Δευτέρα 15 Μαΐου 2023

Επαναστατικά συντάγματα και θρησκεία. Διαχρονικά ερωτήματα

Γιατί η επίκληση της Αγίας Τριάδος στα Επαναστατικά Συντάγματα;

Η επίκληση της Αγίας Τριάδος στα Επαναστατικά Συντάγματα, κάτι που ισχύει και για το σημερινό Ελληνικό Σύνταγμα, εξυπηρέτησε πολλαπλούς σκοπούς, ιστορικούς και ιδεολογικούς.

Κατά πρώτον, τα Συντάγματα του Αγώνα στιγματίστηκαν από τις αντίστοιχες εμπειρίες της δικής του εποχής, όπως τους Ναπολεόντειους Πολέμους. Η Ελληνική Επανάσταση και η διαμόρφωση των Συνταγμάτων της πραγματοποιείται εν μέσω κοσμοϊστορικών γεγονότων τα οποία καθόρισαν την σύγχρονη παγκόσμια ιστορία. Τα γεγονότα αυτά, όπως η Γαλλική και η Αμερικανική Επανάσταση, γίνονται γνωστά στους Έλληνες και ιδιαίτερα τους Έλληνες της Διασποράς. Σιγά-σιγά διαμορφώνεται ένας κόσμος με κέντρο τη Δυτική Ευρώπη και τη Βόρεια Αμερική, στην οποία οι Έλληνες επιθυμούν να ενταχθούν. Ο νέος αυτός κόσμος θεωρεί αυτονόητη τη σύνδεση του με τις αξίες του Χριστιανισμού. Η γαλλική διακήρυξη των δικαιωμάτων του ανθρώπου του 1789 τίθεται υπό την αιγίδα του «Υπερτάτου Όντος» (l’ Etre supreme).

Η αμερικανική διακήρυξη της ανεξαρτησίας του 1776 διακηρύσσεται στο όνομα του «Θεού της Φύσεως» (Nature΄s God) και «Δημιουργού του Παντός» (Creator). Η επίκληση λοιπόν της Αγίας Τριάδος στα Συντάγματα της Ελληνικής Επανάστασης έχουν ως ένα πρώτο ξεκάθαρο σκοπό να εναρμονιστούν με τα μεγάλα πολιτικά κείμενα της Γαλλίας και της Αμερικής[1].

Μία δεύτερη αιτία της επικλήσεως αυτής είναι η ανάγκη της θρησκευτικής διαφοροποίησης με τον Οθωμανό κατακτητή. Η διαφοροποίηση αυτή μετουσιώνεται σε διαφοροποίηση αξιών, ιδανικών και κοσμοθεωρίας. Οι Έλληνες θέλουν να ζήσουν στη βάση ενός διαφορετικού αξιακού κώδικα από εκείνον του κατακτητή τους.

Μία τρίτη αιτία είναι η επιθυμία να μείνει ενεργή η σύνδεση του Νέου Ελληνισμού με το χριστιανικό παρελθόν της βυζαντινής αυτοκρατορίας- Ρωμιοσύνης. Το 1453 υποδουλώθηκαν εκχριστιανισμένοι Ρωμαίοι πολίτες και το 1821 αρχίζει ένας αγώνας, Έλληνες Χριστιανοί να ξαναβρούν την ελευθερία τους.

Μια τέταρτη αιτία της επικλήσεως αυτής είναι η επιθυμία να τονιστούν οι δεσμοί με την χριστιανική Ευρώπη και συγχρόνως να εκφραστεί και να αποσταλεί μία έκκληση προς αυτούς, ώστε να συμβάλλουν στην απελευθέρωση από έναν κοινό εχθρό που κάποτε έφτασε μέχρι τα τείχη της Βιέννης.

Τι περιλαμβάνει ο όρος «Χριστιανός», ο οποίος βρίσκεται και στα τρία Επαναστατικά Συντάγματα ως προϋπόθεση του Έλληνα πολίτη;

Ο όρος περιλαμβάνει αρχικά όλους τους Χριστιανούς ραγιάδες που κατοικούσαν στην οθωμανική αυτοκρατορία και διακρίνονται βάσει του θρησκεύματος από τους μουσουλμανικούς πληθυσμούς. Στα νομικά κείμενα της εποχής όμως ο όρος «Χριστιανός» χρησιμοποιείται αδιακρίτως για να εκφράσει όλα τα χριστιανικά βασίλεια και έθνη διακρίνοντας στη συνέχεια επιμέρους κατηγορίες είτε με κριτήρια ομολογιακά (Ορθόδοξοι, Λατίνοι), είτε με κριτήρια γεωγραφικά-πολιτισμικά (Ανατολική Εκκλησία-Δυτικές Εκκλησίες). Είναι φανερό ότι τα επαναστατικά Συντάγματα προσπαθούν να διατηρήσουν μία ισορροπία ανάμεσα στην ξεχωριστή θέση που κατέχει στην ελληνική επικράτεια η Ανατολική Ορθόδοξη Εκκλησία και στην εικόνα που πρέπει να σχηματίσουν οι μεγάλες Ευρωπαϊκές Δυνάμεις για τους Έλληνες, ως αδελφούς Χριστιανούς που καλούν σε βοήθεια.

Τα αποτελέσματα δικαίωσαν αυτήν την επιλογή. Η διεθνής κοινότητα της εποχής ασπάστηκε την ευρεία ερμηνεία του όρου «Χριστιανός». Όπως αναφέρει η ελβετίδα ιστορικός Μ. Μπουβιέν Μπρον, «για πρώτη φορά δημιουργείται στον κόσμο μία συμμαχία όχι πολιτική αλλά θρησκευτική και ηθική μεταξύ υποστηρικτών διαφόρων πολιτικών παρατάξεων, χριστιανών διαφόρων δογμάτων, πολιτών διαφόρων κρατών»[2]. Αυτό δεν σημαίνει πώς οι Έλληνες δεν είχαν συναίσθηση πως η στάση των ρωμαιοκαθολικών πληθυσμών και των δυτικών ιεραποστόλων λειτούργησαν συχνά υπονομευτικά, μέχρι και προδοτικά προς τους Ορθόδοξους[3] και σε κάθε περίπτωση ως ύποπτη[4]. Τα συνταγματικά όμως κείμενα είναι νομικά όχι ομολογιακά. Δεν είχαν ως ζητούμενο την επίλυση των δογματικών διαφορών που διαιρούν τους χριστιανικούς πληθυσμούς της αυτοκρατορίας, αλλά την ειρήνη και την ασφάλεια των κατοίκων των εξεγερμένων περιοχών. Ο διαχωρισμός σε ορθόδοξους και μη θα οδηγούσε σε απρόβλεπτες εντάσεις μεικτούς πληθυσμούς όπως εκείνους των Κυκλάδων. Η ελευθερία όμως της θρησκευτικής συνείδησης δεν μπορούσε να επεκταθεί εξαρχής σε όλους ανεξαιρέτως τους Έλληνες πολίτες[5], όπως την είχε οραματιστεί ο Ρήγας ο Βελεστινλής. Αυτό θα ήταν κάτι που θα ερχότανε σε μεταγενέστερο χρόνο όπως και συνέβη πολύ αργότερα στην πατρίδα μας και ισχύει σήμερα[6].

(Ερώτηση ως αφορμή για διάλογο: Εμείς πλέον δεν έχουμε την χριστιανική ιδιότητα ως προϋπόθεση χαρακτηρισμού του ατόμου ως Έλληνα πολίτη. Συνεπώς, τι μπορεί να αντιπροσωπεύει σήμερα η επίκληση της Αγίας Τριάδος στο Σύνταγμα της Ελλάδος;

Οπωσδήποτε εξυπηρετεί ιστορικούς σκοπούς, συγχρόνως όμως καταθέτει και μία πρόταση σε επίπεδο αξιών και κοσμοθεωρίας. Η επίκληση αυτή μας συνδέει με το όραμα και τον αξιακό κώδικα των αγωνιστών της Επανάστασης και μας τροφοδοτεί με υλικό ώστε να εμπλουτίσουμε τα σύγχρονα οράματα μας και να αναστοχαστούμε για την ταυτότητά μας μέσα σε ένα παγκοσμιοποιημένο περιβάλλον.

Έχουν τα Συντάγματα της Επανάστασης θεολογικές προεκτάσεις;

Στην διακήρυξη της ανεξαρτησίας του Ρήγα Βελεστινλή το δικαιολογητικό θεμέλιο του αγώνα είναι η ανάκτηση «των δικαίων της προσωπικής ημών ελευθερίας, της ιδιοκτησίας και της τιμής», «δίκαια τα οποία η φύσις ενέσπειρε βαθέως εις την καρδίαν του ανθρώπου και τα οποία οι νόμοι, σύμφωνοι με την φύσιν, καθιέρωσαν[7].

Είναι σαφές πως η διατύπωση αυτή αφορά τα περίφημα ανθρώπινα δικαιώματα και στην περίπτωσή μας, τα δικαιώματα που πηγάζουν από το φυσικό δίκαιο. Και συνεχίζει ο Ρήγας:

«Από τοιαύτας αρχάς των φυσικών δικαίων ορμώμενοι, και θέλοντες να εξομοιωθώμεν με τους λοιπούς συναδέλφους μας, Ευρωπαίους Χριστιανούς, εκινήσαμεν τον πόλεμον κατά των Τούρκων»[8].

Είμαστε λοιπόν τόσο ταυτισμένοι με την νοοτροπία και την παράδοση των Χριστιανών της Δύσης;

Μας ενώνουν οπωσδήποτε οι κοινές χριστιανικές ρίζες. Στο πέρασμα της ιστορίας όμως, η θεολογία μας διαφοροποιήθηκε με άμεσες συνέπειες στην πολιτική, ηθική, πνευματική και εκκλησιαστική σφαίρα. Ο Χριστιανισμός της Δύσης αλλοτριώθηκε  και διαφοροποιήθηκε από το ορθόδοξο βίωμα. Για τον Δυτικό τρόπο σκέψης, τα ανθρώπινα δικαιώματα είναι ταυτόσημα με την ατομοκρατία. Στη Δύση,  η υπέρτατη αξία είναι το άτομο και τα δικαιώματα του. Στην Ανατολή, η αξία του ατόμου δεν περιφρονείται. Υπερβαίνεται! Ο άνθρωπος αντλεί αξία από την ποιότητα των σχέσεων του και υποτάσσει την ατομικότητά του στην αγάπη και στην εμπειρία της κοινωνίας των προσώπων μέσα στο εκκλησιαστικό σώμα. Στον ατομισμό του προτεσταντικού Πιετισμού, η ορθόδοξη παράδοση προέβαλε πάντοτε την κοινωνία των Αγίων.

Δύσκολο το θέμα και βαθιά θεολογικό, με ορολογία που φαίνεται να αφορά λίγους, αλλά με επιπτώσεις που αφορούν όλους τους σύγχρονους Έλληνες και την θέση τους μέσα σε μία παγκοσμιοποιημένη κοινωνία.

Τότε, οι συντάκτες των Συνταγμάτων γνώριζαν πως, χωρίς τη σαφή αναφορά στα ανθρώπινα δικαιώματα, το ιδεολογικό υπόβαθρο της Επανάστασης δεν θα γινόταν κατανοητό και, ίσως, ούτε αποδεκτό από τις χριστιανικές Δυνάμεις της Δύσης. Δεν παρέλειψαν όμως να καταγράψουν τη μνήμη μιας εντελώς διαφορετικής πολιτικής κατάστασης, αφού θέσπισαν ως κριτήριο συνέχειας της έννομης τάξης την ισχύ «των νόμων των αειμνήστων Χριστιανών ημών Αυτοκρατόρων» [9], τους οποίους έπρεπε «ο Άρειος Πάγος να φροντίση να μεταφέρη εις την σημερινή Ελληνικήν γλώσσαν»[10].

Οι ηγέτες της Επανάστασης θέλησαν να κρατήσουν ζωντανά τα κριτήρια μιας διαφορετικής προσέγγισης της κοινωνίας, όπου τα ατομικά δικαιώματα είναι μεν σεβαστά, αλλά χωρίς πνεύμα αγάπης και κοινωνίας, είναι καταδικασμένα να γίνονται παράγοντες διαρκών αδιεξόδων, με κυρίαρχο ερώτημα:

Πού σταματούν τα δικαιώματα του ανθρώπου και τι υπάρχει ισχυρότερο από αυτά;

Οι συντάκτες των Συνταγμάτων της επαναστατημένης Ελλάδας είχαν την εμπειρία των ελληνικών κοινοτήτων της Τουρκοκρατίας, οι οποίες λειτούργησαν στη βάση μιας διαφορετικής προσέγγισης σε θέματα πολιτικής οργάνωσης. Μιας προσέγγισης που θέλει το κοινό, το κοινωνικό, το αγαπητικό να προηγείται του ατομικού και το πρόσωπο ως ύπαρξη σχέσης να προηγείται του ατόμου με το απόλυτο και θεοποιημένο «εγώ»[11].

 

 

Παραπομπές:

[1] Αρχιμ. Ισιδώρου Κάτσου, «Η θεανθρωπία του δικαιώματος: Τα επαναστατικά Συντάγματα ως πεδίο συνάντησης ανθρωπίνων δικαιωμάτων και ορθόδοξης παράδοσης», στο: Οι φιλελεύθεροι θεσμοί…, 115.

[2] Νίκου Αλιβιζάτου, όπ. π., 61.

[3] Κωνσταντίνος Οικονόμος ο εξ Οικονόμων, Τριακονταετηρίς εκκλησιαστική ή Συνταγμάτιον ιστορικόν των εν τω Βασιλείω της Ελλάδος εκκλησιαστικών συμβεβηκότων (από του 1821 μέχρι του 1852) διηρημένον εις τμήματα τρία=Τα σωζόμενα εκκλησιαστικά συγγράμματα Κωνσταντίνου Πρεσβυτέρου και Οικονόμου του εξ Οικονόμων (επ. Σοφοκλής Οικονόμου του εξ Οικονόμων, τομ. 2ος, Καραμπίνου και Βάφα, 1874), 38, 48-50.

[4] Αδαμαντίου Κοραή, Σημειώσεις εις το Προσωρινόν Πολίτευμα της Ελλάδος του 1822 έτους (επ. Θεμ. Βολίδης, Αθήνα 1933), 23-25.

[5] Στην περίπτωση των μουσουλμανικών και εβραϊκών κοινοτήτων, η μεγάλη δυσπιστία απαγόρευε την πολιτιστική εναρμόνιση των κοινοτήτων αυτών στις απαιτήσεις του νέου πολιτειακού καθεστώτος. Βλ. σχ. Αδαμάντιου Κοραή, όπ. π., 8-20.

[6] Η συζήτηση για την αναγκαιότητα του «Χριστιανού» στην  ιδιότητα του Έλληνα πολίτη άρχισε από την πρώτη κιόλας στιγμή της δημοσιεύσεως του πρώτου Συντάγματος. Η μία τάση, εκφρασμένη ιδιαιτέρα από τον  Κοραή, έβλεπε ως απαράδεκτη μια τέτοια διάκριση. Στον αντίποδα, μια άλλη τάση, εκφρασμένη από πολλούς, μεταξύ των οποίων ο στρατηγός Μακρυγιάννης και ο Ιωάννης Καποδίστριας, επέμενε στην αναγκαιότητα αυτής της προϋπόθεσης. Βλ. σχετ. Οι φιλελεύθεροι θεσμοί…, 113, 190, 208.

[7] Δημητρίου Καραμπερόπουλου, «Ρήγας Βελεστινλής και το πρώτο Σύνταγμα του Ελληνικού και Βαλκανικού χώρου», στο: Οι φιλελεύθεροι θεσμοί…, 293.

[8] Αρχιμ. Ισιδώρου Κάτσου, «Η θεανθρωπία του δικαιώματος…», 121.

[9] Όπ. π.

[10] Παράθεμα από: Γ. Νάκου, Η ιστορική εξέλιξη του ελληνικού Δικαίου από την επανάσταση του 1821 μέχρι την παλιγγενεσία των νέων Χωρών, Θεσσαλονίκη 2017, 10.

[11] Για πληρέστερη θεολογική ανάλυση και σύνδεση με τα τεκταινόμενα γύρω από την διαμόρφωση των πρώτων Συνταγμάτων, βλ. Αρχιμ. Ισιδώρου Κάτσου, Η θεανθρωπία του δικαιώματος …, 109-122.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου