Μαρτυρία ανωνύμου:
Στην αρχή που συνάντησα τον γέροντα Πορφύριο, με ρώτησε: «Τον αγαπάς τον Χριστό;»
Όταν κάποτε τον ρώτησα «τι να κάνω για να σωθώ» μου είπε «ε, διάβασε τους Πατέρες της Εκκλησίας».
Άλλη φορά:
– Τι έφαγες σήμερα;
– Κρέας.
– Ε, όλο κρέας θα τρως; φάε και καμμιά φορά ένα πιάτο φασόλια.
Όταν του είπα ότι 16 ετών πήγαινα δέκα μέρες στο Διονυσίου, δοκίμαζα, έφευγα και πάλι ξαναπήγα για μια βδομάδα και πάλι… Μου λέει «γιατί έφευγες από εκεί; τι θα πάθαινες; εκεί είναι τόσος κόσμος. Σ’ έδιωχνε ο πειρασμός».
Άλλη φορά μου λέει «πήγαινε στην Μονή Παρακλήτου. Αυτοί θα σε μάθουν αγιογραφία και να ψέλνης. Είναι καλοί».
Άλλη φορά μου λέει «σ’ αρέσει εκεί στον π. Φώτιο στα Καλίσσια; να πας καλόγερος, θα σε αφήνει να τρως, είναι καλός. Θα πηγαίνης κάθε μέρα με τα πόδια στην Πεντέλη να παίρνης το ψωμί σου, θα τον βοηθάς στις δουλειές, θα ψέλνης στις Λειτουργίες. Αυτός ξέρει να ψάλλη αλλά δεν έχει καλή φωνή». Το περίεργο είναι ότι κάθε φορά που ήμουνα στα Καλίσσια και μ’ έβαζε ο π. Φώτιος να κάνω κάποια δουλειά, είχα την αίσθηση της παρουσίας του Αγίου (που τότε ήταν εν ζωή στον Ωρωπό) να είναι κάπου μακρυά φωτεινός να με παρακολουθή και να χαμογελάη.
Ήθελε να με συνδέση με τον π. Μητροφάνη στην Ροβέλιστα, όπερ και έγινε. Καθαρά μου είχε πη ο Άγιος «εάν κάνης ό,τι σου λέει ο π. Μητροφάνης, σίγουρα θα σωθής».
Όταν ήμουν στρατιώτης στα Γιάννενα, βγήκα έξοδο και από ένα περίπτερο πήρα τηλέφωνο τον Άγιο. Το τηλέφωνο άλλες φορές στοίχιζε το πολύ ένα πεντακοσάρικο, τώρα όμως με καθυστερούσε πολύ· ούτε ήθελα να τον διακόψω, αλλά σίγουρα είχε υπερβή το χιλιάρικο και δεν είχα άλλα, θα γινόμουνα ρεζίλι. Τον άφησα να μου μιλάη κι έχει ο Θεός. Στο τέλος ρωτάω σαν γάτα βρεγμένη τον περιπτερά και, ενώ περίμενα 2.000, ο περιπτεράς μου λέει 10 δρχ., μία μονάδα. Πίστεψα ότι ο Άγιος επενέβη, γιατί ήξερε τα πενιχρά οικονομικά μου, χωρίς βέβαια να ζημιωθή κι ο περιπτεράς.
Για ένα χρονικό διάστημα, όταν τον έπαιρνα τηλέφωνο, με ρωτούσε πρώτα:
– Ο Χρήστος τι κάνει; είναι καλά; δουλεύει;
Πρόκειται για τον αδελφό μου 7 χρόνια μεγαλύτερό μου που παντρεύτηκε 18 ετών.
– Ποιος Χρήστος, Γέροντα; είπα την πρώτη φορά.
– Ο αδελφός σου ο Χρήστος…
Δεν του είχα μιλήσει ποτέ για τον αδελφό μου και ότι λέγεται Χρήστος.
Από το βιβλίο: «Ο Όσιος Πορφύριος (Μαρτυρίες – Διηγήσεις – Νουθεσίες)». Α’. Μαρτυρίες. Έκδοση «Ενωμένη Ρωμηοσύνη», σελ. 113.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου