Πηγή φωτό: New York Post. |
Του Ρον Χέντερσον
Πριν τέσσερα χρόνια, στο πανεπιστήμιο του Γέηλ, μου έκανε μεγάλη εντύπωση η επαφή με μια νέα κοινωνική τάξη: Mια τάξη που χαρακτηρίζεται από την προβολή «πεποιθήσεων πολυτελείας». Δεδομένης της κοινωνικής μου προέλευσης, η έκπληξή μου δεν ήταν κάτι το περίεργο. Ήμουν μόλις 2 ετών όταν ο πατέρας μου μας εγκατέλειψε και η μητέρα μου έπεσε στα ναρκωτικά. Έτσι, μεγάλωσα σε διάφορες ανάδοχες οικογένειες, καθώς βρέθηκα υιοθετημένος σε μια σειρά εξ ίσου διαλυμένων νοικοκυριών, πράγμα που με έφερε σε επαφή με πολλές οικογενειακές τραγωδίες. Αργότερα, έπειτα από μερικά χρόνια θητείας στο στρατό, θα βρεθώ στο Γέιλ κάνοντας χρήση των ευεργετικών διατάξεων του GI Bill.[2] Εκεί, θα συνειδητοποιήσω ότι οι «ιδέες πολυτελείας» επιδεικνύονται ευρέως πια σαν σύμβολα αναγνώρισης. Πρόκειται είναι ιδέες και απόψεις που προσδίδουν ανέξοδα κύρος στους πολύ πλούσιους, την ίδια στιγμή που συνεπάγονται μεγάλο κόστος για τις κατώτερες τάξεις.
Στο παρελθόν, οι άνθρωποι επιδείκνυαν την ένταξή τους στις ανώτερες τάξεις, μέσα από την κατοχή και την επίδειξη εμβληματικών αγαθών υλικών αγαθών. Σήμερα, ωστόσο, τα αγαθά πολυτελείας είναι προσβάσιμα από ευρύτερο κόσμο απ’ ό,τι παλαιότερα. Το να τα κατέχει κανείς, έτσι, δεν του προσδίδει σημαντικό κύρος. Αυτό είναι πρόβλημα για τους πολύ πλούσιους, που ακόμα επιθυμούν να κάνουν επίδειξη της υψηλής κοινωνικής τους θέσης. Γι’ αυτό σκέφτηκαν μια έξυπνη λύση, να αποσυνδέσουν πια το κοινωνικό κύρος από τα υλικά αγαθά, και να το συνδέσουν με ιδέες.
Οι άνθρωποι εφόσον έχουν επιλύσει τις φυσικές, βιοτικές τους ανάγκες τείνουν να ασχολούνται ολοένα και περισσότερο με την επίδειξη της κοινωνικής τους θέσης. Στην πραγματικότητα, έρευνες[3] έχουν ήδη αποδείξει ότι σε σχέση με την εικόνα που οι ίδιοι διατηρούμε για το επίπεδο της ευημερίας μας, η κοινωνιομετρική μας κατάσταση (ο βαθμός σεβασμού και αναγνώρισης από τον κοινωνικό περίγυρο) είναι πιο σημαντική από την κοινωνικοοικονομική μας κατάσταση. Επίσης, σε άλλες έρευνες,[4] αποδεικνύεται ότι η αρνητική κοινωνική εντύπωση που αφήνουμε επηρεάζει την έκκριση κορτιζόλης (μιας ορμόνης που συνδέεται με το στρες), η οποία και αυξάνεται μέχρι και τρεις φορές σε σχέση με μη στρεσογόνες κοινωνικές καταστάσεις. Με λίγα λόγια, αισθανόμαστε πίεση για να χτίσουμε και να συντηρήσουμε το κοινωνικό μας κύρος, ενώ φοβόμαστε ιδιαίτερα την πιθανότητα να το χάσουμε.
Θα ήταν πιο λογικό, να ενδιαφέρονται περισσότερο για την απόκτηση χρημάτων και κοινωνικού κύρους εκείνοι που τα στερούνται. Ωστόσο, δεν συμβαίνει αυτό. Αντίθετα, όσοι ήδη βρίσκονται σε περίοπτη θέση, ενδιαφέρονται πολύ περισσότερο για πλούτο και για κύρος. Για πολλούς από αυτούς, το ιδιαίτερο αυτό ενδιαφέρον εξηγεί και πως βρέθηκαν στην θέση που απολαμβάνουν σήμερα. Ωστόσο, παραμένουν περικυκλωμένοι από άλλους ανθρώπους που έχουν την ίδια προτεραιότητα –οι συνεργάτες τους, καθώς και οι ανταγωνιστές τους είναι επίσης ικανοί κυνηγοί κοινωνικής αναγνώρισης. Έτσι αυτό που κάνουν είναι να αποζητούν συστηματικά νέους τρόπους ώστε να αποφύγουν την πτώση τους και να συνεχίσουν στην ανοδική τους πορεία. Ο Γάλλος κοινωνιολόγος Εμίλ Ντυρκέμ είχε συνείδηση αυτού του γεγονότος όταν έγραφε ότι: «Όσα περισσότερα αν κατέχει κάποιος, άλλα τόσα επιθυμεί επιπλέον, καθώς αυτά που έχει, περισσότερο διεγείρουν τις ανάγκες του παρά τις ικανοποιούν»[5].
Όντως, τα συμπεράσματα μιας πρόσφατης έρευνας φαίνεται να συμπίπτουν με την παραπάνω εκτίμηση, καθώς σύμφωνα με αυτήν η ανώτερη τάξη ενδιαφέρεται πολύ περισσότερο να αποκτήσει επιπλέον πλούτο και κοινωνική αναγνώριση απ’ τις υπόλοιπες τάξεις. Οι ερευνητές καταλήγουν στο κείμενό τους ότι: «σε σχέση με τα άτομα που προέρχονται από τις κατώτερες τάξεις, εκείνα που προέρχονται από τις ανώτερες εμφανίζουν μεγαλύτερη επιθυμία για την συσσώρευση πλούτου και κοινωνικού κύρους… είναι εκείνοι που ξεκινούν με πολλά που έχουν την τάση να αγωνίζονται για να αποσπάσουν περισσότερα και από τα δύο».[6] Για να το θέσουμε πιο απλά, οι άνθρωποι που διατηρούν υψηλό κοινωνικό κύρος είναι εκείνοι που επιθυμούν να το αυξήσουν ακόμα περισσότερο.
Επίσης, άλλες έρευνες έχουν αποδείξει ότι το μέγεθος του απόλυτου εισοδήματος δεν έχει μεγάλη επίδραση στο κατά πόσο οι άνθρωποι είναι ικανοποιημένοι από την ζωή τους. Η αύξηση στο σχετικό τους εισόδημα, από την άλλη, έχει μεγαλύτερο αντίκτυπο. Για να το θέσουμε και διαφορετικά, το να βγάζει κανείς απλώς λεφτά δεν έχει νόημα, έχει νόημα να βγάζει περισσότερα από τους άλλους. Με τα λόγια των ίδιων των ερευνητών:
Η αύξηση του εισοδήματος ενός ατόμου λειτουργεί υπέρ του μόνον εάν ταυτόχρονα αναβαθμίζει και την σχετική του κατάταξη στην κλίμακα των εισοδημάτων, πράγμα που αναγκαστικά συνεπάγεται μείωση της ωφέλειας άλλων, οι οποίοι θα χάσουν τη δική τους θέση… κάτι που μπορεί να εξηγεί και το γιατί μια ενδεχόμενη αύξηση στα εισοδήματα όλων δεν θα αυξήσει και την ευτυχία τους, ακόμα και αν πλούτος και ευτυχία συνδέονται ξεκάθαρα μέσα σε μια κοινωνία σε μια συγκεκριμένη χρονική στιγμή της.[7]
Επίδοξοι εκατομμυριούχοι
Έτσι για παράδειγμα, κάποιος θα μπορούσε να σκεφτεί ότι τα πλούσια παιδιά που πηγαίνουν στα κορυφαία πανεπιστήμια είναι ευτυχισμένα μόνο και μόνο επειδή οι γονείς τους ανήκουν στο κορυφαίο 1% των εισοδημάτων, καθώς και για το ότι σύντομα θα αναλάβουν τα ίδια αυτές τις κορυφαίες θέσεις. Αξίζει, βέβαια, να αναλογιστεί κανείς ότι αυτά τα παιδιά, περιστοιχίζονται επίσης από άλλους γόνους μελών του 1%. Ο κοινωνικός τους κύκλος, ο αριθμός Ντάνμπαρ[8] τους, περιλαμβάνει άλλα 150 παιδιά εκατομμυριούχων. Ο Τζόρνταν Πέτερσον[9] έχει αναλύσει το φαινόμενο αυτό: Παραπέμποντας σε στατιστικά που κράτησε κατά την διάρκεια της διδασκαλίας του στο πανεπιστήμιο του Χάρβαρντ μέσα στην δεκαετία του 1990, ο Πέτερσον παρατήρησε ότι το μεγαλύτερο κομμάτι των πτυχιούχων αυτών των κορυφαίων πανεπιστημίων θα έχουν ήδη βγάλει το πρώτο τους εκατομμύριο πολύ πριν φτάσουν τα σαράντα. Ωστόσο, ισχυρίζεται, ότι αυτό δεν τους είναι αρκετό. Οι απόφοιτοι αυτών των κορυφαίων πανεπιστημίων δεν θέλουν να είναι μόνον «προσεχώς εκατομμυριούχοι», αλλά επιζητούν εξίσου και ηθική αναγνώριση. Ο Πέτερσον τονίζει ότι οι απόφοιτοι των κορυφαίων πανεπιστημίων δεν αποζητούν να βρίσκονται στην κορυφή μόνο από οικονομικής, αλλά και από ηθικής απόψεως. Για όλους αυτούς τους πλούσιους με τις κοινωνικές φιλοδοξίες, οι «ιδεολογίες πολυτελείας» αντιπροσωπεύουν έναν νέο τρόπο μέσα από τον οποίον μπορούν να αποκτήσουν την πολυπόθητη κοινωνική τους αναγνώριση.
Η περίφημη «αργόσχολη τάξη» του Θόρστειν Βέμπλεν έχει μετεξελιχθεί σε μια «τάξη πεποιθήσεων πολυτελείας». Ο οικονομολόγος και κοινωνιολόγος Βέμπλεν, μελέτησε την διαμόρφωση αυτής της κοινωνικής τάξης στα τέλη του 19ου αιώνα. Συνόψισε τα συμπεράσματά του στο κλασικό του έργο Θεωρία της Αργόσχολης Τάξης.[10] Μια από τις κεντρικές του ιδέες είναι ότι επειδή δεν μπορούμε να είμαστε σίγουροι για την οικονομική επιφάνεια άλλων ανθρώπων, ένας καλός τρόπος να την υποθέσουμε είναι το να δούμε αν είναι σε θέση να ξοδέψουν χρήματα σε αγαθά για την σχόλη τους. Αυτό εξηγεί και το γιατί τα σύμβολα κύρους είναι πανάκριβα και εξαιρετικά δύσκολα να τα αποκτήσει κανείς: Αγαθά που εξ αντικειμένου είναι για λίγους, όπως τα λεπτεπίλεπτα ρούχα, σμόκινγκ ή αραχνοϋφαντα νυχτικά, ή πανάκριβα χόμπι, όπως το γκολφ ή το κυνήγι με τα σκυλιά και άλογα ράτσας, είναι κάτι που κάποτε είχαν πρόσβαση μόνον όσοι δεν ζούσαν ζωή χειρώνακτα εργαζόμενου, κι έτσι διέθεταν χρήμα ή και χρόνο ώστε να μάθουν πράγματα μηδαμινής πρακτικής χρησιμότητας. Ο Βέμπλεν φτάνει μέχρι να ισχυριστεί ότι «η κυριότερη χρήση του υπηρετικού προσωπικού είναι να αποτελέσουν τεκμήριο για το γεγονός ότι το αφεντικό τους διαθέτει τα χρήματα για να τους πληρώνει». Και οι μπάτλερ, για τον Βέμπλεν, αποτελούσαν επίσης σύμβολα κύρους.
Δομώντας τα επιχειρήματά του πάνω σε αυτές τις κοινωνιολογικές παρατηρήσεις, ο βιολόγος Αμόζ Ζαχαβί υποστήριξε[11] ότι την ίδια τάση προς επίδειξη έχουν και διάφορα ζώα. Το πιο περίφημο παράδειγμα είναι το παγώνι με την ουρά του, που είναι δείγμα σφριγηλότητας αν και δεν βοηθάει το πτηνό στην προσπάθεια να αντιμετωπίσει τους θηρευτές του. Αυτή η ιδέα ισχύει και για τους ανθρώπους. Πρόσφατα, ο ανθρωπολόγος και ιστορικός Τζάρεντ Ντάιαμοντ υποστήριξε[12] ότι ένας λόγος για τον οποίον οι άνθρωποι πίνουν, καπνίζουν, παίρνουν ναρκωτικά ή υιοθετούν άλλες βλαβερές συνήθειες είναι ότι αυτές συνιστούν επίσης επίδειξη σφριγηλότητας. Το μήνυμα που στέλνεται με αυτές είναι: «Είμαι τόσο καλά που μπορώ να δηλητηριάζω το σώμα μου και αυτό να συνεχίσει να λειτουργεί κανονικά». Το να μεθάει κανείς εντελώς, καθώς παίζει έναν γύρο γκολφ με τον μπάτλερ του, θεωρείται γενικά σαν μια πολύ «προχωρημένη» στάση.
Κραυγαλέες πεποιθήσεις
Αυτό που λέει ο Βέμπλεν είναι ότι οι πλούσιοι δείχνουν προτίμηση σε αυτά τα σύμβολα, όχι επειδή τους είναι χρήσιμα κάπου, αλλά ακριβώς αντίθετα γιατί είναι τόσο ακριβά και άχρηστα που μόνον εκείνοι μπορούν να τα πληρώνουν. Γι’ αυτό ακριβώς είναι και δείκτες κοινωνικού στάτους, πράγμα που ισχύει ακόμα και σήμερα. Μερικούς χειμώνες πριν, ήταν σύνηθες να συναντάει κανείς στο Χάρβαρντ και το Γέηλ φοιτητές και φοιτήτριες με μπουφάν Canada Goose. Φυσικά, δεν είναι απαραίτητο για κάποιον να πληρώσει 900$ για να βρει ένα ζεστό μπουφάν στην Νέα Αγγλία. Ούτε και αυτά τα παιδιά ξοδεύουν τα λεφτά των γονιών για να το αγοράσουν, μόνο και μόνο επειδή είναι ζεστό. Αντίθετα, ξοδεύουν το σχεδόν το ισοδύναμο των απολαβών που έχει ο μέσος Αμερικάνος ανά βδομάδα (865$) για την ετικέτα. Όπως ξοδεύουν και 250.000$ σε αυτά τα κορυφαία πανεπιστήμια, όχι μόνον για την υψηλή εκπαίδευση που παρέχουν, αλλά επίσης και για το πρεστίζ τους.
[ ] Τα κορυφαία αυτά πανεπιστήμια αποτελούν προνομιακά πεδία για να μελετήσει κανείς αυτήν την τάξη των «πεποιθήσεων πολυτελείας». Το λεξιλόγιό της, για παράδειγμα. Ο μέσος Αμερικάνος δυσκολεύεται να εξηγήσει τι σημαίνει «ετεροκανονικός» ή«σις-τζέντερ».[13] Αλλά αν πάει κανείς στο Χάρβαρντ, θα βρει αρκετούς 19χρονους που γνωρίζουν επακριβώς να αναλύσουν αυτούς τους όρους. Όταν κάποιος χρησιμοποιεί τη φράση «πολιτισμική ιδιοποίηση», αυτό που στην πραγματικότητα θέλει να μας δείξει είναι ότι σπούδασε σε καλό πανεπιστήμιο. Αξίζει να θυμηθούμε ένα απόσπασμα από τον Βέμπλεν: «Στην ζωή μας, τα εκλεπτυσμένα γούστα, οι τρόποι, κι οι συνήθειες είναι χρήσιμοι δείκτες της ευγενούς καταγωγής μας, επειδή η καλή ανατροφή απαιτεί χρόνο, χρήμα, και προσήλωση, πράγμα που σημαίνει ότι δεν μπορεί να την ακολουθήσουν όσοι αναγκάζονται να ξοδέψουν όλο τους το χρόνο δουλεύοντας για να ζήσουν». Με την ίδια έννοια, είναι μόνο οι εύποροι εκείνοι που έχουν τον καιρό να μαθαίνουν αυτό το εξεζητημένο λεξιλόγιο, μιας όλοι οι υπόλοιποι άνθρωποι ξοδεύουν τον χρόνο τους αντιμετωπίζοντας πολύ πρακτικότερα και πραγματικότερα προβλήματα.
Ο κυριότερος σκοπός αυτών των «πεποιθήσεων πολυτελείας» είναι να αποτελέσουν δείκτες για την κοινωνική καταγωγή και την μόρφωση εκείνου που τις εκφράζει. Μόνο διανοούμενοι που σπούδασαν σε αυτά τα καλά πανεπιστήμια, θα ήταν σε θέση να σκαρφιστούν έναν λογικοφανή και συμπαγή συλλογισμό για να υποστηρίξουν για παράδειγμα, ότι δεν είναι και τόσο απαραίτητο οι γονείς να μεγαλώνουν τα δικά τους παιδιά, και ότι θα μπορούσε η ανατροφή των τελευταίων να γίνεται τυχαία μέσα από μια κλήρωση κηδεμόνων.[14] Όταν οι εύποροι τάσσονται υπέρ της νομιμοποίησης των ναρκωτικών, του αντι-εμβολιαστικού κινήματος, των ανοιχτών συνόρων, των χαλαρών σεξουαλικών δεσμεύσεων ή μιλάνε συνεχώς για «τους λευκούς προνομιούχους», αυτό που κάνουν στην πραγματικότητα είναι να επιδεικνύουν το στάτους τους. Αυτό που θέλουν να μας πουν είναι «ανήκω στην ανώτερη τάξη».
Οι εύπορες τάξεις προωθούν τα ανοιχτά σύνορα ή την απονομιμοποίηση των ναρκωτικών επειδή κάτι τέτοιο αναβαθμίζει το κοινωνικό τους πρεστίζ, αλλά την ίδια στιγμή ξέρουν πολύ καλά επίσης ότι η υιοθέτηση αυτών των πολιτικών θα σημάνει μικρότερο κόστος γι’ αυτούς από ό,τι για άλλους. Η λογική είναι παρόμοια με εκείνην την επιδεικτικής κατανάλωσης: Αν εσείς είστε κάποιος φοιτητής που παίρνει μεγάλο χαρτζιλίκι απ’ τους γονείς του, κι εγώ όχι, το να φοράτε το μπουφάν Canada Goose, είναι κι ένας τρόπος να μου δείξετε την ανώτερή θέση σας. Η προώθηση πολιτικών που συνεπάγονται μικρότερο κόστος για τις ανώτερες τάξεις, απ’ ό,τι για τις υπόλοιπες υπηρετεί την ίδια λειτουργία. Είναι εύκολη υπόθεση το να τάσσεται η ελίτ υπέρ των ανοιχτών συνόρων ή των πειραματισμών με τα ναρκωτικά, γιατί διαθέτει τον πλούτο και τις κοινωνικές διασυνδέσεις ώστε να αποφύγει τις αρνητικές συνέπειες που συνδέονται με αυτά τα δύο.
Βέβαια, δυστυχώς, οι «πεποιθήσεις πολυτελείας» των ανώτερων τάξεων συχνά διαχέονται και υιοθετούνται και από ανθρώπους που βρίσκονται πιο κάτω στην κοινωνική ιεραρχία, πράγμα που σημαίνει ότι αυτές οι πεποιθήσεις καταλήγουν να έχουν αρνητικές κοινωνικές συνέπειες. Είχα πρόσφατα μια πολύ χαρακτηριστική συζήτηση ως προς αυτό με έναν φοιτητή που σπουδάζει σε αυτά τα πολύ καλά πανεπιστήμια. Μου είπε ότι όταν ανοίγει το Τίντερ,[15] και θέτει την αναζήτηση σε εμβέλεια 5 χιλιομέτρων από το πανεπιστήμιο, στα μισά περίπου προφίλ γυναικών που συναντάει, επίσης φοιτήτριες οι περισσότερες, δηλώνουν «πολυάμορι». Αν διευρύνει την αναζήτηση στα 15 χιλιόμετρα, περιλαμβάνοντας έτσι την υπόλοιπη πόλη και τα προάστιά της, οι μισές περίπου γυναίκες είναι χωρισμένες μητέρες. Αυτό σημαίνει ότι το κόστος που συνεπάγονται οι ιδέες πολυτελείας των πρώτων, το επωμίζονται οι δεύτερες. Με την έννοια «πολυάμορι», περιγράφεται η σεξουαλική ελευθεριότητα που χαρακτηρίζει στις μέρες μας τις εύπορες τάξεις όταν συνάπτουν πολλαπλές παράλληλες σχέσεις. Οι τελευταίες βρίσκονται σε καλύτερη θέση να διαχειρίζονται τις πολυπλοκότητες αυτού του νέου τύπου σχέσεων. Κι αν αυτές δεν τους βγουν στο τέλος σε καλό, έχουν την δυνατότητα να το αντιμετωπίσουν χάρη στα λεφτά και το κοινωνικό τους κεφάλαιο. Αντίθετα, οι λιγότερο εύποροι έχουν πολύ μεγαλύτερο κόστος αν ακολουθήσουν τις πεποιθήσεις των ανώτερων τάξεων.
Αυτό αντικατοπτρίζεται ξεκάθαρα στο στατιστικό εύρημα[16] ότι το 1960 το ποσοστό των παιδιών που ζούσαν και με τους δυο γονείς τους στις ΗΠΑ ήταν ταυτόσημο και για τις οικογένειες των πλουσίων και για εκείνες της εργατικής τάξης: περίπου 95%. Το 2005, το 85% των πλούσιων οικογενειών συνέχιζαν να είναι οικογένειες με 2 γονείς, ενώ τα ίδια ποσοστά είχαν καταρρεύσει στο 30% για τις οικογένειες της εργατικής τάξης.
Ο πολιτικός επιστήμονας του Χάρβαρντ, Ρόμπερντ Πάτναμ, δήλωσε σε μια ακρόασή του[17] στη Γερουσία ότι «τα πλούσια και τα φτωχά παιδιά μεγαλώνουν σε δυο διαφορετικές χώρες. Το να μεγαλώνει ένα παιδί μαζί και με τους δυο γονείς του είναι εξαιρετικά σπάνιο πια για την εργατική τάξη, ενώ γίνεται κάτι το πολύ συνηθισμένο όσο ανεβαίνουμε προς τις ανώτερες μεσαίες τάξεις». Παλιότερα, ιδίως το 1960, οι ανώτερες τάξεις τάχθηκαν υπέρ της σεξουαλικής ελευθεριότητας. Τα χαλαρότερα σεξουαλικά ήθη διαχύθηκαν μέσω αυτών στην ευρύτερη κοινωνία. Ωστόσο είναι οι ίδιες οι ανώτερες τάξεις που πέτυχαν να διασώσουν τις οικογένειές τους, γιατί φαίνεται ότι πειραματίζονται στα κολεγιακά τους χρόνια, κι έπειτα νοικοκυρεύονται. Αντίθετα, οι κατώτερες τάξεις βιώνουν την διάλυση της οικογένειας. Έτσι σήμερα, εκείνοι που εκθειάζουν περισσότερο την σεξουαλική ελευθεριότητα είναι οι εύποροι, παρόλο την μετέπειτα ζωή τους είναι πολύ πιθανότερο για τους ίδιους να αποκτήσουν σταθερή οικογένεια που δεν θα διαλυθεί ποτέ.
Όχλος και Πλούσιοι
Αυτή η διάσταση των «πεποιθήσεων πολυτελείας» είναι ιδιαίτερα ανησυχητική. Όπως επανέλαβα και αλλού, πλέον τα υλικά αγαθά έχουν γίνει πιο προσβάσιμα σε όλους, κι έτσι δεν είναι πλέον αξιόπιστοι δείκτες της κοινωνικής θέσης εκείνου που τα καταναλώνει. Γι’ αυτό και το στάτους, έχει πλέον μεταστραφεί προς τις πεποιθήσεις που εκφράζουμε. Οι πεποιθήσεις, βέβαια, δεν είναι σαν τα προϊόντα, μπορεί να τις υιοθετήσει ο οποιοσδήποτε. Και σύμφωνα με τον Βέμπλεν, αλλά και άλλους κοινωνικούς ερευνητές όπως είναι ο Πωλ Φουσέλ,[18] οι ‘συνηθισμένοι άνθρωποι’ έχουν την τάση να μιμούνται τις ανώτερες τάξεις. Από την άλλη, οι ελίτ θέλουν να διαχωρίζονται ξεκάθαρα από την ‘πλέμπα’, και γι’ αυτό περιφέρουν παντού τα σύμβολα της πολυτέλειάς τους. Αλλά τότε είναι που η αμέσως πιο κάτω τάξη προσπαθεί να μιμηθεί τις ελίτ, πράγμα που συμπαρασύρει και όλες τις υπόλοιπες που ακολουθούν στην κοινωνική ιεραρχία. Επειδή δε οι «πεποιθήσεις πολυτελείας» εκφράζονται άνευ χρηματικού κόστους, μπορούν να γίνουν μόδα πολύ πιο εύκολα και να διαχυθούν έτσι προς τα κατώτερα στρώματα της κοινωνίας.
Με τον καιρό, αυτές οι «πεποιθήσεις πολυτελείας» αποκτούν απήχηση σε όλη την κλίμακα της κοινωνικής ιεραρχίας –και στο σημείο αυτό, οι ανώτερες τάξεις τις αποποιούνται για να υιοθετήσουν νέες. Πράγμα που εξηγεί και το γιατί οι ανώτερες τάξεις αλλάζουν τόσο συχνά ιδέες. Είναι εύκολο να παρατηρήσουμε πως λειτουργεί αυτό το φαινόμενο στον τρόπο που ντύνονται σήμερα οι άνθρωποι. Ο συγγραφέας Κουεντίν Μπέλ,[19] στο βιβλίο του The Human Finery, γράφει: «Προσπαθήστε να μοιάσετε στους ανθρώπους που είναι κοινωνικά ανώτεροι· αν είστε στην κορυφή, προσπαθήστε να δείχνετε διαφορετικός από τους κοινωνικά κατώτερούς σας». Η επιδεικτική προβολή αυτών των πεποιθήσεων πολυτελείας από τις ελίτ, ακολουθεί το ίδιο μοτίβο. Όταν οι πεποιθήσεις τους γίνονται αντικείμενο μίμησης από τους υπολοίπους, τις εγκαταλείπουν και ψάχνουν να τις αντικαταστήσουν με νέες. Γιατί στο κάτω κάτω, οι εύποροι δεν μπορούν να διακινδυνεύσουν να μοιάσουν με τους πολλούς.
Ας πάρουμε για παράδειγμα τις τέχνες. Ο ψυχολόγος Στήβεν Πίνκερ γράφει στο βιβλίο του Πως ο εγκέφαλος λειτουργεί:[20] «Σε μια εποχή όπου ο οποιοσδήποτε μπορεί να αγοράσει cd, πίνακες ζωγραφικής, και βιβλία, οι καλλιτέχνες κάνουν καριέρα ψάχνοντας τρόπους να αποφύγουν τις αντιγραφές, να αμφισβητήσουν τα παραδεδομένα γούστα, καταφέρνοντας έτσι να διεκδικήσουν την αυθεντικότητα από τους μιμητές της». Σήμερα οι καλλιτέχνες ψάχνουν να διαχωριστούν από τα όσα ήδη έχουν συμβεί, καθώς και από εκείνα που κάνουν οι άλλοι. Το ίδιο κάνουν κι οι πλούσιοι. Οι ηθικές μόδες αλλάζουν με τον καιρό για τον ίδιο ακριβώς λόγο. Έχουν την ιδιότητα να εξαπλώνονται γρήγορα στην κοινωνική κλίμακα, καθώς οι μιμητικές τάξεις τις αναπαράγουν. Από την στιγμή, όμως, που καταστούν παρωχημένες, οι ανώτερες τάξεις, αναζητώντας πάντοτε το σημείο διάκρισης, ανανεώνουν τις ηθικές γκαρνταρόμπες τους. Τα όσα είχε πει ο Βέμπλεν ισχύουν και σήμερα με διαφορετικό, ωστόσο, τρόπο.
Όπως και ο ίδιος λέει: «Αυτό που είναι κοινό, μπορεί να καταστεί χρηματικά προσβάσιμο από πολλούς ανθρώπους… Έτσι, η κατανάλωση, ακόμα και η εξοικείωση με τα αγαθά αυτά, ταυτίζεται με τις πιο ταπεινές εκδοχές του ανθρώπινου βίου». Οι πλούσιοι δεν επιθυμούν να κατατρίβονται με αυτά τα κοινά αγαθά. Τείνουν να τα αποστρέφονται. Σήμερα, δεν παίρνουν τις αποστάσεις τους μόνο από τα κοινά αγαθά, αλλά και τις πεποιθήσεις. Οι πλούσιοι, που τρέμουν μήπως και χαρακτηριστούν κοινότοποι, αρνούνται να εκφράσουν πεποιθήσεις που ανήκουν στην κοινή λογική. Αυτές, είναι για τους αδύναμους. Αντίθετα, οι ίδιοι επιδιώκουν να προβάλλουν έντονα αυτές τις «πεποιθήσεις πολυτελείας».
Η σύγχρονη νευροεπιστήμη δεν υπήρχε κατά τον 19ο αιώνα. Αλλά θα εντυπωσίαζε τον Βέμπλεν, αν μάθαινε[21] ότι οι ίδιες περιοχές του εγκεφάλου που συνδέονται με το συναίσθημα της ευχαρίστησης καθώς τρώμε σοκολάτα, ή κερδίζουμε κάποια χρήματα, ενεργοποιούνται επίσης όταν λαμβάνουμε κομπλιμέντα από αγνώστους ή μαθαίνουμε ότι ασκούμε γοητεία σε ανθρώπους που ποτέ δεν θα συναντήσουμε. Ο Βέμπλεν γράφει «οι ψευδοκαλλιτεχνικές ή ψευδιανοουμενίστικες διαδικασίες, η γνώση συμβάντων και καταστάσεων που δεν προάγουν άμεσα τον ανθρώπινο βίο, αντιπροσωπεύουν μορφές άυλων διαβεβαιώσεων της σχόλης». Στην εποχή του, η αργόσχολη τάξη ξόδευε πολύ χρόνο για να συσσωρεύσει άχρηστες γνώσεις ή να συμμετέχει σε δραστηριότητες που δεν είχαν καμία ουσιαστική χρησιμότητα. Αυτές οι δραστηριότητες δεν βοηθούσαν κανέναν, αλλά έφτιαχναν το προφίλ των φανατικών οπαδών τους. Άραγε τι θα έλεγε ο Βέμπλεν αν έβλεπε την σημερινή κατάσταση του Τουΐτερ;
Το σπηράλ του κύρους
Ο οικονομολόγος και κοινωνικός αναλυτής Τόμας Σόουελ[22] είπε κάποτε ότι ο ακτιβισμός είναι ένας τρόπος «ώστε να αισθάνονται χρήσιμοι οι άχρηστοι, ακόμα και όταν οι συνέπειες της δραστηριότητάς τους λειτουργούν σε βάρος εκείνων που ισχυρίζονται ότι βοηθούν και καταστρέφουν την συνοχή της κοινωνίας ως όλου». Το ίδιο μπορεί να ειπωθεί και γι’ αυτές τις πεποιθήσεις πολυτελείας, ωστόσο η ύπαρξή τους θέτει νέα ζητήματα. Παλαιότερα, η σύνδεση του κοινωνικού πρεστίζ ή της επιφάνειας με τα αγαθά πολυτελείας σήμαινε ότι υπήρχαν όρια στην ζημιά που μπορούσαν να κάνουν οι ανώτερες τάξεις με την επιδειξιομανία τους. Έτσι για παράδειγμα, η μόδα, αυτοπεριορίζεται από την ταχύτητα με την οποία οι άνθρωποι μπορούν να αλλάζουν την εμφάνισή τους. Με τις πεποιθήσεις, όλος ο κύκλος επιταχύνεται. Οι πλούσιοι κομπάζουν για τις απόψεις τους, μέχρι τη στιγμή που αυτές θα γίνουν δημοφιλείς στον κύκλο τους, οπότε και τις εγκαταλείπουν χάριν νέων απόψεων. Τότε ένα νέο αστραφτερό συνολάκι πεποιθήσεων διαμορφώνεται, ωστόσο, αυτό που ήταν στην θέση του, έχει εν τω μεταξύ διαχυθεί στην κοινωνική ιεραρχία προκαλώντας χάος…
Ο Ρον Χέντερσον είναι υποψήφιος διδάκτορας του Πανεπιστημίου του Κέμπριτζ. Πήρε το πτυχίο του στην Ψυχολογία από το Πανεπιστήμιο του Γέηλ, και είναι βετεράνος της Αμερικανικής Στρατιωτικής Αεροπορίας.
πηγή: Quillete.com |Μετάφραση: ardin-rixi.gr
Σημειώσεις:
[1] Δημοσιεύθηκε στην διαδικτυακή επιθεώρηση quillete.com στις 16 Νοεμβρίου 2019 έχοντας ως τίτλο τον υποτίτλο του παρόντος. Ο τωρινός τίτλος του άρθρου, προστέθηκε από την ομάδα σύνταξης του ardin-rixi.gr.
[2] To GI Bill, είναι ένας νόμος που προβλέπει ευεργετικές διατάξεις για εκείνους που αποστρατεύονται από τον αμερικάνικο στρατό, οι οποίοι βάσει αυτού μπορούν να αποκτήσουν προνομιακή πρόσβαση μεταξύ άλλων και σε ανώτερα εκπαιδευτικά ιδρύματα. Πολλοί άνθρωποι που προέρχονται από τις κατώτερες κοινωνικές τάξεις στις ΗΠΑ, και δεν διαθέτουν τα απαιτούμενα χρήματα για να σπουδάσουν, κατατάσσονται στον στρατό με σκοπό να χρησιμοποιήσουν με την αποστράτευσή τους τις ευεργετικές διατάξεις του νόμου ώστε να μπουν στο πανεπιστήμιο. [σ.τ.μετ.]
[3] Cameron Anderson, Michael W. Kraus, Adam D. Galinsky & Dacher Keltner, « The Local-Ladder Effect: Social Status and Subjective Well-Being», Psychological Science, νο. 23, τεύχος 7, 2012.
[4] Sally S. Dickerson και Margaret E. Kemeny, «Acute Stressors and Cortisol Responses: A Theoretical Integration and Synthesis of Laboratory Research», Psychological Bulletin, 2004, vol. 130, No. 3, σσ. 355–391.
[5] Frank W. Elwell, « The Sociology of Emile Durkheim» διαθέσιμο στην ηλεκτρονική διεύθυνση: http://faculty.rsu.edu/users/f/felwell/www/Theorists/Durkheim/index2.htm.
[6] Zhechen Wang, Jolanda Jetten και Niklas K. Steffens, « The more you have, the more you want? Higher social class predicts a greater desire for wealth and status», European Journal of Social Psychology, 25 Ιουλίου 2019.
[7] Christopher J. Boyce, Gordon D.A. Brown και Simon C. Moore, «Money and Happiness: Rank of Income, Not Income, Affects Life Satisfaction», Psychological Science, Vol. 21, Issue 4, 2010.
[8] Ο αριθμός Ντάμπαρ είναι μια σταθερά που εκφράζει τον μέγιστο αριθμό ανθρώπων με τους οποίους μπορούμε να συγκροτήσουμε έναν σταθερό κοινωνικό κύκλο. H σταθερά αυτή καθιερώθηκε από τον Βρετανό κοινωνικό ανθρωπολόγο Ρόμπιν Ντάμπαρ, ο οποίος θα υποστηρίξει ότι κάθε άνθρωπος μπορεί να έχει 148-150 ανθρώπους σαν σταθερό κύκλο κοινωνικής αναφοράς. [σ.τ.μετ.].
[9] Jordan Peterson, «Τhe Crisis of Masculinity», διαθέσιμο στην προσωπική ιστοσελίδα του συγγραφέα, ηλεκτρονική διεύθυνση: https://www.jordanbpeterson.com/podcast/s2-e30-the-crisis-of-masculinity/.
[10] Thorstein Veblen, The Theory of the Leisure Class, Oxford University Press, Οξφόρδη 2009 (επανέκδοση). Στα ελληνικά το βιβλίο κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Κάλβος (1982).
[11] Amotz Zahavi, «Mate selection—A selection for a handicap», Journal of Theoretical Biology, Volume 53, Issue 1, Σεπτέμβριος 1975, σσ.205-214.
[12] Jared Diamond, The Third Chimpanzee, Harper Perennial, Nέα Υόρκη 2006b. Στα ελληνικά το βιβλίο κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Κάτοπτρο (2009).
[13] Ο όρος «σισ-τζέντερ» παραπέμπει στο ετεροφυλοφιλικό άτομο, και χρησιμοποιείται σε αντιδιαστολή με το τρανσ-τζέντερ, που αναφέρεται στο διεμφυλικό άτομο [σ.τ.μετ.].
[14] Howard Rachlin & Marvin Frankel, «If babies were randomly allocated to families would racism end?», aeon.co, 4 Μαρτίου 2016.
[15] To Τίντερ είναι μέσο μαζικής κοινωνικής δικτύωσης [κάτι σαν το Facebook δηλαδή] και εξειδικεύεται στην αναζήτηση ερωτικών συντρόφων. [σ.τ.μετ.].
[16] Βλέπε: Charles Murray, Coming Apart: The State of White America, 1960-2010, Crown Forum, 2012.
[17] Robert D. Putnam, «Hearing on the State of Social Capital in America», 17 Μαΐου 2017.
[18] Paul Fussel, Class: A Guide Through the American Status System, Touchstone, Νέα Υόρκη 1993β.
[19] Quentin Bell, On Human Finery, Schocken Books, Nέα Υόρκη, 1976β.
[20] Steven Pinker, How the Mind Works, W. W. Norton & Company, Νέα Υόρκη 2009 (επανέκδοση).
[21] Christian C. Ruff & Ernst Fehr, «The neurobiology of rewards and values in social decision making», Nature Reviews Neuroscience, vol. 15, σσ. 549–562 (2014).
[22] Thomas Sowel, «Random Thoughts», townhall.com, 25 Φεβρουαρίου 2004.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου