Στα Άγια των Αγίων του Ναού εισόδευσε η «Αγία Αγίων μείζων», η υπό των Προφητών προκηρυχθείσα αληθινή σκηνή του Θεού, ο έμψυχος και θεοχώρητος ναός. Αν θέλουμε να μιλήσουμε για την Παναγία, θα διατρέξουμε την Αγία Γραφή από το Α ως το Ω. Πίσω απ’ τα μεγάλα συγκλονιστικά γεγονότα της Ιεράς Ιστορίας, απ’ αρχής κτίσεως μέχρι τέλους του κόσμου, ιχνογραφείται η υπέροχα διακριτική μορφή της Παρθένου.
Αφότου ο Θεός προαγγέλλει στους Πρωτοπλάστους ότι ο απόγονος της γυναικός θα συντρίψει την κεφαλή του όφεως (Γεν. 3, 15), μέχρις ότου εμφανίζεται η «εν γαστρί έχουσα» γυνή, η «περιβεβλημένη τον ήλιον», που γεννά «υιόν άρρενα» για να ποιμάνει «πάντα τα έθνη εν ράβδω σιδηρά» (Αποκ. κεφ. 12), ο λόγος αφορά πάντα την αγνή Θεομήτορα. Μιλούν γι’ αυτήν όλες οι γενιές των ανθρώπων, γιατί ήταν η μόνη απ’ όλες τις γενιές που εκλέχτηκε για κατοικητήριο του Θεού. Την προκατήγγειλαν «άνωθεν οι Προφήται», αποδίδοντας πάμπολλες προεικονίσεις στο πάνσεπτο πρόσωπό της. Γι’ αυτό και στην υμνολογία των Εισοδίων ονομάζεται «των Προφητών το κήρυγμα, Αποστόλων δόξα και Μαρτύρων καύχημα».
Έτσι στο πρόσωπό της αποδεικνύεται μία, ενιαία και αδιαίρετη η Αγία Γραφή, όπου αποκαλύπτεται η σταθερή βούληση του Θεού για πλήρη, οριστική αποκατάσταση του ανθρώπου και της όλης δημιουργίας. Για την πραγματοποίηση της θείας βουλής, απ’ αρχής «έως άρτι εργάζεται» συνεχώς ο Θεός, ξεδιπλώνοντας με τον δικό του ρυθμό το ενιαίο και μοναδικό του σχέδιο για τη σωτηρία του κόσμου. Μετά τον Χριστό, η Παρθένος αποτελεί τον αδιάρρηκτο κρίκο που διασφαλίζει αυτή την εσωτερική ενότητα της θείας Γραφής, τον ουσιαστικό σύνδεσμο και την οργανική συνέχεια των δύο Διαθηκών, αφού εκπληρώνονται στο πρόσωπό της όλες οι εξαγγελίες των Προφητών.
Συνεπώς, η διαίρεση της μιας Αγίας Γραφής σε Παλαιά και Καινή Διαθήκη είναι συμβατική, μεθοδολογική, για τη δική μας διευκόλυνση και μόνο. Στην πράξη η Θεία Οικονομία, με κομβικό σημείο την ενανθρώπηση του Χριστού, δεν διακόπτεται πουθενά. Ξεκινά από το «εν αρχή» της δημιουργίας και συνεχίζεται μέχρι το τελευταίο σάλπισμα «εν τη εσχάτη ημέρα».
Υπό την ασφαλή καθοδήγηση του Αγίου Πνεύματος, η Εκκλησία κατανοεί, ερμηνεύει, βλέπει και αποκαλύπτει το αληθινό περιεχόμενο της Ιεράς Ιστορίας. Κατέχει εσαεί το χάρισμα που της δόθηκε μετά την Ανάσταση, με τη διάνοιξη του νου των μαθητών «του συνιέναι τας Γραφάς». Έλαβε, μόνο αυτή, τον φωτισμό να εννοεί την Αγία Γραφή. Τότε για πρώτη φορά «τα γεγραμμένα εν τω νόμω Μωυσέως και προφήταις και ψαλμοίς» περί του Χριστού κατανοήθηκαν όλα πεντακάθαρα (Λουκ 24, 44-45).
Μόνο η Εκκλησία συνεπώς δίνει σφαιρική, αλλά και ασφαλή θεώρηση για κάθε ιερό γεγονός που υλοποιείται (πάντοτε) εν τόπω και χρόνω. Το ανιχνεύει από τη στιγμή που προσημαίνεται, έστω και αμυδρά, στο μακρινό παρελθόν, μέχρι την πλήρη του φανέρωση κατά την ανέλιξη του θείου σχεδίου, επισημαίνοντας και τη βαρύνουσα σημασία που συνήθως κέκτηται προεκτεινόμενο έως τα έσχατα. Μέσα στην απέραντη αυτή διαχρονία διαφαίνεται τόσο η σταθερή και αμετάβλητη βούληση του Θεού, όσο και το αδιάσπαστο και ενιαίο της Αγίας Γραφής (βλ. και ΛΥΧΝΙΑ ΝΙΚΟΠΟΛΕΩΣ, αρ. φ. 427, Φεβρ. 2019).
Μόνο η Εκκλησία λοιπόν μπορεί να κατανοήσει αληθινά και το υπέρλαμπρο πρόσωπο της σεπτής Θεομήτορος, γι’ αυτό και την ανυμνεί με ιδιαίτερη έξαρση: «Όντως ανωτέρα πάντων υπάρχεις, Παρθένε αγνή»!
(ΛΥΧΝΙΑ ΝΙΚΟΠΟΛΕΩΣ, αρ. φ. 436, Νοε. 2019)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου