Ἀπόσπασμα ἀπό τό βιβλίο «Μυστικά Ανθη», Ἐκδόσεις Παπαδημητριου
Ἀπ’ ὅλες τίς ἀρρώστειες πού παθαίνει ἡ ψυχή τοῦ ἀνθρώπου, ἡ πιό σιχαμερή, κατά τήν κρίση μου, εἶναι ἡ φιλαργυρία, ἡ τσιγγουνιά. Ἀπό μικρός τήν ἀπεχθανόμουνα. Καί τώρα, μ’ ὅλο πού, μέ τήν ἡλικία, ἄλλαξα γνώμη γιά πολλά πράγματα, γιά τήν τσιγγουνιά δέν ἄλλαξα.Προτιμῶ νάχω νά κάνω καί μ’ ἕναν φονιά ἀκόμα, παρά μ’ ἕναν τσιγγούνη. Γιατί, ὁ φονιάς μπορεῖ νά σκότωσε σέ ἀναβρασμό ψυχῆς, ἀπάνω στόν θυμό του, καί νά μετανοίωσε ὕστερα, ἐνῶ ὁ τσιγγούνης εἶναι ψυχρός ὑπολογιστής, ὡς τό κόκκαλο χαλασμένος. Στόν φονιά μπορεῖ νά βρεῖς καί κάποια αἰσθήματα, στόν τσιγγούνη δέν θά βρεῖς κανένα. Ὁ τσιγγούνης, εἶναι βέβαια πάντα ἐγωιστής, ἀγαπᾶ μοναχά τόν ἑαυτό του, ἀλλά, πολλές φορές, εἶναι ἕνα τέρας χειρότερο κι ἀπό τόν ἐγωιστή, γιατί μπορεῖ νά μήν ἀγαπᾶ μήτε τόν ἑαυτό του, καί νά τόν ἀφήσει νά πεθάνει ἀπό τήν πείνα.
Μ’ αὐτό δείχνει ὁ ἄνθρωπος πῶς μπορεῖ νά καταντήσει σέ μία κατάσταση πού δέν καταντᾶ κανένα ἀπό τά ἄλλα ζῶα. Μοναχά αὐτός, πού ὠνόμασε τόν ἑαυτό του «βασιλέα τῶν ζώων», φτάνει σέ τέτοια σιχαμερή ἀνοησία, ὥστε, ἀπό τήν τσιγγουνιά του, νά κρύβει τά λεφτά μέσα στό στρῶμα ἤ στό μαξιλάρι, καί νά πεθαίνει ἀπό τήν πείνα. Εἴδατε κανένα σκύλο τσιγγούνη; Ἤ κανέναν γαίδαρο, πού νάχει μπόλικον σανό γιά νά φάγει, κι ὡστόσο νά μήν τόν ἐγγίζει, καί νά τόν βρίσκουνε ψόφιον ἀπό τήν πείνα; Βλέπεις πῶς ὁ τσιγγούνης καταντᾶ τρελλός, καί μάλιστα ὁ πιό ἀσυμπάθιστος, ὁ πιό ἀντιπαθητικός τρελλός.
Μ’ αὐτό δείχνει ὁ ἄνθρωπος πῶς μπορεῖ νά καταντήσει σέ μία κατάσταση πού δέν καταντᾶ κανένα ἀπό τά ἄλλα ζῶα. Μοναχά αὐτός, πού ὠνόμασε τόν ἑαυτό του «βασιλέα τῶν ζώων», φτάνει σέ τέτοια σιχαμερή ἀνοησία, ὥστε, ἀπό τήν τσιγγουνιά του, νά κρύβει τά λεφτά μέσα στό στρῶμα ἤ στό μαξιλάρι, καί νά πεθαίνει ἀπό τήν πείνα. Εἴδατε κανένα σκύλο τσιγγούνη; Ἤ κανέναν γαίδαρο, πού νάχει μπόλικον σανό γιά νά φάγει, κι ὡστόσο νά μήν τόν ἐγγίζει, καί νά τόν βρίσκουνε ψόφιον ἀπό τήν πείνα; Βλέπεις πῶς ὁ τσιγγούνης καταντᾶ τρελλός, καί μάλιστα ὁ πιό ἀσυμπάθιστος, ὁ πιό ἀντιπαθητικός τρελλός.
Ἀλλά κι ἐκεῖνος πού εἶναι συνηθισμένος φιλάργυρος καί πού δέν φτάνει στό πάθος πού εἶπα, καί κεῖνος ἔχει...ἀπάνω του κάποια κρυάδα. Τόν πλησιάζεις δισταχτικά. Δέν μπορεῖς νά τοῦ φερθεῖς ἐλεύθερα, γιατί κι ἐκεῖνος εἶναι διπλοκουμπωμένος, «σπαγγοραμένος», ὅπως τόν λένε. Γιατί, ἡ τσιγγουνιά τόν κάνει ὑποκριτή καί καχύποπτον.
Τά λεφτά εἶναι ἐπικίνδυνα πράγματα, καί πολύ φαρμακερά γιά τήν ψυχή. Πολλοί ἀρχίζουνε ἀπό οἰκονομία, καί, σιγά – σιγά, γίνουνται φιλάργυροι, στό τέλος τούς καβαλλικεύει ὁ Μαμωνᾶς. Μέ τή φιλαργυρία, στενεύει ἡ καρδιά τοῦ ἀνθρώπου, ὅπως μέ τήν ἀνοιχτοχεριά πλαταίνει. Ὁ τσιγγούνης εἶναι τσιγγούνης καί στά αἰσθήματα, δέ μπορεῖ νάχει μέσα του τίποτα γενναῖο. Πῶς νά κάνει θυσία γιά τόν ἄλλον ἕνας τέτοιος ἄνθρωπος;
Ἡ ἀγάπη τῶν λεφτῶν φέρνει τίς μεγαλύτερες συμφορές στήν ἀνθρωπότητα. Ὁ Ἰούδας ὁ φιλάργυρος παράδωσε τόν Χριστό. Κι οἱ περισσότεροι καυγάδες ἀνάμεσα στούς ἀνθώπους, οἱ γκρίνιες μέσα στίς οἰκογένειες, οἱ πόλεμοι πού ρημάζουνε τόν κόσμο καί τόν γεμίζουν αἵματα, τά καταραμένα λεφτά ἔχουνε γιά αἰτία. Τά συμφέροντα.
Ἡ Ἐκκλησία, τή Μεγάλη Βδομάδα, ψέλνει πολλά τροπάρια πού κατακρίνουνε τή φιλαργυρία. Τόν Ἰούδα τόν λέγει «γέννημα ἐχιδνῶν, δόλιον, προδότην, παράνομον», καί μᾶς ξορκίζει νά διώξουμε ἀπό πάνω μας τή φιλαργυρία.
Τούτη ἡ κακή ἀρρώστεια εἶναι σήμερα πολύ ξαπλωμένη καί πολύ βαρειά, πάθος παγκόσμιο πού τρώγει τίς καρδιές σάν σκούληκας, σ’ Ἀνατολή καί Δύση. Ποτέ οἱ ἄνθρωποι δέν ἀγαπήσανε τό χρῆμα τόσο πολύ, ὅσο σήμερα. Γιατί, ὁ σημερινός ἄνθρωπος εἶναι ὑλιστής, δέν πιστεύει σέ ἄλλη ζωή, ἐπειδή δέν πιστεύει σέ Θεό, καί ρίχνεται μέ τά μοῦτρα ν’ ἀπολάψει τούτη τή ζωή. Τούτη τή ζωή, πού, ὡς νά προφτάσεις νά τή δεῖς, φεύγει καί χάνεται, σάν ἴσκιος. Αὐτόν, λοιπόν, τόν ἴσκιο κυνηγᾶ ὁ δύστυχος ἄνθρωπος, σήμερα, καί παιδεύεται καί σκοτώνεται γι’ αὐτόν τόν ἴσκιο, θαρρώντας πώς μέ τά λεφτά κάνει κάτι.
Γνώρισα κάμποσους ἀπό κείνους, πού ἔχουνε πολλά πλούτη κι εἶδα τήν ἀγωνία τους καί τή δυστυχισμένη εὐτυχία τους. Δέν μιλῶ γιά ὅσους μποδίζουνται ν’ ἀπολάψουνε τή ζωή γιατί ἔχουνε ἀρρώστειες ἤ ἄλλες συμφορές, ἀλλά μιλῶ γιά κείνους πού ἔχουνε ὑγεία καί κάθε μέσο γιά νά ζήσουνε καλά. Ὅλα τά ἔχουνε, παρεκτός τῆς εὐτυχίας. Ἡ εὐτυχία, ἡ ἀληθινή εὐτυχία, βρίσκεται πολύ μακρυά τους, κατά πρῶτο γιατί ἡ ζωή εἶναι ἕνα πράγμα ἄστατο, σάν τή βελόνα τοῦ Ναστραντίν – Χότζα, πού στεκότανε ἀπάνω σ’ ἕνα αὐγό. Εὐτυχία δίχως σιγουριά, δέ μπορεῖ νά γίνει. Ὁ πλούσιος εἶναι ὁλοένα ἀνήσυχος, φοβᾶται τί θά τοῦ ἔρθει αὔριο, τί θά ξημερώσει. Ὕστερα, τά πλούτη φέρνουνε ταραχή, μπερδέματα, φροντίδες, κι ὅποιος εἶναι πολυμέριμνος δέν μπορεῖ νά εἶναι εὐτυχισμένος, γιατί δέν βρίσκεται ποτέ μοναχός μέ τόν ἑαυτό του. Κι ὅποιος δέν μένει ποτέ μέ τόν ἑαυτό του, δέν γνωρίζει τί λογής εἶναι ἡ εὐτυχία. Ἡ πηγή πού ἀναβρύζει ἡ εὐτυχία, δέν εἶναι ἡ Τράπεζα, μήτε ὁ μπεζαχτάς, ἀλλά η ἀνθρώπινη καρδιά.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου