π. Δημήτριος Μπόκος
Στα χρόνια του προφήτη Δανιήλ, ο βασιλιάς των Βαβυλωνίων Ναβουχοδονόσορ ήταν ο ισχυρότερος κυρίαρχος της γης. Και, πράγμα σύνηθες, η πανίσχυρη εξουσία του συνοδευόταν από ανάλογη αλαζονεία. Μα ένα πολύ παράξενο όνειρο ήρθε ξαφνικά να βάλει τα πράγματα στη θέση τους.
Ενώ λοιπόν ο βασιλιάς βρισκόταν στην κλίνη του, είδε ένα μεγάλο δέντρο να φυτρώνει στη μέση της γης. Το δέντρο μεγάλωσε τόσο πολύ, που η κορφή του έφτασε στον ουρανό και το πλάτος του στα πέρατα της γης. Είχε ωραίο πλούσιο φύλλωμα και άφθονους καρπούς, με τους οποίους τρέφονταν όλα τα ζωντανά πλάσματα, άνθρωποι και ζώα. Στη σκιά του κατασκήνωναν τα άγρια θηρία, ενώ στα κλαδιά του φώλιαζαν όλα τα αρπακτικά πουλιά του ουρανού. Και ενώ ο βασιλιάς θαύμαζε το θαυμάσιο δέντρο, κατέβηκε άγγελος από τον ουρανό και με μεγάλη φωνή φώναξε:
– Κόψτε το δέντρο αυτό, μαδήστε τα κλαδιά του, τινάξτε τα φύλλα από πάνω του και σκορπίστε τους καρπούς του. Ας φύγουν μακριά τα θηρία που κατοικούν κάτω απ’ τη σκιά του και τα πτηνά που φωλιάζουν στους κλάδους του. Αφήστε μόνο το φύτρο των ριζών του μέσα στη γη.
Τί νόημα είχαν τα περίεργα όσο και φοβερά εκείνα λόγια του αγγέλου; Το εξηγεί εν συνεχεία το αγιογραφικό κείμενο:
– Με σιδερένια και χάλκινα δεσμά δέστε τον άνθρωπο που συμβολίζεται με το δέντρο αυτό. Στο εξής θα κοιμάται έξω στη χλόη, κάτω απ’ τη δροσιά του ουρανού. Θα συναναστρέφεται με τα θηρία και θα τρώει χορτάρι της γης. Η καρδιά του δεν θα είναι πια ανθρώπινη, αλλά θα του δοθεί καρδιά θηρίου. Και θα ζήσει πολύ χρόνο, «επτά καιρούς», στην κατάσταση αυτή.
Ο άγγελος είπε τα λόγια αυτά για να δείξει, ότι Κύριος των πάντων είναι ο Ύψιστος Θεός και αυτός ορίζει τη βασιλεία των ανθρώπων. Τη δίνει, αλλά και την αφαιρεί, όπου και όταν αυτός κρίνει καλό. Και μπορεί να ανεβάσει στην εξουσία ακόμα και τον πιο άσημο και περιφρονημένο άνθρωπο.
Τρομοκρατημένος από το όνειρό του ο Ναβουχοδονόσορ κάλεσε όλους τους σοφούς της Βαβυλώνας, μάγους, Χαλδαίους αστρολόγους, εξορκιστές κλπ., να του το εξηγήσουν. Κανένας όμως δεν μπόρεσε να το ερμηνεύσει. Τότε ο βασιλιάς κάλεσε τον Δανιήλ, που του είχε δώσει το όνομα Βαλτάσαρ, να του εξηγήσει το ενύπνιο, επειδή πίστευε ότι ο Δανιήλ είχε πάνω του «πνεύμα Θεού άγιον». Ο Δανιήλ, όταν άκουσε το όνειρο, έμεινε για μία ώρα περίπου άφωνος και οι σκέψεις του τον συγκλόνιζαν. Και όταν μίλησε, είπε:
– Κύριέ μου, μακάρι το όνειρο αυτό να εφαρμοζόταν στους εχθρούς σου και σε όσους σε μισούν. Το μεγάλο εκείνο δέντρο με το θαλερό φύλλωμα και τους πλούσιους καρπούς, όπου τα πάντα εύρισκαν καταφύγιο και τροφή, είσαι συ, βασιλιά, γιατί η μεγαλοσύνη σου φτάνει ως τον ουρανό και η κυριαρχία σου ως τα πέρατα της γης. Αυτό όμως που ο άγγελος είπε, θα συμβεί δυστυχώς γρήγορα σε σένα, τον κύριό μου και βασιλέα. Θα σε εκδιώξουν από τους ανθρώπους, θα κατοικείς με τα θηρία, θα τρέφεσαι με χορτάρι όπως το βόδι, θα κοιμάσαι στο ύπαιθρο κάτω απ’ τη δροσιά του ουρανού. Θα ζήσεις έτσι «επτά καιρούς», μέχρι να μάθεις, ότι ο Ύψιστος εξουσιάζει τα βασίλεια των ανθρώπων και δίνει τη βασιλεία του κόσμου σε όποιον θέλει. Η διατήρηση όμως της ρίζας του δέντρου σημαίνει πως η βασιλεία σου θα επανέλθει σε σένα, όταν αναγνωρίσεις τη δύναμη της ουράνιας βασιλείας Του. Γι’ αυτό, βασιλιά, δέξου τη συμβουλή μου: Φρόντισε να εξαλείψεις τις αμαρτίες σου και τις αδικίες σου «εν ελεημοσύναις και οικτιρμοίς πενήτων» (με ελεημοσύνες και φιλανθρωπίες προς τους φτωχούς). Ίσως έτσι φανεί μακρόθυμος ο Θεός στα αμαρτήματά σου.
Όσα είπε ο Δανιήλ εκπληρώθηκαν μετά από δώδεκα μήνες ακριβώς. Ο Ναβουχοδονόσορ έχασε τα λογικά του και εκδιώχθηκε απ’ την ανθρώπινη κοινωνία. Έζησε με τα θηρία και, μετά τη λήξη της ορισμένης προθεσμίας, ήλθε ξανά στις φρένες του και αποκαταστάθηκε στη βασιλεία του. Του προστέθηκε δόξα μεγαλύτερη και δόξασε τον Ύψιστο, αναγνωρίζοντας ότι όλα τα έργα του είναι αληθινά, η εξουσία του αιώνια και όσους πορεύονται με υπερηφάνεια έχει τη δύναμη να τους ταπεινώνει (Δαν. κεφ. 4).
Τη συμβουλή του προφήτη Δανιήλ προς τον Ναβουχοδονόσορα για μετάνοια και καθαρισμό από τις αμαρτίες και τις αδικίες του με την ελεημοσύνη, απευθύνει και προς ημάς η Εκκλησία απ’ την αρχή σχεδόν της Μεγάλης Τεσσαρακοστής. «Δαεύτε εκκαθάρωμεν εαυτούς εν ελεημοσύναις και οικτιρμοίς πενήτων», λέγει το θαυμάσιο ιδιόμελο των αποστίχων του Β’ Κατανυκτικού Εσπερινού.
Όταν αναφερόμαστε σε κάθαρση του εαυτού μας, ο νους μας αμέσως πηγαίνει στη μετάνοια, την εξομολόγηση των αμαρτιών μας και στον αντίστοιχο πνευματικό αγώνα για την απαλλαγή από τα πάθη μας. Στον αγώνα αυτόν ξεκινούμε με τη νηστεία. Εν συνεχεία επιδιώκουμε με ορθό πνευματικό προσανατολισμό να καθαρίσουμε όλες μας τις αισθήσεις από όσα επιφέρουν την πνευματική νέκρωση.
Η όλη αυτή προσπάθεια απεικονίζεται άριστα σε μία ευχή της Προηγιασμένης:
«Συ (Κύριε), πάσας ημών τας αισθήσεις της εμπαθούς νεκρώσεως ελευθέρωσον,
αγαθόν ταύταις ηγεμόνα τον ένδοθεν λογισμόν επιστήσας,
και οφθαλμός μεν απέστω παντός πονηρού βλέμματος,
ακοή δε λόγοις αργοίς ανεπίβατος,
η δε γλώττα καθαρευέτω ρημάτων απρεπών.
Άγνισον ημών τα χείλη, τα αινούντα σε, Κύριε,
Τας χείρας ημών ποίησον, των μεν φαύλων απέχεσθαι πράξεων, ενεργείν δε μόνα τα σοι ευάρεστα,
πάντα ημών τα μέλη και την διάνοιαν τη ση κατασφαλιζόμενος χάριτι».
Να, όμως, που για την κάθαρση του εαυτού μας δεν αρκούν αυτά. Λείπει κάτι ακόμα. Το και σπουδαιότερο. Η έμπρακτη αγάπη. Ο δρόμος μας προς τον Θεό περνάει πάντα μέσα από τους αδελφούς μας. Κανένας δεν σώζεται μόνος του, κλεισμένος στον εαυτό του, απομονωμένος απ’ τους άλλους. Αν για τον ειδωλολάτρη Ναβουχοδονόσορα είχαν μεγάλη αξία οι ελεημοσύνες, πόσο περισσότερο αξίζουν για τον Χριστιανό, που θα τις κάνει στο όνομα του Χριστού! Γιατί αυτό παραγγέλλει ο Κύριος. Ό,τι καλό κάνουμε, να το κάνουμε στο όνομά Του. Και στο πρόσωπο του κάθε αδελφού μας να βλέπουμε το πρόσωπο του Χριστού. Τότε και ένα ποτήρι νερό ακόμα στο όνομά Του, θα έχει πολύ μισθό από τον Θεό.
Επιτρέπεται λοιπόν σε Χριστιανό να υστερήσει; Να αδιαφορήσει, ενώ ο Χριστός ζητάει να φάει, να πιεί και να ντυθεί από το χέρι του; Μακριά από μας τέτοια αναισθησία και πώρωση!
«Αντιύλη» – Ι. Ν. Αγ. Βασιλείου, 481 00 Πρέβεζα
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου