Χριστουγεννιάτικες Ιστορίες
π. Δημητρίου Μπόκου
Χαρισμένο σὲ ὅσους βαφτίζουν τὸν πόλεμο ἀνθρωπιστικὴ ἐπιχείρηση
Μὲ τὰ τελευταῖα λόγια τοῦ βασιλιὰ Γόμερ οἱ ἀρχηγοὶ ὕψωσαν τὰ ξίφη τους καὶ οἱ πολεμιστὲς ἐπευφήμησαν τὸν βασιλιά τους. Μὰ ὁ ἑκατόνταρχος Ρόμαν δὲν τοὺς μιμήθηκε. Ἀκούμπησε τὸ χέρι στὴ λαβὴ τοῦ ξίφους του, μά, σὰν κάτι νὰ τὸν κράτησε, σταμάτησε ἐκεῖ. Οἱ ἄντρες του, βλέποντας τὸν δισταγμό του, ἔμειναν σιωπηλοί.
Ὁ σαλπιγκτὴς ἔφερε τὸ στριφτὸ βούκινο στὸ στόμα του. Ἕνας βαθὺς ἦχος ἁπλώθηκε στὴν κοιλάδα καὶ σύγκαιρα ὁ στρατός, σὰν γιγάντιο σῶμα, κινήθηκε μπροστά. Ἡ πανίσχυρη στρατιὰ τῆς μεγάλης αὐτοκρατορίας ξεκινοῦσε γιὰ τὴ νέα της ἀποστολή.
Ὁ Ρόμαν σπιρούνισε τὸ ἄλογό του βαρύθυμος. Γύρω του ὑψωνόταν μιὰ βουερὴ σύγχυση, καθὼς τὰ ποικίλα σώματα προχωροῦσαν ἀργὰ μὲ τὸν βαρὺ ὁπλισμό τους. Στὰ κοντάρια τους, ἴδιο κινούμενο δάσος, ἀνέμιζαν λευκὰ τριγωνικὰ φλάμπουρα μὲ ἔμβλημα στὴ μέση τὸν σταυρό. Προηγοῦνταν ἱππεῖς, ἐνῶ τοξότες σὲ πυκνὰ τμήματα κάλυπταν τὰ πλαϊνὰ καὶ τὰ νῶτα. Ἑκατοντάδες ὑποζύγια καὶ ἅμαξες ἀκολουθοῦσαν ξοπίσω μὲ ἐφόδια γιὰ πολύμηνη ἐκστρατεία.
Ἁπλωμένο στὴν πλατειὰ κοιλάδα τὸ μεγάλο στράτευμα φάνταζε ὑποβλητικό. Μὰ ὁ Ρόμαν ἔβλεπε μὲ βαθὺ σκεπτικισμὸ τὸ μεγαλόπρεπο θέαμα ποὺ θὰ χανόταν σὲ λίγο, ὅταν ἡ ἁπλοχωριὰ θά ’δινε τὴ θέση της σὲ στενωποὺς καὶ ὑπώρειες. Δὲν ἀμφέβαλλε γιὰ τὴν ἰσχύ τους. Οὔτε ὁ ἴδιος ἦταν δειλός. Εἶχε δείξει τὴν ἀναμφισβήτητη ἀξία του, ὅσες φορὲς ἡ πατρίδα του βρέθηκε σὲ κίνδυνο.
Μὰ τώρα ἀμφέβαλλε γιὰ τὸν σκοπό τους. Ἡ αὐτοκρατορία δὲν βρισκόταν σὲ κίνδυνο. Ἦταν πιὰ πανίσχυρη. Εἶχε ὑποτάξει τοὺς λαοὺς ποὺ τὴν ἐπιβουλεύτηκαν. Ποῦ πήγαιναν;
Στὴν ἄλλη σχεδὸν ἄκρη τῆς γῆς. Ὁ Γόμερ εἶχε μάθει πὼς κατοικοῦσε ἐκεῖ ἕνας λαός. Μικρὸς μπροστὰ στὴ μεγάλη αὐτοκρατορία. Οὔτε πολεμοχαρής, οὔτε ἐχθρικὸς μαζί τους. Μὰ οὔτε καὶ πρόθυμος νὰ ὑποταχθεῖ σὲ κανέναν. Προτιμοῦσε νὰ ζεῖ ἐλεύθερος.
Ὁ Γόμερ ὅμως ἦταν ὁ μεγάλος βασιλιάς. Ὁ αὐτοκράτορας. Ὁ ἐκλεκτὸς τοῦ Θεοῦ. Θεωροῦσε τὸν ἑαυτό του κυρίαρχο τῆς οἰκουμένης. Μὲ ἐξουσία δοσμένη ἀπὸ τὸν Θεό. Καὶ τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ τί ἄλλο θά ’ταν ἀπ’ τὸ νὰ βασιλεύει ὁ μεγάλος βασιλιὰς σ’ ὅλη τὴ γῆ; Στὸ ὄνομα τοῦ Θεοῦ λοιπὸν ἡ αὐτοκρατορία θὰ ἔβαζε τώρα τὰ πράγματα στὴ θέση τους.
Ὁ παλαίμαχος Ρόμαν πορευόταν σιωπηλὸς καὶ σκεπτόταν. Ἡ ἀλαζονεία τοῦ Γόμερ τὸν ἔκανε νὰ ἀντιδρᾶ. Δὲν ἤθελε νὰ τὰ βάλει μ’ ἕνα λαό, ποὺ θὰ πολεμοῦσε γιὰ τὴ γῆ του καὶ τὰ παιδιά του. Ποιὸς Θεὸς θὰ εὐλογοῦσε τέτοιον πόλεμο;
Γιὰ βδομάδες ὁλόκληρες ἡ μεγάλη στρατιὰ ἅπλωνε τὴν ἀπειλητική της παρουσία σὲ βουνὰ καὶ πεδιάδες, ὥσπου ἔφτασε κάποτε ἀπέναντι στὰ κάστρα τῆς μικρῆς χώρας. Ὁ λαός της ἀντίκρυσε τὸν στρατὸ τῆς μεγάλης αὐτοκρατορίας, μὰ δὲν τό ’βαλε κάτω. Ἡ ἀγάπη γιὰ τὴν πατρίδα καὶ τὴ λευτεριὰ ἔκαμε ἀτσάλι τὴν καρδιά τους.
Κι ἔτσι πιάστηκε ὁ πόλεμος. Μῆνες κράτησε, μὰ τὰ ὀχυρὰ τοῦ μικροῦ λαοῦ ἄντεχαν. Ὁ χειμώνας ἔφτασε. Οἱ μαχητὲς τῆς αὐτοκρατορίας ἔχαναν τὸ ἠθικό τους. Ἄρχισαν τὴ γκρίνια.
- Γιατί πολεμᾶμε αὐτὸν τὸν λαό; Σὲ τί μᾶς ἔφταιξε; Αὐτοὶ πολεμοῦν γιὰ τὰ παιδιά τους. Ἦρθαν τὰ Χριστούγεννα. Ἐμεῖς πῶς θὰ τὰ γιορτάσουμε χωρὶς τὰ παιδιά μας; Γιατί ἤρθαμε τόσο μακριά;
Ὁ στρατηγὸς προσπάθησε νὰ τοὺς τονώσει. Τοὺς μάζεψε καὶ τοὺς μίλησε. Τοὺς θύμισε ὅτι εἶναι ὁ καλύτερος στρατὸς τῆς γῆς. Κι ὁ βασιλιάς τους αὐτοκράτορας τῆς οἰκουμένης. Καὶ ὅλοι οἱ λαοὶ πρέπει νὰ προσκυνοῦν τὸν μεγάλο βασιλιά. Καὶ θέλημα Θεοῦ εἶναι νὰ ἐξαφανιστεῖ αὐτὸς ὁ λαός, ποὺ τοὺς ταλαιπωρεῖ τόσον καιρὸ μὲ τὸ πεῖσμα του νὰ μὴν προσκυνᾶ.
- Στ’ ὄνομα τοῦ Θεοῦ, λοιπόν, σᾶς τοὺς παραδίδω στὰ χέρια σας καὶ στὸ σπαθί σας!
Καὶ μὲ τὰ λόγια αὐτὰ ὁ στρατηγὸς ἐπευφήμησε τὸν βασιλιά τους. Τὸν μιμήθηκαν κάμποσοι, μὰ οἱ πολλοὶ δὲν ἀνταποκρίθηκαν.
- Νά, πῶς ὁ σταυρὸς γίνεται σύμβολο τοῦ μίσους! σκέφτηκε ἀκόμα πιὸ βαρύθυμος ὁ Ρόμαν. Αὐτὸς ὁ πόλεμος εἶναι πολὺ ἀνήθικος.
Ὁ στρατηγὸς ὅρισε ἡ τελικὴ ἕφοδος νὰ γίνει τὴ νύχτα τῶν Χριστουγέννων, ποὺ δὲν θὰ περίμενε ἐπίθεση κανένας. Χριστιανοὶ μέσα, Χριστιανοὶ ἔξω, θὰ γιόρταζαν Χριστούγεννα ἀντὶ νὰ πολεμοῦν. Τὴ νύχτα ποὺ γεννιόταν ὁ Χριστὸς φέρνοντας τὴν ἐπὶ γῆς εἰρήνη, ἡ αὐτοκρατορία θ’ ἀφάνιζε στ’ ὄνομά Του τὸν μικρὸ λαό.
Ἔτσι κι ἔγινε.
Τὴν ὁρισμένη ὥρα τῆς ἅγιας νύχτας ἄρχισε ἡ ἐπίθεση. Ὁ στρατηγὸς δὲν εἶχε γελαστεῖ. Ὁ πολὺς κόσμος ἦταν στὶς ἐκκλησιὲς γιὰ νὰ λειτουργηθεῖ καὶ νὰ παρακαλέσει γιὰ τὴ σωτηρία του. Λίγοι μαχητὲς ἦταν στὰ τείχη. Μὰ κι αὐτοὶ πολέμησαν γενναῖα. Ἀλλὰ κάποτε λύγισαν. Οἱ πύλες παραβιάστηκαν. Οἱ εἰσβολεῖς ὅρμησαν στὴν πόλη. Λεηλασία καὶ φωτιὰ ἀντάμα ἄρχισαν τὸ μακάβριο ἔργο τους.
Καὶ ὁ Ρόμαν; Τί ἔγινε; Ποῦ βρισκόταν;
Μὲς στὸ σκοτάδι καὶ τὴ σύγχυση οἱ ἄνδρες του ἀπὸ τὸ δεξιὸ κέρας ὅπου βρίσκονταν, πλαγιοδρόμησαν ἀθόρυβα καὶ ἀθέατοι βγῆκαν ἀπ’ τὸ πεδίο τῆς μάχης. Καθηλωμένοι σ’ ἕνα χαμηλὸ κοίλωμα κοντὰ στὰ τείχη περίμεναν, ὥσπου ἡ πρώτη πύλη ὑποχώρησε.
Ὁλόκληρη ἡ φάλαγγα τότε στὸ σύνθημα τοῦ Ρόμαν ὅρμησε ταχύτατα, σὰν βέλος, μπροστά. Προχώρησαν μὲς ἀπ’ τὶς φλόγες ποὺ ἀγκάλιαζαν τὰ πρῶτα σπίτια. Διέσχισαν γοργά τοὺς σκοτεινοὺς ἔρημους δρόμους, ὥσπου ἔφτασαν στὴν πρώτη ἐκκλησιά. Ὁ Ρόμαν ὑπολόγιζε, σωστὰ ὅπως φάνηκε, πὼς ὅλοι θὰ βρίσκονταν ἐκεῖ. Φωτεινὲς ἀνταύγειες ξεχείλιζαν ἀπ’ τὰ χρωματιστά της παράθυρα γλυκαίνοντας τὴν παγωνιὰ τῆς μάχης καὶ τοῦ σκοταδιοῦ.
Στὴν πλακόστρωτη αὐλὴ ἀντήχησαν τὰ ποδοβολητὰ ἀνθρώπων καὶ ἀλόγων. Ὁ Ρόμαν πρόβαλε στὴν εἴσοδο. Σύγκαιρα μιὰ μυριόστομη κραυγὴ ἀπ’ τὸ ἀσφυκτικὰ συγκεντρωμένο πλῆθος ἔτρεψε τὴν παρήγορη ἀτμόσφαιρα τῆς χριστουγεννιάτικης λειτουργίας σὲ θρῆνο. Οἱ μητέρες ἔσφιξαν στὰ στήθη τὰ μωρά τους. Βιβλικὸ δέος πλημμύρισε τὰ πάντα. «Φωνὴ ἐν Ραμὰ ἠκούσθη, θρῆνος καὶ κλαυθμὸς καὶ ὀδυρμὸς πολύς». Τὸ κλάμα τῆς Ραχὴλ γιὰ μιὰ φορὰ ἀκόμα ὑψώθηκε ὣς τὰ μεσούρανα. Τὰ βλέμματα ὅλων, ἀλλοιωμένα ἀπ’ τὸν τρόμο, στράφηκαν πρὸς τὴν πόρτα.
Μὰ εἶδαν τὸν ἑκατόνταρχο μὲ τὴν περικεφαλαία στὸ χέρι νὰ κάνει μόνο τὸν σταυρό του. Δίπλα του οἱ πολεμιστὲς ἔκαναν τὸ ἴδιο.
- Δὲν θὰ γινόμουνα ποτὲ Ἡρώδης! Θὰ σᾶς προστατέψω! Μὴ φοβάστε! εἶπε μονάχα ὁ Ρόμαν σηκώνοντας γιὰ καθησυχασμὸ τὸ χέρι του καὶ βγῆκε.
Ἄφησε μιὰ ὁμάδα γιὰ τὴν προστασία τους καὶ μὲ τοὺς ὑπόλοιπους ἄνδρες του προχώρησε. Οἱ εἰσβολεῖς βρῆκαν στὴν εἴσοδο κάθε ναοῦ τοὺς ὁπλισμένους ἐπίλεκτους τοῦ Ρόμαν. Γνώριζαν ὅλοι τὴν ἀξία τους. Δίστασαν νὰ ἐμπλακοῦν σὲ ἐμφύλια σύρραξη. Δὲν ἦταν ἄλλωστε καὶ τόσο περήφανοι γι’ αὐτὸν τὸν πόλεμο. Ὁ πληθυσμὸς σώθηκε.
Ξημέρωνε σχεδόν, ὅταν ὁ στρατηγὸς ἔμπαινε στὴ λεηλατημένη πόλη. Ἡ εἴδηση γιὰ τὴ δράση τοῦ Ρόμαν εἶχε ἁπλωθεῖ κιόλας παντοῦ. Ὁ στρατηγὸς τὸν κάλεσε πάραυτα σὲ ἀπολογία.
- Ἑκατόνταρχε Ρόμαν! Παράδωσε ἀμέσως τὸ σπαθί σου καὶ ἐξήγησέ μας γιατί ἀψήφησες τὸ θέλημα τοῦ μεγάλου βασιλιᾶ.
- Ἀκόμα καὶ στὸν πόλεμο ὑπάρχουν κανόνες! εἶπε ὁ Ρόμαν προχωρώντας θαρρετὰ μπροστὰ ἀπ’ τὸ στράτευμα καὶ ρίχνοντας τὴ ζώνη μὲ τὸ ξίφος του στὰ πόδια τοῦ στρατηγοῦ. Δὲν πρέπει νὰ κυριαρχεῖ μόνο ὁ νόμος τῆς δύναμης. Ποτὲ δὲν ἀτίμωσα τὸ σπαθί μου μὲ ἐγκλήματα καὶ δὲ θὰ τό ’κανα τώρα!
- Γιὰ ποιὰ ἐγκλήματα μιλᾶς, ἑκατόνταρχε;
- Γιὰ τὸν ἀνέντιμο πόλεμο ποὺ κάνουμε τώρα, στρατηγέ μου. Ὁ ἀναίτιος ἀφανισμὸς ἑνὸς λαοῦ εἶναι ἔγκλημα. Ὁ μεγάλος βασιλιάς, ἀλλὰ καὶ κάθε ἄνθρωπος, εἶναι ἐλεύθερος νὰ ἐγκληματεῖ ἄραγε; Ἔστω πὼς εἶναι! Μὰ ὅταν φορτώνει τὸ ἔγκλημά του στὴν πλάτη τοῦ Θεοῦ, γιὰ νὰ ξεφορτωθεῖ ὁ ἴδιος τὴν εὐθύνη, δὲν ἐγκληματεῖ διπλά; Κανένας, μὰ κανένας δὲν ἔχει τὸ δικαίωμα, οὔτε κι ὁ βασιλιάς, νὰ κάνει τὰ ἐγκλήματά του στὸ ὄνομα τοῦ Θεοῦ. Εἶναι δυνατὸν ποτὲ κάτω ἀπ’ αὐτὸ τὸ φύλλο τῆς συκῆς νὰ κρύψει κάποιος πραγματικὰ τὴ γύμνια του; Καὶ ὑπάρχει ἄραγε χειρότερη βλαστήμια τοῦ Θεοῦ ἀπ’ αὐτήν; Παραμορφώσαμε τὴν εἰκόνα του. Σβήσαμε τὴν ἀγάπη ἀπ’ τὴ μορφή του καὶ βάλαμε στὸ χέρι του μαχαίρι. Τὸν θέλουμε κι Αὐτὸν νὰ ὑπηρετεῖ τὰ σχέδιά μας, ὅποια κι ἂν εἶναι!
…Ὁ Ρόμαν μίλησε παράτολμα. Παγερὴ σιγὴ ἁπλώθηκε στὸ στράτευμα. Οἱ στιγμὲς ποὺ ἀκολούθησαν ἦταν δραματικές. Μὰ ὁ στρατηγὸς δὲ βιάστηκε ν’ ἀπαντήσει. Ζύγιζε τὴν κατάσταση. Γνώριζε τὸν γενναῖο Ρόμαν καὶ ἤξερε πόσο βαθιὰ τὸν ἐκτιμοῦσε ὁ στρατός του.
- Πάρε τὸ σπαθί σου, ἑκατόνταρχε! εἶπε στὸ τέλος. Δὲν εἴμαστε βάρβαροι καὶ θὰ τὸ ἀποδείξουμε. Ἔχουμε ἀκόμα τὸν καιρὸ νὰ φτιάξουμε μιὰ νέα σχέση μὲ τὸν λαὸ αὐτό. Ἂς ξαναχτίσουμε τὴν πόλη τους πρὶν φύγουμε. Ἂς μᾶς θυμοῦνται φίλους καὶ ὄχι ἐχθρούς.
Ἀλαλαγμὸς χαρᾶς ὑψώθηκε γιὰ τὴ δικαίωση τοῦ Ρόμαν…
- …αὐτὰ γινόντουσαν, παιδί μου, τὸν παλιὸ καιρό! ἔλεγε ὁ παπποὺς τελειώνοντας τὴν ἱστορία του.
Μὰ μέχρι σήμερα δὲν ἔλειψαν ποτὲ οἱ ἀλαζόνες ἄνθρωποι. Ποὺ πολεμᾶνε τάχατες γιὰ τὸ καλὸ καὶ γιὰ τὴ δόξα τοῦ Θεοῦ. Μὰ στὴν οὐσία καπηλεύονται τὸ ὄνομά Του γιὰ νὰ καλύπτουν τὰ ἐγκλήματά τους.
Νὰ ὑπάρχουν ἄραγε καὶ οἱ γενναῖοι Ρόμαν ποὺ ξεσκεπάζουν τὸ κακό;
…Φαντάζομαι πὼς ναί, …μιὰ καὶ δὲν ἔσβησε ὁ Θεὸς τὸν κόσμο αὐτὸν ἀκόμα…
Χριστούγεννα 2004
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου