Μητροπολίτου Φαναρίου Αγαθαγγέλου,
Γενικού Διευθυντού Ἀποστολικής Διακονίας
της Εκκλησίας της Ελλάδος
Ἡ λειτουργική μας ἔκφραση καί κατάσταση σήμερα, φαίνεται νά πάσχει ἀπό μιά βαθειά κρίση.
Ὄχι ἡ λατρεία καθ' ἑαυτή, - διότι ἡ ὀρθόδοξη λατρεία, στό βάθος της, παρέμεινε αὐτό πού ἦταν πάντα - ἀλλά ὁ τρόπος μέ τόν ὁποῖο κατανοοῦμε τήν λατρεία καί ὁ τρόπος μέ τόν ὁποῖο ὁ κόσμος τήν χρησιμοποιεῖ ἔχει, ὁμολογουμένως, ἀλλάξει βαθειά.
Μεταξύ τοῦ σκοποῦ τῆς λατρείας καί τῆς κατανοησής της ὑπάρχει σήμερα μιά διαφορά, ἕνα χάσμα (1).
Θά πρέπει νά ἀναρωτηθοῦμε, ἐάν μέσα στόν σύγχρονο πολιτισμό καί στόν πλαστό ὀρθολογισμό τοῦ κόσμου, οἱ Χριστιανοί βιώνουν τήν Εὐχαριστία ὡς σύναξη τῆς ἐν Χριστῷ οἰκογένειάς τους, ὡς μετοχή στόν θάνατο καί στήν Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ, «προσκατεροῦντες τῇ διδαχῇ καί τῇ κοινωνίᾳ, τῇ κλάσει τοῦ ἄρτου καί ταῖς προσευχαῖς». (2)
Γράφω πρῶτα γιά ἐμᾶς τούς Χριστιανούς, γιατί αὐτό τό βασικό ἐρώτημα ἀφορᾶ πρώτιστα ὅλα τά μέλη τῆς Ἐκκλησίας πού ἀγωνίζονται να ζήσουν ἐλεύθεροι ἐν ἀληθείᾳ ἀγάπῃ.
Τώρα, γιά ἐκείνους πού μέ ἀφορμή τήν πανδημία τοῦ κορονοϊοῦ βρί-σκουν τήν εὐκαιρία νά σταθοῦν ἐπικριτικά, ἀπορριπτικά, ἐχθρικά, ἀνόητα, μέ μιά διάθεση τύφου (κατά τήν πατερική ὁρολογία) ἀπέναντι στή λατρεία τῆς Ἐκκλησίας, θά ἔλεγα ὅτι δέν εἶναι ἐχθροί μας.
Ἕνας ἄνθρωπος πού δέν μπορεῖ νά δεῖ τήν ἀλήθεια δέν εἶναι ἐχθρός.
Εἶναι ἀσθενής. Δέν δύναται νά ὑπάρχει διαλεκτική σχέση μέ παραληρήματα.
Πολλά ἀπ' ὅσα λέγονται γιά τή λατρεία τῆς Ἐκκλησίας δείχνουν ὅτι ὡς κοινωνία ἔχουμε, ἴσως, ὑποστεῖ τήν ἐπίδραση μιᾶς ἄλλης μή εὐχαριστιακῆς θεολογίας, ἡ ὁποία δέν μᾶς βοηθᾶ νά ζήσουμε τήν εὐχαριστιακή ἐμπειρία τῶν Ἁγίων καί νά κατανοήσουμε ὀρθά τήν δογματική διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας μας.
Διότι, ὅταν ἡ Ἐκκλησία γράφει τό Εὐαγγέλιο καί διατυπώνει τό δόγμα ἐκφράζει τό πλήρωμα τῆς νέας ζωῆς πού κρύβεται μέσα της.
Γι' αὐτό οὔτε τό Εὐαγγέλιο κατανοεῖται ἔξω ἀπό τήν Ἐκκλησία, οὔτε τό δόγμα ἔξω ἀπό τήν λατρεία.
Αὐτή ἡ ἐσωτερική ἑνότητα τῆς Ζωῆς καί τῆς Ἀλήθειας εἶναι ἡ δύναμη καί ὁ χαρακτήρας τῆς Ἐκκλησίας.
Τό οὐσιαστικό εἶναι νά ὑπάρξει ἕνας γόνιμος ἐσωτερικός προσωπικός προβληματισμός, ἐάν, μέ τή Χάρη τοῦ Θεοῦ, γνω-ρίσουμε καί συνειδητοποιήσουμε τί συμβαίνει στήν Ἐκκλησία τήν ὥρα τῆς Θείας Εὐχαριστίας.(3)
Ποιά πραγματικότητα φανερώνεται καί δίδεται σέ μᾶς ἀπό αὐτό τό μυστήριο τῶν μυστηρίων; (4)
Διότι, μόνον ὅταν τίθεται αὐτό τό ἐρώτημα, μποροῦμε νά κατανοήσουμε, ὅτι ἐκεῖνο πού ζωντανεύει τά σιωπηλά κείμενα εἶναι ἡ ἐσωτερική μνήμη τῆς Ἐκκλησίας.(5)
Διότι, προσφέρουμε τήν Θεία Εὐχαριστία, ὄχι γιατί ὁ Θεός τήν χρειάζεται, ἀλλά γιατί ἡ θυσία τοῦ Χριστοῦ εἶναι ἡ οὐσία καί ἡ προϋπόθεση τῆς ἰδικῆς μας ὑπάρξεως ἐν Αὐτῷ.
Αὐτός εἶναι ὁ μόνος τρόπος οὐσιαστικῆς ἀνακαινίσεως τοῦ κόσμου.(6)
Διότι μόνο ἡ εὐχαριστιακή κοινότητα, ἡ ὁποία μεταμορφώνεται στήν Θεία Εὐχαριστία, εἶναι δυνατόν καί νά μεταμορφώσει ἀληθινά τόν κόσμο.(7)
Ἡ Θεία Λειτουργία συνιστᾶ καί ἐκφράζει αὐτό τοῦτο τό εἶναι τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, ἐφ' ὅσον αὐτό τοῦτο τό εἶναι τῆς Ἐκκλησίας εἶναι λειτουργικό καί αὐτή ἡ ζωή της εἶναι εὐχαριστιακή. «Νῦν αἱ δυνάμεις τῶν οὐρανῶν σύν ἡμῖν ἀοράτως λατρεύουσι».(8)
Ὁ κόσμος προσφέρεται στόν Θεό καί καθίσται τοῦ Θεοῦ. «Τά Σά ἐκ τῶν Σῶν Σοί προσφέρομεν...».(9) « Ὁ Λόγος σάρξ ἐγένετο καί ἐσκήνωσεν ἐν ἡμῖν».
Ὁ ἄρτος καί ὁ οἶνος πού προσφέρουμε στόν Θεό συνοψίζουν καί περιλαμβάνουν ὅλη τήν ζωή μας καί ὅλο τόν κόσμο μας.
Ἀλλά καί ὁ ἄνθρωπος, ὁ ὁποῖος ἐν μετανοίᾳ μετέχει τῆς Εὐχαριστίας καθίσταται καθο-λικός ἄνθρωπος, δηλαδή ἄνθρωπος πού ὑπερβαίνει τήν διάσπαση καί τήν μερικότητα διά τῆς μετοχῆς του στήν καθολική Ἀλήθεια καί Ζωή.
Τώρα μποροῦμε νά κατανοήσουμε «γιατί δέν εἶναι ἡ Ἐκκλησία πού ὑπάρχει γιά τήν Θεία Λειτουργία. Εἶναι ἡ Θεία Εὐχαριστία, ἡ ὁποία μέ ὅλη τήν σημασία τῆς λέξεως, καθιστᾶ τήν Ἐκκλησία αὐτό πού πραγματικά εἶναι».
Νά γιατί χωρίς τήν Θεία Εὐχαριστία δέν θά ὑπῆρχε Ἐκκλησία. Νά γιατί αὐτό τό ὁποῖο πρέπει νά μᾶς προβληματίσει εἶναι τό γεγονός, ὅτι σήμερα ἡ λατρεία δέν κατανοεῖται πλέον ὡς κατ' ἐξοχήν λειτουργία, ἔκφραση καί ἐκπλήρωση τῆς Ἐκκλησίας, ἀλλά ἀντίθετα, ἡ Ἐκκλησία ἐκλαμβάνεται ἁπλά ὡς τελετουργός τῆς λατρείας. (10)
Ἐάν προβληματισθοῦμε μέ αὐτή τήν ὑπέρλογη καί ἀγαπητική λογική, τότε ὁ καθένας μας στό βάθος τοῦ ἑαυτοῦ του, μέ τόν φωτισμό τοῦ Θεοῦ, θά βρεῖ τόν δρόμο του.
1) Βλ. Ἀλεξάνδρου Σμέμαν, Ἡ λειτουργική ἀναγέννηση καί ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, ἐκδόσεις Σηματωρός, Λάρνακα, 1989, σελ. 44, 110.
2) Λουκ. 2, 42, 44.
3) Ἀλεξάνδρου Σμέμαν, ὅπ. π., σελ. 45-46.
4) Βλ. Ἀλεξάνδρου Σμέμαν, ὅπ. π., σελ. 44, 110.
5) George Florovsky,Ways of Russian Theology, σελ. 516.
6) Βλ. Ἀλεξάνδρου Σμέμαν, ὅπ. π., σελ. 26.
7) Βλ. Ἰωάννου (Ζηζιούλα), Μητροπολίτου Περγάμου, Εὐχαριστιακή θεώρησις τοῦ κόσμου καί ὁ σύγχρονος ἄνθρωπος, Χριστιανικόν Συμπόσιον, Ἀθῆναι 1967.
8) Χερουβικός ὕμνος Θείας Λειτουργίας Προηγιασμένων Δώρων.
9) Θεία Λειτουργία.
10) Ἀλεξάνδρου Σμέμαν, ὅπ. π., σελ. 47 κ.ἑξ., 80-81. Πρβλ. Χρήστου Θ. Κρικώνη, Τό Μυστήριον τῆς Ἐκκλησίας, Πατερικαί ἀπόψεις, Περιοδικόν ΚΛΗΡΟΝΟΜΙΑ, τόμος 18, τεῦχος Α΄, Θεσσαλονίκη 1986, σελ. 28: «Ἡ Λειτουργία ὄχι μόνον ὡς τελετουργκή πρᾶξις, ἀλλά ὡς κίνησις τῆς ἀνοδικῆς πορείας τῆς Ἐκκλησίας πρός τόν Θεόν καί τῆς τελειοποιήσεως τῆς ἑνότητός της ἐντός τοῦ Θεοῦ περιέχεται εἰς τήν Ἐκκλησίαν, ὅπως ἡ Ἐκκλησία περιέχεται ἐντός τῆς Λειτουργίας». Πρβλ., ἐπίσης, Ἁγίου Μαξίμου Ὁμολογητοῦ, Μυσταγωγία, P.G. 91, κεφ. Η καί ΚΓ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου