Ο μακάριος Βασίλειος, ο επιφανέστερος των αγίων σαλών που άνθησαν στην Ρωσία, γεννήθηκε το 1468 στο Ελόχοβο, χωριό κοντά στην Μόσχα, από γονείς ευσεβείς, τον Ιάκωβο και την Άννα. Από παιδί ακόμη, που ήταν μαθητευόμενος σε έναν τσαγκάρη, διήγε ασκητική ζωή, προσευχόταν διαρκώς και φανέρωσε από τότε τα πρώτα σημάδια της θείας χάριτος. Σε ηλικία δεκαέξι ετών, μία ημέρα περιέπαιξε έναν έμπορο που ήλθε να παραγγείλει πολλά ζευγάρια καινούργιες μπότες. Ο πελάτης έφυγε και το αφεντικό του τον ρώτησε επίμονα για τον λόγο μιας τέτοιας συμπεριφοράς. Ο νέος του απάντησε ότι ήταν παράξενο ο άνθρωπος αυτός να παραγγέλνει μπότες για πολλά χρόνια, όταν επρόκειτο να πεθάνει την άλλη κιόλας ημέρα. Όταν η προφητεία του πραγματοποιήθηκε, ο Βασίλειος δεν θέλησε να παραμείνει άλλο στο αφεντικό του ούτε να επιστρέψει στους γονείς του, και έτσι αναχώρησε για την Μόσχα.
Χαμένος μέσα στα θορυβώδη πλήθη της μεγαλούπολης, ασπάσθηκε την άσκηση της προσποιητής σαλότητας, έτσι ώστε να κοινωνεί με το Πάθος του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, παραμένοντας προφυλαγμένος από ανθρώπινες τιμές. Μην έχοντας μόνιμο κατάλυμα, ούτε καν ένα κεραμίδι να βάλει από κάτω το κεφάλι του, ζούσε γυμνός σχεδόν στους δρόμους και στις πλατείες, περνούσε τις νύχτες του προσευχόμενος κάτω από το περίστυλο των ναών και κρατούσε εν μέσω του πλήθους μία σιωπή εξίσου τέλεια με εκείνη των αναχωρητών στις ερήμους. Όταν υποχρεωνόταν να πάρει τον λόγο έκανε πως δυσκολευόταν να μιλήσει.
Ξένος προς κάθε άνθρωπο, έχοντας απαρνηθεί τον κόσμο και τους δεσμούς του, έδειχνε ωστόσο μεγάλη συμπόνια απέναντι στους δυστυχισμένους, τους αρρώστους και τους καταπιεσμένους. Επισκεπτόταν έτσι συχνά τους κρατούμενους μιας φυλακής για μέθυσους, με σκοπό να τους προτρέψει στην μεταστροφή. Σε μία εποχή στην οποία βασίλευαν η φρίκη και η καταπίεση, ο βίος του οσίου Βασιλείου ήταν μία ζωντανή μομφή κατά των διεφθαρμένων βογιάρων και παραμυθία για τον δοκιμαζόμενο λαό.
Όλες του σχεδόν οι ενέργειες είχαν προφητικό νόημα. Έτσι πολλές φορές έριχνε πέτρες στην γωνία των σπιτιών ευσεβών ανθρώπων, ενώ όταν περνούσε μπροστά από τα σπίτια εκείνων που ζούσαν μέσα στην αμαρτία ασπαζόταν την γωνία του τοίχου. Όταν τον ρωτούσαν το νόημα της παράξενης αυτής συμπεριφοράς, ο Βασίλειος απαντούσε ότι στα σπίτια όπου διαμένει η αγιότητα δεν υπάρχει χώρος για τους δαίμονες, και για τον λόγο αυτό βλέποντάς τους έξω, τους έδιωχνε με τις πέτρες. Αντίθετα ασπαζόμενος την γωνία των κακών σπιτιών, χαιρετούσε τους αγγέλους που έμεναν απ’ έξω, θλιβόμενοι που δεν μπορούσαν να μπουν μέσα.
Στην αγορά κατέστρεφε τους πάγκους των ανέντιμων πωλητών, ενώ μία ημέρα που ο τσάρος του είχε στείλει χρήματα, αντίθετα απ’ ο,τι συνήθιζε, δεν πήγε να τα μοιράσει στους φτωχούς, αλλά τα έδωσε σε έναν καλοντυμένο έμπορο ο οποίος έχοντας χάσει την περιουσία του δεν τολμούσε να ζητιανέψει και υπέφερε από την πείνα.
Το 1521, ενώ οι Τάταροι, υπό την ηγεσία του Μεχμέτ Χιρέι, απειλούσαν την Μόσχα, ο όσιος Βασίλειος προσευχόταν μπροστά στις πύλες του καθεδρικού ναού της Κοιμήσεως στο Κρεμλίνο, χύνοντας άφθονα δάκρυα για την σωτηρία της πατρίδας του. Ακούστηκε τότε μέσα στην εκκλησία ένας φοβερός θόρυβος, μία φλόγα ξεπήδησε και μία φωνή ερχόμενη από την εικόνα της Θεοτόκου του Βλαδιμίρ ανήγγειλε ότι θα εγκατέλειπε την Μόσχα εξαιτίας των αμαρτιών των κατοίκων της. Ο όσιος ενέτεινε την προσευχή του και η φοβερή οπτασία εξαφανίσθηκε. Ο Μεχμέτ Χιρέι, που είχε ήδη κάψει τα προάστια, απωθήθηκε τότε με την εμφάνιση ενός πλήθους στρατιωτών και διέφυγε γρήγορα πέρα από τα σύνορα της Ρωσίας.
Ο τσάρος Ιβάν Δ’, ο λεγόμενος Τρομερός, αγαπούσε τον όσιο και του έδειχνε μεγάλο θαυμασμό, όπως και ο μητροπολίτης άγιος Μακάριος [30 Δεκ.]. Μία φορά που προσκλήθηκε στο παλάτι για την επέτειο του ηγεμόνα, ο μακάριος έχυσε τρεις φορές κρασί από το παράθυρο, λέγοντας στον τσάρο, που τον ρώτησε εκνευρισμένος να μάθει τον λόγο, ότι έσβηνε μια πυρκαγιά στο Νόβγκοροντ. Λίγο αργότερα έφθασε η αγγελία ότι μία μεγάλη φωτιά είχε πράγματι ξεσπάσει στο Νόβγκοροντ, αλλά δεν πρόλαβε να επεκταθεί γιατί ένας άνθρωπος παράξενος και δίχως ρούχα κατάβρεχε τα σπίτια που καίγονταν. Οι αγγελιαφόροι αναγνώρισαν ότι επρόκειτο για τον Βασίλειο βλέποντας τον άνθρωπο του Θεού.
Μιαν άλλη φορά, το 1574, ο όσιος άρχισε να κλαίει πικρά μπροστά στο Καθολικό της Μονής της Υψώσεως του Σταυρού, ακριβώς στο μέρος εκείνο που λίγο αργότερα εκδηλώθηκε η μεγάλη πυρκαγιά που αφάνισε την Μόσχα. Λίγο χρόνο αργότερα μετά την συμφορά αυτή, ενώ ο τσάρος παρακολουθούσε την θεία Λειτουργία, ο Βασίλειος στεκόταν σε μια γωνιά και τον παρατηρούσε. Μετά την Λειτουργία είπε στον τσάρο: «Δεν ήσουν στην εκκλησία, αλλά κάπου αλλού». Ο ηγεμόνας διαμαρτυρήθηκε. Ο Βασίλειος του απάντησε: «Τα λόγια σου δεν λένε την αλήθεια. Το είδα που πήγαινες νοερά στο Βουνό των Σπουργιτιών για να χτίσεις εκεί καινούργιο παλάτι». Έκτοτε ο ηγεμόνας άρχισε να φοβάται τον όσιο και να του δείχνει ακόμη μεγαλύτερο σεβασμό· αλλά η ευλάβεια αυτή δεν τον εμπόδισε να επιδείξει την ωμότητά του που έμεινε παροιμιώδης.
Ο όσιος Βασίλειος παρουσιάσθηκε επίσης στους επιβάτες ενός περσικού πλοίου που κινδύνευε και τους έσωσε από ναυάγιο. Έκανε κι άλλα πολλά θαύματα κατά τα εβδομήντα δύο χρόνια της σωτήριας δράσης του. Φθάνοντας σε ηλικία ογδόντα οκτώ ετών ασθένησε. Μόλις το έμαθε, ο τσάρος μαζί με την οικογένειά του ήλθε στο προσκέφαλό του για να ζητήσει τις προσευχές του. Ενώ ο όσιος προφήτευε το μέλλον του βασιλείου του, το πρόσωπό του ακτινοβολούσε φως, καθώς έβλεπε μία σύναξη αγγέλων που είχαν έλθει να πάρουν την ψυχή του. Εκοιμήθη μέσα σε έκσταση αγαλλίασης στις 2 Αυγούστου 1557.
Όλη η πόλη γέμισε τότε ευωδία και ένα τεράστιο πλήθος συγκεντρώθηκε στην κηδεία του. Ο τσάρος και οι γιοι του μετέφεραν στους ώμους την σορό του μέχρι την εκκλησία, όπου την περίμεναν ο μητροπολίτης και οι επίσκοποί του. Πάνω στον τάφο του, που έγινε πηγή ιαμάτων για τους δοκιμαζόμενους πιστούς όχι μόνο της Μόσχας, αλλά και απομακρυσμένων περιοχών, κτίσθηκε μία εκκλησία αφιερωμένη στην Αγία Σκέπη της Θεοτόκου, εις ανάμνησιν της κατάληψης του Καζάν, ναός που αργότερα έλαβε το όνομα του οσίου Βασιλείου.
Καθώς τα θαύματα του οσίου δεν έπαψαν να πολλαπλασιάζονται, την εποχή της επισκοπείας του αγίου Ιώβ [19 Ιουν.] η Εκκλησία προχώρησε στην επίσημη αναγνώριση της τιμής του (1588). Την ημέρα εκείνη είκοσι ασθενείς θεραπεύθηκαν μπροστά στα τίμια λείψανα του αγίου. Ο όσιος Βασίλειος τιμάται ως πολιούχος της Μόσχας.
Από το βιβλίο: Νέος Συναξαριστής της Ορθοδόξου Εκκλησίας, υπό Ιερομονάχου Μακαρίου Σιμωνοπετρίτου. Τόμος δωδέκατος, Αύγουστος. Ίνδικτος, Αθήναι 2009, σελ. 21.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου