Σάββατο 17 Ιουνίου 2023

ΕΜΠΙΣΤΟΣΥΝΗ ΣΤΟΝ ΘΕΟ, Κυριακὴ Β΄ Ματθαίου

π. Δημητρίου Μπόκου

Ὁ Χριστὸς κάλεσε τοὺς πρώτους μαθητές. Τοὺς ἀδελφοὺς Ἀνδρέα καὶ Πέτρο, Ἰάκωβο καὶ Ἰωάννη. Τοὺς κάλεσε τὴν ὥρα τῆς δουλειᾶς τους. Καὶ αὐτοὶ ἄφησαν τὰ πάντα καὶ τὸν ἀκολούθησαν. Ὄχι μόνο τὰ οὕτως ἢ ἄλλως λιγοστὰ ὑπάρχοντά τους, ἀλλὰ καὶ τὶς οἰκογένειές τους, τοὺς δικούς τους (Κυριακὴ Β΄ Ματθαίου).

Εἶναι χαρακτηριστικὸ ὅτι ὁ Χριστὸς δίνει μεγάλη σημασία ὄχι στὸ τί θὰ δώσει ὁ καθένας, ἀλλὰ μὲ τί διάθεση τὸ δίνει. Ἔτσι κάποτε θεώρησε τὸ δίλεπτο μιᾶς χήρας ὡς τὴ μείζονα προσφορά, ἀφήνοντας μακρὰν πίσω της ἄλλες μεγάλες προσφορὲς πλουσίων. Καὶ αὐτό, ἐπειδὴ ἡ χήρα ἐκείνη πρόσφερε ὅλη τὴν περιουσία της, ἀποστασιοποιήθηκε ἀπὸ κάθε φιλόϋλη ἐξάρτηση, ἐμπιστεύτηκε ἀπόλυτα τὸν Θεό. Ἔγινε ἕνα μὲ τὰ πετεινὰ τοῦ οὐρανοῦ ποὺ δὲν σπέρνουν, δὲν θερίζουν, δὲν μαζεύουν σὲ ἀποθῆκες, ἀλλ’ ὅμως «ὁ Πατὴρ ὑμῶν ὁ οὐράνιος τρέφει αὐτά» (Ματθ. 6, 26).

Τὸ ἴδιο ἔγινε καὶ μὲ τοὺς ἀποστόλους. Ἄφησαν πίσω τους εὐτελῆ ἀσφαλῶς πράγματα, ψαρόβαρκες καὶ δίχτυα, ἔδειξαν ὅμως μὲ τὸν τρόπο αὐτὸν ὅτι ἦταν ἐντελῶς ἀπεγκλωβισμένοι ἀπὸ τὰ δίχτυα ποὺ αἰχμαλωτίζουν τὴν ψυχὴ τοῦ ἀνθρώπου. Καὶ κατόρθωσαν ἔτσι νὰ ἀπαρνηθοῦν γιὰ χάρη τοῦ Χριστοῦ τὴν ἡσυχία τους, τὴν ἀνεμελιά τους, τὴν ἤρεμη ζωή, τὴ βολή τους, πράγματα ποὺ δὲν θυσιάζονται καθόλου εὔκολα, γιὰ νὰ ζήσουν μόνιμα στὸ ἑξῆς σὰν κυνηγημένοι κατάδικοι. Πράγματι πέρασαν τὴν ὑπόλοιπη ζωή τους ὡς οἱ πιὸ ἀσήμαντοι ἄνθρωποι, ὡς ἔσχατοι, ὡς μελλοθάνατοι, «ὡς ἀγνοούμενοι…, ὡς ἀποθνῄσκοντες…, ὡς παιδευόμενοι…, ὡς λυπούμενοι…, ὡς πτωχοί…, ὡς μηδὲν ἔχοντες…». Ἔζησαν πεινασμένοι, διψασμένοι, γυμνητεύοντες, κολαφιζόμενοι, λοιδορούμενοι, διωκόμενοι, βλασφημούμενοι, «ὡς περικαθάρματα τοῦ κόσμου…, πάντων περίψημα». Γιὰ ὅλους ἦταν τὰ χειρότερα κατακάθια, ἀπορρίμματα, σκουπίδια, ἀπόβλητα! Ἀκάθαρτα, βρώμικα, σιχαμερά! (Β΄ Κορ. 6, 9-10. Α΄ Κορ. 4, 11-13).

Γιὰ τὸν Χριστὸ ὅμως ἀπὸ ἔσχατοι ἔγιναν πρῶτοι. Καὶ τοὺς ἔδωσε τὴν ὑπόσχεση ὅτι «ἐν τῇ παλιγγενεσίᾳ, ὅταν καθίσῃ ὁ Υἱὸς τοῦ Ἀνθρώπου ἐπὶ θρόνου δόξης αὐτοῦ», θὰ καθίσουν καὶ αὐτοὶ «ἐπὶ δώδεκα θρόνους κρίνοντες τὰς δώδεκα φυλὰς τοῦ Ἰσραήλ», τὸν κόσμο δηλαδὴ ὁλόκληρο. Ὑπάρχει μεγαλύτερη τιμὴ ἀπὸ αὐτή; Καὶ αὐτὸ ἔγινε, ἐπειδὴ ἐμπιστεύτηκαν ἀπόλυτα τὸν Χριστὸ καὶ κατόρθωσαν ἔτσι τὴν πλήρη αὐτοπαράδοσή τους στὰ χέρια του. Καὶ ὁ Χριστός, ὠς καλὸς σποριὰς καὶ ἄριστος γεωργός, ἤξερε πολὺ καλὰ πῶς νὰ γεωργήσει «τὴν γῆν τὴν ἀγαθήν», τὸν ἀγρὸ τῆς ψυχῆς τους, γιὰ νὰ φέρει «καρπὸν ἑκατονταπλασίονα» (Ματθ. 19, 28. Λουκ. 8, 8).

Ἕνας μοναχὸς φύτεψε μιὰ ἐλιὰ καὶ προσευχήθηκε: «Κύριε, στεῖλε μου βροχή». Καὶ ὁ Κύριος ἔστειλε βροχή. Τὸ δέντρο ἦταν κορεσμένο ἀπὸ ὑγρασία καὶ ὁ μοναχὸς συνέχισε νὰ προσεύχεται: «Καὶ τώρα, Κύριε, σοῦ ζητῶ νὰ στείλεις πολὺ ἥλιο. Τὸ δέντρο μου χρειάζεται ζεστασιά». Καὶ ὁ Κύριος ἔστειλε τὸν ἥλιο. Τὸ δέντρο μεγάλωσε. Ὁ μοναχὸς συνέχισε νὰ προσεύχεται: «Κύριε, δῶσε λίγο παγετὸ γιὰ νὰ ἐνισχυθοῦν οἱ ρίζες καὶ τὰ κλαδιά». Ὁ Κύριος ἔστειλε παγετὸ καὶ … τὸ δέντρο πέθανε. 

Ὁ μοναχὸς ἦταν πολὺ ἀναστατωμένος. Πῆγε σὲ κάποιον ἄλλο μοναχὸ νὰ τοῦ πεῖ τὴν ἱστορία του καὶ νὰ μοιραστεῖ τὴ θλίψη του. «Ἔχω κι ἐγὼ μιὰ ἐλιά, κοίτα»! ἀπάντησε ὁ ἄλλος μοναχός. «Τὸ δέντρο μου ἔχει μεγαλώσει ὄμορφα. Ἀλλὰ προσευχήθηκα διαφορετικά. Ἀντὶ νὰ λέω ἐγὼ στὸν Θεὸ τί νὰ κάνει, τοῦ εἶπα: Ἐσύ, ὡς Δημιουργὸς αὐτοῦ τοῦ δέντρου, ξέρεις καλύτερα ἀπὸ μένα τί τοῦ χρειάζεται. Φρόντιζέ το λοιπόν, ὅπως ἐσὺ ξέρεις καὶ ὄχι ὅπως νομίζω ἐγώ. Καὶ τὸ κάνει». 

Τὰ πουλιὰ ἐμπιστεύονται τὸν Θεὸ καὶ αὐτὸς τὰ τρέφει καθημερινά. Οἱ ἀπόστολοι ἐμπιστεύτηκαν τὸν Θεὸ καὶ ἀπὸ «μηδὲν ἔχοντες», ἔγιναν οἱ «τὰ πάντα κατέχοντες».

Ἐμᾶς τί μᾶς ἐμποδίζει νὰ ἐμπιστευτοῦμε τὸν Δημιουργό μας, νὰ τοῦ λύσουμε τὰ χέρια, μιὰ καὶ ξέρει πολὺ καλύτερα ἀπὸ μᾶς πῶς ἀκριβῶς νὰ μᾶς φροντίσει; 


Καλὴ εὐλογημένη ἑβδομάδα! 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου