Δευτέρα 18 Απριλίου 2016

Ὁ Οἰκουμενισμός εἶναι συγκρητιστικὴ παναίρεση



Ὁ Οἰκουμενισμός εἶναι συγκρητιστικὴ παναίρεση

Γράφει ο Ενορίτης- Ομοθυμαδόν

Ὁ Οἰκουµενισµός, ὡς θεολογικὴ ἔννοια, ὡς ὀργανωµένο κοινωνικὸ κίνηµα καὶ ὡς θρησκευτικὴ πράξη, εἶναι καὶ ἀποτελεῖ τὴν μεγαλύτερη αἵρεση τῶν αἰώνων καὶ τὴνπεριεκτικότερη παναίρεση εἶναι αἵρεση αἱρέσεων καὶ παναίρεση παναιρέσεων· εἶναι ἡ ἀμνήστευση ὅλων τῶν αἱρέσεων, πραγματικὰ καὶ ἀληθινὰ παναίρεση· εἶναι ὁ πλέον ὕπουλος ἀντίπαλος τῶν κατὰ τόπους ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν, ὅπως καὶ ὁ περισσότερο ἐπικίνδυνος ἐχθρὸς τῆς ἐν Χριστῷ σωτηρίας τοῦ ἀνθρώπου, ἐφ᾿ ὅσον μέσα στὸ συγκρητιστικό του πλαίσιο ἀδυνατοῦν νὰ ὑπάρξουν μὲ ἀδιάσπαστη σωτηριολογικὴ ἑνότητα ἡ ἐν Χριστῷ Ἀλήθεια καὶ Ζωή.


Ὁ Οἰκουμενισμὸς προέρχεται ἀπὸ τὸν προτεσταντικὸ κόσμο καί ἐμφανίσθηκε κατά τον 19ο αἰ. Καλλιεργεῖ τὴν σχετικοποίηση τῆς ἐν Χριστῷ Ἀληθείας, Ζωῆς καὶ Σωτηρίας, καὶ (ἔτσι)ἀρνεῖται κατ᾿ οὐσίαν τὴν καθολικότητα καὶ μοναδικότητα τῆς Ἐκκλησίας, ἐφ᾿ ὅσον στὴν βάση του εὑρίσκεται (ἀφ᾿ ἑνὸς μὲν) ἡ πλανεμένη θεωρία περὶ «Ἀοράτου Ἐκκλησίας» μὲ ἀσαφῆ ὅρια, μέλη τῆς ὁποίας δῆθεν εἶναι δυνατὸν νὰ ἀνήκουν σὲ διάφορες «Ὁμολογίες», (ἀφ᾿ ἑτέρου δὲ) ἡ παραλλαγή της, δηλαδὴ ἡ λεγομένη «Θεωρία τῶν Κλάδων», κατὰ τὴν ὁποία οἱ διάφορες χριστιανικὲς «Ὁμολογίες» εἶναι δῆθεν κλάδοι τοῦ ἴδιου δένδρου τῆς Ἐκκλησίας, καὶ κάθε κλάδος κατέχει μέρος τῆς Ἀληθείας καὶ ἔτσι (ὅλοι οἱ κλάδοι μαζὶ) ἀπαρτίζουν δῆθεν τὸ ὅλον τῆς Ἐκκλησίας.
Παρὰ τὴν ποικιλία τῶν θεωριῶν, τὶς ὁποίες παρήγαγε ὁ Οἰκουμενισμός, ὁ βασικὸς στόχος του εἶναι ἡ καλλιέργεια μιᾶς συγκρητιστικῆς συνυπάρξεως καὶ συνεργασίας, ἀλλὰ καὶ περαιτέρω μιᾶς συγχωνεύσεως ἀρχικὰ ὅλων τῶν χριστιανικῶν κοινοτήτων (διαχριστιανικὸς Οἰκουμενισμός), καὶ στὴ συνέχεια ὅλων τῶν θρησκειῶν (διαθρησκειακὸς Οἰκουμενισμός), δηλαδὴ ἡ καλλιέργεια μιᾶς ἀντι-ευαγγελικῆς διαδικασίας, ἡ ὁποία ὁδηγεῖ ἀναπόφευκτα στὴν ἀνάδειξη ἑνὸς σώματος τῶν “πιστευόντων”, μιᾶς τρόπον τινὰ Πανθρησκείας, ἡ ὁποία θὰ προλειάνει τὸ ἔδαφος γιὰ τὴν ἔλευση τοῦ πειρασμοῦ τῶν Ἐσχάτων, δηλαδὴ τῆς ἐποχῆς τοῦ Ἀντιχρίστου.
Ἐπειδὴ ἔχει συγκρητιστικὸ χαρακτῆρα, ὁ Οἰκουμενισμὸς συγγενεύει στενὰ μὲ τὸν Ἐλευθεροτεκτονισμὸ (Μασωνία), ὁ ὁποῖος μὲ τὸ νὰ αὐτοδιαφημίζεται ὡς ἀνεξίθρησκος, συγχρωτιστικὸς καὶ ἀνεκτικὸς ἔναντι τῶν αἱρέσεων καὶ θρησκειῶν, ἔχει ἀναδειχθεῖ στὴν πράξη σὲ θρησκεία καὶ ὑπερθρησκεία, ἡ ὁποία συμβάλλει ἀμέσως καὶ ἐμμέσως στὴν προώθηση τοῦ οἰκουμενιστικοῦ ὁράματος, δηλαδὴ στὴν δημιουργία μιᾶς (ἰδεολογικῆς) βάσεως, ἡ ὁποία θὰ περιλαμβάνει μαζὶ ὅλα τὰ δόγματα καὶ τὶς θρησκεῖες, στὴν ὁποία (βάση) ἡ Ἀλήθεια ποὺ ἔχει ἀποκαλυφθεῖ διά τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ θὰ ἔχει πλήρως σχετικοποιηθεῖ καὶ ἐξισωθεῖ μὲ κάθε ἀνθρώπινη καὶ δαιμονικὴ πλάνη καὶ δοξασία.
Ὁ Οἰκουμενισμὸς ἄρχισε νὰ προσβάλλει τὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία στὸ τέλος τοῦ ΙΘ’ αἰῶνα, καὶ μὲ τὸ Συνοδικὸ Διάγγελμα «Πρὸς τὰς ἁπανταχοῦ Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ» τοῦ Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως τὸ ἔτος 1920, τὸ ὁποῖο ἀποτελεῖ ὁμολογουμένως τὸν«Καταστατικὸ Χάρτη τοῦ Οἰκουμενισμοῦ». Πρόκειται για κείμενο που αἱρετίζει διότι χαρακτηρίζει τὶς αἱρέσεις τῆς Δύσεως καὶ ὅλου τοῦ κόσμου, ὡς δῆθεν «σεβάσμιες Χριστιανικὲς Ἐκκλησίες», ὄχιπλέον «ὡς ξένες καὶ ἀλλότριες», ἀλλ᾿ ὡς «συγγενεῖς καὶ οἰκεῖες ἐν Χριστῷ καὶ “συγκληρονόμους καὶ συσσώμους τῆς ἐπαγγελίας τοῦ Θεοῦ ἐν Χριστῷ”», καὶ μάλιστα προτείνει ὡς πρῶτο μέτρο τῆς ἐφαρμογῆς του τὴν χρήση κοινοῦ ἡμερολογίου, γιὰ τὸν ταυτόχρονο συνεορτασμὸ ὀρθοδόξων καὶ ἑτεροδόξων. Ἀκριβῶς σέ ἐφαρμογὴ αὐτοῦ τοῦ οἰκουμενιστικοῦ ἐπιβλήθηκε, χωρίς συνοδική ἀπόφαση, τό νέο Γρηγοριανὸ ἡμερολόγιο τὸ ἔτος 1924 στὴν Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος, τὸ Πατριαρχεῖο τῆς Κωνσταντινουπόλεως καὶ τὴν Ἐκκλησία τῆς Ρουμανίας, καὶ ἔπειτα σταδιακὰ καὶ σὲ ἄλλες τοπικὲς Ἐκκλησίες.
Οἱ ἐξ ὀρθοδόξων Οἰκουμενιστές, καὶ μάλιστα οἱ περισσότερο ἀκραῖοι ἀπὸ αὐτούς, ἐπειδὴ ἔχουν ὑποστεῖ τὰ ὀλέθρια ἀποτελέσματα τοῦ διαβρωτικοῦ συγκρητισμοῦ, φρονοῦν ὅτι ἡ Μία, Ἁγία, Καθολικὴ καὶ Ἀποστολικὴ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ ἔχει δῆθεν ἀπολέσει τὴν καθολικότητά της, ἐξ αἰτίας θεολογικῶν καὶ πολιτισμικῶν διαμαχῶν καὶ διαιρέσεων· γι᾿ αὐτό, προτείνουν καὶ ἐπιδιώκουν τὴν δῆθεν ἀνασυγκρότησή Της, μέσῳ μιᾶς συμβατικῆς ἑνώσεως τῶν διεστώτων, ὀρθοδόξων καὶ αἱρετικῶν, ἡ ὁποία δῆθεν θὰ ἀποκαταστήσει τὴν εὐχαριστιακὴ κοινωνία, χωρὶς βεβαίως κοινὴ Ὁμολογία Πίστεως, προφανῶς σύμφωνα μὲ τὰ πρότυπα τῆς Οὐνίας· ἄλλοι, περισσότερο μετριοπαθεῖς Οἰκουμενιστές, ἀρκοῦνται στὴν συναρίθμηση τῶν ἑτεροδόξων μὲ τοὺς ὀρθοδόξους, καὶ ὁμιλοῦν «ὑπὲρ τοῦ ὅλου τῆς Ἐκκλησίας σώματος», ἐπειδὴ δῆθεν εὑρίσκονται αὐτοὶ (οἱ ἑτερόδοξοι) μέσα στὰ ὅρια τῆς Ἐκκλησίας, διότι αὐτοὶ δὲν ταυτίζουν τὰ χαρισματικὰ καὶ τὰ κανονικὰ ὅρια τῆς Ἐκκλησίας, ὡς ὑποστηρικτὲς τῆς «Διευρυμένης Ἐκκλησίας» ἢ τῆς «Ἐκκλησίας ἐν διευρυμένῃ ἢ εὐρυτάτῃ ἐννοίᾳ», ἐφ᾿ ὅσον ἀνακαλύπτουν ἢ ἀναγνωρίζουν τὴν ὕπαρξη «Ἐκκλησιῶν» καὶ «Θείας Χάριτος»/«Σωτηρίας» καὶ ἐκτὸς τῶν ὁρίων τῆς ἀληθείας καὶ τῆς ἀληθινῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας.
Ἡ συμμετοχὴ τῶν ἐξ ὀρθοδόξων Οἰκουμενιστῶν στὸ λεγόμενο «Παγκόσμιο Συμβούλιο τῶν Ἐκκλησιῶν» (1948 κ.ἑ.), καθὼς καὶ σὲ ἄλλους Οἰκουμενιστικοὺς Ὀργανισμούς, ἀποτελεῖ μία ἔμπρακτη ἄρνηση τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας, ὡς πληρώματος τῆς ἐν Χριστῷ ἀληθείας καὶ σωτηρίας, ἐφ᾿ ὅσον βασικὴ προϋπόθεση ὀργανικῆς συμμετοχῆς σὲ τέτοια διομολογιακὰ σώματα εἶναι οὐσιαστικὰ ἡ ἔστω καὶ σιωπηλὴ ἄρνηση τῆς ὑπάρξεως αὐθεντικῆς ἐκκλησιαστικῆς καθολικότητας σήμερα, καθὼς καὶ ἡ αἴσθηση τῆς ἀνάγκης ἀνα-συγκροτήσεως μιᾶς δῆθεν αὐθεντικῆς καθολικότητας, δηλαδὴ τῆς ἀνάγκης μιᾶς δῆθεν ἐπανιδρύσεως τῆς Ἐκκλησίας.
Στὴ βάση τῶν ἀντορθόδοξων καὶ πλήρως νεοφανῶν αὐτῶν ἀντιλήψεων, εὑρίσκονται ἡ λεγομένη «βαπτισματικὴ θεολογία», ὁ δογματικὸς συγκρητισμός, ἡ κατάργηση τῶν «ὁρίων» τῆς Ἐκκλησίας, ἡ αἴσθηση τῆς «οἰκουμενικῆς ἀδελφοσύνης», ἡ θεωρία τῶν «ἀδελφῶν ἐκκλησιῶν», ἡ λεγομένη «θεολογία τῶν δύο πνευμόνων», ἡ θεωρία τῆς «Μιᾶς καὶ διῃρημένης Ἐκκλησίας», ἡ «ὑπέρβασις τῆς παλαιᾶς αἱρεσιολογίας», καθὼς καὶ ἄλλες ποικίλες κακοδοξίες, οἱ ὁποῖες ἔχουν ὁδηγήσει σταδιακὰ τοὺς ἐξ ὀρθοδόξων Οἰκουμενιστὲς στὴν ἄρνηση τῆς ἐκκλησιολογικῆς καὶ σωτηριολογικῆς ἀποκλειστικότητας τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας, καὶ μάλιστα στὴ συνοδικὴ ἀναγνώριση τῶν ἑτεροδόξων κοινοτήτων καὶ τῶν μυστηρίων τους, στὴν συμπροσευχὴ μὲ αὐτοὺς καὶ ἰδίως σὲ ἐπίπεδο κορυφῆς, στὴν παροχὴ μυστηρίων σὲ αὐτούς, στὴν συνυπογραφὴ κοινῶν δηλώσεων καὶ διακηρύξεων γιὰ κοινὴ δῆθεν μαρτυρία μαζί τους, ὅπως ἐπίσης καὶ στὴν αἴσθηση τοῦ χρέους τῆς συνδιακονίας τοῦ κόσμου, ἐπειδὴ δῆθεν εἶναι συνυπεύθυνοι (Ὀρθοδοξία καὶ αἵρεση) γιὰ τὴ σωτηρία του.

Μὲ ὅλα αὐτά, ἔχει διαστρεβλωθεῖ πλήρως ἡ ἔννοια τῆς εὐαγγελικῆς ἀγάπης, ἡ ὁποία ἀσκεῖται μαζὶ μὲ τὴν ἀλήθεια καὶ διὰ μέσου τῆς ἀληθείας· ἔχει παγιωθεῖ ἕνας βαθὺς καὶ ὁλοένα ἐμβαθυνόμενος συγκρητιστικὸς συγχρωτισμός· τηρεῖται, ἐν ὀνόματι μιᾶς νοθευμένης οἰκονομίας, μία στάση περιεκτικὴ καὶ περιχωρητικὴ ἔναντι τῆς ἑτεροδοξίας· ἔχει προέλθει μία ἄμεικτη μείξη· καὶ ἔχει ἀναδυθεῖ μία πραγματικὰ ὑφισταμένη ἕνωση μεταξὺ τῶν πάσης προελεύσεως Οἰκουμενιστῶν, ἑνὸς σώματος πιστευόντων, ὄχι βεβαίως στὴ βάση τῆς μοναδικῆς ἀληθείας τῆς Ὀρθόδοξης Καθολικῆς Ἐκκλησίας, ἀλλά στὴ βάση ἑνὸς νεφελώδουςἀνθρωπιστικοῦ ὁράματος, χωρὶς ἱεραποστολικὴ διάσταση καὶ κλήση αὐτῶν ποὺ ἔχουν πλανηθεῖ νὰ ἐπιστρέψουν μὲ μετάνοια στὸν Οἶκο τοῦ Πατρός, δηλαδὴ στὴ Μία, Ἁγία, Καθολικὴ καὶ Ἀποστολικὴ Ἐκκλησία.

http://aktines.blogspot.gr/2016/04/blog-post_31.html

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου