Πέμπτη 24 Οκτωβρίου 2024

Πάνω σ’ ἕναν ξένο στίχο Σεφέρης Γιῶργος

Εὐτυχισμένος ποὺ ἔκανε τὸ ταξίδι τοῦ Ὀδυσσέα.

Εὐτυχισμένος ἂν στὸ ξεκίνημα, ἔνιωθε γερή την ἀρματωσιὰ μιᾶς ἀγάπης,

ἁπλωμένη μέσα στὸ κορμί του, σάν τὶς φλέβες ὅπου βουίζει τὸ αἷμα.


Μιᾶς ἀγάπης μὲ ἀκατέλυτο* ρυθμό,

ἀκατανίκητης σάν τὴ μουσικὴ καὶ παντοτινῆς

γιατί γεννήθηκε ὅταν γεννηθήκαμε καὶ σὰν πεθαίνουμε,

ἂν πεθαίνει, δὲν τὸ ξέρουμε οὔτε ἐμεῖς οὔτε ἄλλος κανείς.

 

Παρακαλῶ τὸ θεὸ νὰ μὲ συντρέξει νὰ πῶ, σὲ μιὰ στιγμή

μεγάλης εὐδαιμονίας, ποιά εἶναι αὐτὴ ἡ ἀγάπη·

κάθομαι κάποτε τριγυρισμένος ἀπὸ τὴν ξενιτιά*,

κι ἀκούω τὸ μακρυνὸ βούισμά της, σὰν τὸν ἀχὸ τῆς θάλασσας

ποὺ ἔσμιξε μὲ τὸ ἀνεξήγητο δρολάπι*.

 

Καὶ παρουσιάζεται μπροστά μου, πάλι καὶ πάλι,

τό φάντασμα τοῦ Ὀδυσσέα, μὲ μάτια κοκκινισμένα

ἀπὸ τοῦ κυμάτου τὴν ἁρμύρα

κι ἀπὸ τὸ μεστωμένο πόθο* νὰ ξαναδεῖ τὸν καπνό

ποὺ βγαίνει ἀπὸ τὴ ζεστασιὰ τοῦ σπιτιοῦ του

καὶ τὸ σκυλί του ποὺ γέρασε προσμένοντας στὴ θύρα.

 

Στέκεται μεγάλος, ψιθυρίζοντας,

ἀνάμεσα στ’ ἀσπρισμένα του γένια, λόγια τῆς γλώσσας μας,

ὅπως τὴ μιλοῦσαν πρὶν τρεῖς χιλιάδες χρόνια.

Ἁπλώνει μιὰ παλάμη ροζιασμένη ἀπὸ τὰ σκοινιά

καὶ τὸ δοιάκι*, μὲ δέρμα δουλεμένο ἀπὸ τό

ξεροβόρι, ἀπὸ τὴν κάψα κι ἀπὸ τὰ χιόνια.

 

Θὰ ‘λεγες πὼς θέλει νὰ διώξει τὸν ὑπεράνθρωπο

Κύκλωπα ποὺ βλέπει μ’ ἕνα μάτι,

τὶς Σειρῆνες ποὺ σὰν τὶς ἀκούσεις ξεχνᾶς,

τὴ Σκύλλα καὶ τὴ Χάρυβδη ἀπ’ ἀνάμεσό μας·

τόσα περίπλοκα τέρατα, ποὺ δὲν μᾶς ἀφήνουν νά στοχαστοῦμε,

πὼς ἦταν κι αὐτὸς ἕνας ἄνθρωπος ποὺ πάλεψε μέσα στὸν κόσμο,

μὲ τὴν ψυχή καὶ μὲ τὸ σῶμα.

 

Εἶναι ὁ μεγάλος Ὀδυσσέας· ἐκεῖνος ποὺ εἶπε νὰ γίνει τὸ ξύλινο ἄλογο

καὶ οἱ Ἀχαιοὶ κερδίσανε τὴν Τροία.

Φαντάζομαι πὼς ἔρχεται νὰ μ’ ἀρμηνέψει πῶς νά φτιάξω κι ἐγὼ

ἕνα ξύλινο ἄλογο γιὰ νὰ κερδίσω τὴ δική μου Τροία.

 

Γιατί μιλᾶ ταπεινὰ καὶ μὲ γαλήνη, χωρὶς προσπάθεια,

λὲς μὲ γνωρίζει σὰν πατέρας

εἴτε σὰν κάτι γέρους θαλασσινούς, ποὺ ἀκουμπισμένοι

στὰ δίχτυα τους, τὴν ὥρα ποὺ χειμώνιαζε καὶ θύμωνε ὁ ἀγέρας,

μοῦ λέγανε, στὰ παιδικά μου χρόνια,

τὸ τραγούδι του Ἐρωτόκριτου* μὲ τὰ δάκρυα στὰ μάτια·

τότες ποὺ τρόμαζα μέσα στὸν ὕπνο μου ἀκούγοντας

τὴν ἀντίδικη* μοῖρα τῆς Ἀρετῆς

νὰ κατεβαίνει τα μαρμαρένια σκαλοπάτια.

 

Μοῦ λέει τὸ δύσκολο πόνο νὰ νιώθεις τὰ πανιά τοῦ καραβιοῦ σου

φουσκωμένα ἀπὸ τὴ θύμηση καὶ τὴν ψυχή σου νὰ γίνεται τιμόνι.

Καὶ νὰ ‘σαι μόνος, σκοτεινὸς μέσα στὴ νύχτα

καὶ ἀκυβέρνητος σὰν τ’ ἄχερο στ’ ἁλώνι.

 

Τὴν πίκρα νὰ βλέπεις τοὺς συντρόφους σου καταποντισμένους

μέσα στὰ στοιχεῖα, σκορπισμένους: ἕναν ἕναν.

Καὶ πόσο παράξενα ἀντρειεύεσαι μιλῶντας μὲ τοὺς πεθαμένους,

ὅταν δὲ φτάνουν πιὰ οἱ ζωντανοὶ ποὺ σοῦ ἀπομέναν.

 

Μιλᾶ… βλέπω ἀκόμη τὰ χέρια του ποὺ ξέραν νά

δοκιμάσουν ἂν ἦταν καλὰ σκαλισμένη στὴν πλώρη ἡ γοργόνα

νὰ μοῦ χαρίζουν τὴν ἀκύμαντη γαλάζια θάλασσα

μέσα στὴν καρδιὰ τοῦ χειμῶνα.

(Ὁ Σεφέρης ἔγραψε τὸ ποίημα τὸ 1931 στὸ Λονδῖνο, ὅπου ὑπηρετοῦσε ὡς διπλωμάτης στὸ ἑλληνικὸ προξενεῖο. Πρωτοδημοσιεύτηκε στὴ Νέα Ἑστία τὴν 1η Σεπτεμβρίου τοῦ 1932 καὶ περιέχεται στὴ συλλογὴ Τετράδιο γυμνασμάτων -1940).

1.ξένος στίχος: ὁ πρῶτος στίχος τοῦ ποιήματος τοῦ Σεφέρη εἶναι μιὰ παραλλαγὴ τοῦ πρώτου στίχου τοῦ σονέτου Τὸ ὡραῖο ταξίδι τοῦ Γάλλου ποιητῆ Ἰωακεὶμ ντὶ Μπελαὶ (1525-1560):

2.ἀκατέλυτος ρυθμός: ρυθμὸς ἀκατάλυτος, ἀνεξάντλητος, ἄφθαρτος.

3.τριγυρισμένος ἀπὸ τὴν ξενιτιά: Ὁ Σεφέρης γεννήθηκε στὴ Σμύρνη τὸ 1900, ἐγκαταστάθηκε μὲ τὴν οἰκογένειά του στὴν Ἀθήνα τὸ 1914, σπούδασε στὸ Παρίσι ἀπὸ τὸ 1918-1924 καὶ ἀπὸ τὸ 1926 ὡς τὴ χρονιὰ ποὺ ἔγραψε τὸ ποίημα ζεῖ στὸ Λονδῖνο.

4.δρολάπι: δυνατὸ ἀνεμόβροχο.

5.ἀπὸ τὸ μεστωμένο πόθο νὰ ξαναδεῖ τὸν καπνὸ κτλ.:  ἀναφορὰ στὴν Ὀδύσσεια, ἄ, στ. 57-59:

κι ἐκεῖνος λαχταρῶντας

καὶ μονάχα καπνὸ ἀπ’ τὸν τόπο του νὰ δεῖ ν’

ἀνηφορίζει,

ἀνέλπιδος ποθεῖ τὸ θάνατο

(μτφρ. Ν. Καζαντζάκης – Ἰ. Κακριδής)

6.δοιάκι: τὸ πηδάλιο τοῦ πλοίου.

7.τὸ τραγούδι τοῦ Ἐρωτόκριτου: ὁ ποιητὴς ἀναφέρεται στὶς λαϊκὲς ἐκδόσεις (φυλλάδες) τοῦ Ἐρωτόκριτου τοῦ Βιτσέντζου Κορνάρου, ποὺ εἶχε δεῖ στὴ Σμύρνη σὲ παιδικὴ ἡλικία. Τὸ ποίημα εἶχε μεγάλη διάδοση στοὺς ἀνθρώπους τοῦ λαοῦ.

8.ἀντίδικος: ἀντίπαλος, ἐχθρικός.

https://agiazoni.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου