Το Πρακτορείο Εκκλησιαστικών ειδήσεων «Romfea.gr» δημοσίευσε, τις ημέρες του Πάσχα (4.5.2021), συνέντευξη του Σέρβου Μητροπολίτη Μπάτσκας Ειρηναίου (Μπούλοβιτς), με τίτλο: "Αναγκαίες οι συνομιλίες για την υπέρβαση του Ουκρανικού."
Ο τίτλος της συνέντευξης και η «γλώσσα» (ορολογία-νοο-τροπία) του κειμένου μού επέτρεψαν να εντοπίσω (ή να νομίζω ότι εντοπίζω), ακόμα μια φορά, την αντιθετική διαφορά των θεσμών θρησκευτικής εξουσίας από το γεγονός της Εκκλησίας, γεγονός-ευαγγέλιο πανανθρώπινης ελπίδας.
Όποιος διαβάσει τις γραμμές που εδώ αποτολμώ, θα ήθελα να ξέρει τους δεσμούς που με συνδέουν με τον Μητροπολίτη Ειρηναίο.
Ο Ειρηναίος Μπούλοβιτς, μαζί με τον Αθανάσιο Γιέβτιτς, τον Αμφιλόχιο Ράντοβιτς και τον Μάξιμο Βασίλιεβιτς υπήρξαν και εξακολουθούν να είναι ένα άκρως πολύτιμο δώρο του Θεού στη ζωή μου.
Εγγύτατοι ηγαπημένοι (οι δύο ήδη κεκοιμημένοι, αλλά παρόντες «εἰς αἀρωγήν ἡμῶν των περιλειπομένων»), ζωντανή για μένα απάντηση στο ερώτημα: πώς μπορεί να βιωθεί η εκκλησιαστική άσκηση, η αγαπητική αυταπάρνηση, η εμπειρική γνώση της Θεολογίας, η χαρά για το θάμβος της ομορφιάς του κτιστού, να βιωθούν όλα αυτά σήμερα ως «ευ-αγγέλιο» πληρότητας ελπίδων.
Με αυτό το εμπειρικό ζητούμενο, μου γεννιέται η απορία, μήπως παρεννόησα τη συνέντευξη του π. Ειρηναίου στη «Ρομφαία» – οπότε ο τρόπος για να ελεγχθεί η παρανόηση, συνοψίζεται στον προτρεπτικό λόγο του Χριστού: «εἰπέ τῇ ἐκκλησίᾳ» (Ματθ. 18-17).
Πιστεύω ότι αυτό το «εἰπέ» απευθύνεται σε κάθε άνθρωπο, δεν εξαιρεί η προτροπή τον αμαρτωλό και ανυπόληπτο, τον άγευστο χαρισμάτων λαϊκό, αποδίδοντας αποκλειστικότητα στον «εὐλογοῦντα καί ἁγιάζοντα ἡμᾶς» επίσκοπο.
Για τη δική μου, λοιπόν, ίσως λαθεμένη ευαισθησία, είναι μεγάλη οδύνη να μιλάει, ο αγαπημένος μου π. Ειρηναίος, τη γλώσσα των σύγχρονων διεθνών οργανισμών και θεσμών αναφερόμενος στην Εκκλησία.
Μιλάει για «συνομιλίες» προκειμένου να «λυθεί» το «ουκρανικό», όπως μιλάνε οι πολιτικοί για «συνομιλίες» προκειμένου να λυθεί λ.χ. το «παλαιστινιακό». Τί θα πει «συνομιλίες»;
Η λέξη, τυπικό σημαίνον της ορολογίας του «Διαφωτισμού», σημαίνει την εμπιστοσύνη του νεωτερικού ανθρώπου στην ισχύ και αποτελεσματικότητα της ratio: του «ορθού λόγου»: Να σκεφθούμε και να συσκεφθούμε «ορθολογικά», οπότε η αλήθεια θα προκύψει ως κοινή βεβαιότητα νοητική, κοινή συν-εννόηση.
Ο π. Ειρηναίος δηλώνει απερίφραστα ότι θέλει οπωσδήποτε μια «συν-εννόηση» – ορθολογική, προφανώς, υποταγή όλων σε μια κωδική, κοινά αποδεκτή ορθότητα.
Θα προτιμούσε, βεβαίως, μια αλάθητη αυθεντία, διότι, όπως ο ίδιος λέει, «υποδεέστερος θεσμός δεν δύναται να αμφισβητήσει, πολλώ μάλλον να ακυρώσει, τας αποφάσεις του υψίστου θεσμού»!
Ανώτατη (αλάθητη) θεσμική αυθεντία ζητάει ποιος;
Ο π. Ειρηναίος Μπούλοβιτς. Τη λογική ανάγκη «υπέρτατου θεσμού» δηλαδή παπισμού, κραυγάζει το αίτημά του, αλλά χωρίς να το αντιλαμβάνεται – την ίδια ανάγκη εγωκεντρικής σιγουριάς και θωράκισης ικανοποιεί ζητώντας «Οικουμενική Σύνοδο».
Αντιλαμβάνεται την Οικουμενική Σύνοδο σαν υποκατάστατο του Παπικού Αλάθητου στην Ορθοδοξία – το δηλώνει απερίφραστα.
Αλλά ποιός θα τη συγκαλέσει; Ένας «αλάθητος» πάπας Νέας Ρώμης (Κωνσταντινουπόλεως);
Ναι, αυτό μοιάζει να έχει ανάγκη ο π. Ειρηναίος Μπούλοβιτς.
Θέλει έναν «αλάθητο» Κωνσταντινουπόλεως, με έναν μοναδικό όρο εξασφάλισης του «αλάθητου»: την παραμονή της Εκκλησίας της Ουκρανίας υποταγμένης, οπωσδήποτε στον Μόσχας.
Θέλω να βεβαιώσω τον άγιο Μπάτσκας Ειρηναίο ότι μου είναι αδύνατο να διαφωνήσω μαζί του, η διαφωνία δεν βρίσκει χώρο μέσα μου, μέσα σε τόσες μνήμες χαράς, συναναστροφών, εγκάρδιας φιλίας, ευγενικών φροντίδων του για μένα και της μεγάλης τιμής (και συγκίνησης) να έχει ο ίδιος, αυτοπροαίρετα εκδώσει επτά (7) δικά μου βιβλία σε σερβική μετάφραση.
Θέλω, λοιπόν, ειλικρινά να τον διαβεβαιώσω ότι δεν κατορθώνω να ξεδιαλύνω, ποιός «έχει δίκιο» και ποιός «έχει άδικο» στην περίπτωση της ουκρανικής αυτοκεφαλίας.
Αλλά και δεν με ενδιαφέρει ποιά αξίωση «αλάθητου» θα ενισχύσει το «δίκιο» μου – με ενδιαφέρει σίγουρα, τι είναι αληθινό και τι ψεύτικο, όχι τι είναι «κανονικό» και «νόμιμο».
Δοξάζω τη Σοφία του Θεού, που επέτρεψε η «Δεύτερη και Νέα Ρώμη», των πιστών το καύχημα, οικουμένης το αγλάϊσμα, να απογυμνωθεί, με μαρτυρική πορεία αιώνων, ποταμούς αιμάτων και οιμωγές αναρίθμητων θυμάτων, από κάθε κοσμική, εξουσιαστική δύναμη, αίγλη, επιβολή.
Όσο μεγαλείο τής απόμεινε σαρκώνεται όχι στους αριθμούς και στην ποσότητα, αλλά στη γνησιότητα και ποιότητα εμμονής στην εμπιστοσύνη («κρατῶμεν τῆς ὁμολογίας» Ἑβρ. 4.14).
Δύναμή της και αλήθεια της είναι να «νίπτει πόδας», όχι να ασκεί εξουσία ιδεολογικού αλαθήτου και ηθικής- «κανονικής» αστυνόμευσης.
Έχει κάνει χιλιάδες λάθη το Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως και συνεχίζει ακάθεκτο να αμαρτάνει.
Υπέκυψε στον εκβιασμό που υπέστη από το βαρβαρικό τότε Κίεβο (στον 16ο αιώνα) και έδωσε την προσωνυμία-τίτλο-προνομίες Πατριαρχείου στα στίφη των Ρως, με κριτήριο την ποσότητα, το αριθμητικό μέγεθος, όχι την εκκλησιαστική φανέρωση, αλήθεια και παράκληση.
Και επανέλαβε αυτό το αναιρετικό της εκκλησιαστικής αλήθειας αμάρτημα αργότερα και με τους Σέρβους, στη συνέχεια και με τους Ρουμάνους, τελικά και με τη Βουλγαρία, τη Γεωργία –ωκάθε «εθνική» Εκκλησία.
Οι λέξεις «πατριαρχείο» και «αυτοκέφαλη εκκλησία» προσέλαβαν τον 19ο αιώνα το νηματικό περιεχόμενο και το πραγματικό αντίκρισμα του προτεσταντικού όρου «Staatskirche» (κρατική θρησκεία): δήλωναν μια κοινή ιδεολογική βάση ατομικών, μεταφυσικών «πεποιθήσεων», ατομοκεντρικής ηθικής κωδικοποιημένης. «Ορθόδοξα» πατριαρχεία και «αυτοκέφαλες» εκκλησίες εκπροτεσταντίστηκαν ολοκληρωτικά, χωρίς καμιά επίγνωση της αλλοτρίωσής τους.
Τί θα πει «εκπροτεσταντίστηκαν»; Ανεπιγνώστως, ταυτίζουν τη γνώση με την ατομική κατανόηση (cogito), όχι με το άθλημα της σχέσης, της μετοχής, της αγάπης.
Ταυτίζουν τη σωτηρία, με την ατομική (μετρητή) δικαίωση – επομένως με την ατομική ορθοπραξία, άρα με το διδακτικό κήρυγμα, την ηθικολογία που θέλει να «βελτιώνει» τη συμπεριφορά.
Σε αυτόν τον θρησκευτικό ατομοκεντρισμό, που τον θεμελίωσε ο Ρωμαιοκαθολικισμός, τον θεσμοποίησε, ως θεωρία και πράξη, ο Προτεσταντισμός και τον κατάπιαν ατόφιο (σαν αυτονόητο «εκσυγχρονισμό» του ευαγγελίου) οι «εθνικές» εκκλησίες – η ρωσική, η ελλαδική, η σερβική, η ρουμανική, η βουλγαρική, η γεωργιανή κ.ό.ά.
Θα τολμούσε να ισχυριστεί κανείς ότι δεν υπάρχει πια χριστιανική Εκκλησία που να αυτοκαθορίζεται ενεργά και έμπρακτα (στους
θεσμούς και στη λατρεία, στην αγιογραφία και στην αρχιτεκτονική) ως ενεργό εκκλησιαστικό σώμα (ενορία-επισκοπή) – δεν μοιάζει να υπάρχει συνείδηση της σωτηρίας ως δωρήματος μετοχής του χριστιανού στη ζωή-ύπαρξη ως σχέση, αγαπητική κοινωνία, να συνιστά η σχέση-αγάπη την ύπαρξη, κατ’ εικόνα του Τριαδικού Πρωτοτύπου του υπάρχειν.
Μέσα σε αυτό το ολοκληρωτικό γεγονός εκπροτεσταντισμού των «εθνικών» εκκλησιών, θρησκειοποίησης και ατομοκεντρικού ηθικισμού που αυτεπαγγέλεται την «Ορθοδοξία», μας χάρισε η αγάπη του Θεού μια παροδική «αποκάλυψη»-έκπληξη, στα μέσα του 20ου αιώνα.
Την ονομάσαμε «ρωσική διασπορά». Μια χούφτα πρόσφυγες, ξεριζωμένοι από τη γη της Ρωσίας, θύματα του αντι-εκκλησιαστικού μένους των μαρξιστών μπολσεβίκων, μεταφυτεύθηκαν στα μεγάλα αστικά κέντρα της Ευρώπης και της Αμερικής.
Και αναζήτησαν, έναντι Ρωμαιοκαθολικών και Προτεσταντών, την εκκλησιαστική τους ταυτότητα.
Αυτό που προέκυψε, μέσα σε μία και μόνη γενιά (με ελάχιστες επιβιώσεις σε δεύτερη) ήταν μια έκπληξη, δώρο ή θαύμα.
Έγιναν οι πατέρες μας: Βλαδίμηρος Λόσκυ, Γεώργιος Φλωρόφσκυ, Αλέξανδρος Σμέμαν, Ιωάννης Μάγεντορφ, Παύλος Ευδοκίμοφ και άλλοι.
Από αυτούς προέκυψε και στη Σερβία η έκπληξη: Αθανάσιος Γιέφτιτς, Αμφιλόχιος Ράντοβιτς, Ειρηναίος Μπούλοβιτς, Βλάνταν Πέρισιτς, Μάξιμος Βασίλιεβιτς.
Στη Ρουμανία, η ομάδα θεολόγων που πλαισίωναν τον π. Δημήτριο Στανιλαόε.
Στην Ελλάδα, οι Δημήτριος Κουτρουμπής, Νίκος Νησιώτης, Ιωάννης Ζηζιούλας, Βασίλειος Γοντικάκης, Παναγιώτης Νέλλας, Γεώργος Μαντζαρίδης, Νίκος Ματσούκας, οι αντιπροσωπευτικότεροι.
Τα ονόματα είναι μόνο ενδεικτικά, πρωτοπόρων και συνοδοιπόρων στην προσπάθεια να αποτιναχθεί ο ζυγός στανικής υποταγής των Ορθοδόξων στον εισαγόμενο από τη Δύση θεολογικό φορμαλισμό και ευσεβιστικό, νομικισμό και ατομοκεντρισμό. Γι’ αυτό και η συνέντευξη του Ειρηναίου Μπούλοβιτς στη «Ρομφαία», ήταν έκπληξη.
Πριν από κάθε τι άλλο, η γλώσσα του: Είναι γλώσσα νομική, με στόχο τη νοητική πειθώ, την εξουσιαστική επιβολή, την «ἀναγκαστή κατά πάντων» εγκυρότητα – εγκυρότητα θωρακισμένη με ρήσεις (όχι τυχαία) λατινικές.
Ο Μητροπολίτης Ειρηναίος θέλει τον Οικουμενικό Πατριάρχη primus inter pares, δεν τον ικανοποιεί η ευαγγελική γλώσσα που βλέπει ως «πρῶτον» τον «πάντων ἔσχατον».
Διατυπώνει ο Ειρηναίος ως πρόβλημά του: «Είναι ο οικουμενικός Πατριάρχης πρώτος ex sese (αφ’ εαυτού) ή πρώτος de jure divine (κατά το θείον Δίκαιον) ή πρώτος τη βουλήσει της Εκκλησίας;... Είναι ούτος υπεράνω της Συνόδου των Επισκόπων ή είναι (απλώς) ο προεδρεύων της Συνόδου, απλώς ισότιμο μέλος της;»
Η γλώσσα με την οποία εκφράζεται ο Μητροπολίτης Μπάτσκας είναι η βατικάνεια γλώσσα της εξουσιαστικής παντοδυναμίας του «Νόμου», γλώσσα αφομοιωμένη σήμερα πλήρως από τη Μόσχα.
Δείχνει να μην ενοχλείται ο π. Ειρηναίος από το γεγονός ότι το μοσχοβίτικο πατριαρχείο σήμερα έχει θέσει σιωπηρά «υπό απαγόρευσιν» τα βιβλία της ρωσικής διασποράς, το μεγάλο δώρο του Θεού στην εποχή και γενιά μας – στις εισόδους των ναών προσφέρεται στους πιστούς η παιδαριώδης, ποικιλότατη βιβλιογραφία της μικρονοϊκής, ψυχολογικά εύπεπτης θρησκοληψίας, ποτέ τα θησαυρίσματα εκκλησιοκεντρικής Θεολογίας τής άλλοτε ρωσικής διασποράς.
Θα μου πείτε: την ίδια εύπεπτη, μικρονοϊκή θρησκοληψία και τον ίδιο πομπώδη, χαρτογιακάδικο λόγο εξουσίας δεν έχουν υιοθετήσει και όλα τα διοικητικά κέντρα «αυτοκεφαλίας» των «ορθόδοξων» τοπικών Εκκλησιών;
Επιπλέον, η Εκκλησία της Μόσχας, δεν μοιάζει να μιμείται, πιστά και άκριτα, τα τεχνάσματα εξαγοράς της εξουσιαστικής υπεροχής της στο διεθνές πεδίο;
Εξαγοράζει απροκάλυπτα, ακόμα και πρεσβυγενή Πατριαρχεία (πολύ ευκολότερα εθνικές Εκκλησίες) αναλαμβάνοντας το ιλιγγιώδες κόστος να τους οικοδομήσει καινούργιους, πελώριους καθεδρικούς ναούς με νεοπλουτίστικη επίδειξη ισχύος και χλιδάτες ακαλαισθησίες.
Μας βοηθάει η υπεροψία και εξουσιαστική έπαρση της Μόσχας να συνειδητοποιούμε, πόσο πολύτιμο δώρο του Θεού είναι η παρατεινόμενη αιχμαλωσία του πρωτόθρονου Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως στον ζυγό του Οθωμανικού Ισλάμ.
Όσο διαρκεί αυτή η ταπεινωτική αιχμαλωσία (και πέρας δεν φαίνεται στον ορίζοντα), το Οικουμενικό Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως είναι ολοφάνερα, «ο πάντων έσχατος» που λειτουργεί το λειτούργημα του «πρώτου» (το πρωτείο των ευθυνών) ως διακονία.
Φυσικά, μέσα στα όρια ανεπάρκειας του κτιστού, συχνά και ο Οικουμενικός Πατριάρχης, όπως κάθε επίσκοπος, μιμείται μεθόδους, τακτικές, νοο-τροπίες «εκσυγχρονισμένων» θεσμών εξουσίας.
Για παράδειγμα: Η Αγία και Μεγάλη Σύνοδος (17-26 Ιουνίου του 2016, στην Ακαδημία Κρήτης-Κολυμπάρι): Ήταν μια καταφανής απομίμηση, με κραυγαλέα τη μειονεξία, σε σχέση με το πρωτότυπο και αυθεντικό, Γενικών Συνελεύσεων του Παγκοσμίου Συμβουλίου Εκκλησιών ή «ολομέλειας» αξιωματούχων οποιουδήποτε διεθνούς οργανισμού – αντιγραφή κοσμικών προτύπων, προτεσταντικών «συμβουλίων», ρωμαιοκαθολικών κονκλάβιων.
Έμοιαζε να μην υπάρχει η παραμικρή επίγνωση ότι στην Εκκλησία αληθεύει μόνο ό,τι καθολικώς κοινωνείται, η αλήθεια είναι κάτι ριζικά διαφορετικό από την ιδεολογική αυθεντία ή την εγκυρότητα θεσμικών φορέων ή πλειοψηφούσας γνώμης.
Ότι Εκκλησίες που συνεργάστηκαν ανεπιφύλακτα για την ετοιμασία των θεμάτων της Συνόδου, επί πολλές δεκαετίες, έως τις παραμονές έναρξης των εργασιών τής Συνόδου και αθέτησαν την τελευταία στιγμή τη συμμετοχή τους, η Εκκλησία τις αποκόβει από το ένα και αδιαίρετο σώμα της.
Για να μείνει η ελάχιστη έστω Εκκλησία, «κόκκος σινάπεως» ή «μικρά ζύμη», πανανθρώπινη ελπίδα σωτηρίας.
Η Μόσχα μάς αρνείται πεισματικά να ελπίζουμε σε αυτό το θαύμα. Θέλει τα πρωτεία, βασισμένη στη δύναμη των ποσοτικών μεγεθών, δύναμη των αριθμών.
Και ο άγιος Μπάτσκας συστρατεύεται με την ισχύ, όχι με την αδυναμία.
Ασφαλώς ξέρει και καταλαβαίνει διαυγέστερα από μένα που καταθλίβομαι με τις επιλογές του.
Έχει γράψει το πολυτιμότερο κείμενο από όσα έχω διαβάσει για τον π. Πορφύριο. Πιστεύω ότι ο άγιος Γέροντας θα τον φωτίσει.
https://www.romfea.gr/katigories/10-apopseis/43950-o-xristos-giannaras-gia-tis-diloseis-tou-batskas-eirinaiou
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου