«Ο Παπαδιαμάντης και η Δικτατορία»
Αναδημοσιεύουμε σήμερα, 21 Απριλίου 2017, ένα απόσπασμα από το νέο βιβλίο του δοκιμιογράφου, μέλους του Κινήματος Άρδην, Λάκη Προγκίδη, ‘Υπό τήν Παπαδιαμαντικήν δρῦν (εκδόσεις Εστία, Αθήνα 2017), γιατί θεωρούμε ότι φωτίζει μια από τις μεγαλύτερες συνέπειες που είχε η 7ετής δικτατορία στην χώρα μας: Ό,τι διέσυρε, –προσωρινώς μεν αλλά με τεράστιες και μακροπρόθεσμες επιπτώσεις–, την πολιτιστική ταυτότητα ενός ολόκληρου λαού, καθώς προσπάθησε να μετατρέψει μια φαιδρή εκδοχή της ελληνικής και ορθόδοξης ταυτότητάς μας, σε νομιμοποιητικό θεμέλιό της. Στο θεμέλιο ενός ακραίου εμφυλιοπολεμικού καθεστώτος, του οποίου ο βίος θα λήξει –πως αλλιώς;– με μια μεγάλη εθνική καταστροφή.
Στις δεκαετίες που θα ακολουθήσουν, και ιδίως μετά το 1990, αυτή η κακή κληρονομιά της δικτατορίας θα τύχει ιδιαίτερης προτίμησης από τους προπαγανδιστικούς μηχανισμούς της παγκοσμιοποίησης, καθώς θα την χρησιμοποιήσουν ως πρόσχημα για να νομιμοποιήσουν ιδεολογικά την εθνο-αποδομητική τους εκστρατεία.
Ardin-rixi.gr
Μνῆμες και ἀναστοχασμοί
Λίγο ἀπὸ πνεῦμα ἀνταρσίας, λίγο ἀπὸ οἰκογενειακή παράδοση, βρέθηκα τὸν Ἰούνιο τοῦ 1968, μετὰ ἀπὸ κάποιες πράξεις ἀνατρεπτικοῦ, καθώς ἐλέχθη, χαρακτήρα, συγκρατούμενος μὲ τὸν Θ.Π. στο 6ο ἀστυνομικό τμῆμα στὸν Βαρδάρη, στή Θεσσαλονίκη. Δικτατορία. Σέ λίγες μέρες πατοῦσα τὰ εἴκοσι ἕνα.
Ζέστη ἀνυπόφορη. Ἔνα μπετονένιο κελί, μή ἀεριζόμενο, στόν τελευταῖο ὄροφο, ἀκριβῶς κάτω ἀπὸ την ταράτσα. Πυρακτωμένο μέρα νύχτα. Μᾶς ἔβγαζαν μόνο γιά τή φυσική μας ἀνάγκη καί γιά νά φᾶμε ἀνακούρκουδα τό φαγητό πού ἔφερναν καί παρέδιδαν στόν φύλακα κάθε μέρα οἱ δικοί μας. Τελειώνοντας κι ἀφοῦ καπνίζαμε τό μοναδικό τσιγάρο τοῦ εἰκοσιτετραώρου –ὦ τῆς ἀπολαύσεως!– κοιταζόμαστε καί ψιθυρίζαμε: «Ἄντε πάλι στό καμίνι».
Οἱ μέρες κυλοῦσαν. Σέ δυό-τρεῖς βδομάδες εἴχαμε έξαντλήσει τίς βασικές πληροφορίες γιά τή ζωή μας. Περάσαμε λοιπόν σέ ἱστορίες πιό προσωπικές. Ἓνα βράδυ, ὁ Θ.Π., λογιστής στό ἐπάγγελμα, ἄρτι παντρεμένος, μοῦ διηγήθηκε τίς ἀναμνήσεις του ἀπὸ ἕνα τελευταῖο ταξίδι του στή Σκιάθο, ὃπου ἀνακάλυψε τόν Παπαδιαμάντη. Καθώς δέ τό ἔφερε ἡ τύχη νά ‘χω κι ἐγώ γνωρίσει στά δεκατέσσερά μου τὸ ὡραῖο νησί καί νά ‘χω κιόλας διαβάσει τὰ Ἅπαντα στήν ἔκδοση τοῦ Βαλέτα, ἀρχίσαμε νά φέρνουμε στό μυαλό μας τά ἔργα τοῦ Παπαδιαμάντη, νά ζωντανεύουμε τούς ἥρωές του καί νά ὀνειροπολοῦμε τά ρόδινα ἀκρογιάλια, τίς βασιλικές βελανιδιές καί τά θεσπέσια τσιμπούσια του. Τό κελί μας, καμίνι πού ἔβραζε. Ὁ Παπαδιαμάντης τό δρόσιζε. «Τόλη!» ἀναφωνεῖ μιά μέρα ὁ συγκάτοικος, «ξέρεις τί λέω;». «Τι;» «Θά βγῶ στόν διοικητή καί θά τοῦ ζητήσω νά μπας ἐπιτρέψει νά διαβάσουμε Παπαδιαμάντη». «Σέ βάρεσε ἡ ζέστη», τοῦ λέω. Ἀγύριστο κεφάλι ὅμως ὁ Θ.Π.: πέτυχε ἀκρόαση γιά τήν ἴδια μέρα. Ἐπέστρεψε σέ λίγο τρισευτιχισμένος. Κάθε δεκαπέντε μέρες, συμφώνησε ὁ διοικητής, θά μας ἔφερνε ἡ γυναίκα τοῦ Θ.Π. ἕναν τόμο ἀπό τά Ἅπαντα καί θά ἔπαιρνε πίσω τόν διαβασμένο. Δέν πίστευα στ’ αὐτιά μου. «Καί πῶς δέχθηκε τέτοιο πράγμα;» ρώτησα. «Ἄ, μέ πολύ ἐνθουσιασμό», ἀπάντησε. «Δέν πρόλαβα», συνέχισε, «νά ὁλοκληρώσω τό αἴτημά μου, καί πετάχτηκε ὄρθιος ἀναφωνώντας: “Μπράβο, αὐτός μάλιστα! Ἴσως καί νά ξεστραβωθεῖτε».
Δέν ἐδέησα νά τελειώσουμε τήν ἀνάγνωση. Στό τέλος τοῦ τρίτου τόμου μᾶς χώρισαν. Μᾶς μετέφεραν στό στρατόπεδο Καρατάσου, στά περίχωρα τῆς Θεσσαλονίκης. Μᾶς ἔκλεισαν σέ χωριστά δωμάτια στόν πρῶτο ὄροφο ἑνός διώροφου κτηρίοιυ, πού στό παρελθόν τό χρησιμοποιοῦσαν οἱ μόνιμοι ἀξιωματικοί ὑπηρεσίας. Σφράγισαν τά παντζούρια, ἔβαλαν φρουρούς, μᾶς σίτιζαν πρωί, μεσημέρι, βράδυ καί μᾶς ἐπέτρεψαν νά διαβάζουμε ὅ,τι βιβλία μᾶς ἔφερναν ἀπό τά σπίτια μας μιά φορά τήν ἑβδομάδα – ἀφοῦ περνοῦσαν πρῶτα ἀπό τήν ἔγκρισή τους, ἐννοεῖται. Δυστυχῶς, ἐγώ δέν εἶχα τά Ἅπαντα τοῦ Παπαδιαμάντη γιά νά ὁλοκληρώσω τήν ἀνάγνωση, τή δεύτερη τῆς ζωῆς μου. Ὡς ἔφηβος τά εἶχα δανειστεῖ. Θυμᾶμαι, ἐντούτοις, πάντα μέ νοσταλγία τόν ἐγκλεισμό στοῦ Καρατάσου. Ποτέ δέν ξαναβρέθηκα στή ζωή μου σέ τόσο ἰδανικές συνθῆκες γιά διάβασμα καί περισυλλογή. Ἔμενα ξυπνητός μέχρι μετά τά μεσάνυχτα. Τό ἐγερτήριό μου τό εἶχα εξασφαλισμένο. Στίς ἑφτά τό πρωί, ἕνας λόχος σταματοῦσε κάτα ἀπό τά παράθυρά μας καί κραύγαζε ἀρκετές φορές τά πασίγνωστα συνθήματα τῆς χούντας: «Εἰκοσιμία! Τετάρτου! Ἑξή-ντα ἑφτά! – Ἑλλάς! Ἐλλήνων! Χρι-στια-νῶν!».
Μείναμε στό στρατόπεδο ἀπό τόν Σεπτέμβριο τοῦ 1968 μέχρι τή δίκη, τόν Μάιο τοῦ 1969. Ἀπό τίς πρῶτες μέρες, μέ νωπό ἀκόμα στή μνήμη μου τόν Παπαδιαμάντη, σκεφτόμουν σέ τί παράξενη θέση μέ εἶχε φέρει ἡ τύχη. Ἀπό τή μιά μεριά, ἔπαλλε μέσα μου ὁλοζώντανη, πανέμορφγη νόστιμη και ἀπέραντα ἀνεκτική ἀπέναντι στίς τρέλες, τις ἀποκοτιές καί τά πάθη τῶν ἀνθρώπων ἡ Ἑλλάδα τῶν Ἐλλήνων χριστιανῶν τοῦ ἀγαπημένου μου συγγραφέα. Καί ἀπό τήν ἄλλή, ὁ ἔξω κόσμος μέ βομβάρδιζε μέ μιά ἑλληνοχριστιανική Ἑλλάδα, πού μέ γέμιζε μέ τόση λύσσα ὄση και ὀδύνη. Τούτη ἡ ἀντίθεση, τούτη ἡ ἀντιπαράθεση δύο φαινομενικά ὅμοιων κόσμων, στάθηκε τό πρῶτο μου μάθημα λογοτεχνικῆς κριτικῆς.
Πέρασαν δέκα ὁλόκληρα χρόνια μέχρι ν’ ἀποφασίσω ν’ ἀσχοληθῶ συστηματικά μέ τήν κριτική τῆς λογοτεχνίας καί ἰδιαίτερα του μυθιστορήματος. Γιά μεγάλο χρονικό διάστημα ὁ Παπαδιαμάντης ὑπῆρξε τό μοναδικό μου σχολεῖο. Μά, θ’ ἀπορρήσει ὁ καλός μου ἀναγνώστης, ἀσχολήθηκε ὁ Παπαδιαμάντης μέ τήν κριτική; Ὄχι βέβαια. Ἡ κριτική ὅμως γιά τήν ὁποία μιλῶ, καί ἡ ὁποία ἔγινε πιά ἡ μοναδική μου σχεδόν ἐνασχόληση, προῆλθε, ναί, προῆλθε ἀπό τή σπίθα πού πετάχτηκε μέσα μου τή στιγμή τῆς σύγκρουσης αὐτοῦ τοῦ ἔργου μέ τήν καταθλιπτική καί ἀνελεύθερη ἀτμόσφαιρα τῆς χουντικῆς ἑλληνοχριστιανοσύνης.
Δέν χρειαζόταν βέβαια καμία φοβερή πνευματική ἱκανότητα γιά νά καταλάβω τό χάσμα πού χώριζε τήν πίστη καί τήν τέχνη τοῦ Παπαδιαμάντη ἀπό τά ἰδεολογήματα τῶν ἡγετίσκων της δικτατορίας. Μοῦ ἀρκοῦσε ἡ αἴσθησή μου. Στήν περίπτωση τοῦ Παπαδόπουλου καί τῶν συνεργατῶν του, ἕνας δισχιλιετής πολιτισμός εἶχε στραγγίσει, εἶχε συρρικνωθεῖ, εἶχε καταντήσει κούφιο σύνθημα γιά νά τό βροντοφωνάζουν οἱ φαντάροι. Μέ τόν Παπαδιαμάντη οἱ ίδιες λέξεις πού ὅριζαν τή χώρα μου, τόν λαό μου καί τή θρησκευτική του πίστη ἠχοῦσαν μέσα μου σάν κάλεσμα ἑνός ἀκμαίου πολιτισμοῦ, πάντα πλούσιου σέ ἐκπλήξεις καί αἰνίγματα. Ἕνα σφαλιστό παράθυρο χώριζε τούς δύο κόσμους. Ἔξω, τό καθεστώς πού ἀντιμαχόμουν προσπαθοῦσε νά μετατρέψει τήν πολιτισμική μου ταυτότητα σέ τύπο, σχῆμα αἰώνια ἀπαρασάλευτο. Μέσα, ἡ ἴδια ταυτότητα μεταμορφωνόταν σέ ἀνεξάντλητο μυστήριο, ἀνάσα δημιουργίας, ἐλευθερία.
(σελ. 125-128).
Υ.Γ. Την Τέταρτη τις 14 Ιουνίου, 8.30 μμ. ο Λάκης Προγκίδης θα συζητήσει, με αφορμή το βιβλίο του, με τον Γιώργο Καραμπελιά, για τα προβλήματα του σύγχρονου ελληνισμού, στο βιβλιοπωλείο του Ιανού, Σταδίου 24.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου