Δὲν ἐπιτρέπει ἐπίσης στὸν ἄνθρωπο νὰ παραμένει πρᾶος καὶ νὰ ἐπικοινωνεῖ μὲ τοὺς ἀδελφούς του. Δημιουργεῖ αἴσθημα ἀντιπάθειας, ἀκόμα καὶ γιὰ τὰ ἀγαθὰ ποὺ μᾶς ὑπόσχεται ἡ κατὰ Θεὸν ζωή. Καὶ μὲ λίγα λόγια, ὅ,τι καλὸ ἔχει μέσα της ἡ ψυχὴ γιὰ τὴ σωτηρία, ἡ λύπη τὰ ἀνατρέπει καὶ καταντᾶ τὸν ἄνθρωπο σάν ἄφρονα καί μισότρελλο, ἐμποδίζοντας τὸν ἀπὸ κάθε σχέση καὶ ἐπικοινωνία μὲ τοὺς συνανθρώπους του.
Ἡ λύπη δὲν ἀφήνει περιθώριο στὴν ψυχὴ νὰ ἀκούσει συμβουλή, οὔτε κι ἀπὸ τοὺς πιὸ στενοὺς φίλους της. Δὲν ἐπιτρέπει στὸν ἄνθρωπο νὰ δώσει οὔτε μία ἤρεμη ἀπάντηση. Ζώνει ἀπὸ παντοῦ τὴν ψυχὴ καὶ τὴ γεμίζει με πίκρα καί ἀηδία. Τήν πείθει νὰ ἀποφεύγει τοὺς ἀνθρώπους, γιατί δῆθεν αὐτοὶ φταῖνε γιὰ τὴν κατάστασή της.
Ἡ λύπη δὲν ἀφήνει τὴν ψυχὴ νὰ καταλάβει ὅτι το κακὸ δὲν προέρχεται ἀπὸ ἔξω, ἀλλὰ ὅτι ἡ ἴδια ἡ ψυχὴ μέσα της ἔχει τὴν πηγὴ τῆς ἀρρώστιας. Αὐτὸ ἔρχεται βέβαια στὸ φῶς μονάχα ὅταν πέσουν οἱ πειρασμοί. Γιατί μὲ τὴν προσπάθεια ποὺ κάνει ἡ ψυχή, γιὰ νὰ ἀντιμετωπίσει τοὺς πειρασμούς, συνειδητοποιεῖ τὰ πράγματα ὅπως ἀκριβῶς εἶναι.
Ἡ λύπη εἶναι σκυθρωπότητα τῆς ψυχῆς, ἀλλὰ συγχρόνως καὶ στόμα λιονταρίσιο, ποὺ εὔκολα καταπίνει αὐτὸν ποὺ κυριεύεται ἀπὸ αὐτή.
Ἡ λύπη εἶναι σκουλήκι τῆς καρδιᾶς, ποὺ κατατρώει τὴ μάνα ποὺ τὸ γέννησε. Δὲν ξέρει τὴ γεύση τοῦ μελιοῦ ὁ μοναχὸς ποὺ λυπᾶται καὶ μοιάζει μ’ ἐκεῖνον ποὺ ἔχει ὑψηλὸ πυρετό. Ὁ μοναχὸς ποὺ διακατέχεται ἀπὸ τὴ λύπη δὲν κινεῖ τὸ νοῦ στὴ θεωρία τοῦ Θεοῦ, οὔτε ποτὲ τοῦ ἀπευθύνει καθαρὴ προσευχὴ πρὸς τὸν Θεό.
Ἐκεῖνος ποὺ νίκησε τὰ πάθη, νίκησε καὶ τὴ λύπη. Κι ἐκεῖνος ποὺ ἔχει ἡττηθεῖ ἀπὸ τὴν ἡδονή, δὲν θὰ ξεφύγει ἀπὸ τὰ δίχτυα τῆς λύπης.
Ἐκεῖνος ποὺ βρίσκεται μόνιμα κυριευμένος ἀπὸ τὴ λύπη καὶ συγχρόνως προσποιεῖται ὅτι εἶναι ἀπαθής, μοιάζει μὲ ἄρρωστο ποὺ ὑποκρίνεται ὅτι εἶναι ὑγιής. Γιατί, ὅπως ὁ ἄρρωστος προδίδεται ἀπὸ τὴν ὠχρότητα τοῦ προσώπου του, ἔτσι καὶ τὸν ἐμπαθῆ τὸν ξεσκεπάζει ἡ λύπη.
Ἐκεῖνος ποὺ ἀγαπᾶ τὸν κόσμο θὰ δοκιμάσει πολλὲς θλίψεις. Ὅποιος ὅμως περιφρονεῖ ὅ,τι ἔχει ὁ κόσμος, θὰ ζεῖ καὶ θὰ παραμένει πάντα μέσα στὴ χαρά.
Ὅπως τὸ χωνευτήρι καθαρίζει τὸ ἀκάθαρτο ἀσήμι, ἔτσι καὶ ἡ λύπη καθαρίζει τὴν ἁμαρτωλὴ καρδιά.
Εἶναι πολὺ καλὸ καὶ πολύ συμφέρον γιὰ τὴν ψυχὴ τὸ νὰ σηκώνει γενναία κάθε θλίψη, εἴτε αὐτὴ προέρχεται ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους, εἴτε ἀπὸ τοὺς δαίμονες. Ἔτσι θὰ καταλάβει βαθιὰ ὅτι ἐμεῖς φταῖμε γι’ αὐτὴ τὴν καταπόνηση ποὺ περνᾶμε.
Πρέπει μὲ προσευχὴ καὶ ὑπομονὴ νὰ ἀντισταθοῦμε σ’ αὐτὸ τὸ δαίμονα. Γιατί ὅποιος θελήσει νὰ ἀντιμετωπίσει τοὺς πειρασμοὺς χωρὶς προσευχὴ καὶ ὑπομονή ὄχι μονάχα δὲν θὰ τοὺς νικήσει, ἀλλά θά ἐμπλακεῖ χειρότερα σ’ αὐτούς.
Ἂς ψάλλουμε λοιπὸν κι ἐμεῖς μαζὶ μὲ τὸν Δαυίδ: «ἱνατί περίλυπος εἶ, ἡ ψυχή μου, καὶ ἱνατί συνταράσσεις με; ἔλπισον ἐπὶ τὸν Θεόν, ὅτι ἐξομολογήσομαι αὐτῷ· σωτήριον τοῦ προσώπου μου καὶ ὁ Θεός μου. Γιατί, ψυχή μου, εἶσαι περίλυπη καὶ γιατί μὲ συνταράσσεις; Στήριξε τὴν ἐλπίδα σου στὸν Θεό, γιατί Τοῦ προσφέρω δοξολογία, ἐπειδή Ἐκεῖνος εἶναι ἡ σωτηρία μου καὶ ὁ Θεός μου» (Ψάλμ. 41, 6).
Εἶναι λοιπὸν ἀδύνατον χωρὶς λύπη, ἀνώδυνα, νὰ ξεπεράσει τοὺς πειρασμοὺς ἐκεῖνος ποὺ ἀσκεῖται πνευματικά. Στὴ συνέχεια ὅμως, οἱ ἄνθρωποι ποὺ ἀντιμετωπίζουν κατ’ αὐτὸ τὸν τρόπο τοὺς πειρασμούς, γεμίζουν μὲ χαρὰ ἄπλετη καὶ μάλιστα ἂν εἶναι ὁπλισμένοι μὲ τὴν εὐχὴ καὶ τὴν ὑπομονή.
Γεμίζουν μὲ δάκρυα γλυκὰ καὶ μὲ θεία νοήματα, ἐκεῖνοι ποὺ ἄσκησαν τὴν καρδιά τους στὸν πόνο καὶ στὴ θλίψη, ἐφόσον στοὺς ἀθλητὲς μονάχα χαρίζονται οἱ στέφανοι.
Ἂν ἀπομακρυνθεῖ ὁ νοῦς ἀπὸ τὴν καρδιά, ἡ λύπη ἀρχίζει νὰ κατατρώει τὸν ἄνθρωπο, ὅπως προείπαμε. Τὸν τρώει ὅπως ἀκριβῶς τρώει ὁ σκόρος τὸ ροῦχο καὶ τὸ σαράκι τὸ ξύλο, καὶ κατακλύζει ὅλα τὰ ἔγκατα τοῦ ἀνθρώπου. Καταντᾶ τότε ὁ ἄνθρωπος, ἀπὸ τὴ σκοτούρα τῶν λογισμῶν, περίλυπος και σκυθρωπός.
Γι’ αὐτὸ ἡ Ἁγία Γραφὴ μᾶς συμβουλεύει καὶ μᾶς λέει: «Λύπην μακρὰν ἀπόστησον ἀπὸ σοῦ· πολλοὺς γὰρ ἀπώλεσεν ἡ λύπη, καὶ οὐκ ἔστιν ὠφέλεια ἐν αὐτῇ. Διῶξε ἀπὸ μέσα σου τὴ λύπη ποὺ διαρκεῖ. Γιατί πολλούς τούς θανάτωσε ἡ λύπη καὶ δὲν βγαίνει τίποτα καλὸ ἀπ’ αὐτὴ» (Σοφ. Σειρ. 30, 23). Καί ἀκόμα λέει: «ἀπὸ λύπης γὰρ ἐκβαίνει θάνατος, καὶ λύπη καρδίας κάμψει ἰσχύν. Ἀπὸ τὴ λύπη γεννιέται ὁ θάνατος καὶ ἡ λύπη τῆς καρδιᾶς λυγίζει τὴ δύναμη τοῦ ἀνθρώπου» (Σοφ. Σειρ. 38, 18). Καὶ καταλήγει: «Μὴ δῷς εἰς λύπην τὴν καρδίαν σου, ἀπόστησον αὐτὴν μνησθεὶς τὰ ἔσχατα. Μὴν ἀφήσεις τὴν καρδιά σου νά πέσει στὴ λύπη, ἀλλὰ διῶξε τὴν μακριά, φέρνοντας στό νοῦ σου ποιὰ εἶναι ἡ κατάληξή της» (Σοφ. Σειρ. 38, 20).
Διῶξε λοιπὸν ἀπὸ μέσα σου κι ἐσὺ αὐτὴ τὴ λύπη καὶ μὴ λυπεῖς τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιο, τὸ Ὁποῖο κατοικεῖ μέσα σου, μήπως ζητήσει ἀπὸ τὸν Θεὸ νὰ σὲ ἐγκαταλείψει. Γιατί τὸ Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ, τὸ Ὁποῖο χαρίσθηκε στὴ σάρκα αὐτή, δὲν ἀνέχεται τὴ λύπη, οὔτε τὴ στενοχώρια.
Ἀπόκτησε τὴν ἱλαρότητα, ποὺ ἔχει πάντα τὴ Χάρη τοῦ Θεοῦ καὶ ἐντρύφησε σ’ αὐτή. Γιατί ὁ ἄνθρωπος ποὺ ἔχει ἱλαρότητα ἐργάζεται πάντοτε τὸ ἀγαθὸ καὶ καταφρονεῖ τὴ λύπη. Ἐκεῖνος ὅμως ποὺ διακατέχεται ἀπὸ τὴ λύπη πάντοτε ἀσχολεῖται μὲ ἔργα τοῦ «πονηροῦ».
Το πρῶτο κακό πού κάνει αὐτὸς ποὺ λυπᾶται εἶναι ὅτι λυπεῖ τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιο, τὸ Ὁποῖο χαρίσθηκε στὸν ἄνθρωπο καὶ εἶναι Πνεῦμα χαρᾶς καὶ ἀγαλλίασης.
Δεύτερο κακό εἶναι ὅτι ὁ λυπημένος ἄνθρωπος δὲν ἀνοίγει τὴν καρδιά του στὸν Θεό. Γιατί ἡ προσευχὴ ἐκείνου ποὺ διακατέχεται ἀπὸ λύπη, δὲν ἔχει τὴ δύναμη νὰ φθάσει στὸ θυσιαστήριο τοῦ Θεοῦ, ἐπειδὴ ἔχει θρονιαστεῖ στὴν καρδιὰ τοῦ ἀνθρώπου ἡ λύπη.
Ὅταν ἡ λύπη ἀνακατευθεῖ μὲ τὴν προσευχή, δὲν τὴν ἀφήνει νὰ ἀνεβεῖ καθαρὴ πρὸς τὸ οὐράνιο θυσιαστήριο. Ὅπως λοιπὸν τὸ κρασὶ ποὺ ἀνακατεύεται μὲ ξύδι χάνει πιὰ τὴν πρώτη γεύση, ἔτσι καὶ ἡ λύπη. Ὅταν αὐτὴ ἀναμειχθεῖ μὲ την προσευχητικὴ διάθεση -ἡ ὁποία εἶναι δωρεὰ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος– τότε στερεῖ ἀπὸ τὴν προσευχὴ τὴν ἀρχική της καθαρότητα.
Πρέπει λοιπὸν νὰ διώξουμε ἀπὸ τὴν ψυχή μας τὴ λύπη καὶ νὰ ἀσπασθοῦμε ὅλη τὴ χαρὰ τοῦ Θεοῦ.
Ἂς ἀπομακρυνθοῦμε λοιπόν, τὸ συντομότερο, ἀπὸ αὐτοῦ τοῦ εἴδους τὴ λύπη, γιατί εἶναι ἐφάμαρτη καὶ χαρακτηριστικό τοῦ κόσμου τούτου.
Ἡ λύπη ποὺ εἶναι σύμφωνη μὲ τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ, ὅπως λέει καὶ ὁ Ἀπόστολος Παῦλος, «ἡ γὰρ κατὰ Θεὸν λύπη μετάνοιαν εἰς σωτηρίαν ἀμεταμέλητον κατεργάζεται· ἡ δὲ τοῦ κόσμου λύπη θάνατον κατεργάζεται. προκαλεῖ μετάνοια, ἡ ὁποία ὁδηγεῖ στὴ σωτηρία καὶ γιὰ τὴν ὁποία ποτὲ κανεὶς δὲν μετανοιώνει. Ἡ λύπη ὅμως πού σχετίζεται μὲ τοῦτο τὸν κόσμο προξενεῖ θάνατο» (Β’ Κορ. 7, 10).
Καὶ ὁ συγγραφέας τῶν Παροιμιῶν λέει: «Εὐλογία Κυρίου ἐπὶ κεφαλὴν δικαίου· αὕτη πλουτίζει, καὶ οὐ μὴ προστεθῇ αὐτῇ λύπη ἐν καρδία. Ἡ εὐλογία τοῦ Κυρίου ἔρχεται στὴν κεφαλὴ τοῦ δικαίου. Αὐτὴ τὸν κάνει πλούσιο καὶ δὲν θὰ ἔρθει ποτὲ λύπη στὴν καρδιὰ του» (Παροιμ. 10, 6. 22). Καί ἀλλοῦ πάλι λέει: «Καρδία εὐφραινομένη εὐεκτεῖν ποιεῖ, ἀνδρὸς δὲ λυπηροῦ ξηραίνεται τὰ ὀστᾶ. Καρδιὰ ποὺ εὐφραίνεται, δίνει εὐεξία στὸν ἄνθρωπο. Τοῦ λυπημένου ὅμως ἀνθρώπου ξεραίνεται ἡ ψυχὴ του» (Παροιμ. 17, 22). Ο Ἀπόστολος Παῦλος ἐπίσης λέει: «Οὐ γὰρ θέλομεν ὑμᾶς ἀγνοεῖν, ἀδελφοί, ὑπὲρ τῆς θλίψεως ἡμῶν τῆς γενομένης ἡμῖν ἐν τῇ ᾿Ασίᾳ, ὅτι καθ᾿ ὑπερβολὴν ἐβαρήθημεν ὑπὲρ δύναμιν, ὥστε ἐξαπορηθῆναι ἡμᾶς καὶ τοῦ ζῆν…. ὁ παρακαλῶν τοὺς ταπεινοὺς παρεκάλεσεν ἡμᾶς ὁ Θεὸς. Δὲν θέλουμε, ἀδελφοί, νὰ ἀγνοεῖτε τὴ θλίψη ποὺ μᾶς βρῆκε στὴν Ἀσία. Τόσο πολὺ τὸ βάρος της ξεπέρασε τὶς δυνάμεις μας, ὥστε φθάσαμε νὰ χάσουμε κι αὐτὴ ἀκόμα τὴν ἐλπίδα, ὅτι θά ἐπιζήσουμε. Ἐκεῖνος ὅμως ποὺ παρηγορεῖ τοὺς ταπεινούς, ὁ Θεός, παρηγόρησε κι ἐμᾶς» (Κορ. Β΄ 1, 8 καὶ 7, 6).
Κι ἐμεῖς λοιπόν, μαζὶ μὲ τὸν Δαυίδ, ἂς ποῦμε: «ἐλέησόν με, Κύριε, ὅτι θλίβομαι· ἐταράχθη ἐν θυμῷ ὁ ὀφθαλμός μου, ἡ ψυχή μου καὶ ἡ γαστήρ μου. ὅτι ἐξέλιπεν ἐν ὀδύνῃ ἡ ζωή μου καὶ τὰ ἔτη μου ἐν στεναγμοῖς· ἠσθένησεν ἐν πτωχείᾳ ἡ ἰσχύς μου, καὶ τὰ ὀστᾶ μου ἐταράχθησαν. Ἐλέησε μὲ Κύριε, γιατί θλίβομαι. Ἀπὸ τὸ θυμό σου θόλωσαν τὰ μάτια μου ἀπὸ τὰ δάκρυα, γιατί κακοπάθησα καὶ ταπεινώθηκα πάρα πολὺ καὶ οἱ στεναγμοὶ τῆς καρδιᾶς μου ἔβγαιναν σὰν βρυχηθμοὶ λιονταριοῦ» (Ψάλμ. 30, 10). Καί πάλι: «ἐλυπήθην ἐν τῇ ἀδολεσχίᾳ μου καὶ ἐταράχθην 4 ἀπὸ φωνῆς ἐχθροῦ καὶ ἀπὸ θλίψεως ἁμαρτωλοῦ. Ἡ λύπη κυρίευε τὴν καρδιά μου καθὼς σκεπτόμουν διαρκῶς τὰ δεινά μου καὶ ἔνοιωσα ταραχὴ ἀπὸ τὰ λόγια ποὺ εἶπε ἐναντίον μου ὁ ἐχθρός μου κι ἀπὸ τὴ θλίψη πού μοῦ προκαλεῖ ὁ ἁμαρτωλὸς» (Ψάλμ. 54, 3-4). Ἀλλά, «Σῶσον με, ὁ Θεός, ὅτι εἰσήλθοσαν ὕδατα ἕως ψυχῆς μου. ἐνεπάγην εἰς ἰλὺν βυθοῦ, καὶ οὐκ ἔστιν ὑπόστασις. σῶσε μέ, θεέ μου, γιατί τὰ δάκρυα ἀπὸ τὴ θλίψη μου ἔφθασαν μέχρι τὰ βάθη τῆς ψυχῆς μου. Βυθίσθηκα σὲ βαθὺ βοῦρκο καὶ δὲν ὑπάρχει μέρος νὰ σταθῶ (Ψάλμ. 68, 2-3).
Καὶ πάλι: «Μὴ ἀποστρέψῃς τὸ πρόσωπόν σου ἀπὸ τοῦ παιδός σου, ὅτι θλίβομαι, ταχὺ ἐπάκουσόν μου. Μὴν ἀποστρέψεις τὸ πρόσωπό Σου ἀπὸ τὸν δοῦλο σου, γιατί θλίβομαι, ἀλλὰ ἄκουσε τὴν παράκλησή μου» (Ψάλμ. 68, 18). «Σύ μου εἶ καταφυγὴ ἀπὸ θλίψεως τῆς περιεχούσης με· τὸ ἀγαλλίαμά μου. Γιατί Ἐσὺ εἶσαι ἡ καταφυγὴ καὶ ἡ παρηγοριὰ ἀπὸ τὴ θλίψη ποὺ μὲ διακατέχει» (Ψάλμ. 31, 7). «Εἰσελθέτω ἐνώπιόν σου ἡ προσευχή μου, κλῖνον τὸ οὖς σου εἰς τὴν δέησίν μου. Μακάρι νὰ φθάσει σὲ Σένα ἡ προσευχή μου καὶ νὰ χαμηλώσεις τὸ αὐτί Σου γιὰ νὰ ἀκούσεις τὴ δέησή μου» (Ψάλμ. 87, 3).
Ὅταν τέλος ἀπαλλαχθεῖς ἀπὸ τὴ λύπη, νὰ λὲς εὐχαριστῶντας τὸν Θεό: «ὅτι ἐξέκυψεν ἐξ ὕψους ἁγίου αὐτοῦ, Κύριος ἐξ οὐρανοῦ ἐπὶ τὴν γῆν ἐπέβλεψε, τοῦ ἀκοῦσαι τοῦ στεναγμοῦ τῶν πεπεδημένων, τοῦ λῦσαι τοὺς υἱοὺς τῶν τεθανατωμένων. Ο Κύριος ἔρριξε ἀπο τον οὐρανὸ τὸ βλέμμα Του, γιὰ νὰ ἀκούσει τὸ στεναγμὸ τῶν φυλακισμένων, γιὰ νὰ λύσει τὰ δεσμὰ τῶν παιδιῶν Του ποὺ εἶχαν θανατωθεῖ» (Ψάλμ. 101, 20-21). Κι ἀκόμα: «Τί ἀνταποδώσω τῷ Κυρίῳ περὶ πάντων, ὧν ἀνταπέδωκέ μοι; Τί νὰ ἀνταποδώσω στὸν Κύριο γιὰ ὅλες τὶς εὐεργεσίες Του πρὸς ἐμένα;» (Ψάλμ. 115, 3). Γιατί, «ἐκ θλίψεως ἐπεκαλεσάμην τὸν Κύριον, καὶ ἐπήκουσέ μου εἰς πλατυσμόν. Τὸν ἐπικαλέσθηκα μέσα στὴ θλίψη μου κι ἄκουσε τὴν παράκλησή μου καὶ μοῦ πρόσφερε μεγάλη ἀνακούφιση» (Ψάλμ. 117, 5).
Ὁ Κύριος ἔλεγε στούς μαθητές Του: «ἀμὴν ἀμὴν λέγω ὑμῖν ὅτι κλαύσετε καὶ θρηνήσετε ὑμεῖς, ὁ δὲ κόσμος χαρήσεται· ὑμεῖς δὲ λυπηθήσεσθε, ἀλλ’ ἡ λύπη ὑμῶν εἰς χαρὰν γενήσεται· ἡ γυνὴ ὅταν τίκτῃ, λύπην ἔχει, ὅτι ἦλθεν ἡ ὥρα αὐτῆς· ὅταν δὲ γεννήσῃ τὸ παιδίον, οὐκέτι μνημονεύει τῆς θλίψεως διὰ τὴν χαρὰν ὅτι ἐγεννήθη ἄνθρωπος εἰς τὸν κόσμον. καὶ ὑμεῖς οὖν λύπην μὲν νῦν ἔχετε· πάλιν δὲ ὄψομαι ὑμᾶς καὶ χαρήσεται ὑμῶν ἡ καρδία, καὶ τὴν χαρὰν ὑμῶν οὐδεὶς αἴρει ἀφ’ ὑμῶν. Ἀληθινά σᾶς λέω, ὅτι ἐσεῖς θὰ κλάψετε καὶ θὰ θρηνήσετε, ἐνῶ ὁ κόσμος θὰ χαρεῖ». Καί μιλῶντας στὴ συνέχεια παραβολικὰ γιὰ τὴν γυναῖκα ἐκείνη ποὺ γεννάει καὶ ἔχει λύπη, προσθέτει: «Ἔτσι καὶ ἐσεῖς. Θὰ ἔχετε τώρα λύπη, ἀλλὰ πάλι θὰ σᾶς ἐπισκεφθῶ καὶ θὰ χαρεῖ ἡ καρδιά σας καὶ κανένας δὲν θὰ μπορέσει ποτὲ πιὰ νὰ ἀφαιρέσει ἀπὸ σᾶς ἐκείνη τὴ χαρά σας» (Ἰωάν. 16, 20. 22).
Σ’ Αὐτὸν πρέπει ἡ δόξα, ἐκείνη ποὺ δίνει χαρὰ στοὺς θλιμμένους, στοὺς αἰῶνες. Ἀμήν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου