Κυριακή 2 Σεπτεμβρίου 2018

Ἡ θεία καὶ ἡ ἀνθρώπινη δικαιοσύνη



Ἡ θεία καὶ ἡ ἀνθρώπινη δικαιοσύνη
Ἀθανάσιος (Μητροπολίτης Λεμεσοῦ)

Γίνεται πολὺς λόγος σήμερα γιὰ τὴ δικαιοσύνη. Ὑπάρχει ὅμως τεράστια διαφορὰ ἀνάμεσα στὴν ἀνθρώπινη καὶ θεία δικαιοσύνη.

Ὁ Ἀββὰς Ἰσαὰκ ὁ Σύρος ἀναφέρει: «μὴν πεῖς τὸν Θεὸ δίκαιο» διότι κατὰ τὴν ἀνθρώπινη δικαιοσύνη ὁ Θεὸς εἶναι ἄδικος, μὲ τὴν ἔννοια ὅτι οἱ ἄνθρωποι θεωροῦν ὅτι ἕνας κακὸς ἄνθρωπος θὰ πρέπει νὰ τιμωρηθεῖ ἀνάλογα μὲ τὴν παρανομία ποὺ ἔκανε.

Τὰ μέτρα ὅμως τῆς δικαιοσύνης τοῦ Θεοῦ εἶναι ἄλλα, μπορεῖ ἕνας ἄνθρωπος νὰ πεῖ ἁπλῶς ἕνα συγγνώμη καὶ ὁ Θεὸς νὰ τὸν συγχωρέσει, ἐὰν ἔχει μετανοήσει πραγματικά.


Ὁ Χριστὸς λέει ὅτι εἶναι μακάριοι ὅσοι διώκονται λόγῳ τῆς δικαιοσύνης, δηλαδὴ γιὰ τὴν ἐπικράτηση τοῦ θελήματος τοῦ Θεοῦ. Ἡ θεία δικαιοσύνη εἶναι ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ.

Κατ’ ἀκρίβεια, δικαιοσύνη εἶναι νὰ κατοικήσει ὁ Χριστὸς μέσα στὸν ἄνθρωπο καὶ πραγματικὴ ἀδικία εἶναι ὅταν οἱ πράξεις μας καὶ οἱ ἐνέργειές μας ἀπομακρύνουν τὸν Χριστό, τὴ θεία χάρη ἀπὸ τὴν ψυχή μας. Ὁ Χριστὸς εἶναι ἡ δικαιοσύνη μας, κατὰ τὸν Ἀπόστολο Παῦλο.

Ἐξάλλου στὸ Εὐαγγέλιο ἀναφέρει ὅτι ὁ Θεὸς βρέχει ἐπὶ δικαίους καὶ ἀδίκους καὶ ἀνατέλλει τὸν ἥλιο ἐπὶ πονηροὺς καὶ ἀγαθούς. Ὁ Θεὸς ἀγαπᾶ ὅλο τὸν κόσμο ἐξίσου, δὲν ἔχει καμία προσωποληψία.

Ὁ ἴδιος μᾶς ὑπέδειξε πῶς νὰ ἀντιμετωπίζουμε τὴν ἀδικία λέγοντάς μας πὼς ὅταν ἔρθει κάποιος καὶ σοῦ πάρει τὰ πράγματά σου μὴν τοῦ πεῖς τίποτα, ἂν σ’ ἀγγαρεύσει νὰ πᾶς ἕνα μίλι, νὰ πᾶς δύο καὶ ἄν σοῦ δώσει ἕνα ράπισμα ἀπὸ τὴ μία πλευρά, τότε νὰ γυρίσεις καὶ τὴν ἄλλη.

Αὐτὸ δὲν εἶναι δικαιοσύνη θὰ πεῖ κανείς. Δικαιοσύνη κατὰ τὰ ἀνθρώπινα μέτρα εἶναι αὐτὸ ποὺ ἔλεγε ὁ Μωσαϊκὸς νόμος, ὀδόντα ἀντὶ ὀδόντος. Ὁ Θεὸς ὅμως δὲν κρίνει μὲ αὐτὰ τὰ μέτρα.

Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος λέει ὅτι ἡ ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ φαίνεται στὸ γεγονὸς ὅτι, ἐνῶ ἐμεῖς εἴμαστε ἁμαρτωλοὶ καὶ ἀρνητές του, παρὰ ταῦτα «Χριστὸς ὑπὲρ ἡμῶν ἀπέθανεν».

Ἡ δικαιοσύνη τοῦ Χριστοῦ, λοιπόν, ποιὰ εἶναι; Νὰ πεθάνει Αὐτὸς γιὰ αὐτοὺς ποὺ δὲν τὸν ἤθελαν. Γι’ αὐτό, ὅταν βλέπουμε στὸν κόσμο πολλὲς ἀδικίες, ἂς μὴν ἀναρωτιόμαστε ποῦ εἶναι ἡ δικαιοσύνη τοῦ Θεοῦ, διότι ὁ Θεὸς λειτουργεῖ μὲ ἄλλο τρόπο, μὲ ἄλλα μέτρα.

Δικαιοσύνη εἶναι νὰ μᾶς δώσει ὁ Θεὸς αὐτὸ τὸ ὁποῖο στερηθήκαμε, ποὺ δὲν εἶναι ἄλλο ἀπὸ τὴ χάρη του, ἡ δυνατότητα τῆς θεώσεώς μας, γιατί ὁ Θεὸς μᾶς ἔπλασε κατ’ εἰκόνα Του, εἴμαστε φτιαγμένοι νὰ γίνουμε θεοὶ κατὰ χάρη, νὰ ὁμοιωθοῦμε μὲ τὸν Θεὸ καὶ νὰ κατοικήσει ὁ Θεὸς μέσα μας.

Δὲν εἶναι εὔκολος ὁ δρόμος τοῦ χριστιανοῦ. Τὰ πάντα ὅμως στὴ ζωή, ἂν ἀντιμετωπιστοῦν πνευματικά, μποροῦν νὰ μεταβληθοῦν «εἰς ζωὴν αἰώνιον». Μέσα στὴν Ἐκκλησία ἡ δυσκολία γίνεται εὐκολία, τὰ πικρὰ γίνονται γλυκά, οἱ θλίψεις γίνονται χαρές, διότι ὅλα αὐτὰ βαπτίζονται μέσα στὴ σχέση μας μὲ τὸν Χριστό.

Ἡ ψυχὴ μας εἶναι καμωμένη μὲ τέτοιο τρόπο ποὺ θεραπεύεται μόνο μέσα ἀπὸ τὰ ἀντίθετα πράγματα. Ἡ ἡδονὴ κάθε εἴδους ἁμαρτίας θεραπεύεται μέσα ἀπὸ τὴν ὀδύνη καὶ τὸν κόπο τῆς ἄσκησης.

Ἡ Ἁγία Θεοδώρα Ἀλεξανδρείας ἀποτελεῖ ἕνα παράδειγμα ἀνθρώπου ποὺ ὑπέστη δοκιμασίες καὶ τελείωσε τὴ ζωὴ της μέσα στὴν ἀδικία, τὴ συκοφαντία καὶ τὸν πόνο καὶ ὁ Θεὸς τὴν δικαίωσε μετὰ τὴν κοίμησή της.

Ἡ Ἁγία αὐτή, ἐνῶ εἶχε στηθεῖ ἐναντίον της μία τεράστια συκοφαντία, ὑπέμεινε σιωπηλὰ ὅλη αὐτὴ τὴν ἀδικία χωρὶς νὰ προσπαθήσει νὰ ἀποδείξει τὴν ἀθωότητά της. Δὲν θέλησε νὰ συμπεριφερθεῖ ἀνθρώπινα.

Τὸ τέλειο ἦταν αὐτὴ ἡ σιωπὴ ποὺ τήρησε. Ἀγωνίστηκε ὄχι μόνο νὰ μὴν μιλήσει, γιατί σίγουρα εἶναι ἕνας μεγάλος ἀγώνας νὰ σὲ ἀδικοῦν καὶ νὰ μὴν μιλᾶς. Ἕνα ἄλλο πιὸ δύσκολο ἄθλημα ἦταν ὁ ἀγώνας της νὰ μὴν μισήσει καὶ νὰ μὴν ἐκδικηθεῖ αὐτοὺς ποὺ τὴ συκοφάντησαν καὶ αὐτοὺς ποὺ πίστεψαν τὶς συκοφαντίες.

Τὸ δὲ μεῖζον ἦταν ὁ ἀγώνας της νὰ ἀγαπᾶ αὐτοὺς ποὺ τὴν κατηγόρησαν. Ὁ ἴδιος ὁ Χριστὸς μᾶς εἶπε μὴ μισεῖτε τοὺς ἐχθρούς σας, ἀλλὰ ἀγαπᾶτε τοὺς ἐχθρούς σας. Μέσα, λοιπόν, ἀπὸ ἕναν τέτοιο ἀγώνα, ὁ ἄνθρωπος μαθαίνει νὰ ταπεινώνεται καὶ νὰ βλέπει τὸν ἄλλον ἄνθρωπο μὲ ἀγάπη ἔστω κι ἂν τὸν ἔχει κακολογήσει.

Ἀκόμα ἕνα παράδειγμα ἀντιμετώπισης τῶν συκοφαντιῶν μὲ ταπείνωση καὶ ὑπομονὴ ἀποτελεῖ ὁ Ἅγιος Νεκτάριος. Μὴν κοιτᾶτε τώρα ποὺ τὸν προσκυνοῦμε. Στὴν ἐποχὴ του εἶχε τὸ ὄνομα τοῦ διεφθαρμένου, τοῦ ἀνήθικου. Τὸν ἔδιωξαν ἀπὸ τὸ Πατριαρχεῖο Ἀλεξανδρείας μὲ τὴ ρετσινιὰ τῆς ἀνηθικότητας.

Ἐρχόμενος στὴν Ἑλλάδα, ἔβγαινε νὰ κάνει κήρυγμα καὶ τὸν γιουχάιζε ὁ κόσμος. Γεροντάκι πλέον, πῆγε στὴν Αἴγινα, ἔχτισε τὸ μοναστήρι καὶ πῆγε ἐκεῖ ὁ τότε Ἀρχιεπίσκοπος Ἀθηνῶν καὶ τοῦ εἶπε τὰ χίλια λόγια, ὅτι τάχα ἔκανε ἀνηθικότητες, ἐνῶ μεγάλο ἐξευτελισμὸ ὑπέστη καὶ ἀπὸ τὸν Εἰσαγγελέα.

Ἔφτασαν στὸ σημεῖο νὰ βγάζουν τὸ νερὸ ἀπὸ τὸ πηγάδι γιὰ νὰ βροῦν δῆθεν παιδιὰ ποὺ γεννοῦσαν οἱ μοναχὲς καὶ τὰ ἔριχναν ἐκεῖ μέσα. Ὁ γέροντας τὰ ὑπέστη ὅλα αὐτὰ χωρὶς νὰ μιλᾶ μέχρι καὶ τὴν κοίμησή του.

Βέβαια, μόλις κοιμήθηκε, ἄρχισαν τὰ θαύματα καὶ ἔγινε αὐτὸς ὁ μεγάλος Ἅγιος τῆς Ἐκκλησίας μας.

Μία μοναχὴ ἀναρωτιόταν καὶ ἔλεγε, μὰ τί ἔκανε αὐτὸς καὶ ἔγινε τόσο μεγάλος Ἅγιος, ἀφοῦ οὔτε μεγάλος ἀσκητὴς ἢ νηστευτὴς ἦταν οὔτε μάρτυρας. Τότε ἐμφανίστηκε σὲ αὐτὴν ὁ Ἅγιος καὶ τῆς εἶπε «πράγματι ἔχεις δίκαιο, ἐγὼ δὲν ἔκανα μεγάλες ἀσκήσεις οὔτε μάρτυρας ὑπῆρξα, ἀλλὰ ἔκανα ὑπομονὴ στὶς συκοφαντίες, γι’ αὐτὸ ὁ Θεός μοῦ ἔδωσε αὐτὴ τὴ χάρη».

Πράγματι, ὅταν ὁ ἄνθρωπος δείξει ἐμπιστοσύνη στὸν Θεό, ἔρχεται τότε μία ἰσορροπία στὴν ψυχή του καὶ διέρχεται διαμέσου αὐτῶν τῶν καταστάσεων. Βέβαια, ἡ ψυχὴ μας εἶναι φυσικὸ νὰ θλίβεται ὅταν μᾶς κατηγοροῦν ἄδικα, ὅμως τὸ ἀντίβαρο εἶναι ὁ Χριστός.

Ἐὰν ὁ ἄνθρωπος θυμᾶται στὴ ζωὴ του τὰ λόγια τοῦ Χριστοῦ: «Μακάριοι οἱ δεδιωγμένοι….» τότε ἁπαλύνεται ἡ δυσκολία, γλυκαίνει ἡ πικρία καὶ ὁ ἄνθρωπος βρίσκει τὴ δύναμη νὰ ἀνταπεξέλθει.

Ἀντίθετα, ἐὰν ὁ ἄνθρωπος ποὺ ὑφίσταται διωγμούς, ψευδολογίες καὶ συκοφαντίες ἐναντίον του δὲν στρέφει τὶς ἐλπίδες του στὸν Θεό, τότε μπορεῖ νὰ φθάσει σὲ ἀκραῖα σημεῖα.

Πολλοὶ ἄνθρωποι ὅταν ἀδικοῦνται, αἰσθάνονται ὀργὴ καὶ ἡ ψυχὴ τους μπορεῖ νὰ ὁδηγηθεῖ εἴτε στὴν ἀπελπισία εἴτε σὲ ξέσπασμα πρὸς τὸν ἄλλο. Τὸ ἀντίδοτο καὶ στὰ δύο αὐτά, ὅσο δικαιολογημένα καὶ ἀνθρώπινα καὶ ἂν εἶναι, εἶναι ὁ Χριστός.

Ὅλα θὰ ξεκαθαρίσουν καὶ θὰ τακτοποιηθοῦν στὴ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ, διότι ὁ Χριστὸς γνωρίζει τὴν ἀλήθεια καθὼς καὶ τί ὑπάρχει στὴν ψυχὴ τοῦ κάθε ἀνθρώπου.

Μπροστὰ λοιπὸν σὲ ὅλες αὐτὲς τὶς δοκιμασίες, ἐκεῖνο ποὺ παρηγορεῖ τὸν ἄνθρωπο εἶναι ἡ παρουσία καὶ ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ εἴτε ψευδῶς κατηγορεῖται κανεὶς εἴτε δικαίως πάσχει.

Ἂν τὸ ἀντιμετωπίσει πνευματικὰ καὶ μὲ ὑπομονή, τότε θὰ δεχθεῖ μεγάλη ὠφέλεια, ἡ ὁποία θὰ ἔχει αἰώνιες διαστάσεις.



(Ἀπομαγνητοφωνημένη ὁμιλία. Δημοσιεύθηκε στὸ περιοδικὸ “Καθ’ Ὁδόν. Περιοδικὴ Νεανικὴ Ἔκδοση Ἱερᾶς Μητροπόλεως Λεμεσοῦ”, τεῦχος 53)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου