Κοσματόπουλος Ἀλέξανδρος
Στὴ διήγηση τοῦ γεγονότος τῆς βάπτισης ὁ Ἰωάννης ὁ Πρόδρομος στέκεται μὲ δισταγμὸ καὶ δέος μπροστὰ στὸ ἐνδεχόμενο νὰ βαπτίσει τὸν Ἰησοῦ: «Ἐγὼ χρείαν ἔχω ὑπό σοῦ βαπτισθῆναι, καὶ σὺ ἔρχῃ πρὸς με;». Ὅμως ἐκεῖνος ἐπιμένει λέγοντας: «Ἄφες ἄρτι• οὕτω γὰρ πρέπον ἐστὶν ἡμῖν πληρῶσαι πᾶσαν δικαιοσύνην» (Ματθ. 3,14-16). Πρέπει νὰ πληρωθεῖ ὁ χρόνος, νὰ πληρωθεῖ τὸ παρελθόν, νὰ ὁλοκληρωθεῖ μία μεγάλη περίοδος προετοιμασίας προκειμένου νὰ φανεῖ ὁ δρόμος ἀπὸ τὴν βάπτιση διὰ τοῦ ὕδατος στὴν βάπτιση διὰ τοῦ πυρός. «Ἐγὼ μὲν βαπτίζω ὑμᾶς ἐν ὕδατι εἰς μετάνοιαν• ὁ δὲ ὀπίσω μου ἐρχόμενος ἰσχυρότερός μου ἐστίν…αὐτὸς ὑμᾶς βαπτίσει ἐν Πνεύματι Ἁγίῳ καὶ πυρὶ» (Ματθ. 3, 11).
Ἡ βάπτιση διὰ τοῦ πυρὸς πιστεύω ἔγκειται στὴ συνάντηση μὲ τὶς ἀρχὲς τοῦ σκότους. Ἡ πάλη διεξάγεται ὄχι πρὸς αἷμα καὶ σάρκα, ἀλλὰ πρὸς τὶς ἀρχές, τὶς ἐξουσίες, τοὺς κοσμοκράτορες τοῦ σκότους τοῦ αἰῶνος τούτου, πρὸς τὰ πονηρὰ πνεύματα στοὺς οὐρανοὺς (Ἐφεσ. 6, 12). Ὁ ἀπόστολος Παῦλος ὑποδηλώνει μὲ τοῦτα τὰ λόγια πὼς οἱ δυνάμεις αὐτὲς διεκδικοῦν ἕναν ὑπερβατικὸ χαρακτήρα, καὶ ὅτι παίζουν σημαντικὸ ρόλο στὴ ζωὴ τῶν ἀνθρώπων. Στὴν πάλη μὲ τὸ ἀρχαῖο κακό μᾶς εἰσάγει ἡ συνάντηση τοῦ Ἰησοῦ μὲ τὸν διάβολο.
Μετὰ τὴν βάπτισή του στὸν Ἰορδάνη ὁ Ἰησοῦς πορεύεται στὴν ἔρημο, στὸν τόπο ποὺ σὰν σὲ καθρέφτη μπροστὰ δὲν μπορεῖ κανεὶς τίποτα νὰ κρύψει. Ἐκεῖ ὑφίσταται ἐπὶ σαράντα μέρες τοὺς πειρασμούς, χωρὶς νὰ δοκιμάσει τροφή. Δὲν πηγαίνει στὴν ἔρημο ὑπακούοντας σὲ κάποια ἐντολή, οὔτε ἀκολουθεῖ τὴν «ἐλεύθερη θέλησή του». Τὸ πνεῦμα εἶναι ποὺ τὸν ὁδηγεῖ. Στοὺς τρεῖς πειρασμοὺς τοῦ Ἰησοῦ περικλείεται ἡ ἱστορία τοῦ κόσμου, ἀλλὰ καὶ ἡ στάση ἐκείνου ποὺ μοναδική του ἐπιθυμία εἶναι νὰ πορευτεῖ στὰ βήματα τοῦ Χριστοῦ. Ὁ Ἰησοῦς ὑπερισχύει τῶν ἴδιων πειρασμῶν στοὺς ὁποίους ὑπέκυψε ὁ Ἀδάμ, ἐξουδετερώνοντας τὴν ἐπιρροή τους. Ἀπορρίπτει τὶς προτροπὲς τοῦ διαβόλου, καὶ μὲ τὴν ἀπόρριψή τους ἀναλαμβάνει τὸ ἔργο τῆς σωτηρίας τοῦ κόσμου.
Ποιὸς εἶναι ὁ διάβολος, ἡ μυστηριώδης αὐτὴ φυσιογνωμία ποὺ στὰ χρόνια μας θεωρεῖται ἐντελῶς μυθική; Ὅταν οἱ εὐαγγελιστὲς καὶ ὁ ἀπόστολος Παῦλος τὸν ἀποκαλοῦν ἄρχοντα τοῦ κόσμου καὶ θεὸ τοῦ αἰῶνος τούτου, γνωρίζουν γιὰ ποιὸ πράγμα μιλοῦν. Ὁ σατανᾶς πρωτίστως γυρεύει νὰ ἀποπλανήσει καὶ νὰ παραπλανήσει, νὰ ὑποδείξει ἕναν δρόμο πλάνης ὡς δρόμο ἀληθινὸ καὶ συνάμα ἀπελευθερωτικό. «Ἐν τῇ ἀληθείᾳ οὐχ ἔστηκεν, ὅτι οὐκ ἔστιν ἀλήθεια ἐν αὐτῷ» (Ἰω. 8, 44). Ὅταν δὲν μπορεῖ νὰ παραπλανήσει μεταμορφώνεται σὲ δημόσιο κατήγορο ὅπως στὴν περίπτωση τοῦ Ἰώβ. Ὁ διάβολος δὲν προβάλλει μία θετικὴ στάση ἀπέναντι στὸν Ἰησοῦ. Ἁπλῶς προσβάλλει. Ὡστόσο εἶναι ὁ κύριος ὅλων τῶν βασιλείων τῆς γῆς, καὶ ὅλες οἱ ἐνέργειες τῶν ἀνθρώπων βασίζονται στὸν τρόπο του καὶ στοὺς μηχανισμούς του.
«Εἶπεν δὲ αὐτῷ ὁ διάβολος• εἰ υἱὸς εἶ τοῦ Θεοῦ, εἰπὲ τῷ λίθῳ τούτῳ ἵνα γένηται ἄρτος. Καὶ ἀπεκρίθη πρὸς αὐτὸν ὁ Ἰησοῦς• γέγραπται ὅτι οὐκ ἐπ’ ἄρτῳ μόνῳ ζήσεται ἄνθρωπος, ἀλλ’ ἐπὶ παντὶ ρήματι ἐκπορευομένῳ διὰ στόματος Θεοῦ». Καὶ στοὺς τρεῖς πειρασμοὺς ὁ Ἰησοῦς ἀπαντᾶ μὲ χωρία ἀπὸ τὴν Παλαιὰ Διαθήκη. Τὸ Δευτερονόμιο (8,3) ἀναφέρεται στὸ σημεῖο αὐτὸ στὸ ἀρχέγονο μάνα. Ἐδῶ φαίνεται καὶ ἡ διαφορὰ ἀνάμεσα στὸ μάνα τὸ πεσὸν ἀπὸ τὸν οὐρανὸ καὶ στὸν λόγο τῆς ἀληθείας. Ὁ διάβολος καλεῖ τὸν Ἰησοῦ νὰ ἐπανέλθει στὴν ἀρχαία ἐκείνη τάξη τῆς ἐξ ὕψους βίαιης ἐπιβολῆς, ποὺ ἡ καθολικότητά της ἀγκάλιαζε τὸ ἀνθρώπινο γένος. Ἂν ὁ Ἰησοῦς μετέτρεπε τὶς πέτρες σὲ ψωμιὰ θὰ ἦταν μία ἀδιαμφισβήτητη ἀπόδειξη τῆς θεότητάς του. Ἀλλὰ ὁ Ἰησοῦς γνωρίζει ὅτι ἡ θεότητα γιὰ τὴν ὁποία ὁμιλεῖ δὲν ἐπιβάλλεται ἄνωθεν μὲ τὴν ἐπίδειξη τῆς δυνάμεώς της, οὔτε ἐπιβάλλει διὰ τῆς βίας ἕνα τρόπο ζωῆς ἢ κάποιες ἀξίες. Εἶναι ἡ θεότητα ἡ ὁποία ἀποκαλύπτεται μὲ τὴν ἐλεύθερη ἀποδοχή. Ἀποκαλύπτεται, καὶ ἡ φανέρωσή της δὲν γεμίζει μὲ τρόμο καὶ δέος τὴν ψυχή, ἀλλὰ μὲ πλησμονή, συμπόνια καὶ ἔλεος. Ὁ ἄνθρωπος χρειάζεται τὸν ἄρτο γιὰ νὰ τραφεῖ ἀλλὰ τοῦτο δὲν ἀρκεῖ γιὰ νὰ ζήσει. Ὁ Ἰησοῦς δὲν τρώει ἐπὶ σαράντα μέρες, ὅσο διαρκοῦν οἱ πειρασμοί. Δὲν νομίζω ὅτι μὲ τὴν ἀποχή του ἀπὸ τὴν τροφὴ ὑποδεικνύει κάποιο ἀσκητικὸ ἰδεῶδες. Δηλώνει τὴν πλήρωσή του ἀπὸ τὸ πνεῦμα, τὸ ὁποῖο καὶ τὸν ἐνδυναμώνει στὸν ἀγώνα του, ἂν καὶ τὸ λόγιο, «οὕτως οὖν πᾶς ἐξ ὑμῶν, ὃς οὐκ ἀποτάσσεται πᾶσι τοῖς ἑαυτοῦ ὑπάρχουσιν, οὐ δύναται εἶναι μου μαθητὴς» (Λουκ 14,33), ὑπαινίσσεται τὴν παραίτηση ἀπὸ ὅσα ὁρίζουν τὴν ἐπίγεια ὕπαρξη. Καὶ τούτη ἡ παραίτηση ἀσφαλῶς ἐνέχει μία στάση ἀσκητική.
Μόλις πέρασαν οἱ σαράντα μέρες καὶ οἱ πειρασμοὶ πείνασε. Μὲ τὴ λέξη «ἐπείνασεν» ὁ Χριστὸς δείχνει ἀκόμη μία φορὰ τὴν ἀνθρώπινη ὑπόστασή του. Ὁ Γερμανὸς μυστικιστὴς Ἔκχαρτ λέει ὅτι στὸν Χριστὸ ὑπῆρχε ἕνας ἐξωτερικὸς καὶ ἕνας ἐσωτερικὸς ἄνθρωπος, καὶ πὼς ὅσα ἔπραττε σὲ σχέση μὲ τὰ ἐξωτερικὰ πράγματα τὰ ἔπραττε ἀπ’ τὴ μεριὰ τοῦ ἐξωτερικοῦ ἀνθρώπου, ἐνῶ ὁ ἐσωτερικὸς ἄνθρωπος παρακολουθοῦσε ἀκίνητος καὶ ἀποχωρισμένος. Ἂν συνέβαινε κάτι τέτοιο ὁ Ἰησοῦς θὰ κινοῦνταν ὑπὸ τὸ κράτος ἑνὸς διχασμοῦ. Ὅμως δὲν ὑπάρχει κανενὸς εἴδους διχασμὸς στὴν ἀντιμετώπιση τῶν πειρασμῶν τοῦ διαβόλου. Ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου καὶ ὁ υἱὸς τοῦ Θεοῦ, ποὺ συγκεραίνονται στὸ πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ, δὲν εἶναι δύο ξεχωριστὰ ὄντα ποὺ τὸ ἕνα παραμένει σὲ ἀπόσταση ἢ ἀντιμάχεται τὸ ἄλλο. Τὴ στάση του ὑπαγορεύει ἡ ἑνιαία ὑπόστασή του.
«Καὶ ἀναγαγὼν αὐτὸν ἔδειξεν αὐτῷ πάσας τὰς βασιλείας τῆς οἰκουμένης ἐν στιγμῇ χρόνου καὶ εἶπεν αὐτῷ ὁ διάβολος• σοὶ δώσω τὴν ἐξουσίαν ταύτην ἅπασαν καὶ τὴν δόξαν αὐτῶν, ὅτι ἐμοὶ παραδέδοται καὶ ᾧ ἐὰν θέλω δίδωμι αὐτήν• σὺ οὖν ἐὰν προσκυνήσης ἐνώπιον ἐμοῦ, ἔσται σου πᾶσα. Καὶ ἀποκριθεὶς ὁ Ἰησοῦς εἶπεν αὐτῷ• γέγραπται γάρ, Κύριον τὸν Θεόν σου προσκυνήσεις καὶ αὐτῷ μόνῳ λατρεύσεις» (Δευτ. 6,13• 10,20).
Ὁ διάβολος κατόπιν ἀνεβάζει τὸν Ἰησοῦ σὲ ἕνα ψηλὸ βουνὸ καὶ ἐν ριπῇ χρόνου τοῦ δείχνει ὅλα τὰ βασίλεια τῆς οἰκουμένης. Μιλᾶ ὡς κυρίαρχος τῶν βασιλείων τῆς γῆς ποὺ μπορεῖ νὰ τὰ δώσει σὲ ὅποιον θέλει. Τὰ προσφέρει στὸν Ἰησοῦ, ἀρκεῖ ἐκεῖνος νὰ τὸν προσκυνήσει. Τί θὰ σήμαινε αὐτὴ ἡ προσκύνηση; Ὁ Χριστὸς δὲν θὰ ἀπεμπολοῦσε μόνο τὴν μεσσιανική του ἀποστολή, γιὰ τὴν ὁποία ἐξάλλου δὲν κάνει τὴν παραμικρὴ ἀναφορά, ἀλλὰ θὰ διαρρήγνυε τὴ σχέση του μὲ τὸν Πατέρα, σχέση στὴν ὁποία ὁ Ἰησοῦς μένει πιστὸς μέχρι τέλους. Τοῦτο φαίνεται καὶ στὴν ἀπάντησή του πρὸς τὸν Πέτρο (Ματθ. 16, 21-23): «Ἀπὸ τότε ἤρξατο ὁ Ἰησοῦς δεικνύειν τοῖς μαθηταῖς αὐτοῦ ὅτι δεῖ αὐτὸν εἰς Ἱεροσόλυμα ἀπελθεῖν καὶ πολλὰ παθεῖν ἀπὸ τῶν πρεσβυτέρων καὶ ἀρχιερέων καὶ ἀποκτανθῆναι καὶ τῇ τρίτῃ ἡμέρᾳ ἐγερθῆναι. Καὶ προσλαβόμενος αὐτὸν ὁ Πέτρος ἤρξατο ἐπιτιμᾶν αὐτῷ λέγων• ἴλεως σοι, κύριε• οὐ μὴ ἔσται σοι τοῦτο. Ὁ δὲ στραφεὶς εἶπεν τῷ Πέτρῳ• ὕπαγε ὀπίσω μου σατανᾶ• σκάνδαλόν μου εἶ. Ὅτι οὐ φρονεῖς τὰ τοῦ Θεοῦ ἀλλὰ τὰ τῶν ἀνθρώπων». Ἡ σχέση τοῦ Ἰησοῦ μὲ τὸν Πατέρα εἶναι σχέση ἑνότητας καὶ ἀγάπης, ἑνότητας διὰ τῆς ἀγάπης, καὶ ὄχι σχέση ἁπλῆς ὑποταγῆς. Τὴν ἴδια ἀπάντηση ποὺ δίνει στὸν διάβολο στὴ διήγηση τοῦ Ματθαίου (4,10), «ὕπαγε σατανᾶ», τὴ δίνει καὶ στὸν Πέτρο. Ὁ Χριστὸς ἀπορρίπτει τὴν ἐπίγεια κυριαρχία, τὴν ἐξουσία ἐπὶ τῶν ἀνθρώπων, τὴν δόξα καὶ τὸν πλοῦτο ἐν ὀνόματι τῆς βασιλείας τοῦ Θεοῦ ποὺ ὑπέρκειται ὅλων τῶν βασιλείων καὶ τῶν ἐξουσιῶν τῆς γῆς. Τοῦτο δὲν ἀποτελεῖ ἁπλῶς μία ἠθικὴ νίκη ἐπὶ τοῦ διαβόλου, ἀλλὰ μία ἐξ ὁλοκλήρου διαφορετικὴ τοποθέτηση τῆς ὑπάρξεως τοῦ ἀνθρώπου μέσα στὸν κόσμο. Μπορεῖ τὸ σκηνικό τῆς συνάντησης τοῦ Ἰησοῦ μὲ τὸν διάβολο νὰ εἶναι ἀπόκοσμο ἢ ἀκόμη καὶ μυθικό, ἀλλὰ οἱ ἀπαντήσεις ποὺ δίνει κάθε ἄλλο παρὰ ἔχουν μυθικὸ ἢ ἀπόκρυφο χαρακτήρα. Ἀντιθέτως ἀχρηστεύουν ὅλα τὰ μυθολογήματα καὶ τὶς φαντασιώσεις γύρω ἀπ’ τὶς ὁποῖες οἰκοδομεῖται ἡ ἀνθρώπινη ζωή. Οἱ πειρασμοὶ τοῦ διαβόλου ἐμπεριέχουν σὲ ὅλο τὸ βάθος τους τὶς ἐπιθυμίες καὶ τὶς φρεναπάτες τῶν ἀνθρώπων ἀνὰ τοὺς αἰῶνες, τὶς μάταιες πράξεις καὶ τὰ μάταια ἐχγειρήματά τους.
«Καὶ ἤγαγεν αὐτὸν εἰς Ἱερουσαλήμ, καὶ ἔστηκεν αὐτὸν ἐπὶ τὸ πτερύγιον τοῦ ἱεροῦ καὶ εἶπεν αὐτῷ• εἰ υἱὸς εἶ τοῦ θεοῦ, βάλε σεαυτὸν ἐντεῦθεν κάτω• γέγραπται γὰρ ὅτι τοῖς ἀγγέλοις αὐτοῦ ἐντελεῖται περί σοῦ τοῦ διαφυλάξαι σε, καὶ ὅτι ἐπὶ χειρῶν ἀροῦσι σε, μήποτε προσκόψεις πρὸς λίθον τὸν πόδα σου. Καὶ ἀποκριθεὶς εἶπεν αὐτῷ ὁ Ἰησοῦς ὅτι εἴρηται, οὐκ ἐκπειράσεις Κύριον τὸν Θεόν σου».
Ὁ διάβολος ἀνεβάζει τὸν Ἰησοῦ στὴν ἄκρη τῆς στέγης τοῦ ναοῦ, στὸν ἱερὸ τόπο ὅπου τελοῦνται τὰ μυστήρια, ὑποβάλλοντάς τον στὸν τρίτο πειρασμό: «Ἂν εἶσαι υἱὸς τοῦ Θεοῦ ρίξε τὸν ἑαυτό σου κάτω». Ὁ πειρασμὸς στοχεύει εὐθέως στὴν ἴδια τὴν θεϊκὴ προέλευση τοῦ Χριστοῦ. Τὸν καλεῖ νὰ δείξει ὅτι εἶναι υἱὸς τοῦ Θεοῦ μπροστὰ σὲ ὅλο τὸν κόσμο. Πρὸς τοῦτο χρησιμοποιεῖ ἕνα χωρίο ἀπὸ τοὺς Ψαλμοὺς (90, 11-12): «Οἱ ἄγγελοι θὰ σὲ σηκώσουν στὰ χέρια καὶ δὲν θὰ σκοντάψει τὸ πόδι σου σὲ πέτρα». Ἡ ρήση αὐτὴ θυμίζει τὰ λόγια του Ἰησοῦ γιὰ τὸν λίθο ποὺ ἀποδοκίμασαν οἱ οἰκοδομοῦντες καὶ ἐγενήθη εἰς κεφαλὴν γωνίας. «πᾶς ὁ πεσὼν ἐπ᾿ ἐκεῖνον τὸν λίθον συνθλασθήσεται· ἐφ᾿ ὃν δ᾿ ἂν πέσῃ, λικμήσει αὐτόν.» (Λουκ. 20, 17-18). Λόγος ποὺ συμπληρώνει τὴ ρήση τοῦ Ἠσαΐα (18, 16): «Ἰδοὺ ἐγὼ ἐμβαλῶ εἰς τὰ θεμέλια Σιὼν λίθον πολυτελῆ ἐκλεκτὸν ἀκγογωνιαῖον ἔντιμον εἰς τὰ θεμέλια αὐτῆς, καὶ ὁ πιστεύων ἐπ’ αὐτῷ οὐ μὴ καταισχυνθῆ». Γιὰ ὅσους πιστεύουν ὁ λίθος θὰ γίνει ἀσάλευτο θεμέλιο. Ὅσοι δὲν πιστεύουν πέφτοντας πάνω του θὰ τσακιστοῦν.
Ὁ Ἰησοῦς ἀρνεῖται νὰ ἐπιδείξει τὴν θειότητά του στὸ θέατρο τοῦ κόσμου, ἀπαντώντας πάλι μὲ μία φράση τοῦ Δευτερονομίου (6, 16). Στὸ γεγονὸς στὸ ὁποῖο κάνει μνεία τὸ Δευτερονόμιο ἀναφέρεται ὁ Ψαλμὸς 94 (7-11), καὶ τὸν ἐπαναλαμβάνει ὁ ἀπόστολος Παῦλος στὴν πρὸς Ἑβραίους ἐπιστολὴ (3,7-10). Εἶναι ἡ ἡμέρα τοῦ «παραπικρασμοῦ», τοῦ πειρασμοῦ στὴν ἔρημο. Στὴν ἔρημο ὅπου οἱ Ἰουδαῖοι ἀμφισβήτησαν τὸν Θεὸ καὶ τὰ ἔργα του, ὁ Ἰησοῦς ἀποκρούει τὸν πειρασμό. Τὰ λόγια τοῦ διαβόλου ἀποτελοῦν μία προσβολή, μία λεκτικὴ ἐπίθεση, προκειμένου νὰ βλαφτεῖ ἡ ἐνδιάθετη θεία πνοὴ ποὺ ἐνυπάρχει σὲ κάθε ἄνθρωπο. Προτείνει στὸν Ἰησοῦ τὴν πλατιὰ λεωφόρο ὅπου ὑποτίθεται πὼς κανένα ἐμπόδιο δὲν θὰ ὑπάρξει στὸ δρόμο του.
Ἡ στάση τοῦ Ἰησοῦ ἀποτελεῖ ὑπόδειγμα ταπεινοφροσύνης. Οἱ ἀπαντήσεις του προέρχονται ἀπὸ τὴν Παλαιὰ Διαθήκη, δὲν ξεκινοῦν ἀπὸ δικές του ἰδέες. Δὲν στέκει ἀπέναντι στὸν πειρασμὸ ὡς ἄτομο, ἔστω διακεκριμένο. Μπαίνει ἐξ ὁλοκλήρου στὴ θέση τοῦ ἀνθρώπου ποὺ συνδέεται μὲ τὸν Θεό, δείχνοντας ταυτόχρονα καὶ τὴ θεϊκή του προέλευση. Ἡ θειότητα τοῦ Ἰησοῦ ἐκφράζεται διὰ τῆς ταπεινοφροσύνης.
Νὰ ἀκούσει κανεὶς τὴ φωνὴ τοῦ Χριστοῦ σημαίνει νὰ ἀπεκδυθεῖ κάθε αἴτημα ἰσχύος, ὅπως καὶ κάθε ἰδεολογικὸ προσανατολισμό. Ὁ Χριστὸς δὲν ζητᾶ νὰ ἀκολουθήσουμε κάποιους κανόνες ἀλλὰ νὰ ἐνωτιστοῦμε τοὺς λόγους του. Ἀρνούμενος νὰ τὸν ἀκούσει ὁ κόσμος σφυρηλατεῖ ἕνα πεπρωμένο ἀδυσώπητο, καὶ κανένας θεὸς δὲν θὰ εἶναι ὑπεύθυνος γι’ αὐτό. «Ἐὰν ὑμεῖς μείνητε ἐν τῷ λόγῳ τῷ ἐμῷ, ἀληθῶς μαθηταί μου ἐστὲ καὶ γνώσεσθε τὴν ἀλήθειαν, καὶ ἡ ἀλήθεια ἐλευθερώσει ὑμᾶς» (Ἰωάν. 8, 31-32). Ἡ ἐλευθερία προέρχεται ἀπὸ τὴν ἀλήθεια τῶν λόγων του καὶ δὲν ἀποτελεῖ μία ἀφηρημένη ἔννοια, στὴν ὁποία ὁ καθένας μπορεῖ νὰ δίνει ὅποιο περιεχόμενο θέλει. Ἡ ἀλήθειά τους μᾶς ἐλευθερώνει ἀπὸ τὰ δεσμὰ ποὺ σφυρηλατεῖ ἡ ἐκπληρωμένη ἢ ἀνεκπλήρωτη ἐπιθυμία, δοκιμάζοντάς μας σ’ αὐτὸ ποὺ εἴμαστε ἢ νομίζουμε πὼς εἴμαστε.
«Καὶ συντελέσας πάντα πειρασμὸν ὁ διάβολος ἀπέστη ἀπ’ αὐτοῦ ἄχρι καιροῦ».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου