Κυριακή 3 Ιανουαρίου 2016

Ο Μ. Βασίλειος κι ο παραµορφωµένος Χριστιανισµός

Φώτης Κόντογλου 

Θέλω να µιλήσω για τον άγιο Βασίλειο, αλλά να µην πω τα συνηθισµένα που λένε όσοι γράφουνε γι’ αυτόν τον αληθινά Μέγαν άγιο.

Προπάντων κάποιοι θεολόγοι φραγκοδιαβασµένοι, που δεν τους ενδιαφέρει σχεδόν καθόλου η αγιότητά του κ’ η κατά Θεόν σοφία του, αλλά η “θύραθεν” σοφία του, η γνώση που είχε στα ελληνικά γραµµατα, στη ρητορική και στ’ άλλα εφήµερα και εξωτερικά στολίδια αυτής της βαθειάς ψυχής, λησµονώντας τι γράφει ο απόστολος Παύλος για την κοσµική σοφία, που τη λέγει “µωρίαν παρά τω Θεώ”.
Γιά τους τέτοιους, η φιλοσοφία είναι σεβαστή, µάλιστα περισσότερο από τη θρησκεία κι’ ας θέλουνε να το κρύψουνε, η επιστήµη πιο πειστική από την πίστη, η αρχαιότης πιο σπουδαίο οικόσηµο από τον Χριστιανισµο. Γι’ αυτό, όλα τα µετράνε µ’ αυτά τα µέτρα. Η αξία των αγίων Πατέρων δεν έγκειται στην αγιότητά τους, αλλά στο κατά πόσον είναι δεινοί ρήτορες, δεινοί συζητηταί, δυνατοί στο µυαλό, µ’ ένα σύντοµον λόγο, κατά πόσον έχουνε όσα εκτιµούσε και εκτιµα η αµαρτωλή ανθρωπότητα κι’ όσα είναι η περιττά για το χριστιανό, η βλαβερά, κατά το Ευαγγέλιο. Μα δεν πάει να λέγη το Ευαγγέλιο! Αυτοί οι διδάσκαλοι του λαού δεν ρωτάνε τίποτα, αυτοί τραβάνε το χαβά τους.

Τον Παύλο, που είχε πη χίλιες φορές και κατά χίλιους τρόπους πως η γλωσσική επιτηδειότητα δηλ. η ρητορεία, είναι ψεύτικη και δεν τη θέλει ο Χριστός, αυτοί, σώνει και καλά, µε το ζόρι, τον ανακηρύξανε “µέγαν ρήτορα”, αυτόν που είπε λ.χ. “ου γαρ απέστειλέ µε ο Χριστός βαπτίζειν, αλλ’ ευαγγελίζεσθαι, ουκ εν σοφία λόγου, ίνα µη κενωθή ο σταυρός του Χριστού”, και που γράφει στους Κολοσσαείς: “Βλέπετε (προσέξετε) µη τις υµας έσται ο συλαγωγών διά της φιλοσοφίας και κενής απάτης, κατά την παράδοσιν των ανθρώπων, κατά τα στοιχεία του κοσµου, και ου κατά Χριστόν”. Αυτοί οµως που εξηγούνε στο λαό την Αγία Γραφή, είναι κουφοί και τυφλοί, ή κάνουνε πως δεν ακούνε και δεν βλέπουνε, κι’ αυτόν που είπε πως η φιλοσοφία είναι “κενή απάτη”, τον ανακηρύξανε µέγαν φιλόσοφον, στοχαστήν, τετραπέρατον εγκέφαλον “κατά την παράδοσιν των ανθρώπων, κατά τα στοιχεία του κοσµου, και ου κατά Χριστόν”. Θέλουνε να τον κάνουνε “εφάµιλλον των αρχαίων φιλοσόφων οίτινες εδόξασαν την ανθρωπότητα”, ώστε να έχη κι’ ο Χριστιανισµος κάποιους µεγάλους νόας κι’ όχι µοναχά τους πτωχούς τω πνεύµατι, τα φτωχαδάκια, τους αγράµµατους Αποστόλους, τους απλοικούς ασκητάδες, τους ευκολόπιστους µάρτυρες και αγίους.
Τούς τέτοιους ψευτοχριστιανούς τους τρώγει η περηφάνια, η κοσµική µαταιοδοξία, επειδή είναι αυτοί που λέγει ο ίδιος ο Παύλος “εική φυσιούµενοι υπό του νοός της σαρκός αυτών”, και “εν σαρκί όντες” και τα σαρκικά τιµώντες, θέλουν “Θεώ αρέσαι”. Τον Παύλο που είπε τον φοβερό τούτον λόγο “παν ο ουκ εκ πίστεως, αµαρτία εστίν” δηλ. “ο,τι δεν προέρχεται από την πίστη, είναι αµαρτία”, µε τη µικρόλογη διάνοιά τους, τον κατεβάσανε στα µέτρα τους, κάνοντάς τον λογοκόπο ρήτορα, φιλόσοφο, κοινωνιολόγο, πολιτικό, διοργανωτή, ψυχολόγο, παιδαγωγό, καιροσκόπο, επειδή αυτά καταλαβαίνουνε, κι’ αυτά είναι οι πιο µεγάλοι τίτλοι που µπορούνε να φαντασθούνε. Με πιο γερά λόγια και πιο καθαρά, ζωηρά και τρανταχτά, δεν µπορούσε να τους πη αυτά τα πραγµατα κανένα στοµα, παρεκτός από τον Παύλο, και οµως δεν πήρανε χαµπάρι οι καινούριοι γραµµατείς. Ας είναι τα λόγια του σαν σφυριά που κοπανάνε τα ξερά καύκαλά τους, εκείνοι: το γουδί το γουδοχέρι.
Άκουσε πως µιλά ο Παύλος για την αρχαία σοφία: “Επειδή (γαρ) εν τη σοφία του Θεού ουκ έγνω ο κοσµος διά της σοφίας (φιλοσοφίας) τον Θεόν, ευδόκησεν ο Θεός διά της µωρίας του κηρύγµατος σώσαι τους πιστεύοντας. Επειδή και Ιουδαίοι σηµείον αιτούσι, και Έλληνες σοφίαν ζητούσιν, ηµεις δε κηρύσσοµεν Χριστόν εσταυρωµένον, Ιουδαίοις µεν σκάνδαλον, Έλλησι δε µωρίαν...”. Λοιπόν, ιδού τι λέγει ο Παύλος και τι διδάσκουνε οι εξηγητές του Ευαγγελίου και του ίδιου του Παύλου, δηλαδή τη µεµωραµένη σοφία, που θεωρεί τη διδασκαλία του Χριστού µωρία.
Δείχνω µεγάλη επιµονή σ’ αυτό το ζήτηµα, γιατί αυτοί που θέλουνε να νοθέψουνε το κατακάθαρο νερό του Ευαγγελίου, “το ύδωρ το ζων το αλλόµενον εις ζωήν αιώνιον”, µε τα βαλτόνερα της γνώσης και της αρχαίας φιλοσοφίας που πίνανε κείνον τον καιρό οι ταλαίπωροι άνθρωποι, “οι µη έχοντες ελπίδα”, χωρίς να ξεδιψάσουνε, αυτοί λοιπόν οι τυφλοί οδηγοί στραβώνουνε τον κοσµο, και γίνουνται αιτία µε τις θεωρίες τους να πέφτουνε οι νέοι στην απιστία, γιατί ψυχές που θρέφονται µε την “κενή απάτη”, που θα καταντήσουνε παρά στην απιστία, οµολογηµένη η ανοµολόγητη;
Όλα αυτά προέρχονται από τον παραµορφωµένο Χριστιανισµο που µαθαίνουν όσοι δασκαλεύονται στα πανεπιστήµια της Δύσης, που είναι η πατρίδα του ορθολογισµου και του ουµανισµου, κ’ ύστερα τον φέρνουνε αυτό τον ορθολογιστικό Χριστιανισµο σ’ εµας. Γιατί έχουµε την κατάρα να µαθαίνουνε όλα τα δικά µας από τους ξένους, ακόµα και την αρχαία γλώσσα.
Γυρίζω πάλι στον Παύλο, για να πάρω απ’ αυτόν κι’ άλλα θεόπνευστα λόγια που βγάζουνε ψεύτες αυτούς τους φραγκοσπουδασµένους ουµανίστες ψευτοχριστιανούς. Καί παίρνω όλο λόγια του Παύλου, γιατί σ’ αυτόν τον άγιο φανερώνουνε την περισσότερη εκτίµησή τους, επειδή, µε τα µέτρα που τον κρίνουνε, βρίσκουνε σ’ αυτόν περισσότερη εγκόσµια γνώση, κοινωνική δραστηριότητα, ρητορική δεινότητα, µεθοδικότητα, ψυχολογική οξύτητα, κι’ ένα σωρό άλλα τέτοια που τα εκτιµούνε πολύ, χωρίς να µπορούνε να δούνε οι θεότυφλοι πως ο Παύλος είναι ο µεγαλύτερος και σφοδρότερος εχθρός και κατακριτής της στραβής αντίληψης που έχουνε για τη χριστιανική θρησκεία.
Γράφει λοιπόν ο θεόγλωσσος Παύλος και ρωτά: “Πού σοφός; Πού γραµµατεύς; Πού συζητητής του αιώνος τούτου; (δηλ. της κοσµικής σοφίας). Ουχί εµώρανεν ο Θεός την σοφίαν του κοσµου τούτου;” Σαν να λέγη: “Ποιός από τους σοφούς του κοσµου τούτου, από τους φιλοσόφους και τους δεινούς συζητητάς, µε τη διαλεκτική τους, θα µπορέση να συζητήση, η καν να καταλάβη αυτά που λεµε εµεις οι µωροί, εµεις που δεν γνωρίζουµε τα µαστορικά γυρίσµατα της διαλεκτικής, εµεις οι απαίδευτοι ανατολίτες, κι’ όχι κατά βάθος εµεις, αλλά αυτά που λέγει το Πνεύµα το Άγιον µε το στοµα µας;”
Καί παρακάτω γράφει: “Σοφίαν δε λαλούµεν εν τοις τελείοις, σοφίαν δε ου του αιώνος τούτου, ουδέ των αρχόντων του αιώνος τούτου, των καταργουµένων”. Ποιοί είναι οι άρχοντες του αιώνος τούτου, οι καταργούµενοι, παρά οι φιλόσοφοι κ’ οι ρήτορες κ’ οι άλλοι λογής-λογής µαστόροι της κοσµικής λογοτεχνίας, που τα σκοτεινά φώτα τους, λένε οι τυφλοί διδάσκαλοι του λαού πως χρειάζονται στο χριστιανό, σαν να µην τους φθάνη το φως του Ευαγγελίου, που λέγει “αν το φως που έχουνε µέσα τους (οι τέτοιοι) είναι σκοτάδι, το σκοτάδι τους πόσο πρέπει να είναι;”
Λοιπόν, κατά το πνεύµα “του αιώνος τούτου του καταργουµένου” εορτάζουνε και δοξάζουνε και τον άγιον Βασίλειον, όχι σαν άγιον και αγωνιστή της αληθινής θρησκείας, αλλά σαν συγγραφέα “καλλιεπών συγγραµµάτων”, “σοφόν ηθικολόγον και παιδαγωγόν, λάτρην της ελληνικής σοφίας”.
Αλλά πόσο συµφωνος είναι ο άγιος µε κείνους που τον δοξάζουνε για την ελληνοµάθειά του και για την εκτίµηση που είχε στην αρχαία σοφία, το φανερώνουνε τα παρακάτω λόγια από µια επιστολή που έγραψε στον Ευστάθιο επίσκοπο Σεβαστείας:
“Εγώ, γράφει, αφού ξόδεψα πολύν καιρόν στα µάταια πραγµατα, κι’ αφού όλη σχεδόν τη νεότητά µου τη χάλασα µε το να κοπιάζω για πραγµατα ανώφελα (αδιαφόρετα), καταγινόµενος να µελετώ τα µαθήµατα της “παρά του Θεού µωρανθείσης σοφίας”, επειδή κάποτε ξύπνησα σαν να κοιµοµουνα σε βαθύν ύπνο, και άνοιξα τα µάτια µου στο θαυµαστό φως της αληθείας του Ευαγγελίου κ’ είδα καλά πως ήτανε άχρηστη “η σοφία των αρχόντων του αιώνος τούτου των καταργουµένων”, αφού έκλαψα πολύ για την ελεεινή ζωή µου, παρακαλούσα το Θεό να µε χειροκρατήση για να φωτισθώ στα δογµατα της ευσέβειας.
Καί πριν απ’ όλα προσπάθησα να αποκτήσω κάποια ηθική διόρθωση, επειδή είχε πάθει µεγάλη διαστροφή η ψυχή µου από τη συναναστροφή µου µε τους κακούς ανθρώπους. Διάβασα λοιπόν το Ευαγγέλιο, και σαν είδα πως εκεί µέσα είναι γραµµένο πως συντείνει πολύ στη σωτηρία του ανθρώπου το να πουλήση τα υπάρχοντά του και να τα µοιράση στους φτωχούς αδελφούς του και να ζη χωρίς να φροντίζη καθόλου για τούτη τη ζωή, και να µην προσηλώνεται η ψυχή στα επίγεια από καµµια συµπάθεια, παρακαλούσα να εύρω κάποιον από τους αδελφούς που να διάλεξε αυτόν το δροµο στη ζωή του, ώστε, µαζί µ’ αυτόν, να ταξιδέψω και να περάσω τούτη την περαστική φουρτούνα της ζωής”.
Αλλά ποιός δίνει σηµασία σ’ αυτά που λέγει ο Μέγας Βασίλειος; Εµεις κάναµε ένα δικό µας Χριστιανισµο, ένα βολικό, έναν ανθρωπινό και λογικό Χριστιανισµο, όπως λέγει ο µεγάλος Ιεροεξεταστής του Ντοστογιέφσκη, γιατί ο Χριστιανισµος που δίδαξε ο Χριστός είναι ανεφάρµοστος, απάνθρωπος. Εµεις, αντί ν’ ανέβουµε προς τον Χριστό, που λέγει “εγώ σαν υψωθώ, θα σας τραβήξω όλους προς εµένα”, τον κατεβάσαµε εκεί που βρισκόµαστε εµεις, και κάναµε ένα Χριστιανισµο συµφωνο µε τις αδυναµίες µας, µε τα πάθη µας, µε τις κοσµικές φιλοδοξίες µας, και δώσαµε και στους αγίους τα προσόντα που εκτιµουµε και που θαυµάζει η υλοφροσύνη µας, τους κάναµε φιλοσόφους, ρήτορας, πολιτικούς, ψυχολόγους, κοινωνιολόγους, παιδαγωγούς, επιστήµονες κ.λπ. Ο µεγάλος Ιεροεξεταστής, σαν πήγανε µπροστά του τον Χριστό (που πρόσταξε να τον πιάσουνε, επειδή ξανακατέβηκε στη γη και τον ακολουθούσε ο κοσµος), του είπε: “Τον καιρό που ήρθες στον κοσµο έφερες στους ανθρώπους µια θρησκεία σκληρή, ανεφάρµοστη, απάνθρωπη. Εµεις την κάναµε βολική, ανθρωπινή. Τι ξαναήρθες να κάνης πάλι στον κοσµο; Να µας τη χαλάσης, µόλις τη βάλαµε στο δροµο; Γι’ αυτό, θα διατάξω να σε κάψουνε εν ονόµατί σου, σαν αιρετικόν”.
Ο βολικός, ο ανθρωπινός Χριστιανισµός, αυτό το ανθρώπινο κατασκεύασµα, είναι η συχαµερή παραµόρφωση που έπαθε το Ευαγγέλιο από την πονηρή υλοφροσύνη της σαρκός.
"Γίγαντες ταπεινοί", εκδόσεις Ακρίτας

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου