Η πρόσφατη αντιπαράθεση μεταξύ της Σιναϊτικής Αδελφότητας και του Αρχιεπισκόπου Δαμιανού, με αφορμή το νομοσχέδιο του Υπουργείου Παιδείας, αποτελεί όχι ένα απλό διοικητικό επεισόδιο, αλλά ένα υπαρξιακό γεγονός. Το κράτος προβάλλει το επιχείρημα της «ρύθμισης» και της «τακτοποίησης» του ζητήματος που προέκυψε μετά από ενέργειες του αιγυπτιακού κράτους. Το νομοσχέδιο προβλέπει τη σύσταση Νομικού Προσώπου Δημοσίου Δικαίου με τίτλο: «Ελληνορθόδοξη Ιερά Βασιλική Αυτόνομη Μονή του Αγίου και Θεοβάδιστου Όρους Σινά στην Ελλάδα».
Πίσω από αυτήν την τεχνική διατύπωση βρίσκεται η λογική της πλατφορμοποίησης του ιερού: το Σινά, ένας τόπος που επί χιλιετίες αποτελεί αποφατικό σημείο της ερήμου και της θεοφάνειας, επιχειρείται να καταγραφεί, να αποτυπωθεί, να διοικηθεί όπως κάθε άλλος δημόσιος οργανισμός. Το νομοσχέδιο ενσωματώνει τη λογική της κοινωνίας της διαφάνειας, όπου το ιερό χάνει τη φύση του για να ενταχθεί σε ένα καθεστώς ελέγχου και κανονικότητας.
Η Σιναϊτική Αδελφότητα αντέδρασε με τρόπο μοναδικά πολιτικό και θεολογικό: απέστειλε εξώδικο στον Πρωθυπουργό, στον Πρόεδρο της Βουλής, στους πολιτικούς αρχηγούς και στην Υπουργό Παιδείας, εκφράζοντας πλήρη άρνηση στο σχέδιο νόμου και επισημαίνοντας ότι:
α) το νομοσχέδιο παραβιάζει την αρχή της αυτοτέλειας του νομικού προσώπου της Μονής, που ισχύει επί αιώνες και διαρρέει όλα τα δικαιικά συστήματα.
β) καταργεί παρανόμως την διοικητική και λειτουργική αυτοτέλεια της Μονής.
γ) δημιουργεί ποινικά ζητήματα, καθώς προβλέπει εκχώρηση δικαιωμάτων επί της περιουσίας της Μονής σε νέο νομικό πρόσωπο, χωρίς αντάλλαγμα και χωρίς συναίνεση.
Η Αδελφότητα καταγγέλλει επίσης την παράκαμψη κάθε διαδικασίας διαβούλευσης, επισημαίνοντας ότι τα μέλη της δεν κλήθηκαν ποτέ σε ακρόαση, παρότι είχαν εκφράσει ήδη από τις 22 Ιουλίου την αντίρρησή τους. Το γεγονός ότι ο Αρχιεπίσκοπος ζήτησε προσωπικά την ανάκληση των υπογραφών από την επιστολή αντίθεσης, και μάλιστα σε συνάντηση υπό τον περιορισμό παρουσίας νομικού συμβούλου, ενίσχυσε το αίσθημα καταναγκασμού που περιγράφει το εξώδικο: η αδελφότητα θεώρησε το νομοσχέδιο «σοβαρότατο πνευματικό και κοσμικό ατόπημα» που παραβιάζει όχι μόνο θεολογικές αρχές, αλλά και το ίδιο το κοσμικό δίκαιο.
Η θέση τους είναι βαθιά θεολογική: το Σινά είναι αυτόνομο, όχι με την τυπική έννοια της διοίκησης, αλλά με την ουσιαστική έννοια ενός τόπου που θεμελιώνεται στην αποφατική εμπειρία του Θεού. Όπως σημειώνει ο Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος: «ἡ Ἐκκλησία οὐκ ἀνθρώπων ἔργον ἐστίν, ἀλλὰ Θεοῦ» (In Mattheum hom. 82,3, PG 58, 743). Η υπαγωγή σε νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου μετατρέπει αυτή την υπαρξιακή αυτονομία σε λογιστική υποκατηγορία της κρατικής δομής.
Το Σινά υπήρξε ιστορικά ένα περιθώριο εξουσίας. Το παλαιό αυτοδιοίκητο της Μονής, αναγνωρισμένο τόσο από βυζαντινούς όσο και από οθωμανικούς ηγεμόνες, είναι μία από τις σπάνιες περιπτώσεις όπου η εκκλησιαστική τάξη έμεινε εκτός πλήρους κρατικού ελέγχου. Σήμερα, η πρόθεση να ιδρυθεί ένα νέο νομικό πρόσωπο στο όνομα της «ρύθμισης» θυμίζει τις μοντέρνες τεχνολογίες διακυβέρνησης όπου η εξουσία σήμερα δεν ασκείται με την απαγόρευση, αλλά με τη διαχείριση. Η εξουσία γίνεται smart, παρουσιάζεται ως λύση και όχι ως επιβολή.
Η Σιναϊτική Αδελφότητα βλέπει πίσω από το νομοσχέδιο αυτή την αλλαγή παραδείγματος: από τον καταναγκασμό της απαγόρευσης στην ομογενοποίηση της διαχείρισης. Γι’ αυτό και το εξώδικό τους μιλά για ποινικές ευθύνες: δεν πρόκειται μόνο για θεολογικό ζήτημα αλλά και για προστασία της περιουσίας, της ιστορίας και της ταυτότητας της Μονής. Η περιουσία της Μονής, η οποία συντηρεί την ίδια την ύπαρξή της, επιχειρείται να «εκχωρηθεί άνευ ανταλλάγματος», ενώ παράλληλα καταργούνται δύο συναφή ιδρύματα («Ίδρυμα Όρους Σινά» και «Όρος Σινά, Ευρωπαϊκό Πολιτιστικό Κέντρο»), όλα χωρίς τη συναίνεση της αδελφότητας.
Η θεολογία της Ορθοδοξίας βλέπει το μοναχισμό ως «εἴσοδον εἰς τὴν ἐλευθερίαν» (Άγιος Μάξιμος Ομολογητής, Ambigua 7, PG 91, 1088Β). Αυτή η ελευθερία δεν είναι ιδιωτικό δικαίωμα, αλλά υπαρξιακή στάση: η μοναστική κοινότητα αποσύρεται από τον κόσμο όχι ως απόρριψη, αλλά ως μαρτυρία για τον «καινὸν αἰῶνα». Η υπαγωγή ενός τέτοιου χώρου σε κανονιστικό καθεστώς σημαίνει την απώλεια της ίδιας της ουσίας του: η άσκηση και η προσευχή γίνονται «διαχειρίσιμες δραστηριότητες», το άβατο γίνεται «τουριστικό προορισμό».
Ο Jean-Claude Larchet επισημαίνει: «Η Εκκλησία δεν υπάρχει για να προσαρμοστεί στους θεσμούς του κόσμου, αλλά για να τους θεραπεύσει» (Thérapeutique des maladies spirituelles, Paris 2005). Το Σινά είναι κατεξοχήν τόπος θεραπείας: σιωπής, προσευχής, άρνησης του κοσμικού θορύβου. Το εξώδικο των μοναχών δεν είναι απλώς μια νομική πράξη, είναι μια πράξη άσκησης: μια άρνηση να επιτρέψουν στο κράτος να μετατρέψει την ίδια την ύπαρξή τους σε προϊόν διαχείρισης.
Απέναντι σε αυτή την άρνηση, ο Αρχιεπίσκοπος Δαμιανός, υπέρμαχος του νομοσχεδίου, προβάλλει τη λογική της «προσαρμογής» και της «ιστορικής συνέχειας». Όμως η «συνέχεια» αυτή είναι προβληματική: η Μονή Σινά είχε πάντοτε τη δύναμη να βρίσκεται εκτός του άμεσου κρατικού πλαισίου. Η προσπάθεια μετατροπής της σε ΝΠΔΔ δεν είναι συνέχεια αλλά ρήξη με την παράδοση της αυτονομίας της. Η στάση αυτή δείχνει το πώς η Εκκλησία, όταν ενσωματώνεται στην κρατική νομοθετική μηχανική, κινδυνεύει να χάσει τον χαρακτήρα της ως σημείο αντίστασης.
Το εξώδικο της Σιναϊτικής Αδελφότητας είναι ένα σπάνιο παράδειγμα θεολογικής αντίστασης στη λογική της κανονικότητας. Δεν υπερασπίζονται μόνο νομικά συμφέροντα ή περιουσιακά δικαιώματα, υπερασπίζονται την ουσία ενός χώρου που υπάρχει για να θυμίζει ότι ο κόσμος δεν είναι το μέτρο όλων των πραγμάτων. Σε μια εποχή όπου η εξουσία παίρνει τη μορφή φροντίδας, η άρνηση των μοναχών γίνεται μια υπενθύμιση ότι η Εκκλησία δεν είναι οργανισμός, αλλά μυστήριο. Όπως λέει ο Άγιος Γρηγόριος Παλαμάς: «Ὅπου ἡ Χάρις, ἐκεῖ καὶ ἐλευθερία· ὅπου δὲ νόμος μόνον, ἐκεῖ δουλεία» (Hom. 34, PG 151, 433C).
Το «όχι» τους δεν είναι συντηρητικό, είναι προφητικό: ένα «όχι» για να παραμείνει ο τόπος του Σινά αυτό που πάντοτε ήταν – ένας χώρος που καίει χωρίς να καταναλώνεται.
ΠΗΓΗ:https://www.facebook.com/share/p/1XnPUEKkKC/

Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου