“ΕΠΤΑ ΠΟΛΕΜΟΙ, ΤΕΣΣΕΡΙΣ ΕΜΦΥΛΙΟΙ, ΕΠΤΑ ΠΤΩΧΕΥΣΕΙΣ, 1821-2016”
Κριτική και σχόλια πάνω στο ομώνυμο βιβλίο του Γ. Β. Δερτιλή
Στέργιος Π. Ζυγούρας
Το βιβλίο “Επτά πόλεμοι, τέσσερις εμφύλιοι, επτά πτωχεύσεις – 1821-2016” του Γ. Δερτιλή κυκλοφόρησε τον Οκτώβριο από τις εκδόσεις “Πόλις”. Αξίζει να διαβαστεί. Είναι σύντομο, περιεκτικό, νηφάλιο και προσιτό στην τιμή. Νουνεχής, μετριοπαθής, ακριβολόγος, γνώστης των οικονομικών θεμάτων, ο ιστορικός Γ. Β. Δερτιλής αποδίδει με απλότητα τα σύνθετα ελληνικά γεγονότα των δυο τελευταίων αιώνων, επιλέγοντας να παραθέσει μερικά -σχετικώς άγνωστα- ντοκουμέντα, όπου τα κρίνει ως απαραίτητα, προκειμένου να μην φορτώσει τον μέσο αναγνώστη με τεράστιους όγκους πληροφοριών. Η συμπυκνωμένη γραφή αποτελεί μια ηθελημένη απλούστευση και όχι μια εκπτωτική υπεραπλούστευση της ιστορίας. Για τα ίδια θέματα ο Γ. Β. Δερτιλής έχει ήδη γράψει αναλυτικά στο δίτομο έργο Ιστορία του ελληνικού κράτους 1830-1920. Πού στοχεύει, λοιπόν, το νέο, μικρό βιβλίο;
Ο συγγραφέας απευθύνεται σε ευρύτερο κοινό και στόχος του είναι η σύνδεση του παρόντος με το παρελθόν, η κατανόηση του σήμερα μέσω της κατανόησης του χθες. Κεντρικά σημεία του βιβλίου είναι: α) η σύνδεση των ελληνικών πτωχεύσεων με τις στρατιωτικές δαπάνες β) ο προβληματισμός πάνω στην εμφυλιοπολεμική νοοτροπίατων Ελλήνων. Το δεύτερο είναι το κυρίαρχο στοιχείο και το πρώτο είναι η οδός μέσω της οποίας πορεύεται προς τον στόχο. Σ’ ένα τέτοιο έργο, κάθε συγγραφέας έρχεται αντιμέτωπος με το πρόβλημα του αναχρονισμού. Ο Γιώργος Δερτιλής τα καταφέρνει καλά. Γράφει τόσο από την σκοπιά του ιστορικού όσο και του πολίτη. Ως καταρτισμένος επιστήμονας και μετρημένος πολίτης, αποφεύγει να βλέπει το παρελθόν ως επιθυμητή -αντίστροφη- προέκταση και ιστορική “απόδειξη” ενός μισοκατανοημένου παρόντος. Εκτιμούμε, ωστόσο, πως δεν αποφεύγει ένα καίριο λάθος· ένα λάθος που αποτελεί κοινό τόπο ερμηνείας της ελληνικής πορείας από επιστήμονες και μη.
“Δημαγωγία και σοβινισμός”: ο Ιανός των ελληνικών προβλημάτων;
Ο συγγραφέας εξετάζει το γενικό οικονομικό γεγονός (πτώχευση) σε σχέση με τα αίτια που το προκαλούν (πόλεμοι εθνικοί και εμφύλιοι). Εξετάζει επίσης την σχέση των μερικών οικονομικών-κοινωνικών γεγονότων (φοροδιαφυγή, πελατειακό κράτος, υποτίμηση νομίσματος…) με το γενικό γεγονός και καταλήγει στο συμπέρασμα: απροσμέτρητη πολιτική ανοησία προκαλεί τις διαρκείς πτωχεύσεις. Άρα, τα ερωτήματα που τίθενται και εξετάζονται είναι του τύπου “γιατί το κράτος ακολούθησε επί δυο αιώνες την εξοντωτική πολιτική των στρατιωτικών δαπανών;” “γιατί οι Έλληνες ουδέποτε αντέδρασαν σοβαρά στο κόστος των πολέμων;”. Μοιραία κατάληξη αυτών των συλλογισμών είναι η διαπίστωση (και η καταγγελία) του ψηφοθηρικού συστήματος και του υπερπατριωτισμού-σοβινισμού-εθνικισμού-αλυτρωτισμού που τον τροφοδοτεί. Οανενημέρωτος υπερπατριώτης-πολίτης, λοιπόν, φαίνεται υπεύθυνος, επειδή -μέσω της δημοκρατίας- επικυρώνει και δεν ανατρέπει την βλακώδη ελληνική πολιτική επί δυο περίπου αιώνες. Αυτός, γίνεται -άθελά του- η βασική παράμετρος της “φαύλης σπείρας”. Αυτός και κάποιες “δυσμενείς συνθήκες” που αποτρέπουν την παραγωγή πλούτου και ευνοούν την αδυναμία συγκέντρωσης εσόδων. Όλα αυτά, οδηγούν, κατά τον συγγραφέα, την χώρα σε εμφυλίους πολέμους και εξωτερικούς, κάποιοι από τους οποίους θα μπορούσαν, ίσως, να είχαν αποφευχθεί.
Το “μακάβριο, διαχρονικό” ελληνικό πρόβλημα
Ο συγγραφέας διαπιστώνει μια “μακάβρια εμφυλιοπολεμική παράδοση της νεοελληνικής ιστορίας” (σ. 99) στην οποία θα συμφωνήσουμε. Αντίρρηση έχουμε στον ορισμό των εμφυλίων. Η ανάπτυξη των ιστορικών περιόδων είναι ανισοβαρής. Ο Α΄ παγκόσμιος πόλεμος εξετάζεται ικανοποιητικά, το ίδιο και η περίοδος 1880-1909. Κάποιες αντιρρήσεις θα μπορούσαμε να εκφράσουμε γι’ αυτές τις περιόδους, που όμως δεν είναι κεντρικές, δεν συνιστούν την ραχοκοκαλιά του βιβλίου. Αυτή έχει ήδη σχηματιστεί στην περίοδο 1821-1864 που περιλαμβάνεται συνοπτικά κυρίως στο 1ο κεφάλαιο. Ο ορισμός των εμφυλίων ορίζει έμμεσα και την Επανάσταση. Αν γίνεται λανθασμένα, η πορεία του κράτους κρίνεται διαρκώς με βάση στοιχεία που δεν ευσταθούν. Οι εμφύλιοι του 1824 και 1832 ορίζονται άμεσα ή έμμεσα στο 1ο και στο 6ο κεφάλαιο (σ. 31-33 και 92) και σχετίζονται με τα δάνεια ως εξής:
“Η υπερχρέωση άρχισε με τα δάνεια του 1824-25 που συνομολόγησε η επαναστατική κυβέρνηση. Η Επανάσταση, όμως, εξελίχθηκε σύντομα στον εμφύλιο πόλεμο του 1824-26. … Ήδη από το 1830 ο Ιωάννης Καποδίστριας υπολόγιζε ότι η χώρα, για να ανορθώσει την οικονομία της, χρειαζόταν ελάχιστο κεφάλαιο 60 εκατ. χρυσά φράγκα. Αλλά ο Καποδίστριας δεν πρόλαβε…”
Στο υποθετικό σενάριο “ποιοι πόλεμοι θα μπορούσαν να είχαν αποφευχθεί;” ο Γ. Δερτιλής γράφει:
“Αρχίζω από τον πόλεμο της Ανεξαρτησίας. Το πιθανότερο είναι ότι δεν μπορούσε να αποφευχθεί. Ο εθνικισμός, ιστορικό και παγκόσμιο ρεύμα ιδεών και πράξεων, παρέσυρε στην ορμή του και τους επαναστάτες του 1821. … Επίσης αμφιβάλλω αν θα μπορούσαν να αποφευχθούν οι δυο πρώτοι εμφύλιοι πόλεμοι, ο ένας στη διάρκεια της Επανάστασης και ο δεύτερος το 1832. Εξ άλλου, οι περισσότερες επαναστάσεις της Ιστορίας συμπίπτουν με εμφύλιους πολέμους.”
Είναι γνωστό ότι το 1821 δεν έχει έναν μόνο ορισμό. Όμως αμφότερες οι θεωρήσεις της Επανάστασης έχουν ένα κοινό σημείο. Την στόχευση του 1821. Θεωρείται πλέον αυτονόητη η δημιουργία εθνικού ελληνικού κράτους και το αποτέλεσμα ταυτίζεται με τον στόχο, ενώ ο εμφύλιος αποσυσχετίζεται από αυτόν. Εκεί στηρίζεται και ο συγγραφέας. Η προσέγγισή μας είναι διαφορετική.
Ποια αίτια προκαλούν το “μακάβριο, διαχρονικό” ελληνικό πρόβλημα;
Οι εμφύλιοι της Επανάστασης δεν είναι πολλοί, αλλά ένας και διαρκής. Κι αν αναλύσουμε τα γεγονότα, είναι πιθανό να απορρίψουμε και τον όρο “εμφύλιος”. Η Επανάσταση του 21 ξεκινά υπό ιδιαίτερα ανώμαλες συνθήκες (αντιφατική στάση των διοργανωτών – Ρωσίας και Πατριαρχείου) και χωρίς αρχηγό, που έχει επωμιστεί ρόλο θυσιαστικό. Ο άθλος της έγκειται κατ’ αρχήν στο γεγονός ότι κατορθώνει να ξεκινήσει, μετά τις προηγούμενες, αποτυχημένες προσπάθειες. Οι αποτυχίες οφείλονταν στην αντιφατική αντίδραση του διεθνούς παράγοντα που, αν και οργάνωνε μια υπερεθνική Επανάσταση ελληνοκεντρικού χαρακτήρα, ένα τμήμα του την υπέσκαπτε, επειδή δεν την επιθυμούσε, ενώ το άλλο τμήμα αναγκαζόταν να υποχωρήσει. Η επιτυχία του 21 οφείλεται στο ότι βρέθηκε τρόπος στοιχειώδους συνύπαρξης των δυο τάσεων εντός του επαναστατικού φορέα και στο ότι οργανώθηκε άριστα ο διπλός αντιπερισπασμός σε παραδουνάβιες Ηγεμονίες και Ήπειρο. Έτσι, το 1821 η Επανάσταση (τυπικά ελληνόφωνη) συγκροτείται από δυο τάσεις οι οποίες προεπαναστατικά συγκρούονται εκτός και εντός των ποικίλων μυστικών οργανώσεων και της -φαινομενικά εθνικής- Φιλικής Εταιρείας. Η μια επιδιώκει υπερεθνικό και η άλλη εθνικό κράτος. Ο άξονας, δηλαδή, της σύγκρουσης είναι ο χριστιανικός χαρακτήρας του κράτους. Θα έχουμε ανασύσταση του ανατολικού χριστιανισμού σε κρατική υπόσταση ή όχι; Οι δυο τάσεις συγκρούονται ανοιχτά το 1824 επειδή -κατ’ αρχήν- ο πόλεμος έχει λήξει το 23. Η Επανάσταση έχει καθηλωθεί από την έλλειψη συνοχής και το Πέτα. Η Οθωμανική δύναμη έχει εξαντληθεί στην Μολδοβλαχία, στον Αλή πασά και στα Δερβενάκια. Ενώ ετοιμάζεται η διεθνής δύναμη που θα την αντιμετωπίσει (ο Ιμπραήμ τυπικά μόνον υπόκειται στην Πύλη), έρχεται το α΄ δάνειο που κατευθύνεται σε εθνικούς αποδέκτες και όχι στην Επανάσταση. Οι αποδέκτες του ισχυροποιούνται μέσω της “προεγγραφής” (μεταπήδησης) Επαναστατών στο εθνικό στρατόπεδο. Ο ίδιος ο “εμφύλιος” προκαλείται από την διεύρυνση του υπάρχοντος διχασμού. Και την διεύρυνση αυτή την επιφέρει το δάνειο. Η αναγγελία του δανείου προκαλεί την συσπείρωση γύρω από την δεύτερη κυβέρνηση που έχει δημιουργηθεί έκνομα, γι αυτόν τον λόγο. Κάποιοι μεταπηδούν στην υπηρεσία του Κουντουριώτη, θεωρητικά για να υποστηρίξουν την “ορθή πορεία” της Επανάστασης. Πρακτικά όμως, λίγοι απ’ αυτούς συμφωνούν (ή κατανοούν και συμφωνούν) με τον στόχο· οι περισσότεροι συγκροτούν το πρώτο πελατειακό σύστημα. Η σύγκρουση είναι αναπόφευκτη και η αιτία βρίσκεται στους διεθνείς υποστηρικτές του εθνικού κράτους, το οποίο επιθυμεί να ελέγξει την πίστη ως παράγοντα της “εθνικής” συγκρότησης και να κατανικήσει τον στόχο του υπερεθνικού κράτους που έβαλε ένας -αντίστοιχα- υπερεθνικός παράγων.
Τα προηγούμενα είναι θέματα γεγονότων και όχι ερμηνειών. Όμως, για ευνόητους λόγους και λόγω της κατάληξης του 1833 και του 1864, όλες σχεδόν οι εξιστορήσεις παραμερίζουν τον διεθνή χαρακτήρα της Επανάστασης και την αντιμετωπίζουν ως ελληνόφωνο (στενά εθνικό) ζήτημα. Ξεκινούν από οργανωτικούς μύθους και ερμηνεύουν τον εμφύλιο με αναπόδεικτους μονολεκτικούς χαρακτηρισμούς, ή διαπραγματεύονται χωριστά το δάνειο από τον εμφύλιο. Το κενό καλύπτει η ερμηνεία της αντίστροφης “λογικής” που, με την προσχηματική υποκατάσταση της χριστιανικής συγκρότησης από την τοπική, λέει ότι το κατά πολιτικό νόμο Έθνος είναι ευρύτερο του κατά Χριστόν Έθνους (βλ. “διαμάχη” για τον ορισμό του Έθνους). Το ποιος και υπό ποιες συνθήκες προκαλεί το 1821 παραμένει ακόμα εκτός κοινής θέας, όμως το ποιος προκαλεί την σύγκρουση, είναι σαφές: την προκαλεί η πλευρά που θέλει να υπεξαιρέσει το -αναπάντεχα- επιτυχημένο επαναστατικό αποτέλεσμα. Είναι αυτή που ορίζει τον Έλληνα με κριτήρια χρηστικότητας της γλώσσας. Τα προηγούμενα επιβεβαιώνονται στις επόμενες φάσεις της Επανάστασης, δείχνοντας ότι ο εμφύλιος είναι μια διαρκής σύγκρουση.
Από τα μέσα του 24 ξεκινάει ένα σταδιακό, μεθοδικό, πολιτικό come back της υπερεθνικής πλευράς που προσπαθεί να υποκαταστήσει τον Κουντουριώτη χωρίς να διευρύνει την σύγκρουση. Αυτό επιτυγχάνεται ως το 26, αλλά μέχρι τα τέλη του ίδιου χρόνου οι επαναστατημένοι έχουν κάνει τρεις αιτήσεις προστασίας: προς την Βρετανία, την Γαλλία και την Ρωσία. Η πρώτη (1825) είναι αυτή που κατευνάζει αρχικά την απειλή πλήρους εξάλειψης του επαναστατικού αποτελέσματος. Όχι μόνον δεν αποτελεί πράξη υποτέλειας, αλλά προκαλείται από την υπερεθνική πλευρά, η οποία έχει ως άμεσο στόχο να απεγκλωβίσει την ρωσική πολιτική, να αλλάξει το σύστημα των προσωρινών κυβερνήσεων και να φέρει τον Καποδίστρια. Το 1826 φαινομενικά μόνον έχει καταλαγιάσει ο εμφύλιος. Η προσπάθεια αποφυγής του Καποδίστρια ως κυβερνήτη, από την πλευρά των δανειστών, θα περάσει αργότερα, διαφορετικά στάδια: από την υπονόμευση της οικονομίας στην ανοιχτή εξέγερση, συκοφαντία και δολοφονία. Όπως ο εμφύλιος δεν οφείλεται σε “τοπικισμούς, επαναστατικούς ρόλους και κοινωνικές ταυτότητες”, έτσι και η δολοφονία του Καποδίστρια δεν οφείλεται σε “προσωπικές διαφορές”. Οι “αιτίες” αυτές έρχονται να καλύψουν το ερμηνευτικό κενό από αμφότερες τις πλευρές. Διαφωνούν μεταξύ τους στην δοσολογία και στην διατύπωση, πλην, αμφότερες αποκρύπτουν την διεθνή διάσταση του θέματος η οποία περνά από το παρασκήνιο στο προσκήνιο μετά τις αιτήσεις προστασίας. Το 1830 ιδρύεται η Γραικία, ένα προτεκτοράτο τριών δυνάμεων, ανεξάρτητο από την Κωνσταντινούπολη με βασιλιά χριστιανό, όχι κατ’ ανάγκη της Ανατολής (ορθόδοξο). Είναι η εξέλιξη του ρωσοβρετανικού πρωτοκόλλου της Αγ. Πετρούπολης. Υπογράφεται υπό τις εξελίξεις του 1827 (ανάδειξη Καποδίστρια) και 1829 (ρωσοτουρκική Συνθήκη της Αδριανούπολης). Η πρόβλεψη για τον βασιλιά Λεοπόλδο ναυαγεί και η ρευστότητα της ισορροπίας παρατείνεται. Το δάνειο των 60 εκατ. φράγκων είχε συμφωνηθεί το 1830 από τις τρεις εγγυήτριες δυνάμεις, λόγω της αδυναμίας δανεισμού που προκάλεσε η παύση πληρωμών του 1827 και παρά το γεγονός ότι ο Καποδίστριας και αναγνώριζε τα δάνεια του 24-25 και ξεκίνησε προσπάθειες να πληρώνει τις δόσεις. Όμως η ελληνόφωνη γραικική “αντιπολίτευση” υπονόμευσε και τον Φοίνικα του 1829 και την Τράπεζα που ίδρυσε το 1828 ο Καποδίστριας, δηλαδή άσκησε την βρετανική πολιτική που στερούσε εσωτερικά έσοδα και μπλόκαρε το δάνειο των 60 εκατ. φράγκων. Από το 1830 η προσπάθεια οικονομικού στραγγαλισμού του Καποδίστρια εντάθηκε, με την άρνηση καταβολής φόρων από Ύδρα, Σύρο και Μάνη και η προσπάθεια του Καποδίστρια να αντεπιτεθεί με χαρτονόμισμα, διακόπηκε από την μόνη δυνατή “επίλυση του προβλήματος”· την δολοφονία. Ο εμφύλιος του 31-32 είναι η ανοιχτή σύγκρουση των αντιμαχόμενων 1829-30. Αντιγράφει με καρμπόν τα τεχνικά χαρακτηριστικά του Νοεμβρίου 1824, μόνο που τώρα στοχεύει στην δικαιολόγηση ανάδειξης μόνιμου “ουδέτερου” και μη Ορθόδοξου βασιλιά. Το δάνειο των 60 εκατ. φράγκων πρακτικά δεν δόθηκε ούτε στον Όθωνα. Το διαχειρίστηκε κατά τα 2/3 η αντιβασιλεία και όπως σωστά επισημαίνει ο Γ. Δερτιλής, η προσπάθεια της Βρετανίας επικεντρωνόταν στο να διατηρηθεί η εκκρεμότητα των δανείων 1824-25 και να μην χρηματοδοτηθεί παραγωγικά το Ελληνικό κράτος, προκειμένου να μην συνεχίσει την Επανάσταση.
Όμως, ο Κριμαϊκός πόλεμος και η κρατική πορεία ως το 1864 διέλυσαν κάθε δυνατότητα να συνεχιστεί ο υπερεθνικός της στόχος, καθώς η τριμερής προστασία ουσιαστικά έγινε μονομερής (Βρετανική) ή διμερής (Βρετανογαλλική). Νικημένη στο οικονομικό πεδίο, η ρωσική πολιτική εγκατέλειψε την ελλαδική διάσταση του υπερεθνικού σχεδίου και στη συνέχεια επεδίωξε διείσδυση στον χώρο μέσω της δημιουργίας Βουλγαρικού κράτους. Η “Φιλική Εταιρεία” συνέχισε να στέλνει χρήματα στο ελληνικό κράτος, όμως αυτά δεν μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν, παρά μόνον για κοινωφελή έργα. Όσο για την υπερεθνική πλευρά εντός του Ελληνικού Βασιλείου, θέλοντας και μη, προσαρμόστηκε (απομονωμένη από διεθνή πολιτική στήριξη) στην μόνη διέξοδο που είχε: “συμφιλιωμένη” με την εθνική πλευρά του επίσημου κράτους, αποκομμένη τυπικά από την Κων/πολη, εργάζεται για την ολοκλήρωση του 1821 μέσα από την καταδικασμένη εξ αρχής “Μεγάλη Ιδέα” που θα διαχειριστεί κυρίως ο Βενιζέλος.
Ποια ήταν αυτή η “ιδέα” που εξελίσσεται από τον Όθωνα ως τον Βενιζέλο; Φαινομενικά είναι η ιδέα των Φιλικών, ουσιαστικά είναι η αντίστροφη συσκευασία. Εξωτερικά δείχνει υπερεθνική, εσωτερικά δεν μπορεί να ελπίζει τίποτε περισσότερο από την επέκταση του εθνικού κράτους. Στην περίοδο του Βενιζέλου ελάχιστοι βρίσκονται σε τροχιά συνέχειας του 1821. Η επέκταση του κράτους έχει κριτήρια ελληνοφωνίας και όχι πίστης, οι δε σύμμαχοι της Ελλάδας συνεχίζουν να είναι οι αντίπαλοι του 21, που δεν θα “έδιναν” την Κωνσταντινούπολη ούτε σ’ ένα καθαρά εθνικό κράτος. Η “ιδέα” έχει αρχίσει να φθίνει από τα μέσα του 19ου αιώνα. Ο Κ. Παπαρρηγόπουλος τυπικά μόνον έρχεται να καλύψει το ιστορικό κενό, να αναδείξει την πολιτισμική συνέχεια που οδήγησε στο 21. Ουσιαστικά, βοηθά τους λιγότερο υποψιασμένους να ξεχάσουν ποιοι είναι. Η “κάλυψη του κενού” γίνεται αναχρονιστικά και όχι ιστορικά. Η πατρική μορφή που έρχεται να συμπληρώσει τον αρχαιοέλληνα πάππο υπηρετεί την μεσοπρόθεσμη πολιτική, όχι την γυμνή ιστορία. Αναζητείται στο “Βυζαντινό” παρελθόν η προ-ίδρυση του εθνικού ελλαδικού κράτους και -τελικά- συνδέεται το 1833 με το 1204, ώστε να πολεμήσουν οι εθνικοί (μεν, χριστιανοί δε) Έλληνες εναντίον των Βουλγάρων με τους οποίους το 1821 (και νωρίτερα) ήταν σύμμαχοι. Ο Παπαρρηγόπουλος στοχεύει στην εντός του κράτους ενότητα που υπηρετεί τις εξελίξεις της εποχής. Δεν θα μιλήσει ποτέ για εκείνους που μέσα στο δαιδαλώδες διεθνές περιβάλλον ήταν 100% υπεύθυνοι για την Επανάσταση και την δημιουργία του όποιου κράτους: τους (υπερεθνικούς) Έλληνες, δηλαδή τους Ορθόδοξους Χριστιανούς που εξέφρασαν οι Καποδίστριες, οι Υψηλάντες, οι Μουρούζηδες, οι Μαυροκορδάτοι (πλην του γνωστού)…, η Φαναριώτικη -δηλαδή- πολιτική που ασπάστηκε ο Ρήγας και παραλίγο να υλοποιηθεί μέσω Επτανήσων – Σερβίας – Μολδοβλαχίας την πρώτη δεκαετία του 19ου αιώνα. Αυτή ήταν η πλευρά που μιλούσε για τις κατακτήσεις των Ελλήνων της αρχαιότητας και ουμανιστικά μιλούσε για τους Έλληνες (=χριστιανούς). Την ίδια ώρα η αντίπαλη πλευρά που αυτομεταφραζόταν ως “φιλελληνική”, ήταν απλώς “φιλογραικική”. Αυτή διχαστικά πρόβαλε το αρχαιοελληνικό πνεύμα ως υπόδουλο των χριστιανών. Μπορεί ο Παπαρρηγόπουλος να μετριάζει την σκληρή γραμμή της ψευδούς εθνικής -με την στενή έννοια- (προ-μαρξιστικής, αριστερής) ιστορίας, όμως αυτό γίνεται εντός του υπάρχοντος κράτους που δεν αμφισβητείται και πάνω στην βολική (αποκοιμιστική) πεποίθηση ότι το 21 εξεγείρονται όσοι συσπειρώθηκαν υπό τον Ξάνθο εναντίον και των προκρίτων. Έτσι διαμορφώθηκαν οι βασικοί αναχρονισμοί που ξεγελούν: Το χριστιανικό κράτος, που “βρήκε” ο Παπαρρηγόπουλος ήταν αυτό που σκόπευε να βρει, όχι εκείνο που βροντοφώναξε ο Αλέξανδρος Υψηλάντης (τηρώντας και κάποιες ισορροπίες). Αντίστοιχα, οι “Έλληνες” το 1833 φαίνονται να συγκροτούν το κράτος που οραματίστηκαν, όχι εκείνο που αναγκάστηκαν.
Μπορεί ένα “1821” πραγματικών διαστάσεων να μας διαφωτίσει στα “Ελληνο-γραικικά”;
Δεν οδηγήθηκε λοιπόν “μοιραία” στον εμφύλιο η Επανάσταση. Δεν ήταν “εθνικιστική” η Επανάσταση. Δεν έγινε μέσα στο γενικευμένο εθνικιστικό περιβάλλον, αλλά αντίθετα στο ρεύμα κατακερματισμού που επικρατούσε από την συνθήκη της Βεστφαλίας. Ο εθνικισμός την πολέμησε και ως ένα σημείο την καθυπέταξε, δημιουργώντας ένα κράτος προσδιορισμένο εθνικά μέσω του πολιτικού νόμου που τυπικά υπερίσχυε του προϋπάρχοντος πολιτισμού. Και το βασικό μέσο της καθυπόταξης ήταν ο “εμφύλιος”. Προκλήθηκε για να διχαστεί βαθιά, να ανατραπεί η υπερεθνική της στόχευση και να λειτουργήσει ο εκβιασμός που έλεγε: ή εθνικό αποτέλεσμα ή μηδενικό αποτέλεσμα. Από τα δυο δάνεια, το πρώτο ήταν ο μοχλός του διχασμού και η πράξη ίδρυσης του πελατειακού κράτους (που ιδρύθηκε πριν από το επίσημο), ενώ το δεύτερο στόχευε τόσο στην αγκίστρωση της Βρετανικής πολιτικής στον ελλαδικό χώρο (υποθήκευση της γης), όσο και στην υλοποίηση του εκβιασμού που προαναφέραμε (ατμόπλοια που δήθεν θα έφταναν έγκαιρα για να καταστρέψουν τον Ιμπραήμ και να εισβάλλουν στον Κεράτιο, αξιωματικοί που δήθεν θα οδηγούσαν στρατό και στόλο στην Κων/πολη για να υψώσουν τον Σταυρό στην Αγ. Σοφία). Λόγω των πολλαπλών αποκρύψεων, όλα τα θέματα στην Επανάσταση εμφανίζονται αμφίσημα, αμφιλεγόμενα, αινιγματικά. Το ίδιο και ο “διχασμός”. Είναι εύκολο -σχετικά- να καταλάβουμε τι εννοούν οι δανειστές το 1827 φωνάζοντας “ενότητα”, όταν ο Κόχραν, βασικός, ακριβοπληρωμένος απεσταλμένος τους και “Μεσσίας” της Επανάστασης εκστομίζει επίμονα αυτή την λέξη προς τις δυο Εθνοσυνελεύσεις (που επιμένουν να είναι δυο παρά τον φαινομενικό “γάμο” του Ζαΐμη με τον Κολοκοτρώνη). Το καταλαβαίνουμε από την απόλυτη αντίθεση μεταξύ λόγων και έργων του, από το ότι διχάζει τον πρώτο εθνικό στρατό, παραδίδει την Ακρόπολη στους Οθωμανούς και ταυτόχρονα κατηγορεί τους Έλληνες για την ήττα τους στον Ανάλατο, που εκείνος, σκόπιμα προκάλεσε. Το καταλαβαίνουμε και από ένα σωρό άλλα στοιχεία όπως το προφίλ του, την σχέση Επαναστάσεων της Λ. Αμερικής και Χρηματιστηρίου του Λονδίνου, την σχέση των φιλελεύθερων-δημοκρατών με τους δανειστές. Εξίσου σημαντικό όμως, είναι να παρακολουθήσει κάποιος την αγωνιώδη εκφορά και την υλοποίηση της λέξης “ενότητα” από την χριστιανική πλευρά σε όλη την διάρκεια της δεκαετίας 1817-1827. Αυτό εξάλλου δεν ήταν και το νόημα της Εταιρείας; Αυτό δεν σήμαινε “Φιλία”, “Φιλικοί” και “(εν Χριστώ) Φίλοι”;
Το έλλειμμα, συνεπώς, του Γ. Δερτιλή είναι σοβαρό, επειδή έχει ορίσει τον Έλληνα και το κράτος έξω από την επαναστατική πραγματικότητα, αποφεύγοντας να θεωρήσει θεμελιακή την σύγκρουση των δυο πλευρών. Τα επαναστατικά δάνεια είναι απόλυτα συνδεδεμένα με τον εμφύλιο, το πολιτειακό και το πελατειακό. Δεν είναι μόνον η καταστροφή της Επανάστασης που επιφέρουν. Είναι κυρίως η καταστροφή της ενότητας που επιφέρει η προώθηση της ιδιώτευσης. Δεν έχουν όλοι τις ίδιες αντοχές στους πειρασμούς. Κάποιοι θα δουν πάντα το εγώ πάνω από το εμείς, όταν ηχήσουν τα σήμαντρα της αναξιοκρατίας και οι ήχοι των λιρών. Τα ισπανικά δολάρια (για να είμαστε ακριβέστεροι) θα δημιουργήσουν στρατηγούς του διχασμού, περιφρονητές των κεντρικών αποφάσεων του Άστρους, υπερασπιστές της σκανδαλώδους αδικίας, ακόμα και δολοφόνους. Και όλοι τους -αντιστρέφοντας την πραγματικότητα- θα δηλώνουν ότι υπερασπίζονται τους νόμους και το κοινό συμφέρον, δείχνοντας παραδειγματικά στους επόμενους ότι “κράτος” είναι ο εργοδότης της ατομικής προοπτικής και “πολίτης” ο πελάτης ενός τέτοιου κράτους. Μετά το 1833 ο “εμφύλιος” αναβιώνει σε κάθε προσπάθεια να δράσουν από κοινού οι εγχώριες δυνάμεις που έχουν “συμβιβαστεί” μέσα στο κράτος όπου νίκησε στα σημεία η εθνική πλευρά και στην πράξη λειτουργεί ένα μεικτό-συμβιβαστικό αποτέλεσμα. Αυτό είναι το πρίσμα κάτω από το οποίο πρέπει να δούμε την δράση του Όθωνα, του Δηλιγιάννη, του Κωνσταντίνου Α΄, του Μεταξά και των αντιπάλων τους. Κάποια στιγμή ο Γ. Δερτιλής αναφέρεται στην ουδέτερη Ελβετία, όμως δεν αναφέρει πότε και από ποιους επιτυγχάνεται η ουδετερότητα (Καποδίστριας-Ρωσική πολιτική, 1813) ούτε -το κυριότερο- έναντι ποιων (δυο) διεθνών δυνάμεων εξασφαλίζεται η ουδετερότητα της Ελβετίας. Το πρόβλημα, λοιπόν, που μεταφέρεται ως το τέλος του βιβλίου οφείλεται στην ελλιπή περιγραφή των δυνάμεων που μάχονται για την ίδρυση του ελληνικού κράτους και στην αδυναμία παρακολούθησης των εξελίξεων από τότε ως σήμερα, με βάση τις ίδιες δυνάμεις που συνεχίζον να δρουν εντός και εκτός του κράτους.
Φυσικό είναι, μετά απ’ αυτά, να υπάρχει μια δυσθυμία και μια τάση υπερενοχοποίησης των Ελλήνων. Ναι, είναι “ανενημέρωτοι” σήμερα οι Έλληνες, όμως πόση ευθύνη φέρουν γι αυτό; Επειδή δεν διαβάζουν; Ναι, αλλά τι να διαβάσουν; Τι να πρωτοδιαβάσουν, εφόσον το θέμα αυτό είναι τεράστιο και η συνοπτική του κωδικοποίηση παραμένει ελλιπέστατη και παράλογα συνθηματολογική; Κι αν το 1824-25 γνώριζαν όλοι ανάγνωση, τα πράγματα θα ήταν ακόμα χειρότερα, αφού οι τότε δανειστές ίδρυσαν και μέσα παραπληροφόρησης. Τις εφημερίδες Μεσολογγίου, Αθηνών, Ύδρας που συκοφαντούσαν με τον ελεεινότερο τρόπο τους εγχώριους πολιτικούς αντιπάλους όσων δρούσαν στο City του Λονδίνου.
Από την φυλάκιση του Κολοκοτρώνη το 1825 (που δεν αναφέρεται) έως τις “Γραικικές στατιστικές” στο διάστημα 1999-2009 (που καταλογίζουν ευθύνες αορίστως και απαλλάσσουν τους κατηγόρους) δομείται μια ελληνική κακοδαιμονία, η οποία δεν αποδίδεται σε ιστορικά αίτια, παρά μόνον σε ευκαιριακούς σάκους του μποξ όπως ο Δηλιγιάννης και ο β. Κωνσταντίνος Α΄. Ο Γ. Δερτιλής παίρνει έμμεσα θέση στους διχασμούς, επιλέγοντας την εμφανώς λιγότερο προβληματική πλευρά (Χ. Τρικούπης) ή την καταφανώς “οξυδερκή” προσωπικότητα (Ε. Βενιζέλος). Δεν κάνει λάθος επιλογή· εκφεύγοντας από το 21, τοποθετεί λανθασμένα το πρόβλημα, αφού δέχεται ως πραγματικό δίλημμα ένα ιστορικό πρόβλημα που την συγκεκριμένη χρονική στιγμή δείχνει σε δυο αντίθετους δρόμους, αναγκάζοντας τους περισσότερους να επιλέξουν έναν εκ των δυο, αμφοτέρων αγνώστων, όπως και το 1821. Ο μεταγενέστερος ιστορικός όμως δεν είναι υποχρεωμένος να δεχθεί προσωπικά το δίλημμα, αν έχει στοιχεία που τον οδηγούν σε άλλους ερμηνευτικούς δρόμους. Αρκεί, βέβαια, να απουσιάζει και η προκατάληψη και η πλάνη. Για παράδειγμα, αναστρέφοντας τα επιχειρήματα, τι είδους πολιτική “οξυδέρκεια” είχε η απόβαση του 1919 στην Σμύρνη και η διενέργεια εκλογών το 1920;
Ο πλέον κρίσιμος κρίκος της μαζικής ψευδαίσθησης
Πέρα από την ερμηνευτική ανατοποθέτηση των ιστορικών γεγονότων, υπάρχει ένα καίριο σημείο στο οποίο οδηγεί η προσέγγιση του Γ. Δερτιλή και το οποίο αποτελεί ταυτόχρονα και προβληματική εκκίνηση και λανθασμένη αφετηρία. Είναι η αθώωση του κοινοβουλευτισμού ή, αλλιώς, η ελλειμματική τοποθέτηση του ιστορικού έναντι της σύγχρονης δημοκρατίας που, ως κομματική-ψηφοθηρική, είναι εξ ορισμού διχαστική-πελατειακή. Η δυτική δημοκρατία επικράτησε μέσω του συγκρητισμού, όπου προβαλλόταν το “φυσικό δικαίωμα” της πλειοψηφίας, έναντι της κληρονομικότητας, πράγμα απόλυτα λογικό. Αυτό όμως που επικράτησε είναι το πολίτευμα στο οποίο ο λαός δήθεν ψηφίζει έμμεσα, κατά συνείδηση στο κοινοβούλιο, ενώ στην πραγματικότητα, μέσα από το παραμορφωτικό-εικονικό πρίσμα του κομματισμού, ο αντιπρόσωπος του πολίτη υφίσταται δεσμεύσεις, πιέσεις και προσπάθειες εξαγοράς πολλαπλάσιες από όσες ο πολίτης στην κάλπη. Οι νόμοι δεν κρίνονται στην Βουλή, αλλά στο σκοτεινό οικονομικό παρασκήνιο. Το πολίτευμα της ανταποδοτικής ή εξαγορασμένης δημοκρατίας στηρίζεται στο δόγμα “δανείζομαι, άρα, υπάρχω”. Ηθικός αυτουργός της δανειοδότησης γίνεται ο ψηφοφόρος, ο οποίος “εξουσιοδοτεί” τον κυβερνήτη να δανειστεί εν λευκώ επ’ ονόματί του, είτε για να εξοφλήσει τα προηγούμενα δάνεια, είτε για να εξυπηρετήσει τον στόχο “καταναλώνω, άρα, υπάρχω”.
Όπως όλοι σχεδόν, ο Γ. Β. Δερτιλής με όρους ψυχολογίας εκθειάζει αυτήν την “δημοκρατία”, εξισώνοντάς την με την ανθρώπινη “ελευθερία”. Έχει αποφύγει όμως να εξηγήσει ποια “ελευθερία” οδήγησε ορισμένους βουλευτές να ψηφίσουν το 1823 ένα κατασκευασμένο κατηγορητήριο για τον Πετρόμπεη, προκειμένου να αναδείξουν στην θέση του τον Γ. Κουντουριώτη. Ταυτόχρονα, Γ. Δερτιλής ξορκίζει τον -επίσης κατασκευασμένο- εχθρό της δημοκρατίας αυτής, την “δικτατορία / μοναρχία”. Όσα γράφει στο οπισθόφυλλο είναι ενδεικτικά, μέσα στο βιβλίο επιβεβαιώνεται η θέση αυτή. Απαιτείται πολύ μελάνι για να αναπτύξουμε το θέμα σε ιστορική διάσταση. Το εξετάζουμε σύντομα, διευκρινίζοντας ότι πρόκειται για ιστορική παρατήρηση και όχι για πολιτική θέση. Όπως η λαοκρατία, έτσι και η μονοκρατορία έχουν η κάθε μια τα χαρακτηριστικά τους και δεν οδηγούν από μόνες τους σε συγκεκριμένα αποτελέσματα. Η δυτική λαοκρατική πρακτική δεν εξετάζει τις αρχές της κοινωνικής λειτουργίας βάσει θεμελιακών κριτηρίων, απλώς καταμετρά τους φορείς εκάστης βούλησης. Το “φιλοσοφικό” θέμα που τίθεται έμμεσα, είναι ότι η πλειοψηφία δημιουργεί Δίκαιο, ακόμη κι αν έχει “άδικο” (αν σφάλλει). Αυτό θεωρείται η υπέρτατη ελευθερία του ανθρώπου. Αν και λογικοφανές, είναι εντελώς παράλογο, γιατί η ματαιοδοξία που επικάθεται στην αγνωσία, δημιουργεί και την ευφορία της πεποίθησης ότι δια της ψήφου ο κάθε άνθρωπος χαράσσει το μέλλον του που, στην πραγματικότητα, κρίνεται στα δάνεια και στα χρηματιστήρια. Για άλλη μια φορά το δίλημμα είναι κατασκευασμένο και η πρόσφατη ομιλία κολακείας-επιλεκτικής μνήμης του Ομπάμα στην Αθήνα το επιβεβαίωσε. Ξεχείλωσε το παλιό (λυμένο, υποτίθεται) δίλημμα “πολλοί ή λίγοι / ένας πρέπει να κυβερνούν;” και το έφερε στη διάσταση διεθνισμός με προοπτική ή εθνισμός με αδιέξοδα; Όποιο κοινωνικο-οικονομικό χαρτί απ’ τα δυο αν τραβήξεις, θα καείς. Θα καείς σε μια σύγκρουση απολύτως προδιαγεγραμμένη, αφού ο θέτων το δίλημμα εργάζεται υπέρ των συνθηκών που δημιουργούν τις προϋποθέσεις του. Μέσα στην ασφάλεια του μονολόγου, ο Αμερικανός πρόεδρος είπε (τι σύμπτωση!) ό,τι και ο Έλληνας πρωθυπουργός το 2015. Ότι πρέπει να επευφημούμε και να γιορτάζουμε την “εθνιστική” γενεσιουργό αρχή του κράτους μας· ταυτόχρονα, πρέπει να εργαζόμαστε για την κατάργησή του (επειδή οι σημερινές διεθνείς συνθήκες απαιτούν παγκοσμιοποίηση της οικονομίας … μπλα μπλα μπλα). Οι πολιτικοί θέτουν ένα δίλημμα που αντλεί ύπαρξη μόνον από την αντιστροφή της ιστορίας. Ούτε η Αμερικανική Επανάσταση ήταν εθνική με την στενή έννοια· αντίθετα, δημιουργήθηκε μέσα στο ίδιο περιβάλλον της διεθνούς κινητικότητας που δημιούργησε και το καθυστερημένο 1821. Το ψευδές (κατασκευασμένο) αυτό δίλημμα το στηρίζουν πάνω στην “διακριτική διάθεση του λαού” να το υποστηρίξει ή όχι, μέσω της απόλυτης “ελευθερίας” που εγγυάται η δημοκρατία. Ουδέν ψευδέστερον, αλλά, όπως είπαμε, η ανάλυση απαιτεί έκταση, επειδή πολλές είναι οι θεμελιωμένες ψευδαισθήσεις του δυτικοθρεμμένου “πολίτη”.
Αυτό που δεν έχει γίνει κατανοητό, είναι ότι η δογματική εμμονή υπέρ της λαοκρατίας αποτελεί έναν λαϊκισμό που, κολακεύοντας τον “αυτοδιοικούμενο” λαό, τον καθοδηγεί πελατειακά, εφόσον η κομματική δημοκρατία στον δυτικό υλιστικό κόσμο δεν είναι παρά ένας πλειοδοτικός διαγωνισμός εκχώρησης της ψήφου. Το περισσότερο περίεργο είναι η ανάγκη της Δύσης να επιβάλλει την εξύμνηση της Δημοκρατίας, όταν μάλιστα η ίδια, την καταρρίπτει κάθε στιγμή. Ένα μόνον θα πούμε: δουλειά της αντιπολίτευσης είναι η διαρκής καταγγελία της κυβέρνησης, η καλλιέργεια ενός εμφυλιοπολεμικούκλίματος. Ιδιαίτερα στην Ελλάδα, κάθε αξιωματική αντιπολίτευση υπονομεύει ή καταγγέλλει με τέτοιο τρόπο την “αποτυχημένη κυβέρνηση” απαιτώντας εκλογές, ώστε, ουσιαστικά, κατηγορεί την πλειοψηφία του εκλογικού σώματος για αδυναμία κριτικής σκέψης και καταστροφή της χώρας. Γιατί όλα αυτά δεν γίνονται άμεσα αντιληπτά; Πρώτον γιατί μέσα από την σχολική παραπληροφόρηση είναι άγνωστα τα ιστορικά γεγονότα, δεύτερον γιατί η καθημερινότητα και όχι τα γεγονότα ή τα ανθρώπινα ιδανικά κρίνουν την ψήφο, τρίτον γιατί λείπει το παράδειγμα, ή, ακόμα χειρότερα, γιατί υπάρχει το αρνητικό παράδειγμα (το “μεταβατικό καθεστώς” του 1967 που, θεωρώντας εαυτόν ως συνεχιστή του Καποδίστρια, κατόρθωσε να επιζήσει όσο του επέτρεπαν, μόνο και μόνον για να διχάσει, να τραυματίσει, να αποφύγει η χώρα δια της βίας και πρόσκαιρα το αναπόφευκτο). Όσο για τις δυο “συγκρουόμενες” ιδεολογίες της “αριστεράς” και της “δεξιάς”, αυτές έχουν κοινή προέλευση και χρηματοδότηση, κάτι που θα το βλέπαμε καθαρότερα, αν διερευνούσαμε την δανειοδότηση του 1824, την Επανάσταση των μπολσεβίκων, την δημιουργία και την δράση του ΚΚΕ. Έτσι πορευόμαστε ως έθνος-σαλίγκαρος μέσα στο ετεροκαθοριζόμενο κράτος-κέλυφος που ουδέποτε μπορέσαμε να δούμε απ’ έξω. Στην προδιαγεγραμμένη πτώχευση ή στην μεθοδευμένη εμπλοκή του “δανείζομαι, [από τις αγορές] άρα, υπάρχω” ο λαός ενοχοποιείται και για την εκ των άνω “επιβαλλόμενη” φοροδιαφυγή και για τον κρατικό δανεισμό, ενώ αγνοεί τόσο τα περίτεχνα κερδοσκοπικά παίγνια εντός των χρηματιστηρίων όσο και την ιδιωτική (εντός του κράτους) νομισματική πολιτική, αιχμάλωτος της οποίας είναι η κάθε κυβέρνηση. Ταυτόχρονα, αδυνατεί να δικάσει την κρατική σπατάλη και την κλοπή του δημόσιου χρήματος, γιατί αν γινόταν αυτό, η δημοκρατική εξουσία θα έπαυε να είναι αυτοσκοπός και θα καταργούσε σε ελάχιστο χρόνο και την φοροδιαφυγή και το πελατειακό κράτος. Οι ελληνικές πτωχεύσεις δεν οφείλονται κυρίως στις στρατιωτικές δαπάνες, αλλά στον περιορισμό των συνθηκών παραγωγής πλούτου, στον περιορισμό της είσπραξης εσόδων, στην κατασπατάληση του δημόσιου χρήματος και των άχρηστων -κάποιες φορές- δανείων. Οι ελληνικές πτωχεύσεις οφείλονται στον σφιχτό εναγκαλισμό του κράτους από την δύναμη που το 1821 απέτρεψε την θεμελίωση του υπερεθνικού κράτους που θα αποτελούσε την ανασύσταση της χριστιανικής Ανατολής.
Με άλλα λόγια, πέρα από τα “τεχνικά” στοιχεία της ερμηνείας των ιστορικών γεγονότων, ο Γ. Δερτιλής αν και πλησιάζει, αδυνατεί να συσχετίσει την δομική σχέση της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας με τον λαϊκισμό, ανάγοντας σε αιτίες βάσης των πτωχεύσεων την “δημαγωγία με τον σοβινισμό” και σε παράγοντες επίλυσης την “κατάρτιση με την σοβαρότητα”. Ποιους καταρτισμένους μπορεί να επιλέξει ο λαός και ποια κατάρτιση μπορεί να έχει ο ίδιος, όταν καλείται εκβιασμένος -ιδιαίτερα σε περιόδους κρίσης και πολέμων- να αποφανθεί στην κάλπη, χωρίς επαρκή ενημέρωση, κάτω από ψευδή και διχαστικά διλήμματα, για ζητήματα τόσο πολύπλοκα, τα οποία είναι αμφίβολο αν τα κατανοούν σε βάθος οι υποψήφιοι κυβερνώντες που εκλέγονται μέσα στα κόμματά τους με κριτήρια ιδιοτέλειας; Αυτό το ερώτημα απουσιάζει από το βιβλίο του Γ. Δερτιλή. Αν υπήρχε, θα είχαμε μια τεράστια αντίφαση. Κι όμως, υπάρχει ήδη μια αντίφαση. Από την μια πλευρά εκθειάζεται η δημοκρατία, από την άλλη στιγματίζεται η δημαγωγία και επικρίνεται η λαϊκή ετυμηγορία, πράγμα που οδηγεί στον κεντρικό άξονα του βιβλίου: κατακρίνεται ή -έστω- ελέγχεται ο Έλληνας, ενώ ούτε ορίζεται με ικανοποιητικό τρόπο η ιστορική του πρόθεση το 1821, ούτε ελέγχεται το πολίτευμα το οποίο του “επιτρέπει” να κάνει απανωτά λάθη και ταυτόχρονα να αισθάνεται ευτυχής (ως “ελεύθερος”). Γιατί μια τόσο ριζική αντίθεση δεν συνιστά από την πλευρά μας πρόταση απόρριψης του βιβλίου; Επειδή, πρώτον το βιβλίο έχει ειλικρινή πρόθεση αναζήτησης της ίασης από το κοινωνικό πρόβλημα διαρκείας και δεύτερον, προσφέρει όντως πολλά, σε σχέση με άλλες αναλύσεις, στις οποίες κυριαρχεί το πάθος και η ολοκληρωτική τύφλωση.
Επίλογος. Αναπάντεχα (;) αισιόδοξος
Το άρθρο αυτό, όπως και το βιβλίο, έχει στόχο να παρακινήσει την κριτική σκέψη και όχι να συστήσει πολιτικό κίνημα. Το βιβλίο κλείνει με το κεφάλαιο “Η εμφυλιοπολεμική νοοτροπία και η σημερινή κρίση”. Εκεί ο Γ. Δερτιλής διευκρινίζει ότι μιλάει περισσότερο ως πολίτης. Εκεί επιβεβαιώνει τον συγγραφικό στόχο. Ταυτόχρονα, δείχνει ότι η διαίσθηση και η αγαθή προαίρεση είναι -υπό προϋποθέσεις- ανώτερα εργαλεία από την λογική εξήγηση των πολύπλοκων αιτίων. Εστιάζοντας στον πιο πρόσφατο ελληνικό “εμφύλιο” (του Β΄ παγκοσμίου πολέμου) ο συγγραφέας αποφεύγει να εξηγήσει τις συνθήκες δημιουργίας του. Πράττει άριστα, με δεδομένα όσα ήδη είπαμε και το ότι είναι νωπά τα γεγονότα (ακόμα και ο τίτλος “εμφύλιος” απορρίπτεται από αρκετούς). Αφηγείται με απλότητα και ακρίβεια το πώς διαβιβάζεται από γενιά σε γενιά το διχαστικό κληροδότημα μέσω της προφορικότητας και ανεξάρτητα από την εκάστοτε επίσημη, κρατική γραμμή. Ο συγγραφέας εξηγεί πώς η προσωπική τραυματική εμπειρία συνιστά μια μερική ιστορία που μεταφέρεται προφορικά εκατέρωθεν, ενώ το κράτος δεν δείχνει βούληση να υπερβεί το παρελθόν και να συμφιλιώσει τους απόγονους των αντιμαχομένων. Επισημαίνει “Κάπου εκεί μετά την πτώση της δικτατορίας η Ελλάδα έχασε την τελευταία ευκαιρία να κλείσει τον Εμφύλιο με μια πραγματική, βαθιά συμφιλίωση. … Το 2009 η κρίση μας βρήκε με τον νου θολωμένο από την εμφυλιοπολεμική κουλτούρα”. Καταλήγει, όπως είναι αναμενόμενο, στην απαιτούμενη παιδεία, (ανθρωπιστική-κριτική-σφαιρική) λέγοντας ότι είναι σημαντικότερη από τις οικονομικές μεταρρυθμίσεις. Παρότι αναφέρεται στην αδυναμία των ψηφοφόρων και παραδέχεται την ανταποδοτική δημοκρατία, παρότι εμμένει στο ότι οι αδυναμίες αυτές είναι αναστρέψιμες μέσα από τους υπάρχοντες θεσμούς, παρότι αριθμεί και πάλι τους εμφύλιους, ο συγγραφέας έχει ξεκινήσει, έμμεσα, αχνά, αλλά διακριτά, να παραδέχεται ότι η “φαύλη σπείρα” είναι δομική, άρα, ο εμφύλιος είναι ένας. Ένας, με διαφορετικές μορφές και σε διαφορετικές φάσεις, επειδή διαρκές είναι και το αίτιο, διαρκείς είναι και οι διεθνείς παρεμβάσεις. Συνεπώς, “το πρόβλημα του Έλληνα” δεν βρίσκεται εκεί που συνήθως τοποθετείται, το ίδιο και τα διεθνή ζητήματα.
Το βιβλίο κλείνει με μια αισιοδοξία, αντίθετη με την προπαγάνδα μαυρίλας που ρίχνει καθημερινά το μιντιακό κατεστημένο, είτε αναπαράγοντας την μονομέρεια της πολιτικής ορθότητας, είτε αναλύοντας τους πίνακες καταλληλότητας και πρόθεσης ψήφου, είτε καταλογίζοντας για νιοστή φορά την ευθύνη στον “φοροφυγά”, είτε, είτε… Η αισιοδοξία αυτή δεν αποτελεί υπόσχεση μετεκλογικών παροχών, δεν έχει επιστημονική απόδειξη, ούτε βεβαιότητα πρόβλεψης του πολιτικού μέλλοντος. Είναι η ανθρώπινη διαίσθηση που λέει ότι παρά τον σοβαρό κίνδυνο ενός ακόμα πολέμου, ο άνθρωπος που σκέπτεται και πέρα από τις προσωπικές του ανάγκες, μπορεί να ελπίζει σε ανατροπή της απάνθρωπης λαίλαπας, μπορεί να αποφύγει την αυτοκαταστροφή του.
Νοέμβριος 2016
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου