Ὁ μακάριος Αὐγουστίνος δέχεται ὅτι ἡ χριστιανικὴ διδασκαλία ὅταν κατανοεῖται θεωρητικά, μπορεῖ νὰ φυλαχθεῖ καὶ ἐκτὸς Ἐκκλησίας. Ἡ ἀλήθεια παραμένει ἀλήθεια ἀκόμη κι ἂν τὴν ἐκφράζει ἕνας κακὸς ἄνθρωπος. Πράγματι καὶ οἱ δαίμονες ὁμολογοῦσαν τὸν Χριστό, ὅπως καὶ ὁ Ἀπόστολος Πέτρος. Ὁ χρυσὸς εἶναι ἀναμφίβολα καλὸς καὶ παραμένει χρυσὸς ἀκόμη καὶ στοὺς κλέφτες, ἔστω κι ἂν χρησιμεύει γιὰ τοὺς κακούς τους σκοπούς. Ὁ Χριστὸς εἶπε κάποτε στοὺς μαθητές Του: «ἐκεῖνος ποὺ δὲν εἶναι ἐναντίον μας εἶναι μὲ τὸ μέρος μας» (Λουκ. 9, 50). Ἀπὸ αὐτὸ μπορεῖς νὰ συμπεράνεις ὅτι ἐκεῖνος ποὺ στέκεται ἐκτὸς Ἐκκλησίας σὲ κάποια θέματα δὲν εἶναι ἐναντίον τῆς Ἐκκλησίας καὶ ἔχει κάτι ἀπὸ τὸν ἐκκλησιαστικὸ πλοῦτο. Οἱ Ἀθηναῖοι τιμοῦσαν τὸν ἄγνωστο Θεὸ (Πράξ. 17, 23) καὶ ὁ Ἀπόστολος Ἰάκωβος μαρτυρεῖ ὅτι «καὶ τὰ δαιμόνια πιστεύουσι» (Ἰακ. 2, 19) ἀλλὰ αὐτά, βέβαια, εἶναι ἐκτὸς Ἐκκλησίας. Στὰ συγγράμματά του κατὰ τῶν Δονατιστῶν ὁ μακάριος Αὐγουστίνος λεπτομερῶς ἀποδεικνύει καὶ ὑποστηρίζει κάποιου εἴδους ἐγκυρότητα στὸ σχισματικὸ βάπτισμα.
Ὅμως ἂν καὶ ἐκτὸς Ἐκκλησίας μπορεῖ νὰ διαφυλάσσεται ἡ ἀληθινὴ διδασκαλία, ἂν ἀκόμη καὶ τὰ Μυστήρια τελούμενα ξέχωρα ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία εἶναι ἔγκυρα, τότε σὲ τί εἶναι ἀναγκαία ἡ Ἐκκλησία; Δὲν εἶναι ἄραγε δυνατὴ ἡ σωτηρία ἐκτὸς Ἐκκλησίας; Δὲν ἀποχωρίζει ἔτσι ὁ μακάριος Αὐγουστίνος τὸν Χριστιανισμὸ ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία; Δὲν παραδέχεται τὴ δυνατότητα ὑπάρξεως Χριστιανισμοῦ χωρὶς Ἐκκλησία; Σὲ ὅλα αὐτὰ τὰ ἐρωτήματα δίδεται ἀρνητικὴ ἀπάντηση ἀπὸ τὸν μακάριο Αὐγουστίνο. Τὴ χριστιανικὴ ζωὴ ποὺ ὁδηγεῖ στὴ σωτηρία ὁ μακάριος Αὐγουστίνος τὴν ἐγγράφει μόνο στὴν Ἐκκλησία καὶ ἐκτὸς Ἐκκλησίας τέτοια ζωὴ δὲν μπορεῖ νὰ ὑπάρξει.
Τὸ γεγονὸς ὅτι οἱ ἀποκομμένοι ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία φυλάσσουν κάτι ἀπὸ τὸν ἐκκλησιαστικὸ πλοῦτο δὲν προσφέρει ἀπολύτως καμιὰ ὠφέλεια, ἀλλὰ μόνο βλάβη. Πῶς ἔτσι; Διότι, ἀπαντᾶ ὁ μακάριος Αὐγουστίνος, ὅλοι οἱ ἀποκομμένοι ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία δὲν ἔχουν ἀγάπη. Ὁ Χριστὸς ὑπέδειξε ἕνα σημεῖο μὲ τὸ ὁποῖο μπορεῖ κάποιος νὰ γνωρίσει τοὺς μαθητές του. Τὸ σημεῖο αὐτὸ δὲν εἶναι ἡ χριστιανικὴ διδασκαλία, οὔτε καὶ τὰ μυστήρια, ἀλλὰ μόνον ἡ ἀγάπη. «Ἐν τούτῳ», εἶπε Ἐκεῖνος στοὺς μαθητὲς Του «γνώσονται πάντες ὅτι ἐμοὶ μαθηταὶ ἐστέ, ἐὰν ἀγάπην ἔχητε ἐν ἀλλήλοις» (Ἰω. 13, 35).
Τὰ Μυστήρια δὲν σώζουν ἐὰν ἐκεῖνος ποὺ τὰ δέχεται δὲν ἔχει ἀγάπη. Ὁ Ἀπόστολος λέγει: «Ἐάν… εἰδῶ τὰ μυστήρια (sacramenta) πάντα…, ἀγάπην δὲ μὴ ἔχω οὐδὲν εἰμὶ» (Α΄ Κορ. 13,2). Προφήτευσε ὁ Καϊάφας ἀλλὰ κατεκρίθη. Αὐτὸς ὁ ἴδιος ὁ χωρισμὸς ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία εἶναι ἡ μεγαλύτερη ἁμαρτία, ἡ ὁποία ἀποδεικνύει ὅτι στοὺς σχισματικοὺς δὲν ὑπάρχει ἀγάπη.
Ὁ ἀναγεννημένος στὸ βάπτισμα ἀλλὰ μὴ ἑνωμένος μὲ τὴν Ἐκκλησία δὲν ἔχει κανένα ὄφελος ἀπὸ τὸ βάπτισμα ἐπειδὴ δὲν ἔχει ἀγάπη. Τὸ βάπτισμα ἀρχίζει νὰ εἶναι σωτήριο γι’ αὐτὸν τότε μόνο, ὅταν ἑνώνεται μὲ τὴν Ἐκκλησία. Ἡ Χάρις τοῦ βαπτίσματος δὲν μπορεῖ νὰ καθαρίσει ἀπὸ τὶς ἁμαρτίες ἐκεῖνον ὁ ὁποῖος δὲν ἀνήκει στὴν Ἐκκλησία. Ἡ ἐνέργειά του κατὰ κάποιον τρόπο παραλύει ἀπὸ τὴν ἐπιμονὴ τῆς καρδιᾶς τοῦ σχισματικοῦ στὸ κακό, δηλαδὴ στὸ σχίσμα. Ἔτσι, καθὼς ὁ βαπτιζόμενος, ἀμέσως μετὰ τὸ βάπτισμα μπαίνοντας στὸ σκοτάδι τοῦ σχίσματος, διακρίνει τὴν ἁμαρτωλότητά του, τὴν ἀπουσία δηλαδὴ ἀπ’ αὐτὸν τῆς ἀγάπης, εὐθὺς καὶ οἱ ἁμαρτίες ἐπιστρέφουν σ’ αὐτόν.
Ὅτι οἱ συγχωρημένες ἁμαρτίες ἐπιστρέφουν ἂν δὲν ὑπάρχει ἀδελφικὴ ἀγάπη, τὸ ἔδειξε χειροπιαστὰ ὁ Κύριος ὅταν μίλησε γιὰ τὸν δοῦλο στὸν ὁποῖο ὁ κύριός του χάρισε τὸ χρέος 10.000 ταλάντων. Ὅταν ὁ δοῦλος ἐκεῖνος δὲν σπλαχνίστηκε τὸν συνδουλό του, ποὺ τοῦ ὄφειλε 10 δηνάρια, τότε ὁ κύριος διέταξε νὰ τοῦ δώσει πίσω ὅλα ὅσα τοῦ ὄφειλε. Ὅπως ἐκεῖνος ὁ δοῦλος γιὰ ἕνα χρονικὸ διάστημα ἔλαβε ἄφεση τοῦ χρέους ἔτσι καὶ ὁ βαπτιζόμενος ἐκτὸς Ἐκκλησίας ἐπίσης γιὰ κάποιο χρονικὸ διάστημα ἐλευθερώνεται ἀπὸ τὶς ἁμαρτίες του, ἀλλὰ καθὼς μετὰ τὸ βάπτισμα παραμένει ἐκτὸς Ἐκκλησίας, τότε τοῦ καταλογίζονται ἐκ νέου ὅλες οἱ ἁμαρτίες ποὺ ἔκαμε πρὶν τὸ βάπτισμα.
Τότε μόνο τοῦ συγχωροῦνται οἱ ἁμαρτίες, ὅταν ἀγαπητικὰ ἑνωθεῖ μὲ τὴν Ἐκκλησία. Οἱ σχισματικοὶ στεροῦνται τῆς ἐλπίδος τῆς σωτηρίας ὄχι ἐπειδὴ τὸ βάπτισμά τους εἶναι ἀνενεργό, ἀλλὰ μόνο ἐπειδὴ εἶναι ἐκτὸς Ἐκκλησίας καὶ διάκεινται ἐχθρικὰ πρὸς αὐτήν. Τὴ Χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος μπορεῖ νὰ τὴ λάβει καὶ νὰ τὴ φυλάξει μόνο ὅποιος εἶναι ἑνωμένος ἐν ἀγάπῃ μὲ τὴν Ἐκκλησία. Ὅποιος χωρίστηκε ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία, δὲν ἔχει ἀγάπη.
Δὲν ὑπάρχει ἀγάπη πρὸς τὸν Θεὸ σὲ ἐκεῖνον ποὺ δὲν ἀγαπᾶ τὴν ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας. Ματαίως λέει ὅτι ἔχει χριστιανικὴ ἀγάπη. Ἡ ἀγάπη μπορεῖ νὰ τηρηθεῖ μόνο σὲ ἑνότητα μὲ τὴν Ἐκκλησία, ἐπειδὴ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα ζωογονεῖ μόνο τὸ Σῶμα τῆς Ἐκκλησίας. Καμιὰ νόμιμη καὶ ἐπαρκὴς αἰτία δὲν μπορεῖ νὰ ὑπάρξει γιὰ νὰ χωρισθεῖ κάποιος ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία. Ὅποιος ἀπεκόπη ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία δὲν ἔχει τὸ Ἅγιο Πνεῦμα, ὅπως καὶ τὸ ἀποκομμένο ἀπὸ τὸ σῶμα μέλος δὲν ἔχει πνοὴ ζωῆς ἔστω κι ἂν γιὰ κάποιο διάστημα διατηρεῖ τὸ προηγούμενο σχῆμα του. Γι’ αὐτὸ ὅλοι οἱ ἀποκομμένοι ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία, ὅσο ἐναντιώνονται σ’ αὐτὴν δὲν μποροῦν νὰ εἶναι καλοί, ἀκόμη κι ἂν ἡ συμπεριφορὰ τους φαίνεται ἀξιέπαινη. Αὐτὸς καθαυτὸν ὁ χωρισμός τους ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία τοὺς κάμει κακούς.
Ἔτσι, κατὰ τὴ διδασκαλία τοῦ μακαρίου Αὐγουστίνου, ἡ Ἐκκλησία εἶναι ἔννοια πολὺ στενότερη ἀπὸ τὸν Χριστιανισμό, ὅταν αὐτὸς κατανοεῖται ὑπὸ τὴν ἔννοια μόνο θεωρητικῶν θέσεων. Παραμένοντας κάποιος ἐκτὸς Ἐκκλησίας, μπορεῖ νὰ εἶναι σὲ συμφωνία μ’ αὐτὲς τὶς θεωρητικὲς τοποθετήσεις. Γιὰ τὴν ἕνωση μὲ τὴν Ἐκκλησία, εἶναι ἀπαραίτητη ἐκτὸς αὐτοῦ ἡ συμφωνία βουλήσεων (consensio voluntatum). Ἀλλὰ εἶναι φανερὸ ὅτι χωρὶς αὐτὴ τὴν τελευταία, μόνη ἡ θεωρητικὴ συμφωνία μὲ τὴ χριστιανικὴ διδασκαλία εἶναι τελείως ἀνώφελη γιατί ἐκτὸς Ἐκκλησίας δὲν ὑπάρχει σωτηρία. Στὴ ζωὴ ὁ Χριστιανισμὸς συμπίπτει τελείως μὲ τὴν Ἐκκλησία.
Οἱ ἀπόψεις τοῦ ἁγίου Κυπριανοῦ καὶ τοῦ μακαρίου Αὐγουστίνου, ἂν καὶ φαινομενικὰ εἶναι λίγο διαφορετικὲς μεταξύ τους, καταλήγουν στὸ ἴδιο ἀκριβῶς συμπέρασμα: extra Ecclesiam nulla salus δηλαδὴ ἐκτὸς Ἐκκλησίας δὲν ὑπάρχει σωτηρία. Σώζει τοὺς ἀνθρώπους ἡ ἀγάπη ἡ ὁποία εἶναι Χάρις, δῶρο τῆς Καινῆς Διαθήκης. Ἐκτὸς Ἐκκλησίας εἶναι ἀδύνατο νὰ τηρήσεις τὴν ἀγάπη ἐπειδὴ ἐκεῖ δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ λάβεις τὸ Ἅγιο Πνεῦμα.
https://agiazoni.gr/slug-170/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου