρήτη και Δωδεκάνησα, που ανήκουν στο Οικουμενικό Πατριαρχείο, ‘δεν είναι λιγότερο Ελλάδα’».
Από εκεί αρχίζει το γαϊτανάκι ριζικά διαφορετικών ερμηνειών: ο Μητροπολίτης Δημητριάδος κ. Ιγνάτιος, υπεύθυνος της επιτροπής τύπου της Εκκλησίας της Ελλάδος για τη Σύνοδο, δήλωσε πως «η αντιπροσωπεία της Εκκλησίας της Ελλάδος και ο Μακαριώτατος είναι απόλυτα ικανοποιημένοι από τις δηλώσεις του κ. Βαρθολομαίου σχετικά με τη Βόρεια Ελλάδα και το θέμα των Νέων Χωρών». Με αμελητέα χρονική διαφορά εκδίδονται οι παρακάτω αρκούντως διαφορετικές ανακοινώσεις, μία της Εκκλησίας της Ελλάδος και μία του Οικουμενικού Πατριαρχείου:
>>> Εκ της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος:Και:
Επί γενομένης προτάσεως-προσθήκης υπό της Εκκλησίας της Ελλάδος επί του κειμένου «το Αυτόνομον και ο τρόπος ανακηρύξεως αυτού», ο Παναγιώτατος Οικουμενικός Πατριάρχης κ.κ. Βαρθολομαίος διαβεβαίωσε ενώπιον της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου της Ορθοδόξου Εκκλησίας ότι σέβεται απολύτως το υφιστάμενο εκκλησιαστικό καθεστώς των Μητροπόλεων των λεγομένων Νέων Χωρών της Εκκλησίας της Ελλάδος και ουδεμία πρόθεση υπάρχει αμφισβητήσεως ή αλλαγής των ισχυόντων. <<<
>>> Ἐκ τῆς Ἀρχιγραμματείας τῆς Ἁγίας καί Ἱερᾶς Συνόδου τοῦ Οικουμενικοῦ Πατριαρχείου:Μύλος! Δηλαδή, τη δήλωση ότι «δεν υπάρχει κανένα ζήτημα για αλλαγές στο καθεστώς των Νέων Χωρών» το Οικουμενικό Πατριαρχείο διευκρίνισε ακολούθως ότι την εννοεί ως μη επιθυμία (μερικής ή ολικής) αποξένωσής του από τις Νέες Χώρες, που του ανήκουν «κανονικώς και πνευματικώς», ενώ η Εκκλησία της Ελλάδος την εξέλαβε ως έλλειψη επιθυμίας του Πατριαρχείου προς διεκδίκηση ή προσάρτηση των Νέων Χωρών (δια του Αυτονόμου, το οποίο σε μια τέτοια περίπτωση θα έδινε ποιός σε ποιόν;), τις οποίες, κατά την οπτική της, το Πατριαρχείο δεν κατέχει –αμφίδρομες παρεξηγήσεις που αποτυπώθηκαν στην παραπάνω αμήχανη ανταλλαγή αλλόκοτων ανακοινώσεων…
Σήμερον, Τετάρτην, 22αν Ἰουνίου 2016, συζητουμένου ἐνώπιον τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου τοῦ θέματος τοῦ Αὐτονόμου, ἐπί σχετικῇ δέ προτάσει τροπολογίας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, ἡ Α. Θ. Παναγιότης, ὁ Οἰκουμενικός Πατριάρχης κ. κ. Βαρθολομαῖος διεβεβαίωσεν ὅτι τό Οἰκουμενικόν Πατριαρχεῖον οὐδεμίαν πρόθεσιν ἔχει νά χορηγήσῃ αὐτονομίαν εἰς τάς Μητροπόλεις τῶν λεγομένων Νέων Χωρῶν καί ὅτι αὗται ὑπάγονται πάντοτε κανονικῶς καί πνευματικῶς ὑπό τό Οἰκουμενικόν Πατριαρχεῖον, ἡ δέ διοίκησις αὐτῶν ἔχει ἐκχωρηθῆ ἐπιτροπικῶς εἰς τήν Αὐτοκέφαλον Ἐκκλησίαν τῆς Ἑλλάδος, τήν ὁποίαν ἡ Α. Θ. Παναγιότης καί ηὐχαρίστησε διά τήν τοιαύτην ἐξυπηρέτησιν πρός τήν Μητέρα Ἐκκλησίαν. <<<
Αν κάτι φανερώνει όλο αυτό, είναι ακριβώς πως το ζήτημα των Νέων Χωρών αποτελεί ένα εύφλεκτο, ανοικτό θέμα -όχι ένα λυμένο ζήτημα, το οποίο διαθέτει ευστάθεια, η οποία απειλείται από εξωτερικούς παράγοντες. Η υπόθεση πως «τα πράγματα έχουν ως έχουν και ως έχουν συμφωνηθεί, μην τα ανακατεύουμε δημιουργώντας προβλήματα εκ του μη όντος» είναι εγγενώς ψευδής. Διότι… τα πράγματα ΔΕΝ έχουν «ως έχουν»: μαρτυρούμε αυτήν τη στιγμή δύο εντελώς διαφορετικές τάξεις πραγμάτων ως προς τις Νέες Χώρες: την κατάσταση που περιγράφει η Πράξη του Οικουμενικού Πατριαρχείου του 1928, η οποία διευθετεί τα των Νέων Χωρών, αφ’ ενός και την κατάσταση όπως πραγματικά, στην πράξη, de facto έχει –σύμφωνα με την οποία, όποτε το Πατριαρχείο επιχειρεί να υλοποιήσει επιλογές, που σαφώς του δίδονται από την Πράξη του 1928 (ή η ακρίβεια ως προς τις μνημονεύσεις), δημιουργείται σκάνδαλο, πανικός, σύγχυση, όπως στην περίπτωση της κρίσης του 2004– με το αντεπιχείρημα των περιπτώσεων, όπου το Πατριαρχείο δεν ήσκησε αυτά τα δικαιώματα.
Τελικά τί (πρέπει να) ισχύει, τα κεκανονισμένα και νομικώς/εκκλησιαστικώς ισχύοντα, ή η de facto, ουδέποτε συμφωνημένη αλλά με μια υπόκωφα βίαιη διελκυστίνδα διαμορφούμενη de facto κατάσταση;Υπάρχει εκκλησιαστική… χρησικτησία; Αν ναι, ποιοι κανονισμοί πρέπει να την διέπουν και γιατί θα πρέπει να γίνει αποδεκτή από το μέρος που ζημιούται; Αν όχι, γιατί διαιωνίζεται η αντικανονική ανωμαλία; Το ζήτημα είναι ανοιχτό, επίπονο, και εκκρεμεί.
*Ο δρ Σωτήρης Μητραλέξης είναι επίκουρος
καθηγητής φιλοσοφίας στο Πανεπιστήμιο της Πόλεως, Κωνσταντινούπολη, και
ερευνητικός εταίρος στο Πανεπιστήμιο του Winchester.΄
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου