«Έτσι αβασάνιστη για τους πολλούς είναι η ζήτηση της αλήθειας, και στρέφονται μάλλον στα πρόχειρα».
(οὔτως ἀταλαίπωρος τοῖς πολλοῖς ἡ ζήτησις τῆς ἀληθείας καί ἐπί τά ἐτοῖμα μάλλον τρέπονται. Βλ. Θουκυδίδη, Ιστοριών Α΄, 20, 33 – 35).
Η απόφανση του Θουκυδίδη παραμένει διαχρονική και καίρια: η αποφυγή της παραλυτικής βασάνου, που προϋποθέτει η αναζήτηση της αλήθειας, φαίνεται να είναι η αιτία αποδοχής της αληθοφάνειας του προχείρου. Γι’ αυτό και οι πολλοί στρέφονται στα έτοιμα. Στα πρόχειρα. Ο κορεσμός που αφειδώλευτα παρέχεται απ’ τη διασπορά των καθημερινών πληροφοριών και ειδήσεων, παγιδεύει τη γνώση. Συγκαλυμμένη απ’ τα επιτήδεια επιχρίσματα των συγκυριών, η διαύγαση της αλήθειας ποντίζεται στο αρχιπέλαγος των νοηματικών της παραχαράξεων. Θαρρείς και δεν υπάρχει σταθερό έδαφος για τη φωτοχυσία των παραλλαγών της. Ο κυνισμός της επιπόλαιης παιδείας, είναι η απαιδευσία της. Αυτό που μορφάζει ως αληθοφάνεια του προχείρου. Γι’ αυτό και όσα «υψηλά και τίμια» διαμείβονται στη δημόσια σφαίρα του καθημερινού βίου, μοιάζουν δυσεξήγητα, σχεδόν ακατανόητα.
Μιλάμε για την «κοινωνία», σήμερα, και ξεχνούμε ότι η ίδια έχει, αιώνες τώρα, εκφυλιστεί σε μια ομαδοποίηση γυμνών συμφερόντων· σε μια μορφή εταιρικών σχέσεων συναλλαγής και ανταλλαγής. Έχει χάσει, συνεπώς, το αυθεντικό της νόημα: τη μέθεξη όλων των κοινωνούντων στα περιούσια αγαθά (πνευματικά και υλικά) του βίου.
Μιλάμε για Δημοκρατία και, συνειδητά, παραβλέπουμε ότι το πολίτευμα του «δήμου» έχει εκμαυλιστεί σε μια ενορχηστρωμένη τακτική νόσφισης ολιγαρχικής εξουσίας. Σε μια κατ’ ευφημισμόν Δημοκρατία δίχως δήμο.
Μιλάμε για Δικαιοσύνη και η ίδια εμφανίζεται ως συστημική διαδικασία διεκπεραίωσης ολιγαρχικών θεσπισμάτων: στη μορφή διαπλοκής εξουσίας και τραπεζικού κυνισμού, ως διαδικασία προαγωγής πλειστηριασμών, με συμμετοχή αποθρασυνόμενων κερδοσκόπων που «εισπράττουν … το κέρδος των δικών τους πτωμάτων.» (βλ. Ελύτη, Άξιον Εστί, Αθήνα, 1979, εκδ. Ίκαρος, σελ. 65). Οι μεγαλόσχημοι ιθύνοντες και διαχειριστές της δημόσιας σφαίρας, δεν έχουν ακούσει ποτέ τι σημαίνει «αναλογική δικαιοσύνη» (ο καθένας σύμφωνα με την αξία του), «αριθμητική δικαιοσύνη» (ο καθένας σύμφωνα με τις ανάγκες του. Βλ. Πράξεις των Αποστόλων), «γεωμετρική δικαιοσύνη» (ο καθένας ανάλογα με τις επιδόσεις του). Οι ίδιοι προκρίνουν μια ολιγαρχική δικαιοσύνη εξουσίας, που ακυρώνει το ίδιο το είναι της. Συνειδητά ή ανεπίγνωστα, παραβλέπουν τον θεμελιώδη πυρήνα του δικαίου: να είναι (και είναι) ένα «αλλότριο αγαθό» (Αριστοτέλης).
Μιλάμε για Εκκλησία, και την ταυτίζουμε με τον πολιτευτικό τρόπο διαχείρισης «αρχαϊκών εργαλείων» και «συμβόλων», μ’ ένα μείγμα άυλων και υλικών συμφερόντων, μ’ έναν «μύθο», όπως έτσι αβασάνιστα ισχυρίζεται ο Τσιντσίνης, που η ίδια έχει πλάσει για τον εαυτό της. (Βλ. Μ. Τσιντσίνη, Αρχιεπίσκοπος Ιερώνυμος: Επιρροή, Καθημερινή, 25-10-2022). Δεν είναι, μάλιστα, λίγοι οι «καλοπροαίρετοι» που της αποδίδουν, σκοταδισμό, οπισθοδρόμηση, πνεύμα όψιμου μεσαίωνα. Προβάλλουν, έτσι, τις δικές τους ερμηνευτικές εκδοχές (ενδεχομένως και πίστη) σε μια ιστορική ζωντανή κοινωνία προσώπων, που εν τη γενέσει της υπήρξε απείρως μυθοκλαστική. Η πρώτη θεμελιωδώς ειδωλοκλαστική δύναμη στην παγκόσμια ιστορία της ανθρωπότητας. (Αν υπήρξε κάποια άλλη να μου την πείτε). Αγνοούμε πλήρως το διαχρονικό της νόημα: τη διάσωση του άκακου περισσεύματος της ζωής, τη ζωή κοινωνίας, που θέλει να υπερνικά τις απροσμέτρητες θλάσεις και τραύματα του κόσμου. Δε φαίνεται να υπάρχει καμιά απολύτως υποψία για το μέγιστο επίτευγμα του πρώτου κοινωνικού (εκκλησιαστικού) σώματος του Ιησού: την απελευθέρωση, όχι μόνο της ίδιας της πραγματικότητας από το μυθικό βασίλειο του αναλλοίωτου πεπρωμένου αλλά και την πληθώρα των νοητικών, ψυχικών και βιοθεωρητικών ειδώλων, που στρεβλώνουν την ταυτότητά μας και την περιρρέουσα πραγματικότητα. Καμιά υποψία για το μοναδικό τρόπο του βίου, που πρώτος, στην παγκόσμια ιστορία της ανθρωπότητας, έθεσε τον Άλλο, τον Έτερο πάνω απ’ τ’ οποιοδήποτε συμφέρον. Για τη ριζοσπαστική κριτική, που ο Ιησούς ασκεί στη διαχρονική υποκρισία των κίβδηλων μορφών επικοινωνίας και πολιτικής κοινωνίας. Αν οι πόρνες και οι τελώνες μας προάγουν, πράγματι, στη βασιλεία των ουρανών και επί της γης, τότε το στοίχημα υπέρβασης των χαμερπών μορφών δημοκρατικής κοινοπολιτείας μοιάζει να μπορεί να επιτευχθεί. Γι’ αυτό και το εκκλησιαστικό γεγονός δεν «είναι απλώς και μόνο μια ψηφίδα στο πλουραλιστικό μωσαϊκό της δημοκρατίας» (Τσιντσίνης), αλλά η εκρηκτική «ζύμη» που μπορεί να αναδείξει τη δημοκρατία σε μια δημοκρατία δικαιοσύνης, διαφάνειας και καθολικής ευημερίας· ο πρωτογενής πυρήνας στον οποίο η αλήθεια και η ελευθερία του βίου εμφανίζονται απροϋπόθετα. Είναι ο τόπος και τρόπος, στον οποίο δεν έχει καμία αξία η ανταλλακτική αξία.
«Η πολιτική, που ακόμα και στην κατ’ εξοχήν απερίσκεπτη μορφή της, δεν διαφυλάσσει μέσα της τη θεολογία, όσο έξυπνη κι αν είναι, είναι, σε τελευταία ανάλυση, εμπορική δοσοληψία», έγραφε ο Χορκχάιμερ, ιδρυτής της Σχολής της Φρανκφούρτης, στο βιβλίο του: «Η νοσταλγία για το όλως έτερο».
Ξεχνούμε ότι το πάθος του νέου (νεωτερικού, κ.ο.κ.) που πάλλεται σε όλο το πνεύμα του βιβλικού λόγου, εγκαινιάζει την προοδευτική εκδοχή της ιστορίας και του κόσμου. Εδώ δε μιλάμε για αρχαϊκά εργαλεία και σύμβολα, αλλά για μια επίπονη, ζωντανή σχοινοβασία υπέρβασης όλων των παθολογικών προκλήσεων που αρνούνται να γίνεται η ζωή καθημερινά καλύτερη.
Το πρόβλημα σε σχέση με τον Χριστιανισμό δεν είναι οι συγκυριακοί, φθηνοί και θνησιγενείς χαρακτηρισμοί του, αλλά αν έχουμε κατανοήσει, μετά από χιλιάδες χρόνια, το βάθος του.
Πέτρος Αναστασιάδης
Πανεπιστημιακός Καθηγητής φιλοσοφίας
Τελευταίο του βιβλίο: Δοκίμια για την Ετερότητα, εκδ. Γρηγόρης, Αθήνα, 2016
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου