Στή διάρκεια τῆς ἱστορίας της, μέ τό δόγμα, τή λατρεία, τή δράση της, ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία ζεῖ καί κηρύσσει ἀδιάκοπα τή βιβλική ἀποκάλυψη ὅτι ὁ ἄνθρωπος ἔχει πλασθεῖ κατ᾽ εἰκόνα Θεοῦ καί ὀφείλει νά κινεῖται πρός τό καθ᾽ ὁμοίωσιν, ὅτι ὁλόκληρη ἡ ἀνθρωπότητα προῆλθε ἀπό ἕνα ἀνθρώπινο ζεῦγος πού δημιούργησε ὁ Θεός. Συνεπῶς, ὅλοι οἱ ἄνθρωποι, ἀνεξάρτητα ἀπό φυλή, χρῶμα, γλώσσα, μόρφωση, εἶναι προικισμένοι μέ τήν ἀξιοπρέπεια τῆς θεϊκῆς τους καταγωγῆς.
Ἐνῶ ἡ δυτική σκέψη τόνισε περισσότερο ὡς χαρακτηριστικό τῆς θείας αὐτῆς εἰκόνας τόν νοῦ, τή νόηση καί τή θέληση, ἡ ἀνατολική θεολογία ἐπισήμανε ἰδιαίτερα τό στοιχεῖο τῆς ἐλευθερίας καί τῆς ἀγάπης, θέτοντας ὡς κέντρο ἀναφορᾶς τήν ἐν ἐλευθερίᾳ καί ἁρμονίᾳ ἀγάπη καί κοινωνία τῶν προσώπων τῆς Ἁγίας Τριάδος.
Ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ μέ τήν ἐνανθρώπησή Του ἑνώθηκε μέ ὁλόκληρο τό ἀνθρώπινο «φύραμα». «Σῶμα δὲ αὐτοῦ (τοῦ Χριστοῦ), καθὼς εἴρηται πολλάκις, πᾶσα ἡ ἀνθρωπίνη φύσις ᾗ κατεμίχθη», διευκρινίζει ὁ ἅγιος Γρηγόριος Νύσσης. Ἔκτοτε κάθε ἄνθρωπος καλεῖται νά φθάσει ἐν Χριστῷ, διά τῆς χάριτος τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, σέ κάτι ἀσύλληπτα μεγάλο: νά προχωρήσει στή θέωση.
Ἡ θέωση αὐτή δέν σημαίνει ἕνωση τοῦ ἀνθρώπου μέ τήν ἀπρόσιτη θεία οὐσία, ὅπως τή φαντάζεται ὁ πανθεϊσμός, ἀλλά κοινωνία, μέθεξη στίς ἄκτιστες ἐνέργειες τοῦ Θεοῦ, ἀνάκραση στή δόξα Του. Προσλαμβάνοντας ὁ Χριστός τήν ἀνθρώπινη φύση, χάρισε ἀσύλληπτη ἀξία στόν ἄνθρωπο, στό κάθε ἀνθρώπινο πρόσωπο, σφραγίζοντας ὁριστικά τήν ἐλευθερία καί τήν ἀξιοπρέπειά του.
Μέσα στά ἀλλεπάλληλα ρήγματα ἀπό τίς ἀνθρώπινες διχοστασίες ἡ Ἐκκλησία καλεῖται νά συνεχίζει ἀδιάκοπα, σέ κάθε τόπο καί χρόνο, τή διακονία τῆς «καταλλαγῆς», αὐτή τή συμφιλίωση, παγκοσμίων διαστάσεων, πού πραγματοποίησε ὁ Χριστός. Ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία, ζώντας τό μυστήριο τῆς ἐν Χριστῷ Σωτηρίας, τῆς Σαρκώσεως τοῦ Λόγου, τοῦ Σταυροῦ καί τῆς Ἀναστάσεως, διακηρύσσοντας τήν ἀνεξιχνίαστη, «τὴν ὑπερβάλλουσαν τῆς γνώσεως ἀγάπην τοῦ Χριστοῦ» ἔχει πάντοτε ὑπογραμμίσει τήν ἱερότητα τοῦ κάθε ἀνθρώπινου προσώπου, ἀνεξαρτήτως καταγωγῆς, ἐθνικότητος, θρησκείας, ἐνοχῆς ἤ ἀρετῆς.
Καί κυρίως ἔχει τονίσει τό δικαίωμα τοῦ ἀνθρώπου νά ἀγαπήσει καί νά ἀγαπηθεῖ, διότι ἔτσι μόνον ὁλοκληρώνεται. «Ὁ Θεὸς ἀγάπη ἐστί, καὶ ὁ μένων ἐν τῇ ἀγάπῃ ἐν τῷ Θεῷ μένει καὶ ὁ Θεὸς ἐν αὐτῷ». Γι᾽ αὐτό ἡ κεντρική ὀπτική γωνία, ἀπό τήν ὁποία βλέπει τήν εὐθύνη του ὁ χριστιανός στό τοπικό ἤ παγκόσμιο ἐπίπεδο, ἡ βασική πηγή ἐμπνεύσεως καί ἐνέργειας παραμένει ἡ ἀγάπη μέ τίς ἀπροσμέτρητες διαστάσεις της, ὅπως τήν ἀποκαλύπτει ἡ μορφή τοῦ Χριστοῦ στήν Ἁγία Γραφή, στή χριστιανική θεολογία καί ζωή.
Κανένας φραγμός για την χριστιανική αγάπη
Μέσα σ᾽ αὐτή τήν προοπτική προσπαθεῖ νά προωθήσει τήν εἰρηνική συνύπαρξη ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία στήν Ἀλβανία, μένοντας σταθερά ἀφοσιωμένη στήν ἀλήθεια πού ἐνσαρκώνει. Ἡ ἐλευθερία τῆς ἀγάπης δέν δεσμεύεται ἀπό τίς πεποιθήσεις τοῦ ἄλλου. «Μακάριος ἄνθρωπος, ὁ πάντα ἄνθρωπον ἐξ ἴσου ἀγαπῆσαι δυνηθείς».
Ἡ χριστιανική ἀγάπη ἔχει ἐξ ὁρισμοῦ πανανθρώπινες, παγκόσμιες διαστάσεις. Κανένας φραγμός δέν μπορεῖ νά τήν ἀναστείλει, οὔτε ἐθνικός οὔτε θρησκευτικός. Ὅταν ἀποδεχόμαστε τόν ἄλλο ἄνθρωπο καί τήν ἄλλη κοινότητα μέ βαθύ σεβασμό τῆς ἐλευθερίας τους, χωρίς τήν ἀπαίτηση νά δεχθοῦν ἀναγκαστικά τίς δικές μας ἀπόψεις, ἔχουμε ἄνεση ἀναστροφῆς μέ τούς ὀπαδούς διαφορετικῶν θρησκευτικῶν ἀντιλήψεων, βαθύ σεβασμό στά ἀνθρώπινα δικαιώματα, προθυμία οὐσιαστικῆς συνεργασίας γιά τήν παγκόσμια ἀποδοχή καί τήν ὑπεράσπισή τους.
Τήν κοινή ὀρθόδοξη συνείδηση συνόψισε τελικά τό 1986 στή Διακήρυξη γιά τήν εἰρήνη, τή δικαιοσύνη καί τά ἀνθρώπινα δικαιώματα ἡ Γ' Προσυνοδική Πανορθόδοξη Διάσκεψη. «Οἱ Ὀρθόδοξοι Χριστιανοί --ἀναφέρει μεταξύ ἄλλων-- ἐπειδὴ ζῶμεν κάθε ἡμέραν τὴν θείαν συγκατάβασιν, μαχόμεθα ἐναντίον κάθε φανατισμοῦ καὶ μισαλλοδοξίας μεταξὺ τῶν ἀνθρώπων καὶ τῶν λαῶν. Ἐπειδὴ διακηρύσσομεν συνεχῶς τὴν ἐνανθρώπησιν τοῦ Θεοῦ καὶ τὴν θέωσιν τοῦ ἀνθρώπου, ὑπερασπιζόμεθα τὰ ἀνθρώπινα δικαιώματα δι᾽ ὅλους τοὺς ἀνθρώπους καὶ ὅλους τοὺς λαούς. Ἐπειδὴ βιοῦμεν τὴν θείαν δωρεὰν τῆς ἐλευθερίας μὲ τὸ ἀπολυτρωτικὸν ἔργον τοῦ Χριστοῦ, δυνάμεθα νὰ προβάλωμεν πληρέστερον τὴν καθολικὴν ἀξίαν της διὰ κάθε ἄνθρωπον καὶ λαόν».
Συγχρόνως ὅμως μέ αὐτή τήν αἴσθηση τοῦ χρέους τῆς ἀγάπης χωρίς σύνορο, στην ὀρθόδοξη συνείδηση συνυπάρχουν ἡ ὀδυνηρή ἱστορική πείρα ἀπό τίς σχέσεις μέ ἀνθρώπους ἄλλων θρησκειῶν καί ἡ σταθερή ἐσχατολογική προοπτική πού μᾶς προφυλάσσουν ἀπό τήν ταλάντευση μεταξύ ἀπαισιοδοξίας καί ἀφελοῦς ὑπεραισιοδοξίας.
Ἔχοντας ὑπόψη τίς βαθιές διακλαδώσεις τοῦ κακοῦ καί τῆς ἁμαρτίας μέσα στην κοινωνική δομή καί τό ὑπαρκτικό κέντρο τοῦ ἀνθρώπου, ὁ ὀρθόδοξος πιστός προσπαθεῖ νά διατηρεῖ ἕναν ἤρεμο ρεαλισμό, ἀτενίζοντας σταθερά τό αἰώνιο. Δέν ἀποκλείεται, ἡ ἐξέλιξη τῆς ἱστορίας νά διαψεύσει πολλές ἀπό τίς ἐλπίδες μας. Τό ἐσχατολογικό, πάντως, ὅραμα μᾶς βοηθεῖ να μείνουμε συνεπεῖς στίς ἀρχές μας και μᾶς γεμίζει ἐλπίδα, ἔστω καί ἄν καθημερινά διαπιστώνουμε μιά τάση καί ἀντίθεση ἀνάμεσα στό «τέλος», στο ὁποῖο προσβλέπουμε καί στά χειροπιαστά ἱστορικά γεγονότα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου