(Λουκ. ιβ΄ 16-21)
Καὶ πρῶτα πλούσιος, καὶ τώρα πλουσιώτερος, καὶ ἀκόμη διαλογίζεται ὁ ἄνθρωπος οὗτος; Εὐφόρησεν ἡ χώρα του μυριοπλάσιον ἀφθονίαν παντοίων καρπῶν καὶ ἀκόμη στενοχωρεῖται ἡ καρδία του; Ηὔξησαν ὑπέρμετρα τὰ γενήματά του, ἐπλήθυναν ἐπ’ ἄπειρον τὰ ἀγαθά του καὶ ηὔξησαν καὶ ἐπλήθυναν ἀκόμη αἱ φροντίδες του; Ἔγινεν ὑπέρπλουτος, καὶ ἀκόμη ἀδημονεῖ ὡσὰν πτωχός! Τί ποιήσω; Καὶ ἄν δὲν ἡσυχάσῃ τώρα, ὁποῦ τοῦ ἔπεμψεν ὁ Θεός, ὡσὰν ἄφθονον βροχήν, τὴν θείαν του εὐλογίαν, πότε θέλει παύσει ἀπὸ τῆς φιλοπλουτίας τὴν πολυτάραχον μέριμναν; Πότε, πότε; Ὅσον πλέον μαζώνει, τόσον πλέον ἐπιθυμεῖ. Τί δυστυχισμένη καὶ βασανισμένη ζωή! Καὶ τί μωρὴ καὶ ματαία ἐλπίδα!
«Ἀνθρώπου τινός πλουσίου»- λέγει ἡ σημερινὴ παραβολή- «εὐφόρησεν ἡ χώρα»· ἐπλήθυναν ἄμετρα εἰς τὰ χωράφια τὰ γενήματα, εἰς τοὺς ἀμπελῶνας καὶ ἐλαιῶνας οἱ καρποὶ καὶ εἰς τὰ κοπάδια τὰ ζῶα, εἰς τρόπον ὅτι δὲν χωροῦσιν οὔτε τὰ σιτοδοχεῖα τὴν εὐθηνίαν τῶν σιταριῶν, οὔτε τὰ κελλάρια τὴν ποσότητα τοῦ οἴνου καὶ τοῦ ἐλαίου, οὔτε αἱ μάνδραι τὸ πλῆθος τῶν προβάτων καὶ τῶν βοῶν. Καὶ διελογίζετο ἐν ἑαυτῷ λέγων· «τί ποιήσω; Ὅτι οὐκ ἔχω ποῦ συνάξω τοὺς καρποὺς μου»; ἐσυλλογίζετο μὲ τὸν ἑαυτόν του, λέγοντας, τί νὰ κάμω; Ὅτι δὲν ἔχω ποῦ νὰ συνάξω τοὺς καρπούς μου, ὁποῦ τόσον ἐπλήθυναν. Τί ποιήσω;
Πλεονέκτα, ἐγὼ νὰ σὲ εἰπῶ τί νὰ κάμης· γέμισε τὰς παλαιάς σου ἀποθήκας, κράτησε τὸ ἀρκετόν σου καὶ τὸ χρειαζόμενον, χόρτασε ὅλην σου τὴν ἐπιθυμίαν, καὶ ἐκεῖνο ὁποῦ περισσεύει, διαμοίρασε εἰς πένητας καὶ πτωχούς! Τί ποιήσω; Ἄνθρωπε, αὐτὸ ὁποῦ ἀπέκτησες, δὲν εἶναι καρποὶ τῶν κόπων σου, εἶναι χαρίσματα τῆς ἀγαθοεργοῦ δεξιᾶς τοῦ Ὑψίστου καί, λοιπόν, μιμήσου τὸ ἔλεος τοῦ εὐεργέτου Θεοῦ· ὁ Θεὸς ἐφάνη τόσον ἐλεήμων πρὸς ἐσέ, φανοῦ καὶ σὺ ἐλεήμων πρὸς τὸν πλησίον. Τί ποιήσω; λέγεις ἐσὺ ὁ πλούσιος, συλλογιζόμενος ποῦ νὰ φυλάξῃς τόσα καλά. Τί ποιήσω; λέγει καὶ ἐκεῖνος ὁ πτωχὸς συλλογιζόμενος πῶς νὰ κυβερνήσῃ τὰ ὀρφανά του «ἐσὲ στενοχωρεῖ τὸ περισσόν, τοῦτον “στενοχωρεῖ τὸ ἀναγκαῖον” κάμε, λοιπόν, μίαν δικαίαν οἰκονομίαν ἀπὸ τὸ πολύ, ὁποῦ περισσεύει, κυβέρνησε τὴν ἀνάγκην ἐκείνου τοῦ πτωχοῦ, ὁποῦ τοῦ λείπει. Ὄχι! Ἐσὺ θέλεις τὸ ἀναγκαῖον, καὶ θέλεις καὶ τὸ περισσόν· θέλεις μοναχὸς ὅλα, καὶ διὰ νὰ τὰ φυλάξῃς, «καθελῶ μου, λέγεις, τὰς ἀποθήκας καὶ μείζονας οἰκοδομήσω». Θέλω χαλάσει τὰς παλαιάς, ὁποῦ εἶναι μικραί, καὶ θέλω οἰκοδομήσει ἄλλας μεγαλυτέρας· πλανεμένε, καὶ ἄν πληθύνουσι πάλιν οἱ καρποί σου, πάλιν θέλεις νὰ χαλᾶς, καὶ νὰ οἰκοδομῇς; Μὰ τὶ χρεία εἶναι νὰ κάμῃς φθαρτὰς ἀποθήκας ἐδῶ εἰς τὴν γῆν, ἄν ἔχης ἀκαταλύτους ἀποθήκας εἰς τὸν οὐρανόν, τῶν πενήτων τὰς χεῖρας; Ἐδῶ φύλαξε τοὺς καρπούς σου καὶ θέλεις τοὺς ἔχεις αἰώνια. Ὄχι, «ἐκεῖ συνάξω πάντα τὰ γενήματά μου καὶ τὰ ἀγαθά μου», ἐγὼ δὲν θέλω νὰ σκορπίσω εἰς ἄλλους ἐκεῖνα, ὁποῦ ἔδωκεν ὁ Θεὸς διὰ λόγου μου· καὶ τότε θέλω νὰ εἰπῶ τῆς ψυχῆς μου: «ψυχή, ἔχεις πολλὰ ἀγαθά, κείμενα εἰς ἔτη πολλά· ἀναπαύου, φάγε, πίε, εὐφραίνου»· ψυχή, ἀναπαύου τώρα ἀπὸ τοὺς κόπους, μὲ φαγητά, μὲ πιοτά, χόρτασε τὴν ὄρεξιν· ἔχεις καλὰ πολλά, διὰ χρόνους πολλούς.
Ἐκατάλαβα αὐτὴ εἶναι ἡ μωρὴ καὶ ματαία ἐλπίδα τοῦ πλεονέκτου, διατὶ ἀπόκτησε πολλά, ἐλπίζει νὰ ζήσῃ πολύ· διατὶ ηὔξησαν τὰ ὑπάρχοντά του, λογιάζει νὰ ηὔξησαν καὶ αἱ ἡμέραι του καὶ διατὶ εἶναι πλούσιος, φαντάζεται νὰ εἶναι ἀθάνατος· «ἐγὼ εἶπα ἐν τῇ εὐθηνίᾳ μου, οὐ μὴ σαλευθῶ εἰς τὸν αἰῶνα». Αὐτὴ ἡ ἐλπίδα ἐπλάνεσεν ἀπὸ τὴν ἀρχὴν τοῦ κόσμου τὸν πρῶτον πλεονέκτην, τὸν μέγαν καὶ πλούσιον ἄρχοντα πάντων τῶν ἐπιγείων, τὸν προπάτορα Ἀδάμ. Ὁ Θεὸς παρήγγειλε τοῦ Ἀδὰμ καὶ τῆς Εὔας, νὰ μὴ φάγωμεν ἀπὸ τὸ ξύλον τῆς γνώσεως, ἀλλέως -εἶπε- τὴν αὐτὴν ἡμέραν, ὁποῦ φάγετε, θέλετε ἀποθάνει· «ἀποθανεῖσθε» καὶ ὁ διάβολος, ὅπου τοὺς παρεκίνησε νὰ παραβῶσι τὴν θείαν ἐντολὴν καὶ νὰ φάγωσι, τοὺς εἶπε πὼς δὲν θέλουσιν ἀποθάνει», «οὐκ ἀποθανεῖσθε»· ἐπίστευσεν ὁ Ἀδὰμ τοῦ διαβόλου, καὶ δὲν ἐπίστευσε τοῦ Θεοῦ, μὰ ἐπλανήθη. Αὐτὸς ὁ ἴδιος διάβολος εἶναι, ὁποῦ ψιθυρίζει εἰς τὰ ὦτα τῶν ἀρχόντων, τῶν πλουσίων, τῶν πλεονεκτῶν καὶ τοὺς λέγει πὼς δὲν ἀποθνήσκουσιν· «οὐκ ἀποθανεῖσθε»· ὁποῦ τοὺς κάνει νὰ ἐλπίζωσι πολλοὺς χρόνους ζωῆς· ὁποῦ τοὺς παρακινεῖ νὰ λέγωσι· «ψυχὴ ἔχεις πολλὰ ἀγαθὰ κείμενα εἰς ἔτη πολλά», καὶ τὸ «οὐ μὴ σαλευθῶ εἰς τὸν αἰῶνα».
Μά, τί φωνὴ εἶναι ἐτούτη, ὁποῦ ἀκούω, ὡσὰν βροντὴν τοῦ οὐρανοῦ; Εἶναι φωνὴ τοῦ Θεοῦ: «εἶπε δὲ αὐτῷ ὁ Θεός»· καὶ τί τοῦ εἶπεν; «ἄφρον! ἄφρον! ταύτῃ τῇ νυκτὶ τὴν ψυχήν σου ἀπαιτοῦσιν ἀπὸ σοῦ». Ἄρχον πλούσιε, ἐσὺ ὁποῦ στέκεις καὶ διαλογίζεσαι διὰ τὰ πολλά σου καλά· τί ποιήσω; ἐσύ, ὁποῦ φαντάζεσαι πολλοὺς χρόνους ζωῆς καὶ δὲν ἐνθυμᾶσαι ὁλότελα θάνατον. Ἄφρον! μωρέ! ἀνόητε! Ὄχι τοῦτον τὸν χρόνον, ὄχι τοῦτον τὸν μῆνα, ὄχι ταύτην τὴν ἑβδομάδα, μὰ ταύτην τὴν νύκτα «ταύτῃ τῇ νυκτί», γυρεύουσι νὰ ἁρπάξωσι τὴν ψυχήν σου· «τὴν ψυχήν σου ἀπαιτοῦσιν ἀπὸ σοῦ»· εἰς ὀλίγας ὥρας ἀποθνήσκεις.
Εἶναι δυνατὸν τοῦτο, χριστιανοί; Καὶ λοιπόν, τί ἐλπίδες ἦτον ἐκεῖναι ὅπου εἶχεν ὁ σημερινὸς πλούσιος; μωραὶ καὶ μάταιαι. Καὶ λοιπόν, δὲν ἤξευρε τί ἔλεγεν, ὅταν ἐφαντάζετο εἰς τὰ πολλὰ καλὰ καὶ πολλὰ ἔτη; βέβαια. Λοιπόν, ἀποθνήσκουσι καὶ οἱ πλούσιοι, καθὼς ἀποθνήσκουσι καὶ οἱ πτωχοί; τὶς ἀμφιβάλλει; «Ἐπὶ τὸ αὐτὸ πλούσιος καὶ πένης». Λοιπόν, εἶναι μωρὸς καὶ ἀληθινὰ ἄφρων ἐκεῖνος ὁ πλούσιος, ὁποῦ, διὰ νὰ ἔχῃ πολλά, ἐλπίζει νὰ ζήσῃ πολύ, ἀνίσως καὶ ἴσια δύναται νὰ ἀποθάνῃ, ὡσὰν ὁ πτωχός, καὶ ὁ πλούσιος. «Ψυχή, ἔχεις πολλὰ ἀγαθὰ κείμενα εἰς ἔτη πολλά». Ἔτη πολλὰ φαντάζεσαι, ἄθλιε; Καὶ δὲν εἶσαι βέβαιος νὰ ζήσῃς μίαν ἡμέραν· δὲν εἶναι δι’ ἐσὲ ἀρρωστίαι; Δὲν εἶναι φόνοι; Δὲν εἶναι πνιγμοί; Δὲν εἶναι θάνατος αἰφνίδιος; Καὶ μύρια γένη θανάτων; Ἔρχεται μία πληγὴ ἀπὸ χέρι ὁποῦ δὲν βλέπεις, ἀοράτως (καὶ δὲν ἠξεύρεις ἄν εἶναι ὀργὴ τοῦ Θεοῦ, ἐπιβουλὴ ἀνθρώπου, καταστροφὴ τύχης) καὶ συντρίβει καὶ καταβάλλει τὸν μέγαν ἐκεῖνον ἄρχοντα, τὸν πλούσιον καὶ θαυμαστόν· τῶν πλεονεκτῶν αἱ φροντίδες ἄνεμος, ἄνεμος οἱ κόποι, ἄνεμος τὰ ὑπάρχοντα· ἐδιασκεδάσθησαν, ἐσκορπίσθησαν, ἀφανίσθησαν ὡς ἄνεμος ὅλα, καὶ τὸ περισσότερον, «Καὶ οὐχ εὑρέθη ὁ τόπος αὐτοῦ», ὁποῦ θέλει νὰ εἰπῆ: ἀπέθανεν ὁ πλούσιος καὶ ἐτάφη ὁλότελα ἡ ἐνθύμησίς του· ἀπώλετο τὸ μνημόσυνον αὐτοῦ μετ’ ἤχου· καὶ οὐχ εὑρέθη ὁ τόπος αὐτοῦ», εἶναι λόγια τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.
Τοῦτο εἶναι, ἄφρον, πλεονέκτα, τὸ τέλος σου· «οὕτως ὁ θησαυρίζων ἑαυτῷ καὶ μὴ εἰς Θεὸν πλουτῶν». Καὶ ἐγώ, ὅταν ἀκούσω τὸν θάνατόν σου, καὶ τοῦτο ἐνδέχεται νὰ εἶναι «ταύτῃ τῇ νυκτί», θέλω νὰ ἔλθω νὰ χαράξω ἐπάνω εἰς τὴν πέτραν, ὁποῦ σκεπάζει τὸ μνῆμα σου, ταύτην τὴν ἐπιγραφήν, διὰ νὰ βλέπωσι οἱ διαβάται καὶ νὰ γελῶσι τὴν μωρίαν σου: «ἰδοὺ ἄνθρωπος, ὅς οὐκ ἔθετο τὸν Θεὸν βοηθὸν αὐτοῦ· ἀλλ’ ἐπήλπισεν ἐπὶ τῷ πλήθει τοῦ πλούτου αὐτοῦ καὶ ἐνεδυναμώθη ἐπὶ τῇ ματαιότητι αὐτοῦ».
(Πηγή: “Διδαχαί καὶ Λόγοι”, Ἐκδ. Ρηγόπουλος. Ἀπόσπασμα)
(Πηγή ψηφ. κειμένου: orthodoxostypos.gr)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου