Ἐκεῖνοι ποὺ λένε ἢ κάνουν κάτι χωρὶς ταπείνωση, μοιάζουν σὰν νὰ κτίζουν μέσα στὸ χειμῶνα ἢ χωρὶς λάσπη. Εἶναι πολὺ λίγοι αὐτοὶ ποὺ βρίσκουν καὶ μαθαίνουν τὴν ταπείνωση μὲ τὴν πεῖρα καὶ τὴ γνώση. Κι ἐκεῖνοι ποὺ ἐπιχειροῦν νὰ τὴν περιγράψουν μὲ λόγια, μοιάζουν μ’ αὐτοὺς ποὺ προσπαθοῦν νὰ μετρήσουν τὴν ἄβυσσο. Ἐγὼ τώρα ὁ τυφλός, ἔχοντας σχηματίσει μία ἀμυδρὴ εἰκόνα γι’ αὐτὸ τὸ μεγάλο φῶς, τολμῶ καὶ λέω.
Ἡ πραγματικὴ ταπείνωση οὔτε ταπεινολογία ἔχει, οὔτε ταπεινοσχημία· οὔτε βιάζει τὸν κάτοχό της νὰ φρονεῖ ταπεινὰ ἢ νὰ μέμφεται τὸν ἑαυτό του γιὰ νὰ δείξει ταπείνωση. Κι αὐτὰ βέβαια, σὰν διάφοροι τρόποι, εἶναι ἀφορμὲς καὶ σχήματα ταπεινώσεως, ἐν τούτοις ἡ ταπείνωση εἶναι χάρη καὶ δωρεὰ ποὺ δίνεται ἄνωθεν. Ὅπως λένε οἱ Πατέρες, ὑπάρχουν δύο εἰδῶν ταπεινώσεις: νὰ θεωρεῖ κανεὶς τὸν ἑαυτό του κατώτερο ὅλων καὶ νὰ ἀποδίδει στὸ Θεὸ τὰ κατορθώματα. Τὸ πρῶτο εἶναι ἡ ἀρχή, τὸ δεύτερο τὸ τέλος.
Ὅποιος τὴν ἐπιζητεῖ, θὰ τὴν ἀποκτήσει ἂν ἔχει μέσα του μὲ γνώση καὶ συλλογίζεται τὰ ἑξῆς τρία: ὅτι εἶναι πιὸ ἁμαρτωλὸς ἀπ’ ὅλους, πιὸ αἰσχρὸς ἀπ’ ὅλα τὰ κτίσματα, ἐπειδὴ βρίσκεται στὸ παρὰ φύσει, καὶ πιὸ ἐλεεινὸς κι ἀπὸ τοὺς δαίμονες, ἀφοῦ ἔγινε δοῦλος σ’ αὐτούς. Ὀφείλει ἀκόμη νὰ λέει στὸν ἑαυτό του:
«Ποῦ νὰ ξέρω ἐγὼ ἀκριβῶς τὶς ἁμαρτίες τῶν ἀνθρώπων ποιές καὶ πόσες εἶναι; Ποῦ νὰ ξέρω ἂν εἶναι ἴσες ἢ ὑπερβαίνουν τὶς δικές μου; Καὶ ἀφοῦ, ψυχή μου, δὲν ξέρω, εἶμαι κάτω ἀπ’ ὅλους τοὺς ἀνθρώπους, σὰν χῶμα καὶ στάχτη κάτω ἀπὸ τὰ πόδια τους. Καὶ πῶς νὰ μὴ θεωρῶ τὸν ἑαυτό μου αἰσχρότερο ἀπ’ ὅλα τὰ κτίσματα ποὺ βρίσκονται στὴν κατὰ φύσει κατάσταση ὅπως δημιουργήθηκαν, ἐνῷ ἐγὼ λόγῳ τῶν ἀμέτρητων ἁμαρτιῶν μου βρίσκομαι στὸ παρὰ φύσει; Ἀλήθεια, καὶ τὰ θηρία καὶ τὰ κτήνη εἶναι πιὸ καθαρὰ ἀπὸ μένα τὸν ἁμαρτωλό. Καὶ γι’ αὐτὸ εἶμαι κάτω ἀπ’ ὅλα, ἀφοῦ μὲ τὶς ἁμαρτίες μου ἔχω ριχτεῖ πρὶν πεθάνω στὸν ἅδη καὶ εἶμαι πεσμένος ἐκεῖ.
«Ποιός δὲν αἰσθάνεται ὅτι ὁ ἁμαρτωλὸς εἶναι χειρότερος κι ἀπὸ τοὺς δαίμονες, ἀφοῦ εἶναι δοῦλος καὶ ὑπήκοός τους κι εἶναι ἤδη ἀπὸ ἐδῶ φυλακισμένος μαζί τους στὸ σκοτάδι; Πράγματι, χειρότερος κι ἀπὸ τοὺς δαίμονες ὅποιος κυριεύεται ἀπὸ αὐτούς. Καὶ γι’ αὐτό, ταλαίπωρε, θὰ κληρονομήσεις μαζί τους τὴν ἄβυσσο, ἐσὺ ποὺ κατοικεῖς στὰ καταχθόνια καὶ στὸν ἅδη καὶ στὴν ἄβυσσο πρὶν ἀκόμη πεθάνεις. Πῶς ἐξαπατᾶς τὸν ἑαυτό σου καὶ τὸν ὀνομάζεις δίκαιο, ἀφοῦ μὲ τὰ κακά σου ἔργα τὸν κατάντησες ἁμαρτωλὸ καὶ βέβηλο καὶ δαίμονα; Ἀλοίμονο, πόσο ἀπατᾶσαι καὶ πλανᾶσαι, δαιμονολάτρη, σκύλε ἀκάθαρτε, ποὺ γι’ αὐτὰ θὰ ριχτεῖς στὴ φωτιὰ καὶ στὸ σκότος.»
Οἱ τρόποι ποὺ δείχνουν καὶ ὁδηγοῦν στὴ θεοδώρητη ταπείνωση εἶναι ἑφτά, κι ὁ καθένας στηρίζει καὶ γεννᾷ τοὺς ἄλλους. Εἶναι οἱ ἀκόλουθοι: σιωπή, ταπεινοφροσύνη, ταπεινολογία, ταπεινὴ ἐνδυμασία, αὐτομεμψία, συντριβή, ἐσχατιά. Ἡ μὲ ἐπίγνωση σιωπὴ γεννᾷ τὴν ταπεινοφροσύνη. Ἀπὸ τὴν ταπεινοφροσύνη γεννιοῦνται οἱ ἄλλοι τρεῖς τρόποι τῆς ταπεινώσεως: τὸ νὰ λέει κανεὶς ταπεινά, τὸ νὰ φορᾷ ταπεινὰ καὶ εὐτελῆ ροῦχα καὶ τὸ νὰ μέμφεται διαρκῶς τὸν ἑαυτό του. Αὐτοὶ οἱ τρεῖς τρόποι γεννοῦν τὴ συντριβὴ ποὺ προέρχεται ἀπὸ τὴν παραχώρηση τῶν πειρασμῶν, τὴν ὁποία ὀνομάζουν καὶ οἰκονομικὴ παιδαγωγία καὶ ταπείνωση ποὺ προξενεῖται ἀπὸ τοὺς δαίμονες. Ἡ συντριβὴ εὔκολα κάνει τὴν ψυχὴ νὰ βιώνει τὴν “ἐσχατιά”, δηλαδὴ νὰ εἶναι κάτω ἀπ’ ὅλους καὶ ἔσχατη ὅλων, ἀφοῦ τὴν κυριεύουν ὅλοι. Οἱ δύο τελευταῖοι τρόποι φέρνουν τὴν τέλεια καὶ θεοδώρητη ταπείνωση. Τὴ δύναμη αὐτὴ τὴν ὀνομάζουν τελειότητα ὅλων τῶν ἀρετῶν. Καὶ αὐτὴ εἶναι ποὺ ἀποδίδει στὸ Θεὸ τὰ ἐνάρετα κατορθώματα.
Πρῶτα λοιπὸν ἀπ’ ὅλα εἶναι ἡ σιωπή, ἀπὸ τὴν ὁποία γεννιέται ἡ ταπεινοφροσύνη. Αὐτὴ γεννᾷ τοὺς ἑπόμενους τρεῖς τρόπους τῆς ταπεινώσεως. Οἱ τρεῖς αὐτοὶ τρόποι γεννοῦν τὴ συντριβή. Ἡ συντριβὴ γεννᾷ τὸν ἕβδομο τρόπο τῆς πρώτης ταπεινώσεως, τὸν κάτω ἀπ’ ὅλους, τὸν ὁποῖο καὶ ὀνομάζουν οἰκονομικὴ ταπείνωση. Ἡ οἰκονομικὴ ταπείνωση φέρνει τὴ θεοδώρητη καὶ τέλεια καὶ ἀνυπόκριτη καὶ ἀληθινὴ ταπείνωση. Ἡ πρώτη ταπείνωση ἔρχεται ἔτσι: ἂν ὁ ἄνθρωπος δὲν ἐγκαταλειφθεῖ καὶ δὲν νικηθεῖ καὶ δὲν ὑποδουλωθεῖ καὶ δὲν κυριευθεῖ νικημένος ἀπὸ κάθε πάθος καὶ λογισμὸ καὶ πνεῦμα, χωρὶς νὰ βρίσκει βοήθεια μήτε ἀπὸ ἔργα, μήτε ἀπὸ τὸ Θεὸ ἢ ἀπὸ ὁτιδήποτε γενικά, ἔτσι ποὺ νὰ φτάσει πιὰ στὴν ἀπελπισία καὶ νὰ ταπεινωθεῖ σὲ ὅλα, δὲν μπορεῖ νὰ συντριβεῖ καὶ νὰ ἔχει τὸν ἑαυτό του κάτω ἀπ’ ὅλους καὶ ἔσχατο καὶ δοῦλο ὅλων καὶ χειρότερο ἀκόμη κι ἀπὸ τοὺς δαίμονες, ἀφοῦ νικιέται κι ἐξουσιάζεται ἀπὸ αὐτούς. Αὐτὴ λοιπὸν εἶναι ἡ οἰκονομικὴ ταπείνωση ποὺ παραχωρεῖ ἡ Πρόνοια, καὶ μέσῳ αὐτῆς δίνεται ἀπὸ τὸ Θεὸ ἡ δεύτερη, ἡ ὑψηλὴ ταπείνωση, ἡ ὁποία εἶναι θεία δύναμη ποὺ ἐνεργεῖ καὶ κάνει τὰ πάντα. Ἄυτη κάνει τὸν ἄνθρωπο νὰ βλέπει τὸν ἑαυτό του πάντοτε ὄργανο τῆς θείας δυνάμεως καὶ νὰ ἐργάζεται μ’ αὐτὴν τὰ θαυμάσια τοῦ Θεοῦ.
( τόμος Δ’, “137 ὠφέλιμα κεφάλαια”, σελ. 199 -κεφάλαια 115 καὶ 117)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου