Μοναχός Μωυσής Αγιορείτης (†)
Μία ημέρα μία γυναίκα από το χωριό Λιβαδερό καθάριζε σιτάρι στην αυλή του μοναστηριού. Ο όσιος Γεώργιος ήταν στο κελλί του. Κάποια στιγμή της είπε: «Πήγαινε στην καρυδιά και να πεις σ’ αυτή, που παίρνει τα καρύδια δίχως ευλογία, ας αφήσει λίγα και για μας». Ας σημειωθεί ότι η καρυδιά δεν φαινόταν από εκεί που καθόταν ο όσιος και ήταν κάπως μακριά.
* * *
Ένας ζήτησε του οσίου να κάνει σαρανταλείτουργο για τους γονείς του. Μετά το πέρας του σαρανταλείτουργου ο όσιος του είπε επακριβώς πού και πώς τελείωσαν τον βίο τους: Ξεψύχησαν κάτω από ένα δένδρο από την πείνα.
* * *
Εκεί έξω από το σπίτι που μέναμε στον ξενώνα – διηγείται μία γυναίκα – είχε κομμένα κούτσουρα, και καθόμασταν σ’ αυτά το καλοκαίρι τα βράδυα. Περνούσε ο κόσμος, που γυρνούσαν από τις δουλειές τους με τα ζώα, έπαιρναν την ευχή του κι εγώ εκεί μαζί του, έπαιζα κοντά του. Μόλις βράδιαζε, μου έλεγε: «Πήγαινε, Βαγγελιώ, να μου φέρεις τα φάρμακα τώρα».
Εγώ ήξερα πού τα είχε μέσα στο κελλάκι του κι έτρεχα και τα έφερνα. Αλλά ήταν νύχτα, τότε δεν είχε ηλεκτρικό, κι εγώ φοβόμουν, μήπως ο άγιος Γεώργιος ή ο άγιος Δημήτριος με τ’ άλογά τους βρεθούν ξαφνικά μπροστά μου και τρομάξω. Τρέχοντας γυρνούσα κι εκείνος χαμογελώντας μου έλεγε: «Ποιος άγιος σε κυνήγησε σήμερα, τι άλογο είχε;»
Απορούσα πώς το ήξερε που φοβόμουν και τι σκεφτόμουν, ενώ ποτέ εγώ δεν του είπα για τον φόβο μου.
* * *
Μερικές φορές – διηγήθηκε μία πρεσβυτέρα από τη Σίψα – ερχόταν από τον φράχτη απέναντι (φυσικά ο δρόμος μας χώριζε) και φώναζε: «Κουμπάρα, κουμπάρα, τι φαγητό έχετε σήμερα; Να, τώρα έρχονται δύο-τρία άτομα από τη Δράμα με τα πόδια, είναι και νηστικοί. Θα τους στείλω να τους ταΐσετε». Αυτό γινόταν την εβδομάδα δύο-τρεις φορές. Ήθελε και σε μας να μεταδώσει τη χαρά της φιλοξενίας.
* * *
Μία φορά πήγαινε ο Γέροντας με πέντε-έξι άτομα σ’ ένα χωριό. Εκεί είδαν δύο γείτονες που μάλωναν για μια πιθαμή μέρος. Τότε ο Γέροντας χαμογέλασε και οι συνοδοί του τον ρώτησαν: «Γιατί γελάς πάτερ; Αυτοί σκοτώθηκαν και εσύ γελάς;». Εκείνος στοχαστικά είπε: «Τον ένα σε τρεις μέρες θα τον βρει μεγάλο κακό, αλλά δεν το ξέρει και κάθεται και μαλώνει για το χώμα». Πράγματι σε τρεις μέρες πέθανε η κόρη του δεκαεφτά χρονών κοπέλα.
* * *
Μία μητέρα είχε θάψει πέντε μικρά παιδιά. Είχε μία κόρη και περίμενε το έβδομο παιδί της με μεγάλη αγωνία. Με μία φίλη της έστειλε δώρο στον όσιο μία δωδεκάδα κουτάλια και ζητούσε να μάθει αν θα ζούσε το παιδί που περίμενε. Εκείνος της μήνυσε: «Θα ζήσει και θα φας ψωμί από αυτό το παιδί». Όπως και έγινε.
Από το βιβλίο: (†) Μοναχού Μωυσέως Αγιορείτου, Ο Όσιος Γεώργιος της Δράμας. Έκδοσις Ι. Μ. Αναλήψεως του Σωτήρος, Ταξιάρχες (Σίψα) Δράμα 2016, σελ. 146, 171, 208, 244, 270, 277 (αποσπάσματα).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου