Ὁ πόλεμος εἶναι ἕνας μεγάλος πειρασμός γιά τίς συνειδήσεις τῶν πιστῶν. Σβήνει τήν ἀγάπη. Τήν ταυτίζει μέ τήν ἰδιοτέλεια, στήν καλύτερη περίπτωση τήν ὑποτάσσει στήν ἐθνική ἰδιοτέλεια. Οἱ μάχες, βέβαια, πού γίνονται σέ ἀμυντικούς πολέμους δέν εἶναι μόνον ἀναπόφευκτες, εἶναι καί δίκαιες, ὅμως καί σ’ αὐτούς τούς δίκαιους ἀγῶνες εὔκολα ἐκδηλώνεται ὅλος ὁ σκοτεινός ἑαυτός τῶν ἀνθρώπων, ὅπως, βέβαια, καί ὅλο τό φωτεινό μεγαλεῖο αὐτῶν πού ἀγωνίζονται γιά τό δίκαιο, τά ἱερά καί τήν ἐλευθερία τοῦ λαοῦ τους μέ ἀνιδιοτέλεια καί αὐταπάρνηση, χωρίς ἄκριτο μίσος γιά τούς ἐπιτιθεμένους.
Ἡ συγκατάθεση στόν πειρασμό τοῦ πολέμου εἶναι ἰσχυρή ἀντίπαλος τῆς λατρείας τοῦ Θεοῦ. Εἶναι χαρακτηριστική ἡ παρατήρηση τοῦ ἁγίου Νικοδήμου τοῦ Ἁγιορείτου πού ἀναφέρεται στόν προφητάνακτα Δαβίδ· γράφει: «στὴ Γραφὴ βλέπουμε ὅτι ὁ Θεὸς δὲν θέλησε νὰ τοῦ κτίσῃ ναὸ καὶ κατοικία ὁ Δαβίδ, ποὺ εἶχε πολέμους καὶ ταραχὲς σχεδὸν σὲ ὅλη τὴν διάρκεια τῆς ζωῆς του, ἀλλὰ ὁ υἱός του ὁ Σολομώντας, διότι, σύμφωνα μὲ τὸ ὄνομά του, παρέμενε εἰρηνικὸς βασιλιάς καὶ μὲ κανένα δὲν ἔκανε πόλεμο» (Ἀόρατος Πόλεμος, Μέρος Β΄, Κεφ. ΙΓ’).
Ὁ πειρασμός τοῦ πολέμου εἶναι ἰδιαίτερα αἰχμηρός στίς συνειδήσεις τῶν λειτουργῶν, Ἱερέων καί Ἀρχιερέων, ὅταν οἱ «βασιλεῖς» τῆς πατρίδος τους (ὅπως στίς μέρες μας στήν Ρωσία) ἐπιχειροῦν ἄδικο ἐπιθετικό πόλεμο. Οἱ λειτουργοί αὐτοί στήν θεία Λειτουργία τοῦ Μ. Βασιλείου, τήν ὁποία οἱ Ὀρθόδοξοι τελοῦμε ὅλες τίς Κυριακές τῆς Μ. Τεσσαρακοστῆς, μετά τόν καθαγιασμό τῶν Τιμίων Δώρων εὔχονται γιά τούς «βασιλεῖς» τους: «Κράτυνον αὑτῶν τήν βασιλείαν. Ὑπόταξον αὑτοῖς πάντα τά βάρβαρα ἔθνη, τά τούς πολέμους θέλοντα. Χάρισαι αὑτοῖς βαθεῖαν καί ἀναφαίρετον εἰρήνην»; Ποιούς «βασιλεῖς» ἆραγε νά ἐννοοῦν; Οἱ δικοί τους καταστρέφουν τήν εἰρήνη, ἀνήκουν στούς «θέλοντας πολέμους». Μέ ποιά «καταματωμένη» συνείδηση προφέρουν τήν εὐχή αὐτή ὑπέρ τῶν «βασιλέων» τους; Εἶναι φανερό ὅτι ἡ ἁμαρτία τοῦ πολέμου ἔχει ἐκκλησιολογικές διαστάσεις.
Μόνος ἐχθρός ὁ θάνατος
Εἶναι χαρακτηριστικά ὅσα αὐτοβιογραφικά ἔχει καταγράψει περί τῶν πολέμων ὁ ὅσιος Σωφρόνιος ὁ Ἁγιορείτης. Γράφει: «Μέ συνέπαιρνε κατά κάποιον τρόπο ἡ αἴσθηση τῶν παθημάτων τῆς οἰκουμένης. Σέ αὐτό συνέβαλλε ἡ ἐμπειρία μου ἀπό τόν Πρῶτο Παγκόσμιο πόλεμο καί τή Ρωσική Ἐπανάσταση πού ἀκολούθησε. Ζοῦσα γιά χρόνια μέσα σέ πνιγηρή ἀτμόσφαιρα ἀδελφοκτόνου μίσους, ἀρχικά ἐξαιτίας τοῦ Παγκοσμίου κι ἔπειτα τοῦ ἐμφυλίου πολέμου. Ἔκτοτε μοῦ εἶναι προτιμότερο νά ἀκούω γιά χιλιάδες ἴσως θύματα ἀπό σεισμούς, πλημμῦρες, ἐπιδημίες καί ἄλλες θερομηνίες καί καταστροφές, πού προκαλοῦν συνήθως τή συμπάθεια ὅλων, παρά γιά πολέμους, πού σχεδόν χωρίς ἐξαίρεση παρασύρουν τούς πάντες σέ ἠθική συμμετοχή στούς φόνους. Δέν ὑπάρχει μεγαλύτερη ἁμαρτία ἀπό τόν πόλεμο» (Ὀψόμεθα τόν Θεόν καθώς ἐστί, σελ.146).
Οἱ πόλεμοι εἶναι φρικτότεροι καί ἀπεχθέστεροι ἀπό τίς φοβερότερες φυσικές καταστροφές. Οἱ πόλεμοι «σχεδόν χωρίς ἐξαίρεση παρασύρουν τούς πάντες σέ ἠθική συμμετοχή στούς φόνους». Τρέφουν τό μίσος. Οἱ φυσικές καταστροφές γεννοῦν συμπάθεια καί ἀλληλεγγύη.
Γιά τόν ὅσιο Σωφρόνιο «ὁ μόνος πόλεμός μας, πού ἐμεῖς διαλέξαμε, εἶναι ἡ ἁγία πάλη πρός τόν κοινό γιά ὅλους τούς ἀνθρώπους, γιά ὅλη τήν ἀνθρωπότητα ἐχθρό: τόν θάνατο (βλ. Α΄ Κορ. ιε΄26). Οὐσιαστικά ὁ ἄνθρωπος δέν ἔχει ἄλλον ἐχθρό. Παλεύουμε γιά τήν ἀνάσταση, τήν προσωπική μας καί τοῦ κάθε ἄλλου συν-ανθρώπου μας» (ἔνθ.ἀν. σελ. 133).
(Πηγή: parembasis.gr)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου