Πέμπτη 6 Απριλίου 2017

Π. Ευδοκίμωφ: Μοντέρνα Τέχνη – ή η αναίρεση της Σοφίας

Παύλος Ευδοκίμωφ
«Η Μοντέρνα Τέχνη ή η αναίρεση της Σοφίας» είναι ένα εμπνευσμένο κείμενο (βρίσκεται αναρτημένο αμέσως μετά) στο οποίο ο Πωλ Ευδοκίμωφ επιζητεί να επισκοπήσει τα ρεύματα της «πρωτοπορίας» – κατά τον 20ό αιώνα – των εικαστικών τεχνών, υπό ορθόδοξα θεολογικά κριτήρια.
Γράφτηκε το 1965 – χρόνο κατά τον οποίο οι μοντέρνες τάσεις είχαν ολοκληρώσει τον βασικό χαρακτήρα της φυσιογνωμίας τους – στα γαλλικά και πολύ σύντομα μεταφράστηκε στα ελληνικά από τον Δημήτρη Κουτρουμπή («Δ. Κουρτέση») για να δημοσιευθεί στο “Σύνορο”, ενώ αργότερα περιλήφθηκε επίσης στη συλλογή «Περί Ύλης και Τέχνης» (εκδόσεις Αθηνά, σειρά Σύνορο, 1971).
Στην απόπειρα “οπτικής απόδοσης” με τη μορφή «ταινίας τεκμηρίωσης» (αγγλιστί «ντοκυμανταίρ») του συγκεκριμένου κειμένου, που ακολουθεί, 
αξιοποιούνται οι νύξεις του συγγραφέα όχι μόνο για το συγκεκριμένο θέμα του (την μοντέρνα τέχνη) μα και για αρκετές άλλες ζωγραφικές εκφράσεις που έχουν εμφανιστεί, στον δυτικό πολιτιστικό χώρο, κατά τη δεύτερη μ.Χ. χιλιετία – έτσι ώστε να προκύπτει μια κριτική περιδιάβαση σε βάθος και πλάτος τόσο της καθιερωμένης, όσο και της πειραματικής ζωγραφικής αναζήτησης.



Ἡ μοντέρνα τέχνη ἢ ἡ ἀναίρεση τῆς Σοφίας

 

Παῦλος Εὐδοκίμωφ


Ἡ  θ ε ο λ ο γ ί α  τς Δύσεως, δη πτς παρχές της (τν 9ο αώνα), δειξε μι σταθερὴ ἀδιαφορία γιτδογματικπεριεχόμενο τς κκλησιαστικς τέχνης, γιτπνευματικπεριεχόμενο κείνης τς «εκονογραφίας» πού, παρτς μακρς καὶ ἀλλεπάλληλες περιπέτειές της, δν παυσε ποτ ντιμται στν νατολή. Ἡ  τ έ χ ν η μως τς Δύσεως – κατθεία παραχώρηση, θὰ ἔλεγε κανείς – δν κολούθησε μέσως τθεολογικσκέψη σ’ αττν ξέλιξη. ως τ13ο αώνα, παρέμεινε πιστστν παράδοση τν κοιντόσο στν νατολὴ ὅσο καστΔύση. Ἡ ἑνιαία ατπαράδοση ζσὲ ὅλη τν πληρότητά της στθαυμάσια ρωμανικτέχνη, στν κπληξη τοκαθεδρικοναοτς Chartres, στν ταλικζωγραφικποὺ ἐξακολουθενκαλλιεργτ«μανιέρα μπιζαντίνα».
πτ13ο αώνα, μως, Τζιόττο, Ντούτσιο, Τσιμαμποε, εσάγουν στζωγραφικτν πλαστὴ ὀπτική, τν «προοπτική», τβάθος, τπαιχνίδι φωτς - σκις, τν φθαλμαπάτη. τέχνη γίνεται τώρα σως πιὸ ἐκλεπτυσμένη, πιμελετημένη κασυνειδητὴ ὡς πρς τὸ ἀνθρώπινο καὶ ἐγκόσμιο στοιχεο της, λλδν κατορθώνει πινεναι μιὰ ἄμεση, πάντοτε, σύλληψη τοῦ ὑπερβατικο. Καθς πομακρύνεται πτος κανόνες τς παραδόσεως, τέχνη παύει νεναι ντεταγμένη στμυστήριο τς κκλησιαστικς λατρείας. Γίνεται διαρκς περισσότερο ατόνομη καὶ ὑποκειμενική. Διαρκς περισσότερο γκαταλείπει τν οράνια «βιόσφαιρά» της. Τὰ ἐνδύματα τν γιων δν κρύβουν πικάτω πτς πτυχές τους «πνευματικσώματα». κόμη καοἱ Ἄγγελοι παρουσιάζονται τώρα σν ντα φτιαγμένα πσάρκα κααμα. Τεκονιζόμενα ερπρόσωπα συμπεριφέρονται κριβς πως λος κόσμος, ντυμένα κατοποθετημένα μέσα στσύγχρονο περιβάλλον τοκαλλιτέχνη. κόμη να βμα καὶ ἡ βιβλικδιήγηση, τθαυμαστγεγονός, γίνεται πλς μι εκαιρία γινὰ ἐκτελεσθμσοφία καδεξιοτεχνία να πορτρατο, μιὰ ἀνατομία, να τοπίο. διάλογος πνεύματος πρς πνεμα μβλύνεται, δράση τς «φλόγας τν πραγμάτων» παραχωρετθέση της στν καθαρψυχολογικσυγκίνηση. Γιτν Μωρς Ντενίς, Λεονάρδος ντΒίντσι εναι πρόδρομος τν Χριστν τοεδους Μούνκαντσυ, Τισσώ... Σττέρμα ατς τς συναισθηματικς γραμμς θὰ ἔλθουν οσημερινς εκόνες, ποὺ ἀποβλέπουν μόνο στνδιεγείρουν τσυναίσθημα, νπροκαλέσουν «ψυχικὴ ἀνάταση». ταν μως νας σταυρωμένος μτν θελημένο ρεαλισμό του κατορθώνη, πλς, νσυγκλονίση τνευρικό μας σύστημα, τὸ ἄφατο μυστήριο τοΣταυροχάνει τμυστική του δύναμη, ξαφανίζεται. ταν τέχνη λησμον τν εργλώσσα τν συμβόλων κατν μυστικν παρουσιν, καὶ ἀρχίζη νπραγματεύεται μπλαστικτρόπο «θρησκευτικθέματα», πνοτοῦ Ὑπερβατικοπαύει ντδιαπνέη καντζωογον.
Μεττμέσα το16ου αώνα ομεγάλοι στυλίστες, πως Μπερνίνι, Λεμπρέν, Μινιάρ, Τιέπολο, κάνουν πλς σκήσειςπάνω σθρησκευτικθέματα. ξακολουθον νπαίρνουν φορμς πτν γία Γραφκατν κκλησιαστικπαράδοση, λλτθρησκευτικασθημα πουσιάζει τελείως πτν καλιτεχνικδημιουργία τους. Προετοιμάζουν τσι τλεγόμενη «σύγχρονη κκλησιαστική (ἢ ἱερά) τέχνη», ποβλέπουμε σήμερα στς περισσότερες κκλησίες τς Δυτικς Ερώπης κατς μερικς. πτν τέχνη ατή, πολλς φορές, λείπει τελείως διάσταση τοῦ ἱερο.
Μττέλος το18ου αώνα, τέχνη ρχίζει νβυθίζεται μέσα στνύχτα τν διχασμν κατν ντιθέσεων· ὁ ὀργανικς σύνδεσμος νάμεσα στμορφ καστπεριεχόμενορχίζει νχάνεται.
Βέβαια, τέχνη παραμένει κασήμερα να πολύπτυχο φαινόμενο· ξακολουθε, ετυχς, νδιατηρκανὰ ἀναπτύσση λες τς τάσεις της. κυριαρχία μως ρισμένων πτς τάσεις ατς μεταβάλλει καὶ ἀλλοιώνει τπρόσωπο τς τέχνης. Θπαρακολουθήσουμε, δ, μι συγκεκριμένηξέλιξη: τμονομερῆ ἀνάπτυξη καὶ ἐπικράτηση τς τάσεως κείνης, ποκαταλήγει καὶ ὁλοκληρώνεται στν καθαρφαίρεση.
ταν «γνωστικλειτουργία» παύει νεναι μιπράξη λατρείας, μι κοινωνία μτὸ ἀντικείμενο μέσα στμυστήριο καστσεβασμό, γνώση χωρίζεται πτμυστικθεωρία. Παραιτεται τότε κανες πὸ ἐκείνην τν μβάθυνση τς σωτερικότητας, ποθμποροσε ντν δηγήση στσυνάντηση μτὸ Ὑπερβατικκαί, μέσ Ατο, στν νακάλυψη λης τς πραγματικότητας τς παλλόμενης πζωή. κενο ποτν νδιαφέρει τώρα εναι «γνώση γιτδύναμη», προσπάθεια ναξήση κείνη τν σχ ποπαρέχει τν κυριότητα πάνω στπράγματα το κόσμου τούτου. Μέσα μως σ’ αττν προοπτικτὸ ὂν δειάζει πτοσιαστικό του περιεχόμενο, ποκόβεται πτν οράνια ρίζα του, πομακρύνεται πτφύση του, χάνει τν ερότητά του. συνείδηση νακαλύπτει τDasein, τν «παρξη μέσα στν κόσμο», μόνο καμόνο γινδιαπιστώση τι εναι «μιὰ ὕπαρξη προορισμένη γιτθάνατο», μιὰ ὕπαρξη περιζωσμένη ππαντοῦ ἀπτμηδν κατν λλειψη νοήματος. μπρς στφοβερατδιαπίστωση, μόνη διέξοδος ποὺ ἀπομένει στν νθρωπο εναι νκαταφύγη σμι πνευματικότητα τς ψυχς, ντελς ποκομμένη πτν λικκόσμο (κατΝτεκάρτ), σμι ξερὴ ἠθικολογία τς θελήσεως (κατΚάντ). Οτε μως μία οτε ἡ ἄλλη λύση δν μπορον νδώσουν στν νθρωπο τδύναμη νπλησιάση τν πραγματικότητα τοκόσμου μτν κανότητα ντμεταμορφώση. Μι θεμελιώδης («σενσιαλιστική») φιλοσοφία, ποφυλακίζει τπάντα στς κλειστς οσίες της, τς κυβερνώμενες πτν τεγκτο νόμο τς ατιότητας, μιὰ ὑπαρξιακή («ξ-ιστενσιαλιστική») θεωρία, πομετατρέπει πρόσωπα καπράγματα σπαρουσίες χωρς οσιαστικβάθος καὶ ὀντολογικπεριεχόμενο, δν φήνουν κανένα περιθώριο γιτν νεργητικδυναμισμτν θείων νεργειν, γιτδιαλεκτικὴ ἐκείνη τς μοιώσεως κατς μετοχς, ποὺ ἀνοίγει τδρόμο πρς τθέωση τν πάντων. τσι ΚοσμικΛειτουργία μένει τελεστη. Οψάλτες καοἱ ὑμνωδοί – οκαλλιτέχνες – προσέρχονται· δβρίσκουν μως τίποτε νψάλουν. Τσώματα, αχμάλωτα μέσα στν παχυλότητά τους, δν πιτρέπουν ντδιαπεράση καμμιὰ ἀκτίνα τοθαβωρείου Φωτός. θεία Δόξα μάταια ναζητετόπο γινὰ ἀποκαλυφθ, γινὰ ἀκτινοβολήση μτθεουργφς της μέσα σ’ ναν ρημωμένο κόσμο.
τέχνη δεσπόζεται τώρα πτστοιχεα τοκόσμου τούτου κατσοφία τους. καλλιτέχνης, καταδικασμένος περισσότερο πκάθε λλη φορ στμοναξιά, ναγκάζεται νστραφπρς νέες ναζητήσεις. φοῦ ἡ ἁπτκασυγκεκριμένη πραγματικότητα χει γίνει πιγι’ ατν κάτι ποδν μπορενὰ ἐκφρασθῆ ἄμεσα, νομίζει πς θβρμιλύση ναζητώντας να «πρ - ντικείμενο», μι «πρ - πραγματικότητα» (πως κάνει ὁ Ὑπερρεαλισμός). ρωικά, λλὰ ἀπελπισμένα, καλλιτέχνης γωνίζεται νξαναβρῆ ἐκείνη τμυστικπλευρά, τμυστικδιάσταση, ποὺ ἔχουμε ξώσει πτὰ ὄντα. δῶ ὅμως γκειται τραγωδία. ταν προσπαθκανες νγνωρίση να ντικείμενο – πρόσωπο πργμα – μκριτήρια μπνευσμένα ποκλειστικὰ ἀπτς πραγματικότητες κατς μπειρίες τοκόσμου τούτου, δν κατορθώνει νὰ ἀνακαλύψη τμυστήριό του. Τότε, πὸ ἀντίδραση, πὸ ἀπελπισία, ρχίζει νὰ ἀναζητμόνον αττμυστήριο. τσι μως καταντνχάση τὸ ἴδιο τὸ ἀντικείμενο, νπεριπέση σμι«δοκητιστικ» φαίρεση, νπεριπλακσὲ ἕνα φαντασμαγορικπαιχνίδι μσκις χωρς σώματα.
Τν ριστικρήξη μτπαρελθόν, ποεχε προέλθει πτν ναγέννηση, κατν μφάνιση τς μοντέρνας τέχνης, θμποροσε κανες ντν τοποθετήση, κατπροσέγγιση, στ1874, στν ποχή τς κθέσεως στγκαλερΝαντάρ. Τότε μφανίζεται σχολτν νεξαρτήτων, βαθύτατα ποκειμενική. ζωγραφικατ σχολή, ποὺ ἀγκαλιάζει τβαθειὰ ἀνησυχία νς Σεζν κατν τραγικὴ ἀγωνία νς Βν Γκόγκ, παρουσιάζεται σμιὰ ἀνάγκη νανεώσεως, σμι προσπάθεια νὰ ἐκφρασθον οψυχικς κενες καταστάσεις τοῦ ἀνθρώπου ποδν κανοποιονται ποτέ. μπρεσσιονισμς καὶ ὁ ξπρεσσιονισμς φιλοδοξον νὰ ἀποδώσουν τς ποκειμενικς   ντιδράσεις τοματιοῦ ἢ τονευρικοσυστήματος τοκαλλιτέχνη. Παρουσιάζονται ς ζωγραφικτο περιστασιακο, τοτυχαίου, ρμηνευμένου συγκινησιακά. Τὸ ἀντικείμενο, κυριολεκτικὰ ἀπογαλακτωμένο, διαλύεται μέσα σ’ να πλάσμα φωτς καχρωμάτων. τεχνικ τς χωριστς, τς παραταμένης πινελις, κυνηγτς χρωματικς δονήσεις τοφωτς καὶ ἀναζητετσύνθεση στσύλληψη τς στιγμς. πτν πλευρά του, κυβισμςποσυνθέτει τν νότητα τς ζως στγεωμετρικά της στοιχεα καὶ ἀνασυνθέτει τν πίνακα γκεφαλικά, σν να μαθηματικπρόβλημα. γκαταλείπει τπαιχνίδια τοφωτς κατοχρώματος γινὰ ἀναλύσει τὸ ἀντικείμενο πως παρουσιάζεται στφαντασία, τοποθετημένο μέσα σ’ να χρο περιορισμένο σδύο διαστάσεις , ντιθέτως, πολυδιάστατο σν τὸ ὑποατομικπεδίο τς σύγχρονης φυσικς. περρεαλισμςφαιρεῖ ἀπτν κόσμο τν πραγματικότητά του, θέλει νδείξη ναν λλο κόσμο ποὺ ἔχει φεύρει ατός, φθάνει μέχρι τοσημείου νὰ ἰσχυρίζεται πς ποδίδει τν «πρ-παρξιακὸ  φωτοστέφανο   τν  πραγμάτων». τέχνη χειραφετεται πκάθε παράδοση, πκάθε κανόνα· ταν εναι «θεουργική», ρίχνεται μέσα στν κόσμο τοῦ ὀνειρώδους, τομαγικο, τοψευδο-υπερβατικο, τοψευδο-μεταφυσικο. χουμε τσι τμόδα γιτς νέγρικες μάσκες, γιτν κόσμο τν νείρων ποδημιουργεῖ ἡ μεσκαλίνη, γιτν ψευδοσυμβολισμτοῦ ἀποκρυφισμο, γιτς συνθέσεις ποὺ ἐμπνέονται πτμπετν ρμέ, πττδιάσπαση τοῦ ἀτόμου καὶ ἀπτν πύραυλο, γιτς πλαστικς εκόνες τς καθαρς ταχύτητας, γιτγλυπτικτο σύρματος. τεράστια πίεση τοσύμπαντος, «διαβρωτικκαὶ ἀποπνικτικ» γενντσύγχρονη πυκνότητα, μι πορεία διαβολεμένη ποὺ ὅμως δν δηγεπουθενά. Εναι τρομερὴ ἐλευθερία κάθε καλλιτέχνη νὰ ἀναπαραστήση τν κόσμο κατ’ εκόνα τς ρειπωμένης ψυχς του, φθάνοντας κόμη κι ως τὸ ἀπείκασμα μις χανος πονόμου που ρπουν ξαρθρωμένα τέρατα. Αφνιδιαζόμαστε διαρκς μτν συνέχεια κανόνιστων κασυγκοπτόμενων ρυθμν, ν παντοκυριαρχεῖ ἡ διάλυση τς μορφς. Τσυγκεκριμένο περιεχόμενο ξαφανίζεται, τπρόσωπα ποσύρονται, τλόγια δν χουν πισημασία στν ποίηση, μελωδία ξορίζεται πτμουσική.
Γιτσύγχρονη «πολυεπίπεδη» συνείδηση τὸ ἀντικείμενο δν πάρχει κάτω πτμοναδικότητα τς μορφς του, λλμπορενὰ ἐνδυθπολλαπλς ψεις. κριβς πρν ξαφανιστε, τὸ ἀντικείμενο συσπται πμιν στατη γωνία, παρουσιάζεται συνεστραμμένο, σκατάσταση σπασμωδική. Τέλος, ἡ ὑφτν πραγμάτων πως καὶ ἡ ἀνθρώπινη πιδερμίδα ποσυντίθενται· τπάντα θρυμματίζονται, διασπνται, ποδιοργανώνονται. Ἡ ἁπτπραγματικότητα, τσι δωμένη, ντανακλμι συνείδηση ποὺ ὄντας, ἡ ἴδια, διχασμένη σπέρνει τριγύρω της τν διχασμό. Ὁ ἄνθρωπος παραιτεται πτν ξουσία νεναι κύριος τς φύσεως· συμβιβάζεται μτς ναρχικς τάσεις ποσυναντμέσα της. Δν γωνίζεται πιντς ρίσει μτπνεμα του· ρκεται πλς ντς καταγράφη. τσι, μως, μτν ρνησή του νὰ ἐπέμβη, πιδεινώνει τσύγχυση. λλοτε, τπράγματα θεταν ρωτήματα· σαν τρόπον τιν«σκατάσταση προσδοκίας». καλλιτέχνης, π' τν πλευρά του, πιχειροσε ντος παντήσει, ζωντανεύοντάς τα κάτω π’ τδημιουργικότητα τοδικοτου βλέμματος, καὶ  βοηθώντας τα νὰ ἀνακαλέσουν τν παρθενική τους θωότητα, νὰ ἐπανέλθουν στεναι τους, στν ρχική τους ελικρίνεια καὶ ἁγνότητα. σύγχρονος καλλιτέχνης, προτοκοιτάξη τν κόσμο, ρωττν ψυχή του καπροβάλλει στπράγματα τ«καθημαγμένο ραμά» του· γίνεται συνένοχος τς ρχαίας νταρσίας, ποπροκρίνει ς κύρια λαχτάρα της νὰ ἀπαλλαγῆ ἀπτΝόημα καὶ ἀπ κάθε ρυθμιστικὴ ἀρχή. λλά, μι παρόμοια πιστροφστπρωταρχικχάος, πιταχύνει τφθορτοχρόνου κασύρει τὸ ὂν νὰ ἀρκεσθστν νδεια τομηδενός. Ἡ ὕλη διαλύεται, χάνοντας τπεριγράμματά της· παρουσιάζεται μτν φαίρεση τοῦ ἀτόμου τς σύγχρονης φυσικς, πὸ ὅπου χει ποβληθεῖ ἡ διάρκεια καί, συνεπς, παλμς καὶ ὁ σφυγμς τοζωντανοπροσώπου, ἡ ἐμπιστοσύνη τοβλέμματος. Κάθε να πτκομμάτια της μαθαίνει νὰ ἐξαντλεται στή, δική του,διαίτερη παρξη. περίφημος Κρόνος τοΓκόγια προειδοποιεσαφέστατα γι’ αττροκάνισμα, τδιάβρωση τς οσίας τοῦ ἀνθρώπου. Εναι νας κρισιμότατος σταθμς στδιεργασία ποὺ ἄρχισε μτν στερη φάση τοΜεσαίωνα. Τότε, στπαλαιὸ ἐπιβλητικοκοδόμημα παρουσιάστηκαν ρωγμές, πτς ποες ρχισαν νὰ ἐξέρχωνται θειώδεις σμς κανὰ ἀνεβαίνουν οπρτοι παράφωνοι χοι. πρόκειτο, κατ’ οσίαν. γιταώνιο παραλήρημα τν σκοτεινν πιθυμιν. πατς τς ρωγμές, λοιπόν, ποκανες δν μπόρεσε ντς κλείση ντς ξαγιάση, ναπήδησαν κακατέκλυσαν τν κόσμο μας οπιπαράλογες καδαιμονικς δυνάμεις. Ττέρατα ατά, ποὺ ἔχουν βγεῖ ἀπτβάθη τοῦ ὑποσυνειδήτου μας, λλοχεύουν γύρω πτν νθρωπο τοΓκόγια. Στν Μπς παραμορφώνουν κόμη κατδρόμο τοπαραδείσου, ποπαίρνει τμορφὴ ἑνς μακρο, τελείωτου, σκοτεινοτονελ, πτὸ ὁποο θὰ ἐμπνευσθον Κάφκα καὶ ὁ Φρόυντ. Ἡ ὁδς εναι κατασκότεινη, ποπνικτική, λάχιστα σαφς σον φορτν κατάληξή της. λλκαὶ ἀπτν πτικγωνία τοΠικασσ κατ«σκληργραμμ» τν σχημάτων του, ὁ ἄνθρωπος δν βρίσκει περισσότερη νάπαυση. Κάπως τσι πρέπει νβλέπουν τν κόσμο οδαίμονες, μέσα στν δια ρεβώδη προοπτική – γιτν ποία ὁ ἄνθρωπος ς εκόνα Θεο εναι κάτι τελείως πρόσιτο,καὶ ἄγνωστο.
Ατὴ ἡ ἔλλειψη νοήματος χει ς ποτέλεσμα τξέφτισμα τοΜοναδικο, τς δέας, τοῦ Ἱερο· προσπαθεντὰ ἀντικαταστήση λα μτν λιγγο μις κινήσεως ποπεριδινεται γύρω πτν ξονά της, καποδν ξέρει λλη στία παρεκτς τοῦ Ἐγώ. Δν εναι πιὰ ἡ αωνιότητα, τν ποία ἡ ἁμαρτία καταθρυμματίζει σχρόνο· εναι ὁ ἴδιος χρόνος καταθρυμματισμένος σμηδέν. λλτί λλο εναι κόλαση; Δν εναι να θρασμα τοῦ ὑποκειμενικοχρόνου, κτεταμένο καὶ ἀπολιθωμένο αώνια; να νειρο χωρς νειρευτή; Τὸ ἔσχατο καταφύγιο τοῦ ἀνύπαρκτου, τομὴ ὄντος; Ὁ ὑπερ-σύγχρονος τρόπος πάρξεως γνοετί θπῆ Ἔλευση, τί θπαξηση τοῦ ὄντος προοδευτικὴ ἀλληλουχία τν γεγονότων· τμόνο πογνωρίζει εναι συνύπαρξη τν σπασμένων κομματιν, συσσώρευση ναρίθμητων τεμαχίων σὲ ἕνα σωρὸ ἀπὸ ὅπου λείπει τάξη, σκοπός, συνέχεια. προσανατολισμένη διάρκεια χει παραχωρήσει τθέση της στν ταυτοχρονισμό, στδεσποτεία τς στιγμς, στμελλοντισμό (φουτουρισμό) καὶ ἔχει συρρικνωθ σμιψευδοεσχατολογία τς καθηλώσεως στστοιχειδες. Στελευταία νάλυση, δβρίσκει κανες παρὰ ἕνα πτμα ποδν κινεται, να σμα πνουν κανεκρποδια-τείνεται καταμεσς τς δο. Ντοστογιέφσκυ εχε, δη, προφητεύσει τι ὁ ἄνθρωπος θὰ ἔχανε κόμη κατν ξωτερική του μορφή, ν χανε τν πίστη του στστενσχέση καὶ ὁμοιότητά του μτν Θεό. λλοτε, ομεγάλοι Τεχνίτες, γγίζοντας τπαραμικρότερο κομματάκι τοῦ ὄντος, διναν τασθημα τι κρατοσαν στχέρια τους να λόκληρο σύμπαν ποπάλλοταν πζωή. Τώρα, πάνω στεράστιες τοιχογραφίες βλέπει κανες τν πέραντο κόσμο νσυρρικνοται στφτώχεια λαχίστων πολειμμάτων.
ς κοιτάξουμε τν περίφημη μπρούτζινη Μπάρμπαρα τοJacques Lipschitz. Δν χει πιδερμίδα, δέρμα νθρώπινο· ,τι βλέπει κανες ντιστοιχίζεται, κάπως, μὲ ἕνα νθρώπινο πρόσωπο, λλδν τομοιάζει διόλου. γλύπτης προσπάθησε ντοποθετηθμέσα στν Μπάρμπαρα κανὰ ἀποδώση τὰ ἐσωτερικά της ασθήματα. Τὸ ἀξεδιάλυτο μπλέξιμο τν συρμάτων, τν κόμπων, τν προεξοχν κατν κοιλοτήτων, ποτίθεται τι μς ποκαλύπτει τί ασθάνεται μέσα της Μπάρμπαρα, ποὺ ἔρχεται πρς συνάντησή μας. Ἡ ἐσωτερικότητά της κφράζεται χωρς τν παραμικρὴ ἀναλογία μτσυνηθισμένη, τν οκεία, τὴ ἀναγνωρίσιμη φύση. Εναι μι τέχνη γκεφαλική, ποδν ναζητεκαμμισημασία, κανένα μυστήριο τοπροορισμοῦ ἢ τς μοίρας, παρμόνο τλειτουργικότητα, τσυσχετισμό, τν ξάρτηση. τσι γλύπτης Χένρυ Μορσχολεται μτν προβολμις οσίας πάνω στν λλη καδιερωτται πς φέρεται τὸ ἀνθρώπινο σμα τφτιαγμένο ππέτρες. Παρόμοια εναι πίσης «πο-ατομικζωγραφική» ἢ ὁ «μοριακς μυστικισμός» τοΣαλβαντρ ΝταλτοΦράνσις Πικάμπια.
τέχνη ἡ ἀνεικονική, ἡ ἄμορφη, ἡ ἀφηρημένη, καταργεκάθε ντολογικστήριγμα ρνούμενη κάθε συγκεκριμένο ντικείμενο. Δδίνει τκόκκινο μλο, λλτν δια τν κοκκινάδα, μιὰ ἔγχρωμη κηλίδα, που καλλιτέχνης προβάλλει να νόημα μόνο στν διο καταληπτό.
Σοπενχάουερλεγε τι λες οτέχνες τείνουν μυστικπρς τ«μουσικότητα». λλὰ ἡ μουσική, νάμεσα στς τέχνες, εναι μόνη ποδν ντιπροσωπεύει καμμία μίμηση τν σχημάτων ατοτοκόσμου. Τν δια διότητα τς μουσικς χουν στνοῦ ὁ Καντίσκυ, Μάλεβιτς, Κούπκα, Μοντριάν· φιλοδοξία τους εναι νπραγματοποιήσουν τν εχτοΜαλλαρμέ: «ς δανειστομε πτμουσικτος νόμους κατς ρχές της». Προικισμένος βιολοντσελλίστας, Καντίνσκυ νομάζει τσκίτσα του «ατοσχεδιασμούς» κατὰ ὁλοκληρωμένα ργα του «συνθέσεις». Κούπκα ζωγραφίζει τ«Φούγκα σδυΧρώματα» κατ«ΘερμΧρωματισμό» του. Πλ Κλέε, μουσικς κασυνθέτης, προσπαθενζωγραφίση λυρικς ξάρσεις, νὰ ἀποδώση μουσικς συνθέσεις. ντιθέτως, μουσικς Σκριάμπιν μιλοσε γιτ«συμφωνία τοφωτός» καγι«χους ποδημιουργον χρωματικος συνειρμούς». ταν παθιασμένος μτν δέα το«ρέοντος χρώματος», τν συνδυασμὸ ἤχων καχρωμάτων κατν κτύλιξή τους μέσα στχρόνο. Συρβάζ, Μπεοτύ, Κάν, Βαλανσί, πραγματοποιον αττὸ ὄνειρο πάνω σκινηματογραφικς ταινίες καπειραματίζονται μτος «χρωματιστος ρυθμούς». Ρίχτερ φθάνει μέχρι σημείου νκατασκευάζη «φηρημένα φίλμ».
Ἡ ἠλεκτρονικμουσικπαραμερίζει τμελωδία, τν ρμονία, τν ντίστιξη. ν γιτΜότσαρτπάρχει πρτα τὸ ὅλον τς μελωδίας ποδιαφοροποιεται κατόπιν σμέρη, γιτν περ-σύγχρονη μουσικὴ ὑπάρχει πτν πρώτη στιγμὴ ὁ κατατεμαχισμένος χος πογίνεται,πειτα, πλς, ντιπαράθεση μεμονωμένων χητικν στοιχείων, συνέχεια τοεδους Στραβίνσκυ, καθαρς χητικς κραδασμός, χάος χων καφωνν ποὺ ἔχουν ποβάλει κάθε «νοηματικζυγό», ποὺ ἔχουν λυτρωθῆ ἀπκάθε «νοηματικὴ ἀνάγκη». Εναι χαρακτηριστικὸ ὅτι Μπορς Μπιλίνσκυ, μετὰ ἀπὸ ἔρευνες γιτ«συνοχτν μορφν κατν χρωμάτων χωρς θέμα», φθασε στς λογικς συνέπειες τς τέχνης τοΝτεμπισσ κατοΡαβέλ, στος ποίους μφανίζεται δη τ«μουσικμωσαϊκό», παράθεση μελωδικν κομματιν χωρς τν νάγκη νς ργανικοδεσμομεταξύ τους.
ζωγράφος Tchourlandsky (προτοτελειώσει τζωή του σμι νευρολογικκλινική) προσπάθησε νὰ ἐκφράση, μτος «πίνακες - σονάτες» του, τ«μουσικασθηση τοκόσμου». Μάλεβιτς, πάλι, νακάλυψε τμυστικισμτς νύχτας. νύχτα εναι γι’ ατν στιγμπο«κόσμος μπορενδημιουργηθξανά, πως θὰ ἔπρεπε νεναι ἢ ὅπως θτν θελε κανες νεναι». Δημιουργς το σουπρεματισμο, Μάλεβιτς ναζητετν ψιστη νταση τς πουσίας. τσι στὸ ἔργο τοῦ ὁ χρος, λευθερωμένος πκάθε ερμό, γίνεται να «περιέχον χωρς περιεχόμενο διαστάσεις», μικαθαρς φηρημένη δέα, μι καντιαν«κ τν προτέρων κατηγορία» χωρς κανένα ποκείμενο ἢ ἀντικείμενο· νῷ ἡ διαγώνιος εναι τμέσο μτὸ ὁποο κφράζεται ἡ ἰδέα τς κινήσεως μέσα στκενό. χουμε δμιν φαίρεση, παλλαγμένη ντελςπκάθε συγκεκριμένο στοιχεο, κεκαθαρμένη ς τὸ ἀκρότατο ριο, πομπορεῖ ἁπλς νσημειώνεται μὲ ἕνα μαρο τετράγωνο μέσα σὲ ἄσπρο φόντο. Μάλεβιτς στβιβλίο του «Die Gegenstandlose Welt», «κόσμος ποδν μπορενὰ ἀναπαρασταθ», μιλάει γιὰ ἕναν κόσμο καθαροῦ ἰδεαλισμο, πογυμνωμένον πκάθε ναπαραστάσιμη πραγματικότητα. Ο Φράνσιζ Κούπκα ταυτίζει ατν τν κόσμο μτν κόσμο τς θρησκείας κατοῦ ἀποκρυφισμο. Σπουδάζει θεολογία, μαθαίνει βραϊκγινμπορνδιαβάζη στπρωτότυπο τ Γραφή, μετέχει ς μέντιουμ σπνευματιστικς συνεδριάσεις. Ορφιστής, ζωγραφίζει τ«Φούγκα σκόκκινο καμπλ» καπροσπαθενὰ ἀποδώση τς μεταφυσικς μπειρίες του κατς θρησκευτικς συγκινήσεις του μτβοήθεια γεωμετρικν σημείων καὶ ἀφηρημένων συμβόλων. νας κόσμος, ποὺ ὑπάρχει στν γκέφαλο τοῦ ἀνθρώπου σμιὰ ὑπερκόσμια σφαίρα δεν, συγκρούεται δβίαια μτν πτκαὶ ἀληθινκόσμο τς καθημερινς πραγματικότητας κατν ασθήσεων. Γινδείξη τν λήθεια ατοτοῦ ἄλλου κόσμου, καλλιτέχνης χρησιμοποιεῖ ἄφθονα κάθετα πίπεδα, πού, καττγνώμη του, πωθον καὶ ὑπερνικον τδυναστεία τοῦ  χώρου.
Σὲ ὅλους ατος τος καλλιτέχνες, ἡ ἀνεικονική, μ-παραστατικζωγραφικγνωρίζει μόνο δομικς ναλογίες κασχέσεις, μόνο τν καθαρρυθμτν χρωματικν πεδίων, τν διεξοδικν γραμμν κατν πλαστικν ξιν. Καντίνσκυ στβιβλίο του «ΤΠνευματικΣτοιχεο στν Τέχνη», τπολὺ ἀδύνατο φιλοσοφικά, χει κθέσει τν ναιμικ ατν μυστικισμό. Μοντριάν, λλανδς Καλβινιστής, μέλος τς «Θεολογικς ταιρείας», ναζητετὸ ὑπερβατικστν αστηρσχέση τν γραμμν ποσυναντνται σὲ ὀρθγωνία. Στν Πλ Κλέε, περισσότερο σως παρστος λλους, ασθάνεται κανες τδίψα γιδιείσδυση στν προ-κοσμικσφαίρα, στ«Τοχοβμπαχού» τς Γραφς, στσκότος καστν βυσσο κείνη πο«πεφέρετο πτς οράτου καὶ ἀκατασκευάστου γς» πρν πτδημιουργία τοκόσμου (Γέν. α΄ 2), δηλαδστν καθαρκαὶ ἰδεώδη δυνατότητα. Κλέε πιστεύει τι πραγματικς καλλιτέχνης μπορεκαπρέπει νκατέβη ως τν μυστικαττόπο που οπροκοσμικς δυνάμεις ξακολουθον νεναι πηγς πειρων δυνατν ξελίξεων. Ατγιτν Κλέε σημαίνει τι κόσμος, στσημερινμορφή του, δν εναι μόνος δυνατς κόσμος. Μαντεύει κανες δῶ ἕνα «δημιουργικπειρασμό»· τν πειρασμτοκαλλιτέχνη νφανταστκανσυλλάβηναν κόσμο διαφορετικὸ ἀπὸ ἐκενον ποδημιούργησε Θεός. Τὸ ἴδιο διαπιστώνει κανες καστν περρεαλισμτοτύπου ντρΜπρετόν, Μξ ρνστ, Πικάμπια· δοπύλες τοπαραλόγου βιάζονται χάρη στ«συστηματικξερίζωμα» τοκαλλιτέχνη καστν σκεμμένη κγύμναση τς περιέργειάς του στε νὰ ἀναζητσὲ ὅλα τπράγματα τν κρυφό τους πυρήνα – διαφορώντας γιτὰ ἴδια, ξεπερνώντας καπαραμερίζοντάς τα σιγ-σιγά. λλά,πως προειδοποιεῖ ὁ ἅγιος Γρηγόριος Ναζιανζηνός, «λλοίμονον στνοῦ ἐκενον ποδν ντικρύζει εθέως τμυστήρια τοΘεο».
Γιτν Γιαβλένσκυ, φίλο το Καντίνσκυ, τέχνη κφράζει τ«νοσταλγία το«Θεο». διαγώνιος το Μάλεβιτς, ἢ ἡ κίνηση τν γραμμν ποσυναντνται στν εθεία γραμμτοΜοντριάν, σταματον νώπιον τοτετραγώνου, ποεναι τὸ ἰδεδες γεωμετρικσημεο τοῦ Ἀπολύτου, κφραση ατς τς νοσταλγίας γιτΘεό. Στν περίπτωση τν μεγάλων δημιουργν τς φηρημένης τέχνης, ἡ ἐπιθυμία νεσδύσουν πισθεν τοπαραπετάσματος τοῦ ὁρατοκόσμου χει χαρακτήρα πασιφανς «θεοσοφικό», ποκρυφιστικό. «ταν μυηθκανες στν νώτατο ναβαθμό», γράφει Πλ Κλέε, «συνανττν εροφάνεια». Νέα πτυχτς γνώσεως τοΘεο; σως. λλὰ ἡ ἐποχατὴ ἔχει ατοτοποθετηθῆ ἔξω πτν νταύγεια τομυστηρίου τοσαρκωθέντος Λόγου· πιδίωξή της εναι γνώση χι τοπροσωπικοΘεο, λλμις πρόσωπης, δεαλιστικς καὶ ἀφηρημένης θεότητας. πιστροφστν νώνυμο κακαθαρνοησιαρχικμυστικισμτς ρχαίας λλάδας , τπολπολύ, στσκοτεινμυστήρια τς φαραωνικς Αγύπτου!
κόμη περισσότερο μετέωρες εναι οδιάφορες μορφς τολεγομένου «καλλιτεχνικοῦ ὑπαρξισμο». Τὸ ὑποσυνείδητο. νειρεύεται τν καμπυλωτχρο κατν τέταρτη διάσταση. λλὰ ἡ φύση μπορενπάρη τν κδίκησή της, ξεγελώντας τν νθρώπινη περιέργεια. φαντασία, μεθυσμένη πτς περιόριστες δυνατότητές της, εσάγει τν παραίσθηση κατπαραλήρημα γινκαταλήξη στν «κατέργαστη τέχνη» τοΝτυμπυφέ, στν πρωτόγονη τέχνη τν διανοητικνοσούντων, στος «κρυφοςφιάλτες» τοΧερντάντεζ, στζωικκόσμο τοΚοπάκ, στος «οκοδόμους τς χίμαιρας» τοΖιρώ, στν πόλυτο πρωτογονισμό. λα νακαλον, τότε, τκαίρια λόγια του ντρΖίντ: «τέχνη γεννιέται μτν πειθαρχία κατν περιορισμό· πεθαίνει μτν κρατη λευθερία». Τβίαιο σεξουαλικπάθος φαίνεται νὰ ἔχη γίνει μμονὴ ἰδέα σζωγράφους πως Γκατς καὶ ὁ σσόριοσγλύπτες πως οΠεβσνέρ, ρπ, Στάλυ, τιν Μαρτέν. Πλάι στν «τέχνη τν κολάζ» καστν «ατόματη γραφή», ὁ ἀλογισμς τοΜξ ρνσττοΝταλ ελογετγάμο τς φωτογραφικς κρίβειας τν ντικειμένων μτ μεταλλαγτν λειτουργιν τους· τσι χουμε λ.χ. τ«γρρολόι». Στν Πόλλοκ, κασ’ λη τν μερικανικσχολτοAction Painting, ατοματισμς τς ταχύτητας ποβλέπει στν ποκλεισμτς συνείδησης. Τχρώματα ρίχνονται πάνω στμουσαμά, χωρς ντν γγίζουν, γινὰ ἀποφευχθκάθε μπρόθετο σχέδιο, κόμη καὶ ἀσυνείδητο.
Ζρζ Ματι ζωγραφίζει, πάνω σμιὰ ἐξέδρα, σκατάσταση κστασης, πνοβασίας, πτος χους λεκτρονικς μουσικς. νας τεράστιος μουσαμάς – μπλευρς 10 π2 μέτρα. – καλύπτεται στδιάστημα μις ρας. Τσωληνάρια τν χρωμάτων συνθλίβονται στε τχρώματα νὰ ἀναπηδον κανὰ ἐξφενδονίζονται, πάνω στν πίνακα, σχεδν πμόνα τους – ναρμονισμένα στὸ ὅλο περιβάλλον τς κστασης. Σττέλος καλλιτέχνης περιέρχεται σμι κατάσταση τέλειας ξάντλησης. παρορμητικός, δ, αθορμητισμός, φτάνει στὰ ὅρια τοπρο-συνειδησιακοχάους. Χάρη σμιὰ ἐκούσια βεβήλωση, τμεγάλα πανώ του εναι τώρα περισσότερο ποκαλυπτικά. χουν γιμοναδικό τους θέμα τερατώδη πουλιά, μμάτια ποθυμίζουν τμάτια τν πτωμάτων· τπουλιατποδοπατον να γυμνγυναικεο σμα. λα τκαλύμματα, κόμη κατὰ ἀνατομικά, χουν ποσπασθ· καοστάσεις, πολμελετημένες, φτάνουν ως τν στατη, τν ναίσχυντη βεβήλωση τομυστηρίου τοῦ ἀνθρωπίνου ντος. μπρς σ’ αττπανώ, μτν διάζουσα σμτς ποσύνθεσής τους, θυμται κανείς, χωρς ντθέλη, τλόγια το γίου ωάννου τς Κλίμακος γιτμοναχποεδε τγυναικεία μορφικαὶ ἔκλαψε πχαρκαὶ ἐδόξασε τΔημιουργό της. «μοναχς ατός», παρατηρεῖ ὁ συγγραφέας τς Κλίμακος, «δχρειάζεται νπεριμένη τν τελικὴ ἀνάσταση τν πάντων· ζῆ ἀπτώρα στμέλλοντα αώνα· χει δη εσέλθει στζωτς ναστάσεως, στν αώνιο ζωή».
Ἐὰν θέλη κανες νφαντασθτδιάκοσμο τν τοίχων τς Κολάσεως, ρισμένες μορφς τς σύγχρονης τέχνης θμποροσαν σφαλς νὰ ἀνταποκριθον στν προσπάθειά του. «Πονηρός» – «ερωνευόμενος τος πάντας κατπάντα», πως μεταφράζει τν ρο Λούθηρος – χει κλέξει ς θλιβερδιατριβτς γεμάτης πικρία ζως τοτνπεριπαίζη τὸ ὄν. Ατό, μάλιστα, μπορεκανες ντκάνη μὲ ἥσυχη συνείδηση καμπολκαλγοστο, ς καλλιτέχνης, χ ω ρ ς  ν   τ   ν τ  ι λ α μ β ά ν ε τ α ι  οτε ὁ ἴδιος οτε οἱ ἄλλοι. Πρόκειται γιμιν ντίσταση στν «εκόνα» κατν «μοίωση» τοΘεο· κόμη περισσότερο, γιμιν ντίσταση στ«φιλάνθρωπο Θεό», στΘεποθέλει νεναι φίλος τοῦ ἀνθρώπου, ποὺ ἔρχεται νκαταυγάση μτὸ ἄκτιστο φς τοθείου Προσώπου του τπρόσωπο τοῦ ἀνθρώπου. Ἡ ἀφηρημένη τέχνη, πτφύση της, δν χει τίποτε μέσα της ποντς πιτρέπη νγνωρίση κανμιλήση γιτν «Λόγον ποὺ ἐγένετο σάρξ». Τί μπορενπῆ ἡ τέχνη ατγιτν Εχαριστία, γιτμεταμόρφωση τοῦ ὑλικοκόσμου κατν λικν μας σωμάτων, γιτν νάσταση τς σαρκός; Στς καλύτερες περιπτώσεις, μένει πλς να θαβώρειο φς χωρς τΧριστό· φωτεινότητα τν γίων χωρς τος γίους· μιὰ ἀκτίνα, δέσμια μέσα στν πικράτεια νς μαγικοκαθρέφτη, σημεο ψευδς μις ατοτιμωρίας, μις συγκυρίας ποπαρέμεινε νολοκλήρωτη, μις βιοτς ποὺ ἀπαρνήθηκε τν λπίδα.
πτος πολλος καποικίλους τρόπους ποὺ ὑπάρχουν γινπλησιάση κανες φιλοσοφικτθέμα μας, κενος πομπορενμς βοηθήση περισσότερο νπροσδιορίσουμε τφύση τς φηρημένης τέχνης εναι, σφαλς, λεγόμενη σοφιολογικὴ ἀντίληψη. Σύμφωνα ματν τθεωρία, στν βασικότερη τουλάχιστον μορφή της, κάτω πτφαινόμενη, τν κινούμενη καμεταβαλλόμενη ψη τν ντων βρίσκεται τθεμέλιο το«δεατο» – μτν πλατωνικσημασία τοῦ ὄρου. Τθεμέλιο τοτο εναι οἱ ἰδανικές, ορυθμιστικς ρχς τν πραγμάτων, κενες πολέγονται πίσης «λόγοι» τν ντων. Ατς ὁ ἰδανικς κόσμος ποὺ ὑπάρχει πάνω πτχωροχρονικσχήματα τοῦ ὄντος τὸ ὁποο συγκροτε καστὸ ὁποο εσχωρε, νομάζεται κτιστΣοφία. Κτιστκαγήινη, Σοφία ατεναι κατ’ εκόνα μις λλης Σοφίας, τς κτιστης καοράνιας, ἡ ὁποία – καττδιδασκαλία τν Πατέρων – κφράζει τς δέες τοΘεοκασυγκεφαλαιώνει τδημιουργικά του θελήματα «ν τκόσμ». νάμεσα στς δύο ατς Σοφίες πάρχει ριζικδιαφοροσίας· καμμιὰ ὀντολογικσύγχυσηταύτιση δν εναι μεταξύ τους πιτρεπτή. πάρχουν μως μοιότητες καντιστοιχίες· ἡ ἄκτιστη Σοφία φανερώνεται καεκονίζεται πτν κτιστή. Ἡ ἰδεώδης ατκτιστπραγματικότητα, ἡ ὀντολογικὰ ἀδιαχώριστη πτπράγματα, συνθέτει καδιαρθρώνει τσυγκεκριμένη νότητα τοκόσμου, ρχηστρώνει κασυγκροτετν πολυμέρεια τν ντων σὲ ἀδιάσπαστον καὶ ἁρμονικ«κόσμο», σὲ ἑνιαο καὶ ὀργανικκόσμημα.
Κάθε ληθινγνώση εναι κατβάθος ναγωγσ’ αττΣοφία, σύλληψη ατς τς νότητας. παρουσία τοῦ ἰδεώδους μέσα σμιὰ ἀντιληπτμορφή, ἡ ἁρμονία ποὺ ὑπάρχει μεταξύ τους, προσδιορίζει τν ασθητικὴ ὄψη τοῦ ὄντος. Ατν τν ψη γωνίζεται καλλιτέχνης νδιακρίνη, νπεριγράψη, νσχολιάση. Χάρη μως στν λευθερία τοπνεύματός του, ζωγράφος – καί, γενικά, ὁ ἄνθρωπος – μπορενπαραβτος κανόνες, μπορενδιαστρέψη τς σχέσεις. κόμη περισσότερο, πειδὴ ὁ ἄνθρωπος κινεται μμεγαλύτερη νεση καὶ ἐλευθερία στν ασθητικσφαίρα, τΚάλλος τοκόσμου μπορενὰ ἐγγίση τν καρδιά του, χωρς ντοῦ ἀποκαλύψη ναγκαστικτν ρρηκτο σύνδεσμό του μτὸ Ἀγαθ κατὸ Ἀληθές. ναζητώντας ταώνιο, τὸ ἄπειρο, τὸ ἀμετακίνητο, ὁ ἀνθρώπινος ρως μπορενσταθστν κτιστκαπεπερασμένη Σοφία, νὰ ἀρκεσθσ’ ατήν, ντσυγχύση μτΘεό, ντθεοποιήση, ντλατρεύση νττοΚτίσαντος. κόμη χειρότερα, ὁ ἄνθρωπος μπορενὰ ἐκλάβη τν διο τν αυτό τους τν πηγὴ ἀπτν ποία ναβλύζει ἡ ὕπαρξη τοκόσμου, ννομίση πς ὁ ἴδιος εναι τὸ Ἄπειρον καπς ατς καὶ ὄχι Θες εναι ἡ Ἀρχτοπαντός. τσι μως ρχίζει ἡ ὀντολογικψευδαίσθηση, ἡ ἀλλοίωση τς πραγματικότητας, ἡ ἀπ-ενεργοποίηση τς Σοφίας.
τέχνη εναι να σύστημα κφράσεων, μιὰ ἰδιάζουσα γλώσσα, τς ποίας τστοιχεα ναφέρονται στΣοφία κατν κφράζουν, πως κριβς τλόγια μας ποδίδουν τσκέψη μας. Γι’ ατό, ντίθετα π’,τι συμβαίνει μτά, χρηστικά, συμβατικσημαίνοντα, οκαλλιτεχνικς κφράσεις περικλείουν ξ παντος να περιεχόμενο, προσκομίζουν κάθε φορὰ ἕνα μήνυμα, χουν πάντοτε κάτι νπον. Στὸ ἔσχατο ριό της – ποὺ ἐγγίζει δη τν εκόνα – καλλιτεχνικὴ ἔκφραση ταυτίζεται σχεδν μτθρησκευτικσύμβολο, ποεναι νας «τόπος» που τσημαινόμαινο προβαίνει διαλείπτως παρόν. Εναι πολύτως νδεικτικὸ ὅτι στὰ ἑλληνικολέξεις «σύμβολο» κα«διάβολος»χουν τν δια ρίζα («βάλλω»)· νῷ ὅμως διάβολος χωρίζει (δι-βάλλει: βάζει χώρια), τσύμβολο νώνει (σν-βάλλει: βάζει μαζί). Πράγματι, τσύμβολο εναι μι γέφυρα ποσυνδέει καὶ ἑνώνει τὸ ὁρατκατὸ ἀόρατο, τγήινο κατοράνιο, τὸ ἐμπειρικκατὸ ἰδεδες· καί, μὲ ἐτοτο τν τρόπο, μεταφέρει τὸ ἕνα στὸ ἄλλο. Κατ’ αττλειτουργία του, ν τέλει, ποκαλύπτει τΣοφία ς περιεχόμενο τοῦ ὄντος, πιμαρτυρετν ναγωγή του πρς τσοφιανικό του θεμέλιο.
Ατὸ ἀκριβς τσημεο παραγνωρίζουν οεκονομάχοι λων τν ποχν. Οπαλαιοβυζαντινοεκονομάχοι δν μφισβητοσαν κατ’ ρχν τν ξία τν συμβόλων·πειδὴ ὅμως σαν προσκολλημένοι σμι«νακλαστική» – σμι φωτογραφική, θλέγαμε σήμερα – ντίληψη τς τέχνης (τέχνη, μίμηση ἢ ἀντίγραφο το πρωτοτύπου), πέβαιναν νήμποροι νπαραδεχθον τσυμβολικφορτίο τς εκόνας, νκατανοήσουν τι εκονογραφία φανερώνει τν πραγματοποίηση – τν παγγελία τς πραγματοποίησης – μις δέας τν ποία συνέλαβε καζωογόνησε ἡ ἄκτιστη Σοφία τοΠλάστη. τσι διέπρατταν τσφάλμα νὰ ἀρνονται τι, παράλληλα μτν ρατὴ ἀναπαράσταση μις ρατς πραγματικότητας (φωτογραφία, πορτρατο), μπορενὰ ὑπάρχη μι τελείως διαφορετικτέχνη, ποκύριος σκοπός της εναι νὰ ἀναπαραστήση τ«ρατν τοῦ ἀοράτου», μι τέχνη αθεντικκαοσιωδς ναγωγικ κασημαίνουσα. Οβυζαντινοεκονομάχοι δθεχαν μεγάλη δυσκολία νπαραδεχθον τσύγχρονη φηρημένη τέχνη μτος γεωμετρικος εκονισμούς της, π.χ. μτΣταυρχωρς τν σταυρωμένο. Ἡ ἀναγωγικότητα μως τς εκόνας εναι ριζικὰ ἀντίθετη πρς ,τι ποτελετν ναγωγικότητα τοπορτραίτου τς φωτογραφίας· κατπρτο καβασικλόγο ναφέρεται στν «πόσταση», στπρόσωπο τοεκονιζομένου καστ«οράνιο» σμα του – σὲ ὅ,τι, δηλαδή, ποτελεῖ ἢ μπορενὰ ἀποτελέση τγνήσιο θεμέλιο τς φαινόμενης καὶ ἐμπειρικς ψης του, τσοφιολογικβάθος τοεναι του.
ταν θφθάση τΠλήρωμα πρς τὸ ὁποο λα τείνουν, θπραγματοποιηθῆ ἡ ἐσχατολογικσύνθεση το«οράνιου» κατο«χοϊκο» (βλ. Α΄ Κορ. ιε΄ 42 - 49). ν τμεταξύ, τέχνη προγεύεται αττΠλήρωμα κατὸ ἀποκαλύπτει προφητικά· μέσα πτσημερινὴ ἀτέλεια φήνει νδιαφαντπρόσωπο τς τελειότητας, προαναγγέλλει τμυστήριο τοῦ ὄντος, προδιαγράφει τν χαρισματική του λοκλήρωση. ταν μως τέχνη παραιτεται ἢ ἀπομακρύνεται πατ τν ποστολή, μεταβάλλει φύση· ταν κριβς ρνεται νὰ ἐπιτελέση τούτη τμεσιτεία, καταποντίζεται μέσα στν πύθμενη θάλασσα τς φαίρεσης.
πτν ποψη τς σοφιολογίας, εναι φανερὸ ὅτι ἡ ἀφηρημένη τέχνη δν χει παραιτηθῆ ἀπαττν ποστολή, δν χει ρνηθαττμεσιτεία. Προσπαθενὰ ἐκφράση τΣοφία, λλμιΣοφία, πού – γιὰ ἄλλους λόγους – χει -κυρωθε, χει κτροχιασθῆ ἀπτν προορισμό της, χει διαφθαρεστν δια της τν οσία: στδιαμοιβή της μτν πραγματικότητα. Γεγονς ποματαιώνει, φυσικά, τν προορισμό της καί, συγχρόνως, καθιστᾶ ἀδύνατη τν νακάλυψη καὶ ἀποκρυπτογράφησή της, φοαττφορπρόκειται γιμι Σοφία ποὺ ἔχει χάσει τσμα της. τσι, τέχνη καταδικάζεται νὰ ἀπομένει μιψευδαισθητικ μαγγανεία τν περιστάσεων.
Ἡ ἀφηρημένη τέχνη εναι τέχνη ποπαίρνει γιθέμα της τοράνιο τόξο, βγαλμένο μως πτν ργανικότητα τοπλαισίου του. Μπορεκανες νθαυμάζη τὸ ἡλιακφάσμα, μπορενὰ ἀναλύη τχρώματά του κανκάνη πειρους συνδυασμος ματά, λλάνα οράνιο τόξο ατοτοεδους δν συνδέει πιτν ορανμτγ, δν μολογετίποτε τοσιδες στν νθρωπο. Τοράνιο τόξο δν εναι διόλου να παιχνίδι χρωμάτων, δν εναι πλς να ασθητικὸ ἀντικείμενο· σύμφωνα μτν γία Γραφή, εναι τμέγα σύμβολο τς Διαθήκης – δηλαδή, τς συμφωνίας, τοσυμβολαίου – μεταξΘεοκαὶ ἀνθρώπων. Στν ρχαία εκονογραφία τοράνιο τόξο ποβαστάζει τσμα τοϋ Χριστο-Παντοκράτορος, τοΚυρίου τς στορίας, ποὺ ἔρχεται στγμας γινπροσφέρη στν καθένα καστκάθε τί τος στείρευτους θησαυρος τς γάπης, τς χάρης, τς δόξης του.
μεγάλη ναπαραστατικτέχνη μς προσφέρει τὸ ὅραμα τν μεγάλων Δασκάλων, μέσα στὸ ὁποο τπάντα μεταμορφώνονται. νακαλύπτει τγήινη Σοφία στν ρμονία τν δύοψεών της, τς πραγματικς κατς συμβολιζόμενης· τν ψάλλει καοκοδομετΝαό της. λλὰ ὁ Νας ατός, γινγίνη σρξ μψυχος, μεταμορφωμένη, θεοφαντορική, πρέπει νὰ ἀναχθσυνειδητά, μτν πίστη κατν γιότητα τοῦ ἀνθρώπου, στθεο Φς, στν κτιστη Σοφία. γήινη, κτιστΣοφία εναι πλς τὸ ἀμφίβολο κάτοπτρο, τψεγαδιασμένο πτν πτώση, τς θείας Δόξης· γι’ ατκαὶ ἡ Τέχνη παραμένει στν οσία της κάτι τβαθύτατα μφίβολο, κάτι ριζικδιφορούμενο. Γινσυναντήση κανες τθεία ραιότητα πρόσωπο πρς πρόσωπο, γινδεχθτν νεργητικὴ ἀκτινοβολία τς θείας Χάριτος, πρέπει μμιὰ ἀποφασιστικ  μ ε τ α φ ο ρ ά, μὲ ἕνα ριστικξεπέρασμα τοασθητοσο κατονοητο, νδιαπεράση τς μυστικς θύρες τοΝαοκανπροσχωρήση στὰ ἐνδότερα· λλὰ ἐκεθβρτν Εκόνα. Εκόνα δν εναι πιὰ ἡ ἐπίκληση, λλὰ ἡ Παρουσία. Τθεο Κάλλος ρχεται νσυναντήση τπνεμα μας, χι γιντγοητεύση καντμαγέψη, λλα γιντὸ ἀνοίξη καντομεταγγίση τφλέγουσα γγύτητα τοπροσωπικοΔημιουργο. συγκατάβαση τς οράνιας Σοφίας εναι κείνη πομεταβάλλει τγήινη Σοφία σὲ ἀκτινοβόλο γγεο της, σφλεγόμενη Βάτο.
τέχνη τς εκόνας δν εναι ατόνομη· μπεριέχεται στλειτουργικμυστήριο καὶ ἀναδύεται λουσμένη στΘεία Παρουσία. Μέσα στν λευθερία τς σύνθεσής της, διαθέτει καττβούλησή της τστοιχεα ατοτοκόσμου, στν καθολικὴ ὑπαγωγή τους στπνευματικό. Μπορενὰ ἀναπαραστήση τν Παρθένο μτρία χέρια, νκάνηνα μάρτυρα νπερπατάη κρατώντας στχέρια του τὸ ἴδιο του τκεφάλι, ν’ ποδώση σ’ να κατΧριστν σαλό τχαρακτηριστικὰ ἑνς σκύλου, νβάλη τκρανίο τοῦ Ἀδμ στβάση τοΣταυρο, νπροσωποποιήση τν κόσμο μτχαρακτηριστικὰ ἑνς γέρου Βασιλιά, κατν ορδάνη μ’ να ψαρά, νὰ ἀνατρέπη τν προοπτικκανὰ ἀποκορυφώνη σ’ να μόνο σημεο λους τους χρόνους κι λα τδιαστήματα. Τφςδεναι κάτι  π ε ρ ι σ σ ό τ ε ρ ο  πτντικείμενο· ξιοποιεται, μέσα πτχρωματικὴ ὕλη, χάριν τς εκόνας, τν αναδεικνύειφ’ αυτςπαστράπτουσα, κάτι ποκαθιστ περιττκάθε πηγφωτός, πως κριβς κα στν πολιτεία τς ποκαλύψεως. 
Χωρς νμπορ κανες ντὸ ἀποδείξη, διαισθάνεται τι σύγχρονη φηρημένη τέχνη πηγάζει πτχριστιανικεκονογραφία, πτμουσουλμανικὸ ἀραβούργημα, πτν πανανθρώπινη νοσταλγία γιτὸ ὑπερβατικό. λλά, μτνὰ ὑπογραμμίζη κανες αττν ρχικσυγγένεια, δν κάνει τίποτε λλο παρνὰ ἀναζωπυρώνει τν μοιβαία δυσπιστία. σφαλς, ἡ ἐκπόρνευση τς μορφις σοδυναμεκαμτβεβήλωση τς μυστικς θεωρίας. Εναι γεγονς πς ἡ ὡραιότητα ξευτελίστηκε, παγκοσμίως, καὶ ὁ στοχασμς πο-ιεροποιήθηκε. Ὁ ἀκαδημαϊσμς τς τέχνης, πως λλωστε καὶ ὁ ἀκαδημαϊσμς τς θεολογίας κατοκηρύγματος, καγενικὰ ὁ ἀκαδημαϊσμς τς χριστιανικς ζως, χουν προκαλέσει μιδίκαιη ξέγερση, μιν ναζήτηση γεμάτη πάθος – λλκαπόσο τραγική – τς λήθειας. Κάθε μως ξέγερση, κάθε νταρσία, προσκομίζει ντός της τν δια της τν περβατικότητα: Τ ατο-ξεπέρασμά της. ν πάρχη κόλαση, ατσυμβαίνει πειδτΦς μφαίνεται «ν τσκοτί». Ἡ ἐλπίδα τοῦ ἀντιθέτου, διαλεκτικὴ ἀκόμα τς «μετανοίας», εναι μυστικπηγὴ ὅλων κείνων τν θλίψεων, τοπόνου κατν βασάνων ποὺ ὀνομάζουμε συνήθως «κόλαση». τεράστια πιχείρηση κατεδάφισης, τόσο στενσυνυφασμένη μτν φηρημένη τέχνη, εναι μι μορφὴ ἀσκητισμο, ξαγνισμο, ερισμο, ποπρέπει νὰ ἀναγνωρίσουμε μὲ ἕνα σεβασμγεμάτο φόβο κατρόμο. νταποκρίνεται στν γνότητα τς ψυχς, στνοσταλγία γιτχαμένη θωότητα, στν πιθυμία νβρκανες τουλάχιστον μιὰ ἀκτίνα φωτς μι πινελιχρώματος πονμν χη μαυρωθεῖ ἀπτσυσχέτισή του μμι μορφσυνένοχη ἢ ἁπλς μφίσημη ς πρς τν πραγματικότητα πομς περιβάλλει. Ἡ ἄρνηση τς φηρημένης τέχνης νπαραδεχθτς μορφς τοκόσμου τούτου πιτελε, λλωστε, στπιβαθσημεο τς δίψας της, μιὰ ἐπιτακτικὴ ἀξίωση το«λως λλου».τέχνη ατεναι μικραυγή, μι διαμαρτυρία· διαλαλεσὲ ὅλους τους τόνους τι ποβαίνειδύνατον, κανείς, νζήση σγνήσιος καλλιτέχνης, σν πραγματικς δημιουργός, μέσα σὲ ἕναν κόσμο κλεισμένο στν αυτό του, γκαταλειμένο στν γωισμό του, στερημένον πτθεία του διάσταση. Πς ν«δούλεψη» καλλιτέχνης πάνω σ«νεκρς φύσεις», πάνω σμιὰ ὕλη ποὺ ἔχει χάσει πικάθε λπίδα γιτν νάσταση; δῶ ἀσφαλς βρίσκεται τεράστια σημασία τς μοντέρνας τέχνης. ρχεται νλυτρώση πκάθε προκατάληψη, νκαταργήση τν περιττδιακόσμηση, νὰ ἀπαλλάξη πτὸ ἄχρηστο, τὸ ἄσκοπο, τὸ ἀνούσιο, τμσημαντικό. Χάρη σ’ ατήν, χασαν τσοβαρότητά τους οἱ ἀθλιότητες τοῦ ἀκαδημαϊσμοτν τελευταίων αώνων, γελοιοποιήθηκε τκακγοστο το14ου αώνα. πτν ποψη ατή, σύγχρονη τέχνη, εναι χωρς μφιβολία, παράγων νανεώσεως, πνοὴ ἐαρινή. Κατόρθωσε νλιώση τος πάγους, νκαταλύση τν παλιδιαβεβλημένη ξωτερικμορφή. λλὰ ἀπδκαπέρα ρχίζει δυσκολία. Στὸ ἐπίπεδο ποβρισκόμαστε τώρα, δν εναι δυνατκαμμιὰ ἐξέλιξη, καμμιπρόοδος. Τκλειδτν μυστικν ντιστοιχιν χει χαθ, ρήξη νάμεσα στθεο ερφυσικό, πτμία, καστὸ ἀνθρώπινα θρησκευτικό, πτν λλη πλευρά, εαι τόσο ριζική, στε πλούστατα δυνατεκανες πινπεράση πτὸ ἕνα πλαίσιο στὸ ἄλλο. δρόμος ποὺ ὁδηγεστν νακάλυψη τς σωτερικς, τς «σοφιανικς» καοράνιας μορφς, στν ραση τοοράτου χάρη στὴ  δ ι α φ ά ν ε ι α  τορατο, εναι τώρα φραγμένος πτν πύρινη ρομφαία τοῦ ἀγγέλου. Μόνο τβάπτισμα τοπυρς μπορενὰ ἀναστήση, κ νέου, τν τέχνη μέσα στφς τν σχάτων πραγματοποιήσεων.
Γιτν κατάσταση αττς σύγχρονης τέχνης φέρει, χωρς μφισβήτηση, τεράστια, συντριπτικεθύνη εκονογραφία, ἡ ὁποία πτ17ο αώνα φαίνεται νὰ ἔχασε τδημιουργική της δύναμη, τζωογόνο ρμή της. κόμα καμτσημερινό της διέξοδο, πάντως, σύγχρονη τέχνη κφράζει τγεμάτη πελπισία προσδοκία της γιὰ ἕνα θαμα. λλά, πως συμβαίνει πάντοτε μτθαύματα, δν εναι δυνατνπροβλέψη κανες μποιά μορφθπαρουσιασθαττθαμα, ποσήμερα λοι, λίγο ς πολύ, περιμένουμε.
σως νπαρουσιασθσμιὰ ἀνάκτηση τοπαρθενικοβλέμματος τν γίων. Οἱ Ἅγιοι μπορον νδιακρίνουν, κόμη κασμι χούφτα γρς γς, τὰ ἀπαστράπτοντα χνη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος – τοΠνεύματος ποὺ ἔπλασε λλοτε αττν γργκαὶ ἐσμίλευσε πάνω της τπρόσωπο τοπρώτου δάμ, τοπρώτου νθρώπου, τοπροορισμένου νκαταυγασθκανλάμψη μτὸ ἄκτιστο φς τοθείου Προσώπου.
χριστιανικεκονογραφία, σήμερα περισσότερο πκάθε λλη φορά, χει ποχρέωση νξαναβρτδημιουργικδύναμη τν παλαιν εκονογράφων, νλυτρωθῆ ἀπτν κινησία μις καλλιτεχνίας τν «ντιγραφέων». σημερινς κόσμος μπορενὰ ἔχη χάσει κάθε φος, μπορενμν εναι κανς νὰ ἐκφράση τοκουμενικκατπαναθρώπινο, τν πνευματικκοινωνία τν ψυχν, εναι μως, ρκετπροετοιμασμένος (σύγχρονη τέχνη εναι μιὰ ἀπόδειξη γι’ αττπργμα) γινδεχθτν εκόνα τοΘεο, γινὰ ἑρμηνεύση τν «καιρό» μας  π ὸ  τ ὸ  φ ς  τ η ς. Πιστστν προέλευσή της, λλψιχίον τοΑἰῶνος τς Πεντηκοστς, εκόνα θκατορθώση ραγε νκλείση τν ερκύκλο τς στορίας της μτν ξαγγελία το«εαγγελίου» τς Παρουσίας κατν ποκάλυψη τοῦ ἀνθρώπινου προσώπου τοτριαδικοΠαντοκράτορος;
Ἡ ἐκκλησιαστικλατρεία μς διδάσκει σήμερα, περισσότερο πκάθε λλη ποχή, τι τέχνη παρακμάζει καὶ ἀποσυντίθεται, χι ταν παραδέχεται τν τόπο κατν ποχή της, λλμλλον ταν μποδίζεται νὰ ἐκπληρώση τὰ ἱερατικά της καθήκοντα : νγίνεται τέχνη θεοφανική· ντοποθετ, μέσα στν καρδιτν πατημένων καθαμμένων προσδοκιν, τν Εκόνα, τν γγελο τς Παρουσίας. Χλαμύδα πολυποίκιλη, φασμένη μὲ ὅλα τχρώματα τοΟράνιου Τόξου, ραιότης σοφιανικτς κκλησίας, τέχνη χει ς ποστολνμς ποκαλύψη τὸ ἀνθρώπινο πρόσωπο : τΓυναίκα τν περιβεβλημένη τν λιο, τὸ ἀγγεο πάσης εφροσύνης, τνικήτρια πάσης θλίψεως, τν πηγπάσης τρυφερότητος, τν ξαγορασμένη καθεωθεσα νθρωπότητα ποδημιουργεῖ ἡ θεία Φιλανθρωπία. 
Στην παρούσα ανάρτηση χρησιμοποιήθηκε κατά πρώτο λόγο η μετάφραση του Δ. Γ. Κουρτέση, η οποία περιέχεται στον συλλογικό τόμο «Περί ύλης και τέχνης», των εκδόσεων “Αθηνά” (Αθήνα, 1971). Σε όχι λίγα σημεία, ωστόσο, προκρίθηκαν εκφράσεις από την μετάφραση του Γιώργου Φωτόπουλου, η οποία βρίσκεται αναρτημένη στον ιστότοπο της “Μυριοβίβλου”:


Ο ζωγραφικός πίνακας ("Ζωή πλήρης χρώματος", 1907) που πλαισιώνει τη σελίδα είναι έργο της πρώτης καλλιτεχνικής περιόδου του Βασίλυ Καντίνσκυ.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου