Έμαθα για τον Μωυσή τον Αιθίοπα, ο οποίος ήταν πολύ ονομαστός ανάμεσα στους πατέρες της Σκήτης, ότι πριν γίνει μοναχός ήταν δούλος κάποιου άρχοντα, ο κύριός του όμως τον έδιωξε για την πολλή δυστροπία του και για τον αιμοβόρο και άγριο χαρακτήρα του. Αυτός λοιπόν πήγε και έγινε ληστής, και για την πάρα πολύ μεγάλη δύναμή του έγινε αρχηγός των άλλων ληστών.
Λένε μάλιστα γι’ αυτόν ότι, όταν ήταν ληστής, έκανε και τούτο: Κάποτε θύμωσε με κάποιον βοσκό, επειδή με τα σκυλιά του κοπαδιού του τον εμπόδισε μια νύχτα που πήγαινε για ληστεία, και θέλοντας να τον σκοτώσει, ερευνούσε προσεκτικά να τον βρει πού είναι με τα πρόβατά του. Έμαθε λοιπόν ότι είναι στην απέναντι όχθη του Νείλου. Ο ποταμός ήταν τότε πλημμυρισμένος και τα νερά του είχαν απλωθεί σε πλάτος ενός μιλίου. Και ο Μωυσής έβγαλε το ρούχο του, το έβαλε στο κεφάλι του, κράτησε στα δόντια του το μαχαίρι, ρίχτηκε στον ποταμό και κολύμπησε ως απέναντι. Ο βοσκός όμως, βλέποντάς τον από μακριά να κολυμπά, έτρεξε και κρύφτηκε.
Ο Μωυσής, επειδή δεν βρήκε τον βοσκό, ξέσπασε τη μανία του στο κοπάδι. Έσφαξε τέσσερα κριάρια, τα πιο μεγάλα, τα έδεσε το ένα πίσω από το άλλο και διέσχισε πάλι τον Νείλο κολυμπώντας. Στάθηκε τότε σε κάποια ανοιχτωσιά, έγδαρε τα κριάρια, τα έψησε και έφαγε τα πιο καλά κομμάτια. Ύστερα πούλησε τα δέρματα και με τα χρήματα ήπιε κρασί καλό, κάπου δέκα κιλά. Έπειτα έφυγε πενήντα μίλια μακριά, όπου είχε το λημέρι του.
* * *
Αυτός ο άνθρωπος, μετά από πολύν καιρό, ήρθε από κάποια αφορμή σε κατάνυξη και απορρίπτοντας την προηγούμενη ζωή του έγινε μοναχός. Πήρε ένα κελλί στη Σκήτη, όπου έκανε υπερβολική άσκηση. Διηγούνται μάλιστα ότι στην αρχή της μοναχικής του ζωής, τότε που πήρε το κελλί, του επιτέθηκαν τέσσερις ληστές, χωρίς να ξέρουν ότι αυτός είναι ο Μωυσής· και εκείνος τους έπιασε, τους έδεσε, τους φορτώθηκε στον ώμο σαν σακκί με άχυρα και τους πήγε στην εκκλησία, στους αδελφούς, λέγοντας: «Επειδή δεν μου επιτρέπεται πια να βλάψω κανέναν, και αυτοί μου επιτέθηκαν, τι προστάζετε γι’ αυτούς;» Οι αδελφοί τους έλυσαν και τους άφησαν να φύγουν· εκείνοι όμως, όταν αναγνώρισαν τον Μωυσή και είδαν τη μετάνοιά του, δεν θέλησαν ούτε αυτοί να γυρίσουν πια στην προηγούμενη ζωή, αλλά απαρνήθηκαν τον κόσμο, όπως ο Μωυσής, και έγιναν μοναχοί εξαιρετικοί.
Ο Μωυσής λοιπόν, τόσο μεγάλη άσκηση έκανε και τόσο πολέμησε με τους δαίμονες ζώντας με κάθε λογής σκληραγωγία, ώστε να συναριθμηθεί με τους μεγάλους και κορυφαίους πατέρες, να γίνει και πρεσβύτερος· και αφού έλαμψε με μεγάλα πνευματικά χαρίσματα, τελείωσε τη ζωή του αφήνοντας εβδομήντα μαθητές.
Από το βιβλίο: ΕΥΕΡΓΕΤΙΝΟΣ, τόμος Α’, Υπόθεση Α’, Του Παλλαδίου, σελ. 27. Εκδόσεις Το Περιβόλι της Παναγίας, Θεσσαλονίκη 2001.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου