Ὁλόκληρη ἡ ἱστορία τῶν ἑνωτικῶν προσπαθειῶν ἀπό τό 1054 μέχρι σήμερα δείχνει ὅτι ἐπιδιώκεται ἡ ὑποταγή τῶν Ὀρθοδόξων στόν πάπα…
Γράφει ὁ Πρωτοπρεσβύτερος Θεόδωρος Ζήσης
Ὁμότιμος Καθηγητής τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς τοῦ Α.Π.Θ.
ΥΠΑΡΧΟΥΝ πολλά κείμενα τοῦ ὁσίου Φιλοθέου πού ἀναφέρονται στίς αἱρέσεις τοῦ Παπισμοῦ καί τοῦ Προτεσταντισμοῦ καί σέ ἄλλες, στίς προσπάθειες τοῦ πατριάρχου Ἀθηναγόρα γιά ἕνωση τῶν «ἐκκλησιῶν» καί στούς θεολογικούς διαλόγους μέ τούς αἱρετικούς.
Οἱ γνῶμες του ἀποκτοῦν ἐνισχυμένη ἐπικαιρότητα γιατί ἔχει ἤδη ἐξαγγελθῆ καί θά πραγματοποιηθεῖ στά Ἱεροσόλυμα στίς 25 Μαΐου συνάντηση τοῦ πατριάρχου Βαρθολομαίου μέ τόν πάπα Φραγκίσκο, ἐπί τῇ ἐπετείῳ τῶν πενήντα ἐτῶν ἀπό τήν συνάντηση τοῦ πατριάρχου Ἀθηναγόρα μέ τόν πάπα Παῦλο Στ´ τόν Ἰανουάριο τοῦ 1964. Ἡ συνάντηση ἐκείνη ἐπικρίθηκε δικαιολογημένα ἀπό τόν τότε ἀρχιεπίσκοπο Ἀθηνῶν Χρυσόστομο Β´ Χατζησταύρου, τόν ἀπό Φιλίππων, πολλούς ἀρχιερεῖς τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, τό Ἅγιον Ὄρος, καί ἀπό τόν Γέροντα Φιλόθεο. Καί ἐνῶ σήμερα τά φιλοπαπικά καί οἰκουμενιστικά ἀνοίγματα, μετά ἀπό πενήντα χρόνια, εἶναι ἀσυγκρίτως χειρότερα, λόγῳ τῆς οἰκουμενιστικῆς διαβρώσεως καί ἀλλοτριώσεως δέν ἀναμένονται δυστυχῶς ἀνάλογες ἀντιδράσεις.
Ἐμεῖς ὅμως ἄς ἀκούσουμε τίς φωνές τῶν παλαιῶν, πού ἐκφράζουν τήν διαχρονική συνείδηση τῆς Ἐκκλησίας καί τό φρόνημα τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων καί τῶν Πατέρων, ἄς δοῦμε τί λέγει γιά τά θέματα αὐτά ὁ ὅσιος Φιλόθεος. Εὐτυχῶς γιά τόν ἐρευνητή καί μελετητή βρίσκονται αὐτά καταχωρισμένα καί ὁμαδοποιημένα στούς δύο ὀγκώδεις τόμους τῶν ἐκδόσεων τῆς «Ὀρθοδόξου Κυψέλης», ἀλλά καί συγκεντρωμένα σέ ἕνα εἰδικό μικρό βιβλίο πού ἐξέδωσε ὁ ἴδιος ἐκδοτικός οἶκος τό 2007 μέ τίτλο «Ἐπίκαιρα κείμενα Ὀρθοδόξου Ὁμολογίας καί πατερικῆς γραμμῆς γιά τήν αἵρεση τοῦ Παπισμοῦ καί τήν ἕνωση τῶν ἐκκλησιῶν».
Τό συνοπτικώτερο καί περιληπτικώτερο ὅλων εἶναι ἕνα γράμμα πού ἔστειλε ὁ ὅσιος Φιλόθεος πρός τόν πατριάρχη Ἀθηναγόρα, στό ὁποῖο τοῦ ἐπισημαίνει τούς κινδύνους ἀπό τίς ἀντικανονικές καί ἀντιπαραδοσιακές του πρωτοβουλίες γιά τήν ἕνωση τῶν «ἐκκλησιῶν». Τό κείμενο ἐγράφη μετά τή συνάντηση πατριάρχου καί πάπα στά Ἱεροσόλυμα τόν Ἰανουάριο τοῦ 1964. Ἐπισημαίνει κατ᾽ ἀρχήν ὅτι εἶχε σκοπό νά γράψει ἐνωρίτερα «ἐξ ἀφορμῆς τῶν ἐσπευσμένων καί ἀδιστάκτων ἐνεργειῶν» τοῦ Ἀθηναγόρα γιά τήν ἕνωση «τῆς Ὀρθοδόξου Ἀνατολικῆς Ἐκκλησίας μετά τῆς κακοδόξου Παπικῆς». Δείχνει ἀπό τήν ἀρχή ποιά εἶναι ἡ γνώμη του γιά τήν Ρώμη, τήν ἐκκλησία τὴν ὁποίαν ὀνομάζει «παπική» καί «κακόδοξη», δηλαδή αἱρετική, ὅπως τό λέγει σαφέστερα καί αὐστηρότερα στή συνέχεια καί σέ ἄλλα κείμενα.
Ἀνέβαλε νά γράψει, διότι ἤδη εἶχαν γράψει ἐπιφανεῖς ἱεράρχες, ἐκλεκτοί κληρικοί, εὐσεβέστατοι καθηγηταί, ἐνάρετοι μοναχοί καί λαϊκοί, λόγιοι καί διανοούμενοι ἐναντίον τῆς «βεβιασμένῳ τῷ τρόπῳ καί δουλικῷ ψευδοενώσεως». Οἱ ἐξ αἰτίας τῶν ἁμαρτιῶν τῶν Ἑλλήνων, κληρικῶν καί λαϊκῶν, ἐθνικές συμφορές ἔπρεπε νά συνετίσουν τόν πατριάρχη καί, ἀντί νά προωθεῖ τήν παράτολμη καί ψυχοβλαβέστατη ἀπόφασή του γιά ἕνωση μέ τόν πάπα, ἔπρεπε νά προσπαθήσει νά ἑνώσει προηγουμένως τά διεστῶτα μέσα στήν Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος, νά ἐπαναφέρει τήν ἑνότητα στήν Ἐκκλησία μας, μετά ἀπό τό σχίσμα καί τήν διαίρεση πού προκάλεσε «ἡ ἀπρομελέτητος, ἄσκοπος, ἄκαιρος καί διαβολική καινοτομία, ἤτοι ἡ εἰσαγωγή τοῦ Γρηγοριανοῦ (Παπικοῦ) ἡμερολογίου ὑπό τοῦ μασώνου προκατόχου σας Μελετίου Μεταξάκη, παρασύραντος τόν τότε Ἀρχιεπίσκοπον Ἀθηνῶν Χρυσόστομον Παπαδόπουλον». Πρίν ἀπ᾽ ὅλα ὅμως καί πάνω ἀπ᾽ ὅλα ὁ ὕπατος τῆς Ὀρθοδοξίας πατριάρχης ἔπρεπε νά κηρύξει μετάνοια σέ ὁλόκληρη τήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία καί στόν ἁμαρτωλό ἑλληνικό λαό, νά δώσει τό σύνθημα τῆς ἐπι στροφῆς στόν Παντοκράτορα Κύριο, νά ἐπιδιώξει τήν φιλία καί τήν ἕνωση μέ τόν φιλοστοργότατο οὐράνιο Πατέρα, διότι ἡ καταφρόνηση τῶν θείων Του ἐντολῶν, ἡ ἀνυπακοή καί ἡ ἀγνωμοσύνη ὁδηγοῦν στά σχίσματα καί στίς διαιρέσεις.
ΑΝΤΙ αὐτῶν τῶν θεαρέστων ἐνεργειῶν ὁ πατριάρχης ἐνισχύει τό σχίσμα καί τήν διαίρεση στήν Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος, μέ τό νά σπεύδει «γοργῷ τῷ βήματι καί δουλικῷ τῷ φρονήματι» νά πραγματοποιήσει τήν ἀρχική του ὕποπτη ἀπόφαση γιά ψευδοένωση μέ τόν ψευδοαλάθητο πάπα, ὁ ὁποῖος μᾶς καλεῖ ὡς πεπλανημένους νά ἐπιστρέψουμε στήν παπική μάνδρα.
Ἐπειδή, λοιπόν, ἐξετίμησε ὁ ὅσιος Φιλόθεος ὅτι τόν πατριάρχη δέν τόν ἀπασχολεῖ νά ἐπιτύχει, πρίν ἀπό κάθε ἄλλη ἕνωση, τήν οὐσιαστική ἕνωση καί φιλία μέ τόν Τριαδικό Θεό καί τήν ἐπαναφορά τῆς ἑνότητος στήν Ὀρθόδοξη καί πολυπαθῆ Ἑλλαδική Ἐκκλησία, πού διαιρέθηκε λόγῳ τοῦ ἡμερολογίου, ἀναγκάσθηκε νά γράψει τό γράμμα φοβούμενος ὅτι θά ἁμαρτήσει, ἐάν σιωπήσει καί δέν ὁμολογήσει τήν ἀλήθεια. Καί ἡ ἀλήθεια εἶναι ὅτι ἄφησε ὁ πατριάρχης τόν λύκο νά ἁρπάζει καί νά διασκορπίζει τά πρόβατα πού τοῦ ἐμπιστεύθηκε ὁ Κύριος, καί ἡ μόνη του φροντίδα εἶναι πῶς «παντί σθένει καί τρόπῳ» θά ἐπιτύχει τήν ἕνωση καί τήν ὑποταγή καί τοῦ ἰδίου καί τοῦ ποιμνίου στόν πάπα. Τό ποίμνιο, ὅμως εἶναι λογικό καί δέν θά ἀκούσει πλέον τήν ἀλλότρια φωνή του, θά τόν ἀκολουθήσουν μόνον τά ἐκτός τῆς αὐλῆς τοῦ Χριστοῦ πρόβατα, «τά ἐκ τῆς παπικῆς καί λουθηροκαλβινικῆς μάνδρας, τά ἑτεροδόξως καί κακοδόξως φρονοῦντα». Ἤδη οἱ Ἁγιορεῖτες Πατέρες ἔδωσαν τό καλό παράδειγμα καί διέκοψαν τό μνημόσυνο τοῦ πατριάρχου, ὑπάρχουν δέ μυριάδες Ἑλλήνων, κληρικῶν καί λαϊκῶν, ἀπό τούς ὁποίους ἄλλοι ἀπεκήρυξαν καί ἄλλοι εἶναι ἕτοιμοι νά ἀποκηρύξουν τόν πατριάρχη, ἐφ᾽ ὅσον ἐπιμένει στήν ὕποπτη καί σκόπιμη ψευδοένωση.
Πρέπει μέ θάρρος ὁ πατριάρχης νά πεῖ στόν πάπα καί στούς ἄλλους αἱρετικούς: Καί ἐμεῖς θέλουμε τήν ἕνωση καί τήν ἐπιθυμοῦμε διακαῶς. Σᾶς δεχόμαστε εὐχαρίστως, ἀφοῦ προηγουμένως ἀποβάλετε τίς κακοδοξίες καί τίς πλάνες σας καί ὅσα εἶναι ἀντίθετα πρός τούς Ἱερούς Κανόνες καί στίς Πατερικές παραδόσεις τῶν ἑπτά ἁγίων Οἰκουμενικῶν Συνόδων. Εἶναι βέβαια δεδομένο ὅτι αὐτό δέν πρόκειται νά συμβεῖ, διότι «οἱ Παπικοί ἐμμένουν πεισμόνως καί ἀμεταθέτως εἰς τάς κακοδοξίας καί αὐθαιρεσίας των», ὅπως ἐκτιμᾶ καί ὁ Ἅγιος Νεκτάριος στό βιβλίο του «Μελέτη ἱστορική περί τῶν αἰτίων τοῦ σχίσματος… καί περί τοῦ ἀδυνάτου ἤ δυνατοῦ τῆς ἑνώσεως». Ἐκεῖ λοιπόν συμπερασματικά διαπιστώνει ὁ Ἅγιος Νεκτάριος ὅτι «ἐν ὅσῳ τά κύρια αἴτια τοῦ χωρισμοῦ μένωσι τά αὐτά, αἱ δέ Ἐκκλησίαι ἀνέχονται τά ἑαυτῶν, ἡ ἕνωσις εἶναι ἀδύνατος· ἵνα θεμελιωθῆ αὕτη, πρέπει νά στηρίζεται ἐπί τῶν αὐτῶν ἀρχῶν, ἄλλως πᾶς πόνος μάταιος».
Η ΕΝΩΣΗ εἶναι καλόν νά γίνει, ἀλλά νά γίνει ὅπως τήν θέλει ὁ Χριστός, κατά Χριστόν, μακρυά ἀπό κάθε κοσμική σκοπιμότητα καί κάθε συμβιβασμό. Δέν ὠφελεῖ ἁπλῶς μία ἐξωτερική ἕνωση, ὅπως ἐπιδιώχθη κε πολλές φορές καί ἀπέτυχε. Ὁλόκληρη ἡ ἱστορία τῶν ἑνωτικῶν προσπαθειῶν ἀπό τό 1054 μέχρι σήμερα δείχνει ὅτι ἐπιδιώκεται ἡ ὑποταγή τῶν Ὀρθοδόξων στόν πάπα. Ἐπί δέκα αἰῶνες κάνουμε θεολογικό διάλογο μαζί τους, καί τά ἀποτελέσματα τῶν διαλόγων δέν εἶναι ἁπλῶς μηδαμινά, ἀλλά καί ἀντίθετα πρός ὅσα περιμέναμε. Ὑπάρχει ἄλλωστε τό λυπηρό γεγονός, πού μᾶς καθιστᾶ διστακτικούς, ἡ ὕπαρξη καί ἡ ἐνίσχυση ἀπό τούς πάπες τῆς προβατόσχημης, ἁρπακτικῆς καί ἄγριας λύκαινας, τῆς Οὐνίας, ἡ ὁποία δηλητηριάζει τίς σχέσεις μεταξύ τῶν δύο πλευρῶν. Πρίν ἀπό κάθε ἑνωτική προσπάθεια ἔπρεπε ὁ πατριάρχης νά θέσει δύο ὅρους γιά τήν ἔναρξη τῶν συζητήσεων· τήν ἄμεση διάλυση τῆς Οὐνίας καί τήν ὑποχρέωση τοῦ πάπα νά ἐγκαταλείψει τό πρωτεῖο καί νά δεχθεῖ ὅτι εἶναι ἰσότιμος μέ τούς ἄλλους πατριάρχες καί ἔτσι νά συμπεριφέρεται καί στίς συναντήσεις καί ὄχι ὡς μεγαλόψυχος πατέρας πού δέχεται τούς ἀσώτους υἱούς στήν ἀγκαλιά τῆς Ρώμης.
Δέν ὑπάρχει ἀληθινός Χριστιανός πού μένει ἀσυγκίνητος μπροστά στήν χριστοπόθητη εὐχή τῆς ἑνώσεως, «ἀρκεῖ ὑπό τό γλυκύτατον ὄνομα αὐτῆς νά μή ὑποκρύπτεται δόλος καί ἐπονείδιστος ὑποδούλωσις». Πρέπει ἡ Δυτική Ἐκ κλησία νά κάνει ὄχι ἁπλῶς βήματα, ἀλλά ἅλματα γενναῖα, γιά νά φθάσει ἐκεῖ πού ἄλλοτε στεκόταν ἀδελφωμένη μέ τήν Ἀνατολική Ἐκκλησία. Ἐφ᾽ ὅσον ὅμως μένει στίς ἀρχές τοῦ Παπισμοῦ, «θά εἶναι πρᾶξις ἐσχάτης ἀφροσύνης ν᾽ ἀνοίγωμεν ἡμεῖς οἱ Ὀρθόδοξοι συζητήσεις μέ ἀνθρώπους, οἱ ὁποῖοι δέν ἔχουν τήν διάθεσιν νά μετακινηθοῦν ἐκ τῶν θέσεών των οὐδέ κατ᾽ ἐλάχιστον, ἀντιθέτως δέ ἐκδηλώνουν τάσεις ἀπορροφήσεως ὅλων τῶν ἄλλων Ἐκκλησιῶν. Ἀσκόπους δέ καί ματαίας συζητήσεις ἀποκρούει ἡ ὑγιής καί ἀδιάφθορος συνείδησις τῶν Ὀρθοδόξων».
Καθιστᾶ προσεκτικό τόν πατριάρχη μπροστά στόν κίνδυνο μέ τίς ψευδοενωτικές κινήσεις του νά προκαλέσει νέα σχίσματα, διότι θά ἀναγκασθοῦν οἱ Ἁγιορεῖτες Πατέρες ἤ πέντε ἕως δέκα μητροπολίτες νά ἀντιδράσουν, γιά νά προφυλάξουν τήν Ἐκκλησία ἀπό τήν ἄκαιρη «ἕνωση». Ὑπενθυμίζει τά σχετικά ρητά τοῦ Χρυσοστόμου, ὁ ὁποῖος ἁγίασε τόν Οἰκουμενικό Θρόνο: «Οὐδέν οὕτω παροξύνει τόν Θεόν ὡς τό τήν Ἐκκλησίαν διαιρεθῆναι» καί «Οὐδέ αἷμα μαρτυρίου δύναται νά ἐξαλείψῃ τήν ἁμαρτίαν τοῦ διαιροῦντος τό σῶμα τῆς Ἐκκλησίας». Καλεῖ τόν πατριάρχη νά ρυθμίζει τά ἐκκλησιαστικά πράγματα «μακράν πάσης ξένης ἐπιρροῆς καί παντός ξένου διπλωματικοῦ ὑπολογισμοῦ». Ὁ Θεός ἔθεσε τήν Ἐκκλησία μέσα στόν κόσμο, καί ὁ Σατανᾶς προσπαθεῖ νά θέσει τόν κόσμο μέσα στήν Ἐκκλησία. Μέ τήν ἀντικανονική καί πρωτότυπη συνάντησή του μέ τόν πάπα στά Ἱεροσόλυμα ὁ πατριάρχης δέν πέτυχε ἀπολύτως τίποτε. Ἀντίθετα ἐνίσχυσε ἐν πρώτοις τήν λατινική θέση ὅτι ἐμεῖς οἱ «σχισματικοί» προστρέχουμε νά ἑνωθοῦμε μέ τόν πάπα καί δεύτερον μέ τούς θεαματικούς, ἐξεζητημένους ἀσπασμούς, τούς γλοιώδεις ἐναγκαλισμούς καί τήν ἐναντίον τῶν ἱερῶν κανόνων ἀνταλλαγή δώρων ἔγινε πολύ πιό μεγάλος ὁ κίνδυνος, διότι στήν ψυχή τῶν πιστῶν ἀμβλύνεται ἡ συνείδηση ὅτι οἱ Παπικοί εἶναι αἱρετικοί. Ὁ διάλογος, οἱ συμπροσευχές, οἱ δωροληψίες, οἱ ἐλευθεριάζουσες καινοτομίες εἶναι ἀσυγχώρητες, διότι νοθεύουν καί ἀλλοιώνουν τά παραδεδεγμένα ἀπό τούς Ἁγίους Ἀποστόλους καί τούς Ἁγίους Πατέρες, ἀπό Οἰκουμενικές καί Τοπικές Συνόδους. Διαβεβαιώνει τόν πατριάρχη ὅτι θά συναντήσει μεγάλη ἀντίσταση ἀπό τό ὀρθόδοξο πλήρωμα, πού τό ὁδηγεῖ αἰχμάλωτο στήν Βαβυλῶνα τῶν δυτικῶν ἐθῶν καί δογμάτων, σ᾽ αὐτήν τήν πορεία πρός τήν δουλόφρονα καί ἀντίχριστη ἕνωση (ὑποταγή) μέ τόν αἱρετικώτατο Παπισμό. Θά συμβεῖ ὅτι συνέβη μέ τήν Φερράρα-Φλωρεντία. Θά σαρώσει ὁ Θεός τούς προδότες μέ ἄλλους Φωτίους, Κηρουλαρίους καί Μάρκους Εὐγενικούς.
Μπροστά στήν ἑωσφορική φυσίωση τοῦ ἐπισκόπου τῆς Ρώμης, πού ἔθεσε καί αὐτός τόν θρόνο του ὑπεράνω τῶν ἄστρων, πρέπει ὁ πατριάρχης νά φωνάξει: «Στῶμεν καλῶς, στῶμεν πάντες ἐν ταῖς σεπταῖς τῶν Πατέρων παραδόσεσιν».
Ὅλα διαλαλοῦν τόν κίνδυνο πού διατρέχουμε, ὅταν συνδιαλεγόμε θα μέ ἐπίμονους αἱρετικούς. Μέ τό νά μένουμε ἀντίθετα ριζωμένοι καί ἀμετακίνητοι στήν Ὀρθοδοξία μας, δίνουμε τήν δυνατότητα καί στούς οἱουσδήποτε αἱρετικούς νά ἀνανήψουν καί νά ἐνσωματωθοῦν στήν Μία, Ἁγία, Καθολική καί Ἀποστολική Ἐκκλησία, ὥστε νά βροῦν τήν σωτηρία τους. Ὅταν τούς κολακεύει ὁ πατριάρχης, τούς βλάπτει, διότι ὅπως ἤδη διεπίστωσε ὁ Μ. Βασίλειος «θεραπευόμενα τά ὑπερήφανα ἤθη αὐτῶν ὑπεροπτικώτερα γίνεσθαι πέφυκε» καί «ἐάν ἐπιμείνῃ ἡ ὀργή τοῦ Θεοῦ ποία βοήθεια ἡμῖν ἐκ τῆς δυτικῆς ὀφρύος;».
Τελειώνει τήν ἐπιστολή του αὐτή πρός τόν Ἀθηναγόρα ὁ ὅσιος Φιλόθεος γράφοντας ὅτι τό πρωταρχικό κύριο μέλημά μας πρέπει νά εἶναι τό πῶς θά ἐξιλεώσουμε τόν παροργισμένο γιά τίς ἁμαρτίες μας Κύριο καί θά τόν καταστήσουμε εὐμενῆ καί εὐδιάλλακτο. Κορυφώνοντας δέ τήν παρρησία καί τήν ὁμολογητική του διάθεση, ὅπως ἔπραξε σέ ἀνάλογης σημασίας ἐπιστολή του πρός τόν Ἀθηναγόρα καί ὁ ὅσιος Γέροντας Ἐπιφάνιος Θεοδωρόπουλος, γράφει τά ἑξῆς ἀποκαλυπτικά ἐπι καλούμενος καί τήν Ἀποκάλυψη τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Θεολόγου: «Ὁμολογουμένως φοβοῦμαι πώς διά τό ἀτυχές Οἰκουμενικόν Πατριαρχεῖον, ἀλλά καί δι᾽ ἄλλας περιπτώσεις, ἐπαναλαμβάνεται τό Γραφικόν “οἱ ἱερεῖς ἠθέτησαν νόμον μου καί ἐβεβήλωσαν τά ἅγιά μου. Ἀναμέσον ἁγίου καί βεβήλου οὐ διέστειλαν”. Βλέπω δέ μέ τούς νοερούς ὀφθαλμούς τῆς ψυχῆς μου καί ἀκούω μέ τά ὦτα τῆς καρδίας μου -φοβερόν καί νά τό εἴπω!τόν ἄγγελον τῆς Ἀποκαλύψεως νά λέγη εἰς τόν πρῶτον τῆς Ὀρθοδοξίας: “Μνημόνευε πόθεν πέπτωκας καί μετανόησον… εἰ δέ μή ἔρχομαί σοι ταχύ καί κινήσω τήν λυχνίαν σου ἐκ τοῦ τόπου αὐτῆς, ἐάν μή μετανοήσης” (Ἀποκ. 2, 5). Ὁποία ἔκπτωσις! Ὁποία συμφορά».
Ορθόδοξος Τύπος, α.φ. 2023, 23 Μαΐου 2014
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου