ΧΡΗΣΤΟΣ ΓΙΑΝΝΑΡΑΣ
Πάσχα, η λέξη σημαίνει πέρασμα, διάβαση. Από τη γη της αιχμαλωσίας στη γη της επαγγελίας, από την απολυταρχία του μηδενισμού στην έμπειρη ελπίδα ότι «ο θάνατος πατείται θανάτω». Η επαγγελία δεν έχει οπαδούς, έχει γιορταστές – όσους έχουν ψηλαφήσει ή πολύ διψάσει το θαύμα.
Το θαύμα είναι άσχετο με φαντασιώσεις για το «υπερφυσικό», την αλχημική μετασκευή της επιθυμίας σε ψυχολογική «βεβαιότητα». Αλλο η βιωμένη εμπειρία και άλλο η πληροφορία που την προσπορίζει η κατανόηση ή και η συναισθηματική ετοιμότητα. Το θαύμα της κυοφορίας και της γέννας, λ.χ., είναι γνώση αποκλειστική, μόνο για τη μάνα. Ο άνδρας, έστω και ο άριστος των μαιευτήρων, έχει πληρότατη πληροφόρηση, όχι γνώση της γέννας.
Στις κοινωνίες, τις ίδιες τις δικές μας, πριν τη Νεωτερικότητα, αλήθεια ήταν η βεβαιότητα, γεννημένη όπως το βλαστάρι, από σπόρο. Ξεχώριζε η γνώση από την πληροφορία, από τη συσκευασμένη για να πουληθεί είδηση. Σήμερα οι γνώσεις μας προϋποθέτουν τον συμβιβασμό με τη χρηστικότητα. Μας αρκεί η κατανόηση, περιττεύει η διακινδύνευση της εμπειρίας. Προσπερνάμε τη σχέση, μας εξασφαλίζουν οι «αυθεντίες». Προέχει ή συμβαδίζει με τη γνώση η απλή «ενημέρωση» ή η ψυχολογική μας συναίνεση.
Το Πάσχα του 2020 οδηγήθηκε να συρρικνωθεί στις εντυπώσεις. Καθόλου σχέση, καθόλου μετοχή, επομένως ούτε υποψία για Γιορτή – μόνο θέαμα τηλεοπτικό και ακρόαμα τηλεακουστικό. Στη θέση σώματος λαϊκού που γιορτάζει νίκη καταπάνω στον θάνατο, στήθηκε η solo ψαλμωδία. Ο λειτουργός να ευλογεί ένα κενό απουσίας πιστών, και στη γωνιά της μικρής οθόνης η τέλεια αρλούμπα: μεταφορά ιλιγγιώδους ποίησης και δραματουργίας σε «γλώσσα νοηματική»!
Ολοι οι ναοί κατάκλειστοι, βουβοί, τάφοι σφραγισμένοι «μετά κουστωδίας» (το περιπολικό της Αμεσης Δράσης στην πόρτα) – εξασφαλισμένος ο αποκλεισμός του θαύματος. Ερημοι δρόμοι συμπλήρωναν την εικόνα γενικευμένης συμφοράς ή πολέμου. Ασφαλώς και έπρεπε να ληφθούν μέτρα, να αναχαιτιστεί με κάθε τρόπο το θανατικό. Αλλά με τρόπο τίμιο, ευθύ, λ.χ. με τον εκκλησιαστικό ρεαλισμό του «πένθους», της θυσιαστικής έμπονης στέρησης. Να δηλώνουν πένθος οι κλειστές εκκλησιές, όχι πειθάρχηση σε «προοδευτικές» μηδενιστικές πολιτικές. Η ραδιοτηλεοπτική αναμετάδοση μιας στημένης παντομίμας σίγουρα είναι παρηγοριά για τον άρρωστο, τον κατάκειτο, τον υπερήλικα. Ομως η εικόνα της οθόνης γυμνώνει το αίνιγμα: Αν είναι έγνοια για τους αναγκεμένους ή φτηνιάρικη πολιτική επίδειξη «μέριμνας».
Μοιάζει παρακμιακός εκφυλισμός να παίρνει η εξουσία μέτρα «για την αποφυγή συνωστισμού», πιο βάναυσα στις εκκλησιές από αυτά που καθόρισε για τα σούπερ μάρκετ. Δυο μέτρα η απόσταση ανάμεσα στους πελάτες των υπεραγορών, αποκλεισμός ολοκληρωτικός των πιστών από την εκκλησιά τους. Στο φετινό Πάσχα ψηλαφήσαμε, χειροπιαστά, τι σημαίνει η τερατώδης αλλοτρίωση του εκκλησιαστικού στην Ελλάδα σώματος σε «επικρατούσαν εν Ελλάδι θρησκείαν»: Επίσκοποι και πρεσβύτεροι ήταν οι απλοί διεκπεραιωτές των κρατικών εντολών, υπάλληλοι της εξουσιαστικής γραφειοκρατίας.
Το κράτος έκανε τη δουλειά του, εξυπηρέτησε τους στόχους του, η Εκκλησία ήταν, άλλη μια φορά, ανύπαρκτη, αλλοτριωμένη, εκούσια θρησκειοποιημένη. Αυτό είμαστε, μια αποτυχία – η νίκη καταπάνω στον θάνατο «ουκ έρχεται μετά παρατηρήσεως, ουδέ ερούσιν ιδού ώδε ή ιδού εκεί». Πορευόμαστε με ελπίδα, αλλά ταυτόχρονα κοινωνούμε τον πόνο μας. Λέμε: θα μπορούσε να μαρτυρηθεί το «κάτι άλλο», το διαφορετικό που είναι η Εκκλησία, η ελευθερία της από τη θρησκευτική τυπολατρεία και τον νομικισμό. Για παράδειγμα:
Να πουν κάποιοι επίσκοποι με συνείδηση ρεαλιστικής, όχι αλληγορικής «πατρότητας»: Σεβόμαστε τον τρόμο του αδύναμου ανθρώπου για τον κορωνοϊό, για βασανιστικό θάνατο από πνιγμό. Γι’ αυτό επιστρέφουμε (προσωρινά ή μόνιμα) στο αρχαίο λειτουργικό τυπικό: Οι πιστοί να δέχονται τη «μερίδα των αγιασμάτων» στην παλάμη και όχι με κοχλιάριο από το κοινό ποτήριο. Αλλά είναι φανερό, είμαστε πολύ, πάρα πολύ μακριά από την αγάπη που ελευθερώνει.
Το Πάσχα του 2020 συρρικνώθηκε στις εντυπώσεις. Ωστόσο, έστω και στο γήπεδο των εντυπώσεων, η σύγκριση του υποταγμένου στην επαρχιωτική μειονεξία κρατικού Ελλαδισμού με την κοσμοπολίτικη αρχοντιά του μαρτυρικού Φαναρίου ήταν ζωηφόρα αποκάλυψη. Η τηλεοπτική εικόνα επέτρεπε τη σύγκριση και γεννούσε την οδύνη. Από το 1862, που εγκαινιάστηκε το αρχιτεκτονικό ανοσιούργημα του Γάλλου Boulanger, με σχέδια του Γερμανού Hansen, δεν βρέθηκε ένας (μα ούτε ένας) Ελληνας αρχιεπίσκοπος που να απαιτήσει την εξάλειψη - απόσβεση τουλάχιστον της ζωγραφικής θρησκευτικής παιδαριωδίας που «διακοσμεί» τον μητροπολιτικό ναό (έργα του Γερμανού Alexander Seitz).
Η τηλεοπτική αναμετάδοση προκαλούσε τη σύγκριση: της αρχοντιάς στο Φανάρι με την επαρχιωτίλα της Αθήνας. Εικόνες, λειτουργικά σκεύη, άμφια, ιεροτελεστικό τυπικό. Οι Ελλαδίτες με στολές σαν από καλογυαλισμένες φανταχτερές λαμαρίνες, οι Φαναριώτες με φινέτσα αισθητικής καλλιέργειας σε κάθε λεπτομέρεια.
Τι έχασε ο Ελληνας, τι έχει, τι του πρέπει.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου