ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Ἡ Ὀρθοδοξία εἶναι ὁ φύλακας τῆς παρακαταθήκης τῶν δογμάτων τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων καὶ τῆς διδασκαλίας τῶν Ἐκκλησιαστικῶν Πατέρων ἀπὸ τὴν ἵδρυση τῆς Χριστιανικῆς Ἐκκλησίας ἕως καὶ σήμερα.
Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία διακηρύττει, καὶ ὄχι ἄδικα, ὅτι ἀποτελεῖ τὸ θεματοφύλακα τῶν Δογμάτων τοῦ Χριστιανισμοῦ, ὅπως αὐτὰ διατυπώθηκαν ἀπὸ τὶς Οἰκουμενικὲς Συνόδους καὶ ἑρμηνεύθηκαν στὰ συγγράμματα τῶν Πατέρων. Μέσα στὰ δύο χιλιάδες χρόνια ἀπὸ τὴ ἵδρυση τῆς Μίας, Ἀποστολικῆς καὶ Καθολικῆς Χριστιανικῆς Ἐκκλησίας, ἡ Ὀρθοδοξίας εἶναι ἐκείνη ποὺ ἀποτελεῖ τὸ μόνο γνήσιο συνεχιστὴ τῆς Θρησκευτικῆς Παράδοσης καὶ διδασκαλίας ποὺ διατυπώθηκε ἀπὸ τοὺς Ἀποστόλους καὶ τοὺς Εὐαγγελιστές. Αὐτὸ ἄλλωστε φανερώνει καὶ ἡ ἐτυμολογία τῆς λέξεως «Ὀρθοδοξίας». Ὁ ὅρος σημαίνει τήν ὀρθὴ δόξα, τήν ὀρθὴ πίστη, διδασκαλία.
Ὁ ὅρος «Ὀρθοδοξία» προέρχεται ἀπὸ τὸ ἐπίθετο «ὀρθὸς» καὶ τὸ ρῆμα «δοκῶ» ἢ «δοξάζω». Σημαίνει, λοιπόν, αὐτὸς πού ἔχει τὴν ὀρθὴ δηλαδὴ τὴ σωστὴ γνώμη ἢ αὐτὸς πού ὀρθὰ δοξάζει τὸ Θεό. Ἡ ἀληθινὴ πίστη δὲν εἶναι ἀποκομμένη ἀπὸ τὴν ἐκκλησιαστική, λειτουργικὴ καὶ μυστηριακὴ ζωὴ ὡς δόξα καὶ αἶνος Θεοῦ. Ἡ ὀρθὴ πίστη εἶναι μία συνισταμένη ὅσων ἐκφράζονται στὴν Ἁγία Γραφή, τὴν Ἱερὰ Παράδοση καὶ τὴ ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας. Τὸ περιεχόμενο τῶν δογμάτων ποὺ διατυπώθηκε μέσα ἀπὸ τὶς Οἰκουμενικὲς Συνόδους παίρνει σάρκα καὶ ὀστᾶ μέσα στὴν Ἐκκλησία. Γίνεται, λοιπόν, μία δοξολογία τῆς Ἁγίας Τριάδας μέσα ἀπὸ τὴ λατρευτική, λειτουργικὴ καὶ ἐν γένει μυστηριακὴ ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας[1].
Ἡ Ὀρθοδοξία δὲν μπορεῖ νὰ θεωρηθεῖ ὡς ἕνα ἰδεολογικὸ ἢ φιλοσοφικὸ σύστημα – ρεῦμα. Οὔτε φυσικὰ ἀποτελεῖ κάποιο μουσειακὸ ἔκθεμα, κάποια λαϊκὴ παράδοση. Τέλος, δὲν εἶναι ἡ συνιστῶσα ποὺ ἐξασφαλίζει τὴ διαχρονικὴ καὶ οἰκουμενικὴ ἑνότητα τοῦ ἑλληνισμοῦ. Ὀρθοδοξία εἶναι ἡ Ἐκκλησία. Ἡ Ἐκκλησία τοῦ Κυρίου καὶ Θεοῦ καὶ Σωτῆρος ἠμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ. Ἡ «Μία, Ἁγία, Καθολικὴ καὶ Ἀποστολικὴ Ἐκκλησία» πρὸς τὴν ὁποία δηλώνουμε πίστη καὶ ἀφοσίωση μὲ τὴν ὁμολογία τοῦ Συμβόλου τῆς Πίστεως, προϊόν της Α΄ καὶ Β΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, -γνωστὸ καὶ ὡς Σύμβολο Νικαίας – Κωνσταντινουπόλεως[2]. Καὶ ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ἀποτελεῖ τὸ σῶμα τοῦ ἐνανθρωπήσαντος Λόγου, τοῦ Χριστοῦ[3]. Οἱ μετέχοντες στὸ σῶμα αὐτὸ ἀποτελοῦν τὸ λαὸ τοῦ Θεοῦ. Βασικὴ προϋπόθεση γιὰ νὰ γίνει κάποιος μέλος τοῦ σώματος τοῦ Χριστοῦ, δηλαδὴ τῆς Ἐκκλησίας Του, εἶναι νὰ ἔχει βαπτιστεῖ στὸ ὄνομα τῆς Ἁγίας Τριάδας –στὸ ὄνομα τοῦ Πατρός, τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Τέλος τὴν Ἐκκλησία ἀποτελοῦν μαζὶ κλῆρος καὶ λαός, οἱ ὁποῖοι ἑνώνονται μέσα ἀπὸ τὸ μυστήριο τῆς Θείας Εὐχαριστίας.
Ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία ὡς Σῶμα Χριστοῦ ἔχει μία διαχρονικὴ καὶ συγχρόνως παγκόσμια ἑνότητα τῆς δογματικῆς διδασκαλίας τῆς Πίστεως[4]. Ἡ διδασκαλία της ἂν καὶ διατυπώθηκε σὲ συγκεκριμένο τόπο, χρόνο καὶ ἀπὸ συγκεκριμένο πρόσωπο δὲν περιορίστηκε στὰ πλαίσια αὐτὰ ἀλλὰ ἀπὸ τὴν ἀρχὴ τόνισε τὸν οἰκουμενικὸ καὶ ἐσχατολογικὸ χαρακτήρα της[5]. 2012 χρόνια ἀπὸ τὴ γέννηση τοῦ Χριστοῦ ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία τηρεῖ πιστὰ ὅσα δίδαξε ὁ Χριστός, κήρυξαν οἱ Ἀπόστολοι, διαφύλαξε ἡ Παράδοση μέσα ἀπὸ τὴν ἐκκλησιαστικὴ καὶ λειτουργικὴ ζωή της. Πολλοὶ πιστεύουν λανθασμένα πὼς ἡ Ὀρθοδοξία εἶναι μία ἀκόμη «Ἐκκλησία». Μία «ἄποψη», δηλαδή, τοῦ χριστιανισμοῦ, ἢ ἄλλοι θεωροῦν τὴν Ὀρθοδοξία ὡς μία θρησκεία. Καὶ οἱ δύο ἀπόψεις εἶναι παντελῶς λανθασμένες. Ὀρθοδοξία στὴν κυριολεξία, ὅπως προαναφέρθηκε, σημαίνει ὀρθὴ δόξα, ὀρθὴ πίστη. Δὲν εἶναι μία ἐκ τῶν «ἐκκλησιῶν» διότι εἶναι ἡ Μόνη ἀληθινὴ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ. Αὐτὸ δὲν εἶναι φυσικὰ ἀλαζονεία ἀλλὰ ἡ Ἀλήθεια. Ἀφοῦ ὁ Κύριος ἵδρυσε μόνον μία Ἐκκλησία, πῶς μιλοῦμε ἐμεῖς γιὰ πολλές; Ἐπίσης, ἡ Ὀρθοδοξία δὲν μπορεῖ νὰ ὀνομαστεῖ θρησκεία διότι ἡ θρησκεία εἶναι δεισιδαιμονία· προσπαθεῖ νὰ καλύψει (ἡ κάθε θρησκεία) τὶς ψυχολογικὲς ἀνάγκες τοῦ ἀνθρώπου. Ἀντίθετα ἡ Ὀρθοδοξία θεραπεύει τὸν πάσχοντα ψυχικὰ ἄνθρωπο (ἐννοεῖται κάθε ἄνθρωπο) καὶ τὸν καθιστὰ ἅγιο, αὐτὸ εἶναι ἡ ἁπτὴ καὶ περίτρανη ἀπόδειξη τῆς ἀλήθειας. Ἡ Ὀρθοδοξία δὲν εἶναι ἕνα μέρος μίας τοπικῆς ἀλήθειας ἀλλὰ εἶναι μία ἀλήθεια σὲ μία παγκόσμια κλίμακα[6]. Εἶναι ἡ «Μία, Ἁγία, Καθολικὴ καὶ Ἀποστολικὴ Ἐκκλησία».
Ἐκτὸς Ἐκκλησίας δὲν ὑπάρχει Ὀρθοδοξία ἀλλὰ οὔτε καὶ σωτηρία Μακριὰ ἀπὸ τὴ ζωὴ τοῦ Ἐκκλησιαστικοῦ σώματος, αὐτὸ ποὺ οἱ πολλοὶ ὀνομάζουν Ὀρθοδοξία ἀποκόπτεται ἀπὸ τὶς ρίζες της, χάνει τὴν ταυτότητά της, γίνεται ἕνα ἁπλὸ ἰδεολόγημα. Γιὰ τὸ λόγο αὐτὸ ὁ Ἀπόστολος Παῦλος ὀνομάζει τὴν Ἐκκλησία «στύλο καὶ ἑδραίωμα Ἡ Ἐκκλησία μὲ πρωτοστάτες τοὺς φωτισμένους ἀπὸ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα πατέρες της διαφύλαξε τὴν ἀποκεκαλυμμένη ἀλήθεια ἀπὸ τὸ Χριστό. Γιατί μόνο ἡ τήρηση αὐτῆς τῆς ἀλήθειας ὁδηγεῖ στὴ σωτηρία. Οἱ πολλοὶ ἀγῶνες, ποὺ διαμέσου τῶν αἰώνων διεξήγαγε ἡ Ἐκκλησία στὰ πρόσωπα θεοφόρων ποιμένων καὶ διδασκάλων της̇ οἱ σύνοδοι ποὺ συνεκρότησε καὶ ἡ ἀνυποχώρητη ἐμμονὴ ποὺ ἐπέδειξε, πέρα ἀπὸ ἀνθρώπινες ἀδυναμίες καὶ ἀκρότητες – ἀναπόφευκτες γιὰ τὰ ἀτελῆ ἀνθρώπινα μέτρα – σ’ ἕνα καὶ μόνο ἀποσκοποῦσαν: στὴ διαφύλαξη τῆς ἀποκεκαλυμμένης ἀλήθειας. Τῆς ἀλήθειας ποὺ ἐλευθερώνει καὶ ὁδηγεῖ στὴ σωτηρία ὅποιον τὴ βιώνει. Ἐπειδὴ ἡ κατὰ Χριστὸν ζωὴ ἀποτελεῖ τὴ μετουσίωση τῆς πίστεως σὲ βίωμα καὶ ἐμπειρία.
Ἡ Ὀρθοδοξία εἶναι ἡ ἐμπειρία τῆς παρουσίας τοῦ Ἀκτίστου Λόγου τοῦ Θεοῦ μέσα στὴν ἱστορία καὶ ἡ δυνατότητα τοῦ κτιστοῦ -του ἀνθρώπου νὰ γίνει Θεὸς «κατὰ χάριν». Ἔτσι ὁ Χριστιανισμὸς δίνει τὴ δυνατότητα στὸν ἄνθρωπο νὰ φτάσει τὴ θέωση μέσα ἀπὸ ἕνα συγκεκριμένο τρόπο ζωῆς καὶ τηρώντας κάποιες «ἀρχὲς καὶ κανόνες»[7].
Στὸ σημεῖο αὐτὸ πρέπει νὰ διευκρινιστεῖ ὅτι ἄλλο φυσικὴ θρησκεία καὶ ἄλλο Ἐκκλησία. Ἄλλο ἀτομικὴ θρησκευτικότητα καὶ ἄλλο ἐκκλησιαστικὴ ἐν Χριστῷ ζωή. Ἄλλο ἀλτρουϊσμὸς καὶ φιλαλληλία καὶ ἄλλο αὐταπάρνηση καὶ θυσιαστικὴ ἀγάπη. Αὐταπάρνηση ποὺ μᾶς βγάζει ἀπὸ τὸ ἀτομικὸ κέλυφός μας καὶ μᾶς ὁδηγεῖ κοντὰ στοὺς ἄλλους. Μετατρέπει τὸ ἐγὼ σέ ἐμεῖς. Ἀγάπη ἀληθινή, ποὺ βεβαιώνει τὸν κόσμο γιὰ τὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ καὶ Πατρός: «Εἰ οὕτως ὁ Θεὸς ἠγάπησεν ἠμᾶς, καὶ ἠμεῖς ὀφείλομεν ἀλλήλοις ἀγαπᾶν»[8]
Ἑπομένως ἡ ἵδρυση τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας ἀνάγεται στοὺς χρόνους τῶν Ἀποστόλων καὶ ἡ πορεία της εἶναι συνυφασμένη μὲ τὴν ἀποστολικὴ διαδοχὴ τῶν λειτουργῶν της. Δέχεται ὡς θεμέλιό της ἀλήθειας της τὴν Ἁγία Γραφή, τὴ θεολογία τῶν Ἑπτὰ Οἰκουμενικῶν Συνόδων καὶ τὴ διδασκαλία τῶν ἁγίων Πατέρων. Τὸ διοικητικό της σύστημα εἶναι συνοδικό. Τέλος πρέπει νὰ γίνει κατανοητὸ πώς ἡ Ὀρθοδοξία εἰσῆλθε σὲ διάφορους ἀγῶνες προκειμένου νὰ διασφαλίσει τὴ συνέχιση τῆς χριστιανικῆς εὐαγγελικῆς ἀποστολικῆς παράδοσης. Αὐτὴ ἡ παράδοση βρίσκεται σὲ κίνδυνο μπροστὰ στὴν παγκοσμιοποίηση, τὴ νεωτερικότητα, τὸν Οἰκουμενισμὸ σύμφωνα μὲ μερικοὺς λαϊκοὺς χριστιανοὺς καὶ ἱεράρχες, ἐνῶ ἡ ἄλλη ἄποψη εἶναι ὅτι μέσα ἀπὸ τὴν παρουσία μίας δυναμικῆς Ὀρθοδοξίας θὰ μπορέσουν καὶ οἱ ἄλλες Χριστιανικὲς Ὁμολογίες νὰ ἐπαναπροσδιοριστοῦν καὶ νὰ διορθώσουν πιθανὰ λάθη τοῦ παρελθόντος.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α:
ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΚΑΙ ΘΡΗΣΚΕΙΑ
1. Πολιτική καί Θρησκεία: Δύο ὅροι ἀλληλοσυμπληρώμενοι ἤ ἀλληλοσυγκρουόμενοι;
Ἡ μελέτη τῆς ἀνθρώπινης ἱστορίας βρίθει ἀπὸ παραδείγματα ποὺ ἡ πολιτικὴ καὶ ἡ θρησκεία βρέθηκαν συναγωνιστὲς κάτω ἀπὸ τὴν ἴδια σημαία ἢ ἀντίπαλοι σηκώνοντας διαφορετικὰ λάβαρα. Στὸν πρόλογο τῆς παροῦσας μελέτης ἔγινε μία μικρὴ ἀναφορὰ σὲ παραδείγματα τῆς ἱστορίας ποὺ ἡ θρησκεία συμπορεύτηκε ἢ συγκρούσθηκε μὲ τὴν πολιτική. Ἐδῶ θὰ γίνει πιὸ ἐκτενὴς καὶ ἀναλυτικὴ ἀναφορά. Πρίν, ὅμως, τὴν ὁποιαδήποτε ἐξέταση τοῦ θέματος, θὰ γίνει προσπάθεια νά δοθεῖ ἕνας ὁρισμὸς τῶν ἐννοιῶν πολιτικὴ καὶ θρησκεία.
Πολιτικὴ εἶναι ἡ συντονισμένη δράση ἀτόμων ἢ κοινωνικῶν ὁμάδων μὲ σκοπὸ νὰ πετύχουν στόχους ποὺ ἀφοροῦν τὸ κοινωνικὸ σύνολο. Μὲ τὴν πολιτικὴ οἱ ἄνθρωποι ὀργανώνουν τὴν κοινωνική τους συμβίωση. Συμμετέχουν σὲ μία δημόσια διαδικασία, προκειμένου νὰ ἀντιμετωπίσουν προβλήματα ποὺ ἀφοροῦν κοινωνικὲς ὁμάδες ἢ τὸ κοινωνικὸ σύνολο[9]. Ὅσον ἀφορᾶ στὸ δεύτερο ὄρο «Θρησκεία» θὰ μποροῦσε νὰ τοῦ δοθεῖ ἡ ἑξῆς σημασία: Ἡ θρησκεία εἶναι ἡ σχέση ποὺ ἀναπτύσσει ὁ ἄνθρωπος μὲ μία δύναμη ἀνώτερη ἀπὸ ἐκεῖνον. Συνήθως οἱ διάφορες θρησκεῖες ἐκτός του Χριστιανισμοῦ εἶναι ἀποκύημα τῆς ἀνθρώπινης φαντασίας. Ὁ Χριστιανισμὸς θεωρεῖται καὶ εἶναι ἡ εἴσοδος τοῦ Δευτέρου Προσώπου τῆς Ἁγίας Τριάδας στὸν κόσμο μὲ τὴν ἐνανθρώπησή Του. Ἑπομένως, μὲ αὐτὴν τὴν ἔννοια ὁ Χριστιανισμὸς δὲν εἶναι θρησκεία ἀλλὰ ἀποκάλυψη.
Σήμερα μαζὶ μὲ τὸν Χριστιανισμὸ, οἱ βασικὲς θρησκεῖες εἶναι πέντε: Ἰουδαϊσμός, Χριστιανισμός, Μωαμεθανισμός, Βουδισμός, Ἰνδουισμός. Ἡ κάθε μία ἀπὸ αὐτὲς πιστεύει στὴν ὕπαρξη ἑνὸς ἀνώτερου ὄντος, τοῦ Θεοῦ. Ἡ διδασκαλία περὶ Θεοῦ ἔχει παγιωθεῖ στὴ διδασκαλία τῆς θρησκείας καὶ βρίσκεται σὲ ἀπόλυτη συνάρτηση μὲ τοὺς χώρους λατρείας τῆς ἑκάστοτε θρησκείας καὶ τὴ διδασκαλία της.
Συνοπτικά, προαναφέρθηκαν κάποια περιστατικὰ τῆς καλῆς ἢ ὄχι σχέσεως τῆς θρησκείας μὲ τοὺς πιστούς της σὲ σχέση μὲ τὴν πολιτική. Στηρίζει ἡ μία τὴν ἄλλη; Μήπως ἡ μία λειτουργεῖ σὰν ὄχημα, γιά νὰ ὑλοποιήσει τὰ σχέδιά της ἄλλης;
Πολλὲς φορὲς στὴν ἀρχαιότητα ἡ θρησκεία καὶ μάλιστα ἐκείνη τοῦ Δωδεκάθεου ἀποτελοῦσε τὸ συνεκτικὸ κρίκο ποὺ ἕνωνε τίς Μητροπόλεις μὲ τὶς ἀποικίες στὴν ἀρχαίας Ἑλλάδα. Συγχρόνως, ὅλοι σχεδόν οἱ ἀρχαῖοι Ἕλληνες εἶχαν δυνατοὺς δεσμοὺς μὲ τὴ θρησκεία τους. Ἔτσι παρὰ τὶς διάφορες τοπικὲς θεότητες ποὺ λατρεύονταν, ὑπῆρχε κοινὴ πίστη στοὺς ἀρχαίους Δώδεκα Θεοὺς τοῦ Ὀλύμπου.
Στὰ ρωμαϊκὰ χρόνια, ἡ λατρεία τοῦ Δωδεκάθεου σὲ συνάρτηση μὲ τὴ λατρεία τοῦ αὐτοκράτορα ἀποτελοῦσε ἕνα ἀπὸ τὰ μέσα ἐνοποίησης τῆς Ρωμαϊκῆς Αὐτοκρατορίας. Ὁποιαδήποτε ἄλλη θρησκεία γινόταν ἀποδεκτὴ στὴν αὐτοκρατορία ἐκτός του Χριστιανισμοῦ. Αὐτὸ συνέβαινε, γιατί ἡ διδασκαλία τοῦ Χριστιανισμοῦ δὲν ἀναγνώριζε καὶ δὲν ἀποδεχόταν τὴν ὕπαρξη ἄλλων «πραγματικῶν» θεῶν, παρὰ μόνο Ἐκείνου τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ. Αὐτό, σύμφωνα μὲ τὴν τότε ἀντίληψη περὶ θρησκείας στὴ ρωμαϊκὴ ἐποχή, ὑπέσκαπτε τὰ θεμέλια της Ρωμαϊκῆς Αὐτοκρατορίας. Τόνοι αἵματος χριστιανῶν μαρτύρων ἀποτελοῦν τὴν ἀδιαμφισβήτητη μαρτυρία ὅτι στὴ ρωμαϊκὴ ἐποχὴ ὑπῆρξε σφοδρὴ σύγκρουση μεταξὺ πολιτείας καὶ κατεστημένης εἰδωλολατρικῆς θρησκείας ἔναντι τοῦ Χριστιανισμοῦ.
Στὸ προοίμιο τῆς Βυζαντινῆς ἐποχῆς τὸ διάταγμα τῶν Μεδιολάνων τὸ 313 ἀποτέλεσε τὴν ἀρχὴ τῆς στενῆς συνεργασίας-σύζευξης τοῦ Χριστιανισμοῦ μὲ τὴν Πολιτεία. Ἐπιπλέον, μελετώντας τὰ ἱστορικὰ κείμενα τῆς ἐποχῆς, εἶναι εὔκολο κανεὶς νὰ διαπιστώσει πόσο ἡ Πολιτεία στήριξε τὴ Χριστιανικὴ θρησκεία ἀλλὰ καὶ τὸ ἀντίστροφο. Τὸ Βυζάντιο θεωρεῖται κατεξοχὴν ἡ πρώτη Χριστιανικὴ Αὐτοκρατορία. Μόνο τὴν περίοδο τοῦ Ἰουλιανοῦ του Παραβάτη καὶ τὴν περίοδο τῆς εἰκονομαχίας, ἡ πολιτικὴ ἐξουσία βρίσκεται μέσα σὲ ἕναν πόλεμο μὲ τὸ Χριστιανισμό, μὲ σκοπὸ νὰ τὸν παραγκωνίσει ὁλοκληρωτικά.
Στὴν Εὐρώπη ὁ Χριστιανισμὸς ἀποτέλεσε τὸ μέσο ποὺ βρῆκε μεγαλύτερο ἔρεισμα στὸ λαὸ ἡ διοίκηση τοῦ Καρλομάγνου. Παράλληλα πολλὲς φορὲς ἡ Δυτικὴ Χριστιανικὴ Ἐκκλησία βοήθησε στὴν ἰσχυροποίηση μίας πολιτικῆς ἐξουσίας. Ἔτσι πολλοὶ ἡγεμόνες τῆς Εὐρώπης ἔσπευδαν νὰ ἀναπτύξουν στενὲς σχέσεις συνεργασίας μὲ τὸν Πάπα προσφέροντάς του ἀκόμα καὶ ἐδάφη[10].
Ἐκτός, ὅμως, ἀπὸ τὴ Χριστιανικὴ διδασκαλία καὶ τὴ σχέση της μὲ τὴν πολιτικὴ ἐξουσία, ὑπάρχει καὶ τὸ παράδειγμα τοῦ Μωάμεθ. Ὁ τελευταῖος προκειμένου νὰ ἑνώσει τὶς διάφορες ἀραβικὲς φυλὲς δημιούργησε μία θρησκεία, μὲ στοιχεῖα εἰδωλολατρικά, χριστιανικὰ –κυρίως αἱρετικὰ μονοφυσιτικὰ- καὶ ἰουδαϊστικά. Ἔτσι ἡ θρησκεία τῶν Μουσουλμάνων ἀποτέλεσε τὸ θεμέλιο πάνω στὸ ὁποῖο κτίστηκε ἡ Ὀθωμανικὴ Αὐτοκρατορία.
Ἡ μεγάλη σύγκρουση τῆς θρησκείας μὲ τὴν πολιτικὴ ἐξουσία ἀρχίζει ἀπὸ τὰ χρόνια του Διαφωτισμοῦ. Αὐτὸς εἶναι τὸ ἰδεολογικὸ οἰκονομικὸ καὶ κοινωνικοπολιτικὸ ρεῦμα ποὺ ἀμφισβητεῖ κάθε αὐθεντία ἄρα καὶ τὶς θρησκεῖες. Ἡ περίοδος τῆς νεωτερικότητας ποὺ κάνει τὰ πρῶτα δειλὰ βήματα μὲ τὸ κίνημα τοῦ Διαφωτισμοῦ καὶ ἰσχυροποιεῖται μὲ τὴ Βιομηχανικὴ Ἐπανάσταση φέρνει μία σύγκρουση μεταξὺ θρησκείας καὶ πολιτικῆς ἐξουσίας ἢ σκέψης. Αὐτὴ τὴ σχέση, ποὺ ὑφίσταται μὲ βάση τὴ νεωτερικότητα, θὰ πρωταγωνιστήσει στὸ κύριο μέρος τῆς συγκεκριμένης ἐργασίας.
2. Ἡ «ἐπανάσταση» τῶν Χριστιανῶν ἐναντίον τῶν Χριστιανῶν.
Ἡ περίοδος τῶν θρησκευτικῶν Μεταρρυθμίσεων.
Ὁ π. Ἰωάννης Μάγιεντορφ, καθηγητὴς Βυζαντινῆς Ἱστορίας στὸ Πανεπιστήμιο Fordham, ὁρίζει τὴ Μεταρρύθμιση ὡς μία ἀπόπειρα μὲ σκοπὸ τὴν ἀπελευθέρωση τοῦ Δυτικοῦ Χριστιανισμοῦ ἀπὸ τὸ Σχολαστικὸ περίγραμμα τῆς σκέψης ποὺ τοῦ ἐπέβαλλε ἡ Ρωμαιοκαθολικὴ Ἐκκλησία καὶ γιὰ τὴν ἐπαναφορά του στὴν Ἁγία Γραφὴ καὶ τὸν πρώιμο Χριστιανισμὸ[11]. Τὸ πνεῦμα τῆς Μεταρρύθμισης θεωροῦσε ἀσήμαντα τὰ πράγματα αὐτῆς τῆς ζωῆς καὶ ἔδινε μεγάλη σημασία στὴν ἄλλη ζωὴ[12]. Πρωτεργάτες τῆς Μεταρρύθμισης ὑπῆρξαν ὁ Λούθηρος καὶ ὁ Καλβίνος μὲ σκοπὸ νὰ ἐπιστρέψουν τοὺς Χριστιανοὺς καὶ κατὰ συνέπεια τῆς Ἐκκλησίας στὴ διδασκαλία τοῦ Ἁγίου Παύλου καὶ τοῦ ἱεροῦ Αὐγουστίνου[13].
Ἡ ἀφορμὴ γιὰ τὴν ἔναρξη τοῦ κινήματος τῆς Μεταρρύθμισης ἐντοπίζεται στὴν ἔκδοση, τὸ Μάρτιο τοῦ 1517, ἀπὸ τὸν Πάπα Λέοντα Ι’ τῆς σημαντικότερης ἀπὸ τὶς «ἀφέσεις» ἢ συγχωροχάρτια (indulgentiae) του. Ὁ Λέων Ι΄ χρειαζόταν χρήματα γιὰ τὴν ἀποπεράτωση τοῦ ναοῦ τοῦ Ἄγ. Πέτρου στὴ Ρώμη. Ἔτσι ἐξέδωσε μία Παπικὴ Βούλα, μὲ τὴν ὁποία παρεῖχε «ὁλοκληρωτικὴ ἄφεση» σὲ ὅσους θὰ συνέβαλλαν οἰκονομικὰ στὸ σκοπὸ αὐτὸ[14].
Ὁ Λούθηρος ἀντιδρᾶ καὶ ἔτσι τὴν παραμονὴ τῆς ἑορτῆς τῶν Ἁγίων Πάντων, στὶς 31 Ὀκτωβρίου 1517, θυροκολλᾶ ὁ ἴδιος τὶς περίφημες 95 Θέσεις του στὴν εἴσοδο τῆς ἐκκλησίας τοῦ κάστρου τῆς Wittenberg καὶ ἀνακοινώνει πὼς εἶναι ἕτοιμος νὰ τὶς ὑποστηρίξει δημόσια. Οἱ Θέσεις ἦταν γραμμένες στὴ Λατινικὴ καὶ καυτηρίαζαν τόσο τὶς καταχρήσεις στὸ ζήτημα τῶν ἀφέσεων, ὅσο καὶ τὶς γενικότερα ἐσφαλμένες δογματικὲς ἀρχὲς στὶς ὁποῖες στηριζόταν ἡ ἔκδοσή τους. Ἡ 31η Ὀκτωβρίου 1517 σηματοδοτεῖ τὴν ἐπίσημη ἔναρξη τῆς Μεταρρύθμισης[15].
Τὸ κίνημα τῆς Μεταρρύθμισης ἢ ἀλλιῶς ἡ Προτεσταντικὴ Ἐπανάσταση ἐκτὸς ἀπὸ τὸ θρησκευτικὸ μέρος ποὺ ἑστιαζόταν στὴν ἀντίδραση στὶς δογματικὲς καὶ γενικότερες ἀτασθαλίες τῆς Ρωμαιοκαθολικῆς Ἐκκλησίας στηριζόταν καὶ στὴν ἀνάπτυξη τῆς ἐθνικῆς συνείδησης. Ἡ τελευταία ἀποτελοῦσε καὶ καταλυτικὸ παράγοντα στὴν ἄνοδο στὸ θρόνο ἀπόλυτων μοναρχῶν. Παράλληλα ἦταν ἀρνητικοὶ στὴν ἐπέμβαση τοῦ πάπα στὶς ἐσωτερικὲς ὑποθέσεις τῆς Ἀγγλίας, Γαλλίας καὶ Γερμανίας[16].
Ἂν καὶ ὁ Λούθηρος καὶ οἱ θεολογικές του ἀπόψεις ἔγιναν γρήγορα ἀγαπητὲς στὴ Γερμανία καὶ κέρδισαν μεγάλο ἔδαφος ἔναντί του ρωμαιοκαθολικισμοῦ, ἐντούτοις φαίνεται νὰ μὴ βρίσκουν τὴν ἴδια ἀνταπόκριση ἔξω ἀπὸ τὸ γηγενές τους περιβάλλον[17]. Τὶς ἀπόψεις τοῦ Λούθηρου ἔρχονται νὰ ἀντικαταστήσουν ἢ νὰ συμπληρώσουν οἱ διδασκαλίες τοῦ Ζβίγγλιου καὶ τοῦ Καλβίνου. Αὐτοὶ διαμόρφωσαν νέα «χριστιανικὴ θρησκεία», ἀσκώντας ἰσχυρὲς ἐπιδράσεις στὰ πολιτικὰ τεκταινόμενα τῶν εὐρωπαϊκῶν χωρῶν, ὅπως ἡ Γαλλία, ἡ Ἐλβετία, οἱ Κάτω Χῶρες.
Στὴν Ἀγγλία πρόσφορο ἔδαφος βρίσκουν οἱ θεολογικὲς ἀπόψεις τοῦ Οὐίκλιφ καὶ τοῦ Θωμᾶ Μόρ. Ἡ διάδοση τῶν ἀπόψεων αὐτῶν βρίσκει μέσο τὴν πολιτικὴ ἐξουσία ποὺ ἀσκοῦσε ὁ βασιλιὰς Ἐρρίκος ὁ Η΄καὶ τὸ ζήτημα μὲ τὸ διαζύγιό του. Ἔτσι τὸ 1534 ἡ Ἀγγλικανικὴ Ἐκκλησία λυτρώνεται ἀπὸ τὰ δεσμὰ τῆς Ρωμαιοκαθολικῆς καὶ ὁρίζει κεφαλὴ τῆς τὸν ἑκάστοτε βασιλιά.
3. Ἀντιμεταρρύθμιση
Ὁ μηχανισμὸς τῆς Ρωμαιοκαθολικῆς Ἐκκλησίας κλονίσθηκε συνθέμελα ἀπὸ τὶς μεταρρυθμιστικὲς κινήσεις στὴν Εὐρώπη. Γρήγορα, λοιπόν, ξεκίνησε τὴν ἀντεπίθεση μὲ ρητορικὰ καὶ ἔντυπα προπαγανδιστικὰ μέσα. Ἀναπαρίσταναν σὲ φυλλάδια τὸ Λούθηρο καὶ τὸν Καλβίνο ὡς διαβόλους. Ἐπίσης ἔθεσε σὲ λειτουργία τὶς συνήθεις μεθοδεύσεις περιθωριοποίησης τῶν ἀποστατῶν καὶ ἀντιπάλων του πάπα. Ὁ Λούθηρος κατηγορήθηκε ὡς αἱρετικὸς (ἐκείνους τοὺς αἰῶνες μία βαρύτατη κατηγορία), γιατί ἀμφισβητοῦσε τὸ ἀλάθητό του πάπα καὶ τῶν συνόδων. Τὸ ἔτος 1519 ξεκίνησε ἐναντίον του μία ἐκκλησιαστικὴ δίκη μὲ μοναδικὴ ἀναμενόμενη κατάληξη τὴν καταδίκη του. Ἐνισχυμένος ὁ μεταρρυθμιστὴς ἀπὸ τὴ θερμὴ ἀνταπόκριση τοῦ λαοῦ, ἀρνήθηκε ὁποιαδήποτε ἀνάκληση τῶν θέσεών του κι ἔτσι ὁ πάπας τὸν ἀναθεμάτισε τὸ ἔτος 1521 ὁριστικὰ ὡς «αἱρετικὸ»[18].
Ἡ Ρωμαιοκαθολικὴ Ἐκκλησία ἀντεπιτίθεται ἔναντι τῶν ἐπαναστατῶν μὲ τὴν ἵδρυση τῶν Ταγμάτων, ὅπως ἐκεῖνο τῶν Ἰησουϊτῶν. Πολλοὶ ἀπὸ τοὺς Ἰησουίτες ἀποτέλεσαν μέλη τῆς Ἱερᾶς Ἐξέτασης. Αὐτὴ εἶχε τὴν ἀποκλειστικὴ δύναμη νὰ ἀποφασίζει τί ἦταν ὄχι μόνο θεολογικὰ ὀρθό, ἀλλὰ ἐπιστημονικὰ καὶ κοινωνικά. Ἔτσι ἀποτελοῦσε ἀνεκτίμητο σύμμαχο σὲ κάθε ἡγεμόνα ποὺ ἦταν γαλαντόμος ἀπέναντι στὴ Ρωμαιοκαθολικὴ Ἐκκλησία, ἀφοῦ καταδίκαζε στὴν πυρὰ ὁποιονδήποτε λειτουργοῦσε ὡς ἀπειλή ἄμεση ἢ ἔμμεση γιὰ τὸν ἡγεμόνα ἀλλὰ καὶ γιὰ τὴν ἴδια τὴ Ρωμαιοκαθολικὴ Ἐκκλησία.
4. Ἡ σχέση θρησκειῶν καὶ Πολιτικῆς στὴν Εὐρώπη ἀπὸ τὴν ἐποχὴ τοῦ Διαφωτισμοῦ καὶ τῆς Βιομηχανικῆς Ἐπανάστασης ἕως τὸ Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο.
Ἡ ἰδέες τῆς Γαλλικῆς Ἐπανάστασης, ὅπως ἀτομικὴ ἐλευθερία, αὐτονομία, καὶ κυριαρχία ἀντιμάχονταν τή διδασκαλία τῶν θρησκειῶν ἀλλά καί τῆς Ἐκκλησίας ποὺ μιλοῦσαν γιά ἕνα ἀνώτερον ὄν καί γιά τήν ὑπακοή τῶν ἀνθρώπων σέ μία ἀνυπέρβλητη αὐθεντία, τό Θεῖο καί τούς Ἱερεῖς Του. Θεωροῦσαν, λοιπόν, τὶς θρησκεῖες συνώνυμό της αὐθεντίας, τῆς μὴ κριτικῆς σκέψης, τῆς παράδοσης, τοῦ κατεστημένου φεουδαρχικοῦ καθεστῶτος[19].
Ἡ ἀμφισβήτηση φέρνει τὸν κεκαλυμμένο ἀθεϊσμὸ πίσω ἀπὸ διάφορες θεωρίες, ὅπως ἐκείνη τοῦ deismus. Σὲ αὐτὴν ὑποστηριζόταν ὅτι ναὶ μὲν ὁ Θεὸς δημιούργησε τὸν κόσμο ἀλλὰ δὲν τὸν ἀπασχολεῖ ἀπὸ ἐκεῖ καὶ ὕστερα ἡ τύχη του. Κατὰ συνέπεια δὲν ἔχουν καμμία ἀξία οἱ προσευχές, τὰ μυστήρια, οἱ λειτουργίες ἀλλὰ καὶ οἱ ναοί. Ὁ ἀνοιχτὸς ἀθεϊσμὸς[20] ἦταν σπάνιος, ὅπως καὶ ὁ ἀνοικτὸς χριστιανισμός.
Τὸ 18ο αἰώνα ὁ Χριστιανισμὸς δίνει τὴ θέση του στὴν ἀθεΐα καὶ τὸν ἀγνωστικισμὸ[21]. Οἱ γενιὲς ποὺ ἀκολουθοῦν στὴ Γαλλία μετὰ τὴν Ἐπανάσταση τοῦ 1789 προσπαθοῦν νὰ συνθέσουν μία ἀστικὴ ἠθικὴ ποὺ θὰ ἀντικαταστήσει ἐπάξια τὴ χριστιανική. Αὐτὸ δὲν ἐπιτεύχθηκε. Τὸ μόνο ποὺ κατάφεραν ἦταν νὰ ὑποκαταστήσουν τὴ χριστιανικὴ θρησκεία μὲ διάφορες ψευδοθρησκεῖες ἢ τὴν ἐγκαθίδρυση μίας κοσμικῆς ἠθικῆς[22].
Οἱ ἄνθρωποι τῆς ἐποχῆς τῶν ἐπαναστάσεων ἀπὸ τὸ 18ο αἰῶνα ἕως τὰ μισά τοῦ 19ου στρέφονται μὲ πάθος πρὸς τὰ ἐγκόσμια. Ἂν καὶ οἱ μάζες παρέμεναν θρησκευόμενες, ἐντούτοις, ὁ δεσπόζων κοσμικὸς χαρακτήρας τῶν νέων ἐργατικῶν καὶ σοσιαλιστικῶν κινημάτων ἑστίαζε στὴ θρησκευτικὴ ἀδιαφορία, χαρακτηριστικό του προλεταριάτου[23].
Ἀντίθετα οἱ κυρίαρχες χῶρες τῆς Εὐρώπης τὸ 19ο αἰῶνα ποὺ ἀποτελοῦσαν τὴν Ἱερὰ Συμμαχία, μὲ ἀρχηγὸ της τὸν Αὐστριακὸ Μέττερνιχ θεωροῦσε ὅτι ἦταν θεϊκὴ βούληση ἡ διατήρηση τῶν καθεστώτων τῆς τυραννίας καὶ τῆς ἀπολυταρχίας καὶ μοναρχίας. Ἀντίθετα κάθε ἐπανάσταση ἐθνικὴ ἢ κοινωνικὴ ἀποτελοῦσε ἔργο τοῦ Σατανᾶ.
Ἡ ἄρνηση τῶν θρησκειῶν ἀρχίζει νὰ γίνεται γνωστὴ μὲ δυναμικὸ τρόπο μέσα ἀπὸ τὰ ἔργα τοῦ Μάρξ. Αὐτὸς χαρακτηρίζει τὴ θρησκεία ὡς ὄπιο τῶν λαῶν. Ἡ ἰδέα τῆς ἀρνήσεως κάθε θρησκείας ἀρχίζει ὄχι μόνο νὰ ὡριμάζει ἀλλὰ καὶ νὰ βρίσκει καὶ ὀπαδούς. Χαρακτηριστικὸ παράδειγμα τῆς ἀρνήσεως κάθε θρησκευτικῆς ἰδεολογίας ἀποτελεῖ ἡ Ἐπανάσταση τῶν Μπολσεβίκων στὴ Ρωσία τὸ 1917.
Οἱ δύο παγκόσμιοι πόλεμοι ἀποτελοῦν καὶ συνέπεια τῆς ἀπομακρύνσεως τοῦ ἀνθρώπου ἀπὸ τὶς θρησκεῖες. Περιθωριοποιώντας τὴ διδασκαλία τῶν θρησκειῶν καὶ δὴ τοῦ χριστιανισμοῦ, στὴν πραγματικότητα παραγκωνίζει τὴν ἀνθρωπιὰ του ἕνας λαὸς καὶ χάνει τὴν ἠθική του. Ἔτσι ἡ Γερμανία δὲ δίστασε στὸ ὅραμα τῆς δημιουργίας τῆς Ἄριας φυλῆς νὰ «ἀποθηκεύσει» στοὺς κλίβανους γιὰ τοὺς ἀνθρώπους, ἑκατομμύρια ἀνθρώπους χωρὶς τὸ παραμικρὸ ἴχνος δισταγμοῦ ἀπὸ τὸ σύνολο τῶν Γερμανῶν.
5. Οἱ Θρησκεῖες καὶ ἡ πολιτικὴ σήμερα.
Στὶς μέρες μας ἡ πολιτικὴ τῆς παγκοσμιοποίησης ἀποτελεῖ τὸ σημαντικότερο κίνδυνο γιὰ τὴν πολτοποίηση τῶν διαφόρων θρησκειῶν. Ὁ ἄνθρωπος, μέσα ἀπὸ τὴν τεχνολογικὴ ἐξέλιξη θεωρεῖ ὅτι τὸ κράτος του εἶναι ἕνα μικρὸ χωριὸ σὲ ὁλόκληρο τὸν πλανήτη.
Ἀρχικὰ ἡ παγκοσμιοποίηση θεωροῦταν εὐεργετική, ὡς βροχὴ ποὺ θὰ γονιμοποιοῦσε ὁλόκληρη τὴν οἰκουμένη[24], γρήγορα, ὅμως ἀποδείχτηκε ὡς μέσο τῶν δυνατῶν (κρατῶν –ὀργανισμῶν) γιὰ νὰ ἐπιβάλλουν τὰ δικά τους θέλω σὲ ὅλες τὶς γωνιὲς τοῦ πλανήτη. Τὰ ποικίλα μέσα ἐνημέρωσης προσπαθοῦν νὰ ὁδηγήσουν τὶς μάζες τῶν λαῶν στὴν υἱοθέτηση συμπεριφορῶν ποὺ ἐξυπηρετοῦν κάποια σχέδια[25].
Ἡ παγκοσμιοποίηση μὲ τὶς μετακινήσεις τῶν ἰδεῶν καὶ ἰδεολογιῶν βοήθησε τὴν ἐπιστήμη καὶ τὴν κοινωνία νὰ προοδεύσουν γρηγορότερα. Δυστυχῶς, ὅμως, ἡ παγκοσμιοποίηση δὲν ἔφερε μόνο θετικὰ ἀποτελέσματα ἀλλὰ καὶ ἀρνητικά. Οἱ λαοὶ ἀναγκάζονται νὰ δεχθοῦν κάποιους δῆθεν καλύτερους πολιτισμούς, νέες ἰδεολογίες μὲ σκοπὸ τὴν καταστροφὴ καὶ ἀπαξίωση τῆς ἱστορίας τῶν λαῶν, τῶν ἐθίμων καὶ τῆς παραδόσεώς τους. Αὐτό, ὅμως θὰ ἔχει ὡς ἀποτέλεσμα τὸ χάσιμο τῆς πολιτιστικῆς καὶ ἐθνικῆς ταυτότητας τοῦ ἑκάστοτε λαοῦ. Τὸ ὀδυνηρὸ στὴν ὑπόθεση εἶναι αὐτὸ ποὺ τονίζει ὁ Θουκυδίδης ὅτι, δηλαδή, ἕνας λαὸς ποὺ ἀποκόβεται ἀπὸ τὶς ἱστορικὲς ρίζες τοῦ γρήγορα ἐξαφανίζεται.
Στὸ σημεῖο αὐτὸ πρέπει νὰ γίνει ἀναφορὰ καὶ στὴ σχέση τῆς θρησκείας μὲ τὴν παγκοσμιοποίηση. Σήμερα ἀντὶ οἱ θρησκεῖες νὰ διατηροῦν ἀνόθευτες τὶς διδασκαλίες τους περνοῦν στὸ στάδιο τοῦ συγκρητισμοῦ ἀπὸ τοὺς ὀπαδούς τους. Παρατηρεῖται, συχνά, στὶς μέρες μας ἕνας Βουδδιστὴς νὰ δέχεται κάποιες θρησκευτικὲς ὀρθόδοξες διδασκαλίες ἀλλὰ καὶ τὸ ἀντίθετο.
Ἡ μετανάστευση πολλῶν ἀνθρώπων δημιουργεῖ καὶ νέες ἑστίες στὶς ἤδη ὑπάρχουσες θρησκεῖες, ὅπως τὸ Ἰσλάμ. Πολλὲς φορὲς Ἰσλαμιστὲς καὶ Μουσουλμάνοι καλοῦνται νὰ ἀνεχτοῦν ὁ ἕνας τὸν ἄλλο ἔχοντας ὅμως διαφορετικὴ κοσμοθεωρία. Ἡ συνύπαρξη, ἄλλοτε, δὲν εἶναι πετυχημένη, γιατί κάποιοι μετατρέπουν τοὺς πιστοὺς σὲ φανατικοὺς μὲ ἀποτέλεσμα τὴ δημιουργία τρομοκρατῶν.
Συμπερασματικά, ὀφείλουμε νὰ τονίσουμε ὅτι οἱ θρησκεῖες ἀποτελοῦν μέρος τῆς ταυτότητας ἑνὸς λαοῦ. Διατηρώντας τὴ θρησκεία τους οἱ λαοὶ ἴσως μπορέσουν νὰ ἀποφύγουν τὴν πολτοποίηση τῆς παγκοσμιοποίησης καὶ νὰ πετύχουν μὲ τὴ θρησκεία ὅτι δὲν μπόρεσε νὰ τοὺς προσφέρουν οἱ διάφορες πολιτικὲς ἰδεολογίες. Στὴν ἀνθρώπινη ἱστορία ἡ πολιτικὴ μὲ τὴ θρησκεία βρέθηκαν πολλὲς φορὲς σύμμαχοι ἀλλὰ καὶ πολλὲς φορές πάλι ἐχθροί. Στὴν Εὐρώπη κυρίαρχη εἶναι ἡ θρησκεία τοῦ Χριστιανισμοῦ –ἂν καὶ ὑπάρχουν σήμερα πολλὰ δόγματα. Πολλὲς φορές, ἐξαιτίας καὶ λανθασμένων χειρισμῶν τῆς Ἐκκλησίας, κυρίως τῆς Ρωμαιοκαθολικῆς, ὁ ἄνθρωπος καλεῖται νὰ ἀκολουθήσει τὴν ἑκάστοτε πολιτικὴ ἰδεολογία τῆς νεωτερικότητας. Αὐτὴ ἔρχεται σὲ σύγκρουση μὲ τὴ μέχρι τότε παράδοση.
Στὴν Ἑλλάδα ἀκόμα καὶ σήμερα ἡ σύγκρουση τοῦ λαοῦ μὲ τὴ θρησκεία θεωρεῖται σὲ ἤπια μορφή. Αὐτὸ συμβαίνει, πιθανῶς, γιατί οἱ Ἕλληνες ἔχουν ζυμωθεῖ μὲ τὴ θρησκεία τους. Φυσικὰ πολλοὶ εἶναι καὶ αὐτοὶ ποὺ ἔχουν πέσει θύματα τῆς παγκοσμιοποίησης καὶ τοῦ συγκρητισμοῦ, προσπαθώντας νὰ προβάλλουν πιὸ ἐκσυγχρονισμένο προφίλ. Σήμερα ἡ παγκόσμια οἰκονομικὴ κρίση ἔρχεται νὰ ἐπιβεβαιώσει ὅτι ὑποταγὴ στὴν παγκοσμιοποίηση εἶναι ἕνα παιχνίδι τῶν δυνατῶν της γὴς νὰ ἐπιβάλλουν τὶς ἀπόψεις του στοὺς ἀδύναμους.
Ἡ Ὀρθοδοξία ὡς κατέχουσα τὴ μοναδικὴ ἀλήθεια γιὰ τὸ Θεὸ δὲν ἔχει λόγο νὰ φοβᾶται τὸ ἄνοιγμα πρὸς τοὺς ἄλλους, ἀρκεῖ νὰ μὴν πέσει στὴν παγίδα τῆς ἰσοπέδωσης τῆς θεολογίας της, τῆς ἱστορία τῶν δογμάτων της. Ὀφείλουμε νὰ σεβόμαστε τὶς ἰδιαιτερότητες τῆς θρησκείας τοῦ ἄλλου, χωρὶς νὰ καλλιεργοῦμε τὸ μίσος καὶ τὴ μισαλλοδοξία. Ἄλλωστε καὶ οἱ πατέρες τῆς Ἐκκλησίας συνομιλοῦσαν μὲ τοὺς διάφορους αἱρετικούς της ἐποχῆς του καὶ νοιάζονταν γιὰ αὐτούς, χωρὶς ὅμως νὰ κάνουν ὑποχωρήσεις στὴ θεολογία τους. Χαρακτηριστικὸ παράδειγμα τῆς Ἐκκλησίας ἀπέναντι στὴν Παγκοσμιοποίηση εἶναι ὅτι ἡ Ἐκκλησία παρέχει φαγητό, ροῦχα, ἐπιδόματα σὲ ὅσους ἀνθρώπους ἔχουν ἀνάγκη χωρὶς νὰ ἐξετάζει σὲ ποιὸ θρήσκευμα, φυλὴ καὶ χώρα ἀνήκουν. Ἡ ἀγάπη γιὰ τὸν πλησίον μας εἶναι τὸ ἔργο τῆς Ἐκκλησίας, ἐνῶ πρέπει νὰ κατορθώσει νὰ μείνει ἀνόθευτο τὸ περιεχόμενο τῆς διδασκαλίας τῶν δογμάτων της καὶ τῆς Παράδοσής της. Ἄλλωστε ὅσες φορὲς στὸ Παρελθὸν ἐπιχειρήθηκε ἀπὸ κάποιους ἠθελημένα ἢ ἀθέλητα νὰ νοθεύσουν τὸ περιεχόμενο τῆς Ὀρθοδοξίας, ὁ Χριστός, ὡς κεφαλὴ τῆς Ἐκκλησίας τὴν προφύλαξε καὶ τὴν διαφύλαξε τότε ἀλλὰ θὰ τὴν διαφυλάσσει ἀκέραιη ἕως τὴ συντέλεια τῶν αἰώνων.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Β΄:
Ὀρθοδοξία καὶ Οἰκουμενισμός. Δρόμοι παράλληλοι ἢ ἀντίθετοι;
1. Ἡ Καθολικότητα τῆς Ὀρθοδοξίας.
Ἡ Ὀρθοδοξία, ὅπως προαναφέρθηκε, μέσα στὸ πέρασμα τῶν δύο χιλιάδων χρόνων διατήρησε τὴν πίστη της στὰ ἴδια δόγματα καὶ στὴν ἴδια Παράδοση τῆς Ἐκκλησίας ποὺ κληροδότησαν σὲ αὐτὴν ὁ Χριστός, οἱ Ἀπόστολοι, οἱ Οἰκουμενικὲς Σύνοδοι καὶ τέλος οἱ Πατέρες της. Στὸ σύμβολο τῆς Πίστεως, οἱ Πατέρες τῶν Συνόδων Νικαίας καὶ Κωνσταντινουπόλεως ἀναγνωρίζουν ὅτι ἡ Ἐκκλησία ἱδρύθηκε ἀπὸ τὸν ἴδιο τὸν Θεάνθρωπο Χριστὸ καὶ ἁγιάστηκε μὲ τὸ αἷμα Του. Εἶναι Ἐκείνη ποὺ οἰκοδομήθηκε πάνω στὸ κήρυγμα τῶν Ἀποστόλων, «ἐπὶ τῷ θεμελίω τῶν Ἀποστόλων καὶ προφητῶν, ὄντος ἀκρογωνιαίου αὐτοῦ Χριστοῦ Ἰησοῦ»[26] καὶ ἕως σήμερα ἀποτελεῖ τὴν ἀδιάκοπη συνέχεια τῆς μίας ἀδιαίρετης Ἐκκλησίας τῶν ὀκτὼ πρώτων χριστιανικῶν αἰώνων.
Ὅλους αὐτοὺς τοὺς αἰῶνες ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία πρεσβεύει ὅτι δὲν ἀποτελεῖ μία ἐπιμέρους Ἐκκλησία ποὺ βρίσκεται σὲ ἴση μοίρα μὲ τὶς πολλὲς χριστιανικὲς «ἐκκλησίες» ποὺ ὑπάρχουν τώρα, ἀλλὰ ἐνσαρκώνει στὸν ἑαυτὸ τῆς τὴ μία καὶ μόνη Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ. Ὁ καθηγητὴς Κρικώνης σημειώνει: «Ἀκριβῶς δὲ ἐπειδὴ ἡ Ἐκκλησία εἶναι σῶμα Χριστοῦ, καὶ ἐπειδὴ μία εἶναι καὶ ἡ κεφαλὴ αὐτῆς, ὁ Ἰησοῦς Χριστός, εἶναι μία, καὶ βεβαίως μετὰ μιᾶς κεφαλῆς δύναται νὰ εἶναι εἰς ὀργανικὴ σχέση ζωῆς μόνον ἐν σῶμα»[27]
Ἡ καθολικότητα τῆς Ἐκκλησίας εἶναι λάθος νὰ ἑρμηνευθεῖ μέσα στὰ στενὰ τοπικὰ ὅρια μίας περιοχῆς, μίας χώρας ἢ μίας αὐτοκρατορίας, ὅπως συνέβαινε κάποτε μὲ τὴ βυζαντινὴ αὐτοκρατορία. Μὲ τὴν καθολικότητα ἐννοοῦνται ὅλα τὰ μέρη στὰ ὁποῖα ἔχει φτάσει τὸ μήνυμα τοῦ εὐαγγελίου καὶ ὑπάρχουν βαπτισμένοι πιστοί, ἐνῶ μέλη τῆς εἶναι ὄχι μόνο οἱ ζῶντες ἀλλὰ καὶ οἱ κεκοιμημένοι, ὅσοι δηλαδὴ ἀνῆκαν, ἀνήκουν καὶ θὰ ἀνήκουν στὸ μυστικὸ σῶμα τοῦ Χριστοῦ «ζώντας τὲ καὶ τεθνεώτας», τοὺς «πανταχοῦ τῆς οἰκουμένης πιστούς», ὅλων τῶν αἰώνων, εἴτε ζῶντες εἴτε καὶ «πρὸ τῆς τοῦ Χριστοῦ παρουσίας εὐηρεστηκότες»[28] καὶ «προαπελθόντες ἐν πίστει ἐκ τῆς ἐπιγείου εἰς τὴν οὐράνιον Ἐκκλησίαν»[29]. Λόγω τῆς καθολικότητας αὐτῆς σὲ κάθε Λειτουργία κατὰ τὴ διάρκεια τοῦ μυστηρίου τῆς Θείας Εὐχαριστίας, ὁ ἱερέας προσεύχεται γιὰ τὴ στρατευμένη[30] Ἐκκλησία καὶ γιὰ τὴ θριαμβεύουσα, γιὰ τοὺς ζωντανοὺς καὶ τοὺς κεκοιμημένους[31].
Τὸ καθολικό της Ἐκκλησίας ἔχει σχέση μὲ τὴν πίστη στὴ δογματικὴ καθαρότητα, στὴν παράδοση τῶν Ἀποστόλων καὶ ὅσα ὑπάρχουν στὴν Ἁγία Γραφή, στὴν ὀρθὴ θεολογία καὶ κατὰ συνέπεια στὴ σωτηριολογία καὶ τέλος στὴ μὴ νόθευση τῆς ἐκκλησιαστικῆς ζωῆς δηλαδὴ στὰ μυστήρια καὶ στὴ θεία Λειτουργία. Μὲ ἁπλὰ λόγια ὁ ἅγιος Ἰγνάτιος Ἀντιοχείας ὑπογραμμίζει γιὰ τὴν καθολικότητα τῆς Ἐκκλησίας: «ὅπου ἂν εἶναι ὁ Χριστὸς Ἰησοῦς, ἐκεῖ ἡ καθολικὴ Ἐκκλησία»[32]. Εἶναι προφανὲς ὅτι, ἡ ἔννοια τῆς καθολικότητας, ὅπως καὶ αὐτὴ τῆς Ἑνότητας, ἐκφράζει τὴν ταυτότητα καὶ τὴν ὀρθοδοξία τῆς Ἐκκλησίας, ἀποκλείοντας ὅλα ἐκεῖνα τὰ στοιχεῖα (αἵρεση, σχίσμα) ποὺ νοθεύουν τὴν ἀδιαίρετη οὐσία της. Κατὰ συνέπεια, ἡ καθολικὴ ἐκκλησία εἶναι μόνο μία, ἐκείνη ποὺ ἔμεινε πιστὴ στὴν δογματικὴ καθαρότητα, στὴν βιβλικὴ καὶ παραδοσιακὴ θεμελίωση, στὴν ὀρθὴ σωτηριολογία, καὶ διατήρησε ἀνόθευτα τὴ θεολογία, τὴν εὐσέβεια καὶ τὰ μυστήρια.
Ἕνας ἄλλος παράγοντας ποὺ ἐξασφαλίζει τὴν καθολικότητα τῆς Ἐκκλησίας εἶναι ἡ ἀποστολικότητά της. Ἡ τελευταία στηρίζεται ταυτόχρονα μὲ τὴν ἱστορικὴ συνέχεια στὴ διαδοχὴ τοῦ ἐπισκοπικοῦ της βαθμοῦ καὶ ἀξιώματος, τὸ ὁποῖο μεταδίδεται μὲ τὴν κανονικὴ Χειροτονία τῶν ἐπισκόπων. Οἱ ἐπίσκοποι ἀποτελοῦν διαδόχους καὶ συνεχιστὲς τῶν Ἀποστόλων ἀνὰ τοὺς αἰῶνες. Εἶναι στὴ θέση τῶν Ἀποστόλων, ὅσον ἀφορᾶ στὸ ἐπισκοπικό τους καὶ ἱερατικό τους ἀξίωμα, ἀνεξαρτήτως τοῦ χρηστοῦ ἢ ὄχι χαρακτήρα τους. Αὐτὴ ἡ ἀποστολικὴ διαδοχὴ μαζὶ μὲ τὴν ἑνότητα πίστεως καὶ συνοδικῆς διοικήσεως ἀλλὰ καὶ τὸ ἀνόθευτο τῶν δογμάτων, διακρίνουν τὴν ἀληθινὴ Ἐκκλησία ἀπὸ κάθε ἄλλη αἱρετικὴ καὶ σχισματικὴ «Ἐκκλησία».
2. Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία εἶναι Οἰκουμενικὴ
Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία μέσα ἀπὸ τὴν ἱστορική της πορεία, τὴν ἱεραποστολικὴ δράση της ἀλλὰ καὶ τὸ κήρυγμά της θὰ μποροῦσε καὶ γεωγραφικὰ καὶ ὄχι μόνο πνευματικὰ νὰ θεωρεῖται καθολικὴ ἀλλὰ καὶ οἰκουμενική. Μέσα ἀπὸ τὴ συμμετοχὴ στὸ ποτήριο τῆς θείας Εὐχαριστίας καὶ τὴν ὁμολογία τοῦ συμβόλου τῆς ἑνιαίας πίστεως[33]. Ἀπὸ τοὺς πρώτους αἰῶνες ἤδη οἱ Πατέρες κάνουν λόγο γιὰ τὴν οἰκουμενικότητα τῆς Ἐκκλησίας μέσα ἀπὸ τὴ διάδοση τοῦ μυστηρίου τῆς θείας Εὐχαριστίας. Τὸ μυστήριο αὐτὸ ἑνώνει ὅλους τους ἀνθρώπους μὲ τὴ συμμετοχή τους στὴν κοινωνία τοῦ σώματος καὶ αἵματος τοῦ Χριστοῦ. Οἱ πιστοὶ παρακαλοῦν μέ τήν προσευχή τους καί κατά τή συμμετοχή τους στή θεία λειτουργία νὰ ἔλθει ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ ὄχι μόνο γιὰ ἐκείνους ἀλλὰ γιὰ ὅλο τὸν κόσμο, ἐνῶ δέονται γιὰ τὴν εἰρήνη ὅλου του κόσμου καί ὑπὲρ τῆς οἰκουμένης[34].
Ἀφοῦ λοιπόν, ἡ Ὀρθοδοξία ἔχει παγκόσμια προοπτική, γιατί ἀντιδρᾶ στὸ γεγονὸς τῆς Παγκοσμιοποιήσεως; Τὸ παγκόσμιο ὅραμα παραμένει ἡ δυναμικὴ προοπτική της ὀρθοδόξου λατρείας καὶ διδασκαλίας[35]. Ὁ Χριστὸς εἶναι ὁ ποιμένας τῆς Οἰκουμενικῆς Καθολικῆς Ἐκκλησίας. Οἱ ἔννοιες οἰκουμενικὸς (γεωγραφικὰ) καὶ καθολικὸς (πνευματικὰ) ταυτίζονται νοηματικά, σχετιζόμενες μὲ τὴν πληρότητα καὶ παγκοσμιότητα τῆς ἐν Χριστῷ σωτηρίας, ὅπως χαρακτηριστικὰ τονίζει ὁ Ἀπόστολος τῶν Ἐθνῶν Παῦλος: «Οὐκ ἔνι Ἰουδαῖος οὐδὲ Ἕλλην, οὐκ ἔνι δοῦλος οὐδὲ ἐλεύθερος, οὐκ ἔνι ἄρσεν καὶ θῆλυ πάντες γὰρ ὑμεῖς εἷς ἐστὲ ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ»[36].
Ἡ Ἐκκλησία ἀπὸ τὴν ἀρχὴ τῆς ἵδρυσής της ἔλαβε τὸν χαρακτῆρα μίας Οἰκουμενικῆς Πολιτείας, ὄχι ὅμως ὡς παγκόσμιος – συμπαγὴς ὀργανισμὸς ἀλλά ὡς γαλαξίας τοπικῶν ἐκκλησιῶν, ποὺ ἡ κάθε μία διατηρεῖ τὴν ταυτότητά της ἀλλὰ ἐναρμονίζεται μὲ τὶς ἄλλες στὴ διδασκαλία καὶ τὴ μυστηριακὴ ζωὴ[37]. Ἡ Ὀρθοδοξία ἂν καὶ Οἰκουμενικὴ[38] ἀντιστέκεται σθεναρὰ στὴν Παγκοσμιοποίηση. Αὐτὴ (=ἡ Ὀρθοδοξία) δέχεται καὶ σέβεται τὴν ταυτότητα τοῦ κάθε λαοῦ, τοῦ κάθε πιστοῦ ὁποιασδήποτε θρησκείας καὶ διαφυλάσσει τὴ δική της ταυτότητα. Ἀντιστέκεται στὴν πολτοποίηση τῆς θεολογικῆς διδασκαλίας της προσπαθώντας νὰ διδάξει στοὺς ἄλλους τὴν πραγματικὴ ἀλήθεια, ἀφοῦ μόνο ὁ Ἰησοῦς Χριστός εἶναι ὁ ἀληθινός ἐνανθρωπήσας Θεός, καὶ νὰ ἀποφύγει τὴν κονιορτοποίηση τῆς ταυτότητάς της μέσα ἀπὸ τὴν προσπάθεια ἐναρμόνισής της μὲ τὶς διδασκαλίες τῶν ἄλλων θρησκειῶν.
3. Ἡ Παγκοσμιοποίηση ὡς ὁδοστρωτήρας τῶν κοινωνιῶν, ἐθνῶν, πολιτισμῶν καὶ θρησκειῶν.
Συχνά, τὰ τελευταῖα χρόνια ἀκούγεται ἡ λέξη παγκοσμιοποίηση. Ἡ ἴδια ἡ λέξη -χωρὶς νὰ ἔχει ὁρισθεῖ ξεκάθαρα τὸ περιεχόμενό της- ἔχει ὑποστηρικτὲς ἀλλὰ καὶ ἀρνητές. Ἡ Παγκοσμιοποίηση θεωρεῖται ἡ ὁποιαδήποτε διαδικασία ποὺ ὁδηγεῖ σὲ ὑπέρβαση τῶν ἐθνικῶν ὁρίων καὶ στὴν υἱοθέτηση κοινῆς διεθνοῦς γραμμῆς σὲ ὁποιονδήποτε τομέα: στὴν πολιτικὴ ὀργάνωση, στοὺς κοινωνικοὺς θεσμούς, στὶς ἰδέες, στὶς ἀξίες, στὸ ἦθος, στὴν παιδεία, στὴν ἐπιστήμη, στὴν ἐπικοινωνία, στὴν τέχνη, στὸν πολιτισμό. Μὲ τὴν παγκοσμιοποίηση πετυχαίνεται ἡ ἀλληλογνωριμία λαῶν καὶ πολιτισμῶν. Ἔτσι καταπολεμᾶται ἡ ξενοφοβία καὶ ὁ ρατσισμὸς ἐνῶ ἀμβλύνονται πάθη καὶ μίση ἀνάμεσα σὲ λαούς. Παράλληλα διευκολύνεται ἡ διεύρυνση τῶν ἀγορῶν, ἡ μετακίνηση τῶν ἀνθρώπων καὶ ἀναπτύσσεται ἡ τεχνολογία καὶ ὁ πολιτισμὸς εὐκολότερα, ἀφοῦ ὁ καθένας μπορεῖ νὰ γίνει κοινωνὸς γνώσεων καὶ ἀνακαλύψεων ἀνὰ τὸν κόσμο.
Τὰ μειονεκτήματα τῆς παγκοσμιοποίησης εἶναι ὅτι πολλὲς χῶρες ἀναγκάζονται νὰ χάσουν τὴν ἐθνική τους ταυτότητα, νὰ «προσαρμόσουν» τὴν ἱστορία τους ὥστε νὰ μὴ γίνεται ἀναφορὲς σὲ πολέμους καὶ λάθη τοῦ παρελθόντος καὶ τέλος νὰ μαζοποιηθοῦν καὶ μὲ τὸ πέρασμα τοῦ χρόνου νὰ χαθοῦν ἀπὸ τὸ προσκήνιο. Ἐπιπλέον ὅσον ἀφορᾶ στὸ θέμα τῆς θρησκείας πολλοὶ νεωτερισμοὶ καὶ συγκρητισμοὶ προσπαθοῦν νὰ σβήσουν ἀπὸ τὸ χάρτη τὶς παραδοσιακὲς θρησκεῖες καὶ νὰ ἐπιβάλλουν μία θρησκεία μὲ κοινὰ στοιχεῖα ἀπὸ τὶς παραδοσιακές. Σὲ αὐτὸ τὸ σημεῖο προβάλλει ἡ ἀντιπαράθεση μερικῶν ὀρθοδόξων. Ὁ Ὀρθόδοξος Χριστιανισμὸς θεωρεῖται ὄχι μία θρησκεία ποὺ εἶναι ἕνα ἀνθρώπινο κατασκεύασμα ἀλλὰ εἶναι ἡ ἀποκάλυψη τοῦ Θεοῦ στὸν κόσμο. Ὁ μόνος ἀληθινὸς Θεὸς εἶναι Ἕνας καὶ συγχρόνως Τριαδικός. Τὸ δεύτερο πρόσωπο τῆς Ἁγίας Τριάδας ὁ Θεὸς Λόγος ἐνανθρωπίστηκε μέσω ἀπὸ τὴ μήτρα τῆς Παρθένου Μαρίας. Ἔγινε τέλειος ἄνθρωπος παραμένοντας συγχρόνως τέλειος Θεός. Κατὰ συνέπεια οἱ Ὀρθόδοξοι Χριστιανοὶ δὲν μποροῦν οὔτε νὰ συμπροσεύχονται μὲ ὀπαδοὺς ἄλλων θρησκειῶν, -ἀφοῦ γιὰ ἐκείνους καμμία ἄλλη θρησκεία δὲν εἶναι ἀληθινὴ- ἀλλὰ οὔτε μὲ αἱρετικούς τῆς ἴδιας τῆς θρησκείας τους. Οἱ ἀλλόθρησκοι πιστεύουν σὲ ψεύτικους Θεούς, σὲ εἴδωλα. Οἱ αἱρετικοὶ ἔχουν ἀποσχιστεῖ ἀπὸ τὴν ὀρθὴ πίστη, παρερμηνεύοντας ἕνα μέρος τῆς διδασκαλίας τῆς Ὀρθόδοξης Χριστιανικῆς Θεολογίας.
4. Ἡ Παγκοσμιοποίηση καὶ ὁ Οἰκουμενισμὸς ἀποτελοῦν ἀπειλὴ γιὰ τὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία;
Ὡς πρόγονος τῆς παγκοσμιοποιήσεως[39] μπορεῖ νὰ θεωρηθεῖ ἡ ἐποχὴ τοῦ Διαφωτισμοῦ. Αὐτὸς θεωρεῖται ὁ γεννήτωρ τῆς Παγκοσμιοποίησης ἀφοῦ κατὰ τὴν περίοδο ἐκείνη τοποθετεῖται ὅλο τὸ ἀξιακὸ οἰκοδόμημα ποὺ στηρίζει τὴ σημερινὴ Παγκοσμιοποίηση[40]. Ἡ τελευταία προσπαθεῖ ὄχι μόνο νὰ ἀπαλλάξει τοὺς ἀνθρώπους ἀπὸ τὴν ξενοφοβία καὶ νὰ βοηθήσει τὸν ἄνθρωπο νὰ σπάσει τὰ δεσμὰ τοῦ τοπικισμοῦ ποὺ ἔχει καὶ νὰ αἰσθάνεται πολίτης τοῦ κόσμου καὶ ὄχι μόνο μίας χώρας. Αὐτὸ διευκολύνει στὴν εὐκολότερη μετακίνηση τῶν ἀνθρώπων ἀπὸ τόπο σὲ τόπο, στὸ ἄνοιγμα τῶν ἀγορῶν ἀλλὰ καὶ στὴ διακίνηση ἰδεῶν, φιλοσοφιῶν καὶ πολιτιστικῶν ἀγαθῶν. Ὡς ἀντίβαρο στὰ πλεονεκτήματα αὐτὰ ἔχουμε τὴν «καταστροφὴ» τῆς ἐθνικῆς ταυτότητας τοῦ ἀνθρώπου καὶ τῶν παραδόσεων, τῆς θρησκείας καὶ τοῦ πολιτισμοῦ μίας χώρας μὲ τὴν κυριαρχία τῆς μαζοποίησης ἢ τοῦ συγκρητισμοῦ. Ὁ καθηγητὴς Ἡρακλῆς Ρεράκης σημειώνει ὅτι «ὁ Διαφωτισμὸς καὶ ἡ Παγκοσμιοποίηση ἐγκρίνουν ὡς ἐπιτυχημένο τὸν ἄνθρωπο-«ἄτομο» ποὺ πιστεύει ὅτι ὁλοκληρώνεται ὡς ὕπαρξη, ἐὰν συνδέσει τὴ ζωή του μὲ ὅ,τι σημαίνει τὸ «ἐγώ»: τὴν ἰδιοτέλεια, τὴν ἄρνησή του νὰ κοινωνήσει μὲ τὸ συνάνθρωπο μέσω ἀγάπης, θυσίας καὶ αὐτοπροσφορᾶς. Ὁ Χριστιανισμός, ἀντίθετα, υἱοθετεῖ τὸν ἄνθρωπο-«πρόσωπο» ποὺ πιστεύει ὅτι ὁλοκληρώνεται μέσα ἀπὸ τὴν προσφορὰ καὶ τὴ θυσία γιὰ τοὺς ἄλλους, τὴν ἐπιθυμία του νὰ ζεῖ μὲ ἀγάπη συλλογικὰ καὶ ἑνωτικά, ὡς ὀργανικὸ μέλος τοῦ ἑνιαίου σώματος τῆς ἀνθρώπινης φύσης. Ἡ προσπάθεια πρὸς αὐτὴν τὴν κατεύθυνση εἶναι δύσκολη, ὅταν τὴν κάνει κανεὶς μόνος του. Γὶ΄ αὐτὸ πραγματοποιεῖται μαζὶ μὲ τοὺς ἄλλους, στὸ πλαίσιο μίας διαπροσωπικῆς ἀλληλοδράσης, ἀλλὰ καὶ σὲ διαρκῆ ἀναφορὰ πρὸς τὸν Θεὸ»[41].
Ὁ κίνδυνος τῆς μαζοποίησης εἶναι μεγάλος ὄχι μόνο γιὰ τὴ θρησκεία ἑνὸς λαοῦ ἀλλὰ καὶ κυρίως γιὰ τὴν ἴδια τὴν ὕπαρξή του. Ὁ ἱστορικὸς Θουκυδίδης ἐπεσήμανε ὅτι ὅταν ἕνας λαὸς ξεχάσει τὴν ἱστορία του –ἢ σήμερα τὴν ἀπαρνηθεῖ- τότε τὸ σίγουρο εἶναι ὅτι στὸ μέλλον θὰ χαθεῖ ἀπὸ τὸ προσκήνιο τῆς ἱστορίας καὶ θὰ ἐξαφανιστεῖ. Εὔκολα κάποιος θὰ μποροῦσε νὰ ἀποδείξει τὴν ὀρθότητα τῶν λόγων τοῦ Θουκυδίδη κάνοντας μία ἁπλὴ ἔρευνα μέσα στὶς σελίδες τῆς Παγκόσμιας Ἱστορίας.
Ἀπὸ τὴν ἄλλη πολὺς λόγος γίνεται γιὰ τὸν Οἰκουμενισμὸ καὶ τοὺς κινδύνους ἢ μὴ ποὺ ἐλλοχεύει. Ὁ Οἰκουμενισμὸς θεωρεῖται ἀπὸ πολλοὺς ἡ παγκοσμιοποίηση τῆς θρησκείας. Μέσα στὰ πλαίσια τοῦ Οἰκουμενισμοῦ πολλοὶ θεωροῦν ὅτι ὅλες οἱ θρησκεῖες, οἱ «Ἐκκλησίες» καὶ τὰ διάφορα δόγματα κατέχουν ψήγματα τῆς ἀλήθειας καὶ προσπαθοῦν νὰ βροῦν κοινοὺς κώδικες ἐπικοινωνίας μεταξύ τους καὶ ἀποδοχῆς τῶν διδασκαλιῶν τῆς μίας μὲ τὴν ἄλλη. Οἱ σκληροπυρηνικοὶ ὑποστηρικτὲς τῆς Οἰκουμενικῆς κινήσεως τονίζουν ὅτι «ὁ χριστιανισμὸς σὲ ὅλες τὶς ἱστορικὲς παραλλαγὲς τού, στὸ πλαίσιο μίας πλουραλιστικῆς, δημοκρατικῆς κοινωνίας πολιτῶν, ὀφείλει νὰ συμβάλει θετικὰ στὸν πολιτισμό. Γιὰ νὰ τὸ ἐπιτύχει θὰ πρέπει νὰ ἀμφισβητήσει κριτικὰ τὶς διάφορες μορφὲς τοῦ αὐταρχισμοῦ, τοῦ γνωστικισμοῦ καὶ τοῦ φετιχισμοῦ, ποὺ εἶναι φορεῖς τῶν σχέσεων (ἀνὰ-)παραγωγῆς τῆς κυριαρχίας καὶ τῆς ἰδεολογίας (καὶ μέσα στὶς ἐκκλησίες), ἀλλὰ καὶ τὴν κουλτούρα τῆς ἐπιτρεπτικότητας τοῦ θεάματος καὶ τοῦ ἡδονισμοῦ (ἐργαλειοποίηση τῆς ζωῆς, ἀπόρριψη τῆς λειτουργίας τοῦ πατέρα, ἀπάρνηση τοῦ ἠθικοῦ Νόμου καὶ τῆς Ἀγάπης)»[42].
Στὸν ἀντίποδα τῆς παραπάνω ἀπόψεως θὰ παραθέσουμε τὴν ἄποψη τῶν ἐπικριτῶν τοῦ Οἰκουμενισμοῦ ὅτι στὴν Ὀρθοδοξία ὑπάρχει μόνο ἡ ἀλήθεια τοὺς Ἑνὸς καὶ Τριαδικοῦ Θεοῦ. Κατὰ τὸν ἀείμνηστον Ἀρχιμ. Σπυρίδωνα Μπιλάλη: «Ὁ Οἰκουμενισμός, ἡ μεγαλύτερη αἵρεση τοῦ εἰκοστοῦ αἰῶνος, κηρύττουσα τὸν δογματικὸ καὶ θρησκευτικὸ συγκρητισμὸ καὶ τείνουσα εἰς ἐν εἶδος πανθρησκείας διὰ τῆς ἐξισώσεως τῶν χριστιανικῶν ὁμολογιῶν καὶ θρησκειῶν, ἀποτελεῖ τὴν πλέον θανάσιμο ἀπειλὴ διὰ τὴν Ὀρθοδοξία»[43].
Συνεπῶς θὰ ἀναρωτηθεῖ κάποιος, πρέπει ἀντιπρόσωποι τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας νὰ συμμετέχουν στὶς διάφορες Οἰκουμενικὲς διοργανώσεις, ὅπως συνέδρια καὶ διαλόγους ἢ πρέπει νὰ ἀποφεύγουν κάθε συζήτηση μὲ ὁποιονδήποτε αἱρετικό, σχισματικὸ ἢ ἀλλόθρησκο; Ἡ Ὀρθοδοξία κατέχει τὴν ἀλήθεια καὶ πρέπει νὰ τὴν παρουσιάζει ὅποτε οἱ συνθῆκες τὸ ἐπιτρέπουν. Ἄλλωστε σκοπὸς τῆς Ἐκκλησίας εἶναι νὰ γνωρίσει τὴν ἀλήθεια σὲ ὅλο τὸν κόσμο, «μαθητεύσατε πάντα τὰ ἔθνη» καὶ νὰ προσπαθήσει νὰ ἐπισημάνει τὰ λάθη στὰ ὁποῖα ἔχουν ὑποπέσει οἱ διάφορες χριστιανικὲς ὁμολογίες ἢ νὰ ἀντικρούσει τὰ ἐπιχειρήματα τῶν ἄλλων θρησκειῶν γιὰ τὸ ποιὸς εἶναι ὁ ἀληθινὸς Θεός. Ὅλα αὐτὰ πρέπει νὰ γίνουν μέσα σὲ κλίμα ἀγάπης καὶ ὄχι μισαλλοδοξίας, διαφυλάσσοντας τὴν ἀκεραιότητα τῆς οὐσίας τῆς Ὀρθοδοξίας.
Ἡ συμμετοχὴ τῶν Ὀρθοδόξων στὸ Παγκόσμιο Συμβούλιο τῶν Ἐκκλησιῶν πρέπει νὰ εἶναι προσεκτικὴ ὅσον ἀφορᾶ στὰ δόγματα καὶ τὴν προσπάθεια ἀλλοιώσεως τῆς ὀρθοδόξου Ἐκκλησιολογίας καὶ Θεολογίας ἀλλὰ νὰ δίνει ὁλόκληρο τὸ εἶναι της σὲ θέματα πρακτικοῦ ἐνδιαφέροντος ὅπως ἡ συνεργασία τῶν διαφόρων χριστιανικῶν κοινοτήτων γιὰ τὴν ἀντιμετώπιση πανανθρώπινων κοινωνικῶν, ἠθικῶν καὶ ἄλλης ὑφῆς προβλημάτων (ἐκπαιδεύσεως, διεθνῶν σχέσεων, οἰκονομίας, ἐκβιομηχανισμοῦ κ.ο.κ.)[44].
Κατὰ συνέπεια οὔτε ἡ Παγκοσμιοποίηση οὔτε ὁ Οἰκουμενισμὸς ἀποτελοῦν ἀπὸ μόνα τους ἀπειλὴ γιὰ τὴν Ὀρθοδοξία. Οἱ τρόποι χειρισμῶν τῶν Ὀρθοδόξων ἀπέναντι σὲ αὐτὰ βάζουν σὲ κίνδυνο τὴν Ἐκκλησία ἀπέναντι σὲ αὐτὲς τὶς παγκόσμιες τάσεις ἢ καταφέρνουν νὰ ἀνοίξουν τὴν Ἐκκλησία πρὸς τοὺς ἄλλους χωρίς, ὅμως νὰ προκαλέσουν τριγμοὺς στὸ οἰκοδόμημά της. Ἐξάλλου, ἀφοῦ κεφαλὴ τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας εἶναι ὁ Χριστὸς τίποτα δὲν μπορεῖ νὰ τὴν ἀπειλήσει καὶ «Πύλες Ἅδου οὐ κατισχύσουσιν».
5. Ὀρθοδοξία, νεωτερικότητα καὶ οἰκουμενισμὸς
Ἂν καὶ ὀρθοδοξία πρεσβεύει ἕναν νέο κόσμο μέσα ἀπὸ τὴ διδασκαλία τοῦ Θεανθρώπου Ἰησοῦ Χριστοῦ, ὡστόσο πολλοὶ θὰ ποῦν ὅτι μέλη τῆς ἀντιδροῦν σθεναρὰ στὴ σύνδεσή της μὲ τὴ νεωτερικότητα καὶ τὸν Οἰκουμενισμό.
Ἡ νεωτερικότητα ἀναφέρεται στὸν τύπο τῆς κοινωνικῆς ὀργάνωσης, πού ὅπως προαναφέρθηκε κυριάρχησε στὴ Δυτικὴ Εὐρώπη μετὰ τὴ βιομηχανικὴ ἐπανάσταση στὴν Ἀγγλία τὸ 1668 καὶ τὴν ἐπανάσταση τοῦ 1789 στὴ Γαλλία. Μὲ τὴ νεωτερικότητα μπαίνουν στὸ περιθώριο ὅλες οἱ σκέψεις καὶ οἱ ἰδέες ποὺ σχετίζονται μὲ τὴν παράδοση σὲ ὁποιοδήποτε τομέα τῆς ζωῆς ἑνὸς ἀνθρώπου π.χ. κρατική, οἰκονομική, θρησκευτική. Στὸν τομέα τῆς Θρησκείας, προείπαμε, ὅτι ἡ νεωτερικότητα ταυτίστηκε μὲ τὴν περίοδο τῶν μεταρρυθμίσεων ποὺ συγκλόνισαν τὴ Δυτικὴ Εὐρώπη καὶ ἀποτέλεσε τὴ βάση γιὰ τὴ δημιουργία διαφόρων Ὁμολογιῶν, ὅπως Καλβινιστές, Λουθηριανοί, κ.α., οἱ ὁποῖοι ἀποσπάστηκαν ἀπὸ τὴν ἐξουσία τῆς Ρωμαιοκαθολικῆς Ἐκκλησία καὶ ἀντὶ νὰ ἐπιστρέψουν στὶς ρίζες τοῦ Χριστιανισμοῦ τὴν Ὀρθοδοξία, αὐτὲς προτίμησαν νὰ ἀπομακρυνθοῦν ἀκόμη περισσότερο ἀπὸ τὴν ἀποστολικὴ παράδοση.
Σήμερα πολλοὶ ἰσχυρίζονται ὅτι ἡ Ὀρθοδοξία πρέπει νὰ προσεγγίσει τὶς ἄλλες Ὁμολογίες κάνοντας ἕνα βῆμα πρὸς αὐτὲς εἴτε μὲ ἀποδοχὴ τῆς Ἐπισκέψεως τοῦ Προκαθημένου τῆς Ρωσικῆς Ἐκκλησίας εἴτε συμμετοχὴ σὲ συνέδρια μαζὶ μὲ ἐκπροσώπους ἄλλων δογμάτων. Ἐδῶ, λοιπόν, ὑπάρχει καὶ ἡ μεγάλη τριβὴ μεταξὺ τῶν ὑποστηρικτῶν τῆς Νεωτερικότητας καὶ τοῦ Οἰκουμενισμοῦ στὴν Ὀρθόδοξη διδασκαλία ἀλλὰ καὶ σὲ ὅσους φωνάζουν ὅτι ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία δὲν πρέπει νὰ ἔχει καμμία σχέση μὲ τοὺς ἐκπροσώπους τῶν ἄλλων χριστιανικῶν δογμάτων, γιὰ νὰ μὴ φανεῖ ὅτι τυχὸν τοὺς ἀποδέχεται ἢ νὰ ἔχει νοθεύσει τὸ περιεχόμενο τῆς ὀρθόδοξης διδασκαλίας της.
Οἱ ὑποστηρικτὲς τῆς συμμετοχῆς τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας στὸ Συμβούλιο τῶν Παγκόσμιων Ἐκκλησιῶν τονίζουν ὅτι μόνο μέσα ἀπὸ τὸ διάλογο τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας μὲ τὰ ἄλλα δόγματα θὰ μπορέσουν οἱ Ὀρθόδοξοι νὰ ἐξηγήσουν λάθη τῶν ὀπαδῶν τῶν ἄλλων Ὁμολογιῶν ποὺ τοὺς ἀπομάκρυναν ἀπὸ τὴν Ὀρθόδοξη χριστιανικὴ Ἐκκλησία. Πολλοὶ ἀπὸ τοὺς ὑποστηρικτὲς τοῦ Οἰκουμενισμοῦ δέχονται ὅτι σπέρματα ἀληθείας ὑπάρχουν σὲ κάθε θρησκεία γιὰ τὸ λόγο αὐτὸ προσπάθησαν οἱ «συνήγοροι» τῆς Οἰκουμενιστικῆς Κίνησης νὰ διαμορφώσουν ἕνα κείμενο ποὺ θὰ ἐναρμονίζεται μὲ τὰ πιστεύω καὶ τῶν ἄλλων Ὁμολογιῶν.
Ἡ ἀντίδραση ἔρχεται ἀπὸ ἕνα μέρος Ὀρθοδόξων Χριστιανῶν ποὺ ἀρνοῦνται κάθε θρησκευτικὴ συζήτηση καὶ ἀντιδροῦν δυναμικὰ σὲ κάθε προσπάθεια ἐπανένωσης τῶν Ἐκκλησιῶν μαζὶ μὲ τὸν Ρωμαιοκαθολικισμὸ ἢ τὶς ἄλλες Ὁμολογίες. Αὐτὸ συμβαίνει, γιατί πολλοὶ Ἕλληνες πιστοὶ θεωροῦσαν καί θεωροῦν τὸν Πάπα ὡς αἱρετικὸ καὶ μάλιστα ἔφταναν ἤ φθάνουν σὲ σημεῖο νὰ τὸν δαιμονοποιοῦν. Θεωροῦν ὅτι ἀφοῦ Ἐκεῖνοι κατέχουν τὴν ἀδιάλειπτη ἀλήθεια δὲ χρειάζονται νὰ γίνουν προσπάθειες ὑπερασπίσεως τοῦ λαοῦ καὶ τῆς πολιτιστικῆς καὶ θρησκευτικῆς του ταυτότητας. Πιθανὸν νὰ κυριαρχεῖ ἐδῶ ὁ φόβος μήπως παρασυρθοῦν οἱ Ὀρθόδοξοι ἀπὸ τὸ Ρωμαιοκαθολικισμὸ ἢ τὴ διδασκαλία τῶν ἄλλων Ὁμολογιῶν καὶ καταλήξουν καὶ οἱ ἴδιοι αἱρετικοί.
Ἀπὸ τὴν ἄλλη ὅσοι ὑποστηρίζουν τὴ νεωτερικότητα καὶ τὸν Οἰκουμενισμό, θεωροῦν πολὺ σημαντικὸ τὸ γεγονὸς τῶν Ὀρθοδόξων νὰ συζητοῦν μὲ τοὺς πιστοὺς τῶν ἄλλων δογμάτων. Ἔτσι πιστεύουν ὅτι διασφαλίζουν τὴ χριστιανικὴ διδασκαλία καὶ συγχρόνως ἀνοίγονται σὲ ἐκείνους ποὺ ἔχουν ἀπομακρυνθεῖ ἀπὸ αὐτήν. Αὐτὴ εἶναι ἡ θετικὴ πλευρὰ μεταξὺ Νεωτερικότητας καὶ Ὀρθοδοξίας. Πολλοὶ ὅμως ἀπὸ τοὺς πιστοὺς ἀντιδροῦν ἀκόμη καὶ μὲ βία στὶς προσπάθειές του νὰ ἔρθουν ἐγγύτερα ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία μὲ τὰ ἄλλα δόγματα.
Χαρακτηριστικὸ παράδειγμα ὅλων τῶν παραπάνω ὑπῆρξε ἡ ἐπίσκεψη τοῦ Ρωμαιοκαθολικοῦ Ποντίφικα στὴν Ἀθήνα τὸ 2001. Ὁ τότε ἀρχιεπίσκοπος Ἀθηνῶν κυρὸς Χριστόδουλος δέχθηκε πλῆθος ἀντιδράσεων. Πολλοὶ μάλιστα ὑποστήριξαν ὅτι συμπροσευχήθηκε μὲ τὸν πάπα, θέτοντας ἔτσι τὸν ἑαυτὸ τοῦ ἐκτὸς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας καὶ συγχρόνως ἀπέδιδαν τὴ μετέπειτα ἀσθένεια τοῦ Χριστόδουλου στὴν τιμωρία του ἀπὸ τὸ θεάνθρωπο θεῖο Λόγο.
Ἡ Ὀρθοδοξία ὡς φορέας ὁλόκληρής της ἀλήθειας δὲ θὰ πρέπει νὰ φοβᾶται γιὰ τὸ ἀποτέλεσμα τοῦ διαλόγου ἐπαναπροσεγγίσεως τῆς Ὀρθοδοξίας μὲ τὸν Ρωμαιοκαθολικισμό. Ἀφοῦ ἐκείνη εἶναι ὁ θεματοφύλακας τῆς Παραδόσεως τῶν Ἀποστόλων καὶ τῶν Πατέρων ἀλλὰ καὶ τῆς διδασκαλίας τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων. Πίστη μᾶς εἶναι λοιπόν, ὅτι ἐὰν στὸ διάλογο τῶν Ὀρθοδόξων μετὰ τῶν διαφόρων σχισματικῶν ἐὰν οἱ ἐκπρόσωποι τῆς Ὀρθοδοξίας διαθέτουν πολὺ καλὴ θεολογικὴ κατάρτιση καὶ συγχρόνως δὲ θυσιάζουν τίποτα δογματικὸ στὸ βωμὸ τῆς συνένωσης τῆς Ὀρθοδοξίας μὲ τὶς ἄλλες Ὁμολογίες τότε δὲν ὑπάρχει τίποτα νὰ ἀπειλεῖ τὴν Ὀρθοδοξία σὲ σχέση μὲ τὴ νεωτερικότητα τῆς ἐποχῆς μας ἢ στὰ πλαίσια ἑνὸς Οἰκουμενικοῦ Διαλόγου. Ἄλλωστε μέσῳ τοῦ διαλόγου δίνεται ἡ εὐκαιρία στοὺς ἑτερόδοξους νὰ διαπιστώσουν πόσο μακριὰ βρίσκονται ἀπὸ τὴ διδασκαλία τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων καὶ πόσο ἔχουν διαστρεβλώσει τὴ γενικότερη διδασκαλία καὶ παράδοση τοῦ Χριστιανισμοῦ.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Γ΄:
ΠΑΡΑΔΟΣΙΑΚΗ ΘΡΗΣΚΕΙΑ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΑ
1. Ὁ ρολος τῆς θρησκείας στή δημιουργια τοῦ ἀνθρωπίνου πολιτισμοῦ.
Ὁ ὅρος Θρησκεία, ποὺ χρησιμοποιεῖται ἐνίοτε ἐναλλακτικὰ μὲ τὴν λέξη πίστη, ἢ κάποιο σύστημα πίστης καθορίζει γενικῶς τὴν πίστη στὸ ὑπερφυσικό, τὸ ἱερὸ ἢ τὸ θεῖο καὶ τοὺς ἠθικοὺς κώδικες, πρακτικές, ἀξίες, ὀργανισμοὺς καὶ τελετουργικὰ ποὺ συνδέονται μαζί της. Στὴν εὐρύτερη ἔννοιά της, ὁρισμένοι τὴν ἔχουν ὁρίσει ὡς τὸ σύνολο τῶν ἀπαντήσεων ποὺ δόθηκαν γιὰ νὰ ἑρμηνευθεῖ ἡ σχέση τοῦ ἀνθρώπινου εἴδους μὲ τὸ σύμπαν. Στὴν μακρὰ πορεία ἀνάπτυξής της, ἡ θρησκεία ἔλαβε διάφορες μορφὲς σὲ διαφορετικοὺς πολιτισμοὺς καὶ ἄτομα. Σὲ ἀρκετὲς περιπτώσεις ἡ λέξη θρησκεία χρησιμοποιεῖται γιὰ νὰ προσδιορίσει αὐτὸ ποὺ θὰ μποροῦσε νὰ περιγραφεῖ ὀρθότερα ὡς «ὀργανωμένη θρησκεία»-δηλαδὴ ἑνὸς ὀργανισμοῦ ποὺ ὑποστηρίζει τὴν ἄσκηση μίας θρησκείας συχνὰ ὑπὸ τὴν μορφὴ νομικῆς ὀντότητα[45].
Θρησκεία, λοιπόν, θὰ μποροῦσε νὰ ὁρισθεῖ ἡ πίστη σὲ μία ἢ περισσότερες ἀνώτατες καὶ ὑπερβατικὲς δυνάμεις ἢ ὄντα, καὶ οἱ σχετικὲς μὲ αὐτὲς διδασκαλίες καὶ τελετουργικὲς παραδόσεις. Φυσικὰ μὲ τὸν ὁρισμὸ αὐτό, θὰ μποροῦσε κάποιος νὰ συμπεράνει ὅτι ἡ θρησκεία ἀποτελεῖ ἕνα κατασκεύασμα τοῦ ἀνθρώπου, στὴν προσπάθειά του νὰ δώσει ἀπαντήσεις σὲ καίρια ἐρωτήματα τῆς ὑπάρξεώς του, τῆς δημιουργίας του, τοῦ θανάτου κ.ἄ. Στὸ σημεῖο αὐτὸ πρέπει νὰ διασαφηνισθεῖ ὅτι ὅλες οἱ Θρησκεῖες ἀποδέχονται αὐτὸν τὸν χαρακτηρισμὸ ἐκτός του Χριστιανισμοῦ. Ὁ τελευταῖος, κατὰ τὴ θεολογία τῶν Πατέρων, δὲν θεωρεῖται θρησκεία μὲ τὴν κυριολεκτικὴ ἔννοια τοῦ ὄρου ἀλλὰ ἀποκάλυψη. Ἱδρυτής της δὲ θεωρεῖται κάποιος ἄνθρωπος, ὅπως συμβαίνει μὲ τὶς ἄλλες ὑπάρχουσες θρησκεῖες. Ἱδρυτὴς τῆς εἶναι τὸ δεύτερο πρόσωπο τῆς Ἁγίας Τριάδας ποὺ ἐνανθρώπησε κάποια συγκεκριμένη χρονικὴ στιγμὴ μέσα στὴν ἱστορία. Ἔγινε τέλειος ἄνθρωπος παραμένοντας συγχρόνως τέλειος Θεὸς[46]. Ἕνα ὁρισμὸ τῆς θρησκείας, σύμφωνα μὲ τὸ Χριστιανισμὸ μπορεῖ κάποιος νὰ βρεῖ στὴν Ἐπιστολὴ τοῦ Ἰακώβου στὴν ΚΔ. Ἐκεῖ, χαρακτηριστικά, ἀναφέρεται, «Θρησκεία καθαρὰ καὶ ἀμίαντος παρὰ τῷ Θεῶ καὶ Πατρὶ αὐτὴ ἐστίν, ἐπισκέπτεστε ὀρφανοὺς καὶ χήρας ἐν τὴ θλίψει αὐτῶν, ἄσπιλον ἑαυτὸν τηρεῖν ἀπὸ τοῦ κόσμου»[47], δηλαδὴ θρησκεία εἶναι οἱ ἐκδηλώσεις ἀγάπης καὶ καλοσύνης πρὸς τοὺς πονεμένους συνανθρώπους μας καὶ ἡ τήρηση τοῦ ἑαυτοῦ μᾶς καθαροῦ καὶ ἀμόλυντου ἀπὸ τὴν ἁμαρτία σύμφωνα μὲ τὴ διδασκαλία τοῦ Χριστοῦ. Τὸ πραγματικό, ὅμως, νόημα τῆς θρησκείας θὰ μποροῦσε νὰ συνοψιστεῖ σὲ τρεῖς λέξεις, στὴν πίστη, στὴ λατρεία καὶ στὴν ἠθική.
Ἡ δημιουργία καὶ ἡ ἀνάπτυξη μίας κοινωνίας εἶχε ὡς βασικὴ προϋπόθεση καὶ τὴν ὕπαρξη μίας θρησκείας[48]. Στὸ πέρασμα τῆς ἀνθρώπινης ἱστορίας, οἱ δύο αὐτοὶ παράγοντες, εἴτε πορεύτηκαν δίπλα-δίπλα εἴτε ἀναλώθηκαν σὲ ὁλοκληρωτικὲς ἢ ἐπιμέρους συγκρούσεις? πολλὲς φορές, ἡ μία ἔθεσε τὰ θεμέλια γιὰ κτιστεῖ γερὰ τὸ οἰκοδόμημα τῆς ἄλλης. Ἄλλοτε, πάλι, στὸν ἀγώνα γιὰ τὸ ποιὰ θὰ ἐπικρατήσει, ὁδηγοῦνταν σὲ ἕναν ἀνελέητο ἀγώνα ἐπιβίωσης καὶ κυριαρχίας.
Ὁ ἄνθρωπος εἶναι θρησκευτικὸ ὄν. Τὸ θρησκευτικὸ συναίσθημα καὶ φαινόμενο εἶναι ἔμφυτο στὸν ἄνθρωπο Βρίσκεται, δηλαδή, στὴν ψυχή του ἀπὸ τὴν πρώτη ποὺ ἀρχίζει νὰ κατανοεῖ τὸν κόσμο. Πολλοὶ μελετητὲς τῆς ἀνθρώπινης ἱστορίας καὶ συμπεριφορᾶς ἔχουν καταλήξει στὸ συμπέρασμα ὅτι ἅμα ἄνθρωπος ἅμα θρησκεία. Τὸ ὁποῖο θὰ πεῖ, πὼς μόλις παρουσιάστηκε στὴ γῆ ὁ ἄνθρωπος, ἀμέσως παρουσίασε καὶ τὴν θρησκευτικότητά του. Γιὰ τὴν ἔμφυτη αὐτὴ θρησκευτικότητα τοῦ ἀνθρώπου ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος λέγει· «Τήν περί αὐτοῦ γνῶσιν ἐξ ἀρχῆς τοῖς ἀνθρώποις ἐνέδωκεν ὁ Θεός». Δηλαδή,·ἀπὸ τότε ποὺ ἔπλασε ὁ Θεὸς τὸν ἄνθρωπο, ἔβαλε μέσα τοῦ τὸν πόθο καὶ τὴν τάση νὰ τὸν γνωρίσει καὶ νὰ συνδεθεῖ μαζί του.
Ἑπομένως, ἡ θρησκευτικότητα τοῦ ἀνθρώπου εἶναι φαινόμενο καθολικό. Ὅλοι οἱ ἄνθρωποι, ὅλων τῶν γενεῶν, ὅλων τῶν ἐποχῶν, ὅλων τῶν φυλῶν, ὅλων τῶν αἰώνων, ἀπὸ τὸν πρῶτο ἄνθρωπο ὡς τὸν σημερινὸ εἶχαν καὶ ἔχουν θρησκεία, τί πιστεύει καὶ πῶς. Τὸ γεγονὸς δηλαδὴ εἶναι ἕνα, ὅτι τὸ νὰ θρησκεύει ὁ ἄνθρωπος δὲν ὑπῆρξε ποτὲ μεμονωμένο οὔτε παροδικὸ φαινόμενο, ποὺ πέρασε καὶ ἔφυγε, σὰν τοὺς διάττοντες ἀστέρες. Ὑπῆρξε καὶ ὑπάρχει γενικό, καθολικὸ καὶ πανανθρώπινο.
Ἐδῶ, πρέπει νὰ γίνει μία μικρὴ ἀναφορὰ στὸν ὄρο παραδοσιακὲς θρησκεῖες. Μὲ τὸν ὄρο αὐτὸ ἐννοοῦνται οἱ μεγάλες ἱστορικὲς θρησκεῖες, σύμφωνα μὲ τὸν Weber[49]. Στὴ συγκεκριμένη ἐργασία, θὰ κάνουμε ἀναφορὰ σὲ μία μόνο παραδοσιακὴ θρησκεία τὸ Χριστιανισμό. Ἡ ἐπιλογὴ αὐτὴ βασίζεται στὸ ὅ,τι ζοῦμε σὲ μία χώρα ποὺ ὁ Χριστιανισμὸς βρίσκει ἀποδοχὴ στὴ μεγαλύτερη μερίδα τοῦ πληθυσμοῦ της. Ἐπιπλέον ὁ Χριστιανισμὸς ἔχει ἀφήσει τὸ στίγμα του στὴν ἑλληνικὴ ἱστορία, ἀφοῦ οἱ Ἕλληνες ἀγωνίζονταν γιὰ «τοῦ Θεοῦ τὴν πίστη τὴν ἁγία καὶ τῆς πατρίδας τὴν ἐλευθερία».
2. Θρησκεία – Νεωτερικότητα – Θεὸς
Ἡ θρησκεία οὐδέποτε ἔπαψε νὰ ἀσκεῖ ἐπίδραση στὶς κοσμοαντιλήψεις τῶν ἀνθρώπων τῆς νεωτερικότητας. Τί ἐννοεῖται, ὅμως, μὲ τὸν ὄρο «νεωτερικότητα»;
Ὁ ὅρος «Νεωτερικότητα» (modernity, modernite) δὲν ὀνομάζει ἁπλῶς τὴν ἱστορικὴ περίοδο μετὰ τὸ Διαφωτισμό, ἀλλὰ χαρακτηρίζει καὶ ἕνα αἴτημα αὐτονομίας καὶ αὐτὸ-προσδιορισμοῦ στὸ χῶρο τῆς τέχνης, τῆς πολιτικῆς καὶ τῆς φιλοσοφίας. Παράλληλα ὁ ὅρος αὐτὸς ἀποκαλύπτει τὴ σύγκρουση μὲ τὶς ἤδη κατεστημένες «αὐθεντίες», ὅπως ἡ θρησκεία καὶ γενικότερα ἄρνηση κάθε αὐθεντίας. Στὴν περίοδο τοῦ Διαφωτισμοῦ εἶχε ἀσκηθεῖ αὐστηρὸς κριτικὸς ἔλεγχος κάθε αὐθεντίας καὶ ἀμφισβήτηση τῆς ἔννοιας καὶ τοῦ περιεχομένου τῆς θρησκείας. Ἄλλωστε εἶναι γνωστὸ ὅτι ἡ θρησκεία ἀποτελοῦσε γιὰ τὸ Διαφωτισμὸ καὶ τὴ νεωτερικὴ σκέψη ὄχι μόνο ἕναν ἀναχρονισμὸ ποὺ δροῦσε ὡς τροχοπέδη στὴν ἀνάπτυξη καὶ τὴν πρόοδο τοῦ ἀνθρώπου, μία συντηρητικὴ ἢ καὶ ἀντιδραστικὴ ἰδεολογία.
Πρὶν τὸ Διαφωτισμό, ἡ θρησκεία καὶ ὅσοι τὴν ὑπηρετοῦσαν -κυρίως στὴ Δυτικὴ Εὐρώπη- εἶχαν κατηγορηθεῖ ὡς βασικὰ θεμέλια της ἐποχῆς τοῦ Μεσαίωνα. Τὴν περίοδο αὐτή, ὁποιαδήποτε ἐπιστημονικὴ πρόοδο ἢ προσπάθεια γιὰ ἀτομικὴ καὶ κοινωνικὴ χειραφέτηση ἦταν καταδικασμένη νὰ ἀποτύχει, ἐξαιτίας τῆς δαιμονοποίησής της ἀπὸ τὴ Ρωμαιοκαθολικὴ Ἐκκλησία.
Ἐπειδὴ ἡ θρησκεία τοῦ Χριστιανισμοῦ ἀμφισβητήθηκε στὸ μέγιστο βαθμὸ κατὰ τὸν «Αἰώνα τῶν Φώτων»[50], πολλοὶ ἀπὸ τοὺς Διαφωτιστὲς θεώρησαν ὅτι μὲ τὸ πέρασμα τοῦ χρόνου, ὁ κοινωνικὸς καὶ πολιτιστικὸς ρόλος τῆς θρησκείας θὰ ἔφθινε συνεχῶς καί, τελικά, θὰ ἐξαφανιζόταν[51]. Οἱ Διαφωτιστὲς ὑποστήριζαν ὅτι ἡ θρησκεία δὲν εἶχε καμία θέση στὴν κοινωνία ποὺ στήριζε τὴν πρόοδό της στὴν ἐπιστήμη. Ὁ «Αἰώνας τῶν Φώτων», εἶναι ἡ ἐκκοσμίκευση τῆς θρησκευτικῆς μεταφυσικῆς του φωτός, ἔτσι ὥστε ἡ πίστη τοῦ ἀνθρώπου στὸν Θεὸ μετατράπηκε σὲ πίστη τοῦ ἀνθρώπου στὸν ἑαυτό του. Ὁ Κὰντ ἔδωσε τὸν κλασικὸ ὁρισμὸ τοῦ Διαφωτισμοῦ: «Διαφωτισμὸς εἶναι ἡ ἔξοδος τοῦ ἀνθρώπου ἀπὸ τὴν ἐξ ἰδίας εὐθύνης ἀνηλικιότητά του. Ἀνηλικιότητα εἶναι ἡ ἀνικανότητά του νὰ χρησιμοποιεῖ τὴ διάνοιά του χωρὶς τὴν καθοδήγηση ἑνὸς ἄλλου. Ἐξ ἰδίας εὐθύνης εἶναι αὐτὴ ἡ ἀνηλικιότητα, ἐπειδὴ ἡ αἰτία της δὲν ἔγκειται σὲ ἐλλειμματικότητα τῆς διάνοιας, ἀλλὰ τῆς ἀποφασιστικότητας καὶ τοῦ θάρρους νὰ χρησιμοποιηθεῖ χωρὶς τὴν καθοδήγηση ἑνὸς ἄλλου. Saper Aude[52]! Ἔχε τὸ θάρρος νὰ χρησιμοποιεῖς τὴ δική σου διάνοια! Τοῦτο εἶναι τὸ λεκτικὸ ἔμβλημα τοῦ Διαφωτισμοῦ»[53].
Ἂν καὶ πολλοὶ ἀπὸ τοὺς Διαφωτιστὲς ἀμφισβήτησαν ἀνοικτὰ τὴ θρησκεία καὶ ὅποια ἐξουσία ἐκείνη ἀσκοῦσε μέσω τὸν ἀντιπροσώπων της, ἐντούτοις δὲν ἀμφισβήτησαν τὴν ὕπαρξη τοῦ Θεοῦ. Πολλοὶ ἀπὸ αὐτοὺς πίστευαν στὸν ντεϊσμό, μία μορφὴ θρησκευτικῆς πίστης, σύμφωνα μὲ τὴν ὁποία ὁ θεὸς εἶναι δημιουργός του κόσμου, ἀλλὰ μετὰ τὴ δημιουργία δὲν παρεμβαίνει στὸν κόσμο. Ἀκόμη οἱ ντεϊστὲς ἰσχυρίζονταν ὅτι δὲν χρειάζονται οἱ προσευχὲς οὔτε ἔχουν καμιὰ σημασία οἱ τελετές. Ἡ λατρεία τοῦ ὑπέρτατου ὄντος ὡς δημιουργοῦ του σύμπαντος θεσπίστηκε ἀπὸ τὸν Ροβεσπιέρο, προκειμένου νὰ σταθεροποιήσει τὰ ἐπιτεύγματα τῆς ἐπανάστασης καὶ νὰ ἀντικαταστήσει τὸ ρωμαιοκαθολικισμὸ ὡς ἐπίσημη θρησκεία τοῦ κράτους[54]. Ἡ ὕπαρξη τοῦ Θεοῦ ἦταν ἀναγκαία, ἀκόμα καὶ γιὰ τοὺς διαφωτιστές. Ὁ Βολταῖρος ὑπογράμμιζε ὅτι «ἀκόμα καὶ ἂν δὲν ὑπῆρχε Θεὸς θὰ ἔπρεπε νὰ ἐφεύρουμε ἕνα Θεό». Ἡ θρησκευτικὴ πίστη, συνεπῶς, θεωρεῖται ἀνάγκη, στὸ βαθμὸ ποὺ νὰ ἐπικρατεῖ τὸ σκεπτικὸ ὅτι τὰ ἐρωτήματα ποὺ δὲ βρίσκουν ἀπαντήσεις μέσω τῆς ἀνθρώπινης λογικῆς, θὰ βροῦν μέσω τῆς παντοδύναμης πίστης, ἡ ὁποία θὰ ἡσυχάσει τὸ θνητὸ πνεῦμα.
3. Ὁ Χριστιανισμὸς στὴν ὕστερη νεωτερικότητα.
Ἡ νεωτερικότητα ὑπῆρξε ἀποτέλεσμα ὄχι μόνο τοῦ Διαφωτισμοῦ ἀλλὰ συνέπεια κάποιων συγκεκριμένων κοινωνικοπολιτικῶν καὶ οἰκονομικῶν καταστάσεων. Ἡ Ἀναγέννηση[55], ἡ Θρησκευτικὴ Μεταρρύθμιση[56], ὁ Διαφωτισμός, ἡ Γαλλικὴ Ἐπανάσταση καθὼς καὶ ἡ Βιομηχανικὴ ἀποτέλεσαν τὴ διχοτόμο μὲ τὴν ὁποία ὁ εὐρωπαϊκὸς Διαφωτισμὸς χώρισε τὴν παράδοση ἀπὸ τὴ νεωτερικότητα.
Τὸ ρῆγμα μεταξὺ παραδόσεως καὶ νεωτερικότητας εἶχε σὰν συνέπεια τὴ βίαιη ἀποκοπὴ τοῦ εὐρωπαϊκοῦ πολιτισμοῦ ἀπὸ τὶς χριστιανικὲς πολιτιστικές του ρίζες[57]. Σήμερα, Οἱ χριστιανικὲς ἐκκλησίες βρίσκονται σήμερα σὲ δύσκολη θέση: ἐδῶ καὶ δεκαετίες περνοῦν μία κρίση ἀξιοπιστίας, καὶ μόνο σὲ περιορισμένο βαθμὸ ὁρισμένες προχώρησαν σὲ μία μερικὴ αὐτοκριτική τους καὶ σὲ ἕναν οἰκουμενικὸ διάλογο ἀνάμεσά τους. Ἀπὸ τὴν ἄλλη, οἱ ἀντιφάσεις τῆς νεωτερικότητας ὁδήγησαν στὴν ἐπανεμφάνιση τοῦ θρησκευτικοῦ φαινομένου, ἔτσι ὥστε ἡ ἐκκοσμίκευση δὲν ἐκλαμβάνεται πλέον σήμερα ὡς μία μονόδρομη ἐξέλιξη καὶ μία τάση ἐξαφάνισης τῆς θρησκείας. Ὡστόσο ἡ ἐπαναφορὰ τῆς θρησκευτικότητας σήμερα συνδέεται μὲ μία πρόκληση: πρόκειται γιὰ τὴ διάδοση μίας συγκεχυμένης θρησκευτικότητας, ἑνὸς συγκρητικοῦ νεοπαγανισμοῦ, μίας νέας Γνώσης καὶ ἑνὸς διάχυτου μυστικισμοῦ, ποὺ ἀπορρίπτουν τόσο τὸν χριστιανισμό, ὅσο καὶ τὸν ὀρθὸ Λόγο[58].
Σήμερα, στὸν 21ο αἰώνα ὁ ἄνθρωπος δὲν ἀπειλεῖται ἀπὸ τὴν παραδοσιακὴ θρησκεία ἀλλὰ ἀπὸ τὴν παγκοσμιοποίηση, ποὺ σὰν ὁδοστρωτήρας προσπαθεῖ νὰ τὰ σαρώσει ὅλα καὶ νὰ τὰ πολτοποιήσει. Στὸ βωμὸ τοῦ χρήματος καὶ τῆς παγκοσμιοποίησης θυσιάζονται ὅλες οἱ ἀνθρώπινες ἀξίες καὶ τὰ ἰδανικά. Κατὰ τὸν Νόαμ Τσόμσκι, Καθηγητὴ τῆς Γλωσσολογίας, «ἡ παγκοσμιοποίηση μεταφέρει τὸ μοντέλο τοῦ Τρίτου Κόσμου στὶς βιομηχανικὰ ἀναπτυγμένες χῶρες. Πρόκειται γιὰ μία διταξικὴ κοινωνία. Ἀπὸ τὴ μία εἶναι ἡ τάξη τῶν ὑπέρμετρα πλούσιων καὶ ἀπὸ τὴν ἄλλη ἐκείνη, ἡ ὁποία κατακλύζεται ἀπὸ ἀνθρώπους ποὺ ζοῦν στὴ φτώχεια καὶ τὴν ἀπόγνωση. Οἱ πραγματικὲς καὶ σημαντικὲς ἀποφάσεις λαμβάνονται στοὺς κύκλους τῶν κολοσσιαίων ἐταιριῶν. Ἡ ἐπιρροὴ τῶν κοινοβουλίων καὶ τῶν πολιτικῶν εἶναι σχεδὸν ἀμελητέα».
Ἀναφορικὰ μὲ τὸ ἐννοιολογικὸ περιεχόμενο τῆς «παγκοσμιοποίησης» ὁ Ἀρχιμανδρίτης Ἰερόθεος Ἀργύρης ἐπισημαίνει τὰ ἑξῆς: «Λέγοντας Παγκοσμιοποίηση ἐννοοῦμε τὴν ἐνοποίηση τῆς ἀνθρωπότητας σὲ μία διεθνῆ γειτονιά, μὲ ἄφθονα ὑλικὰ καὶ πνευματικὰ ἀγαθά. Ἐκ πρώτης ὄψεως αὐτὸ φαίνεται θαυμάσιο καὶ ἐπιθυμητό. Θὰ ἦταν πράγματι εὐχῆς ἔργο νὰ ἐπιτευχθεῖ ἡ ἐλαχιστοποίηση τῶν οἰκονομικῶν, πνευματικῶν καὶ κοινωνικῶν διαφορῶν. Νὰ μὴν ὑπάρχουν πλέον λαοί, ποὺ νὰ βρίσκονται κάτω ἀπὸ τὰ ὅρια τῆς πείνας καὶ νὰ μὴ βλέπουμε δίπλα μας ἀνθρώπους νὰ πεθαίνουν ἀπὸ τὶς ἀρρώστιες. Ὅλοι οἱ ἄνθρωποι δικαιοῦνται νὰ ἀποκτήσουν ἕνα κομμάτι ψωμὶ καὶ μία ἤρεμη ἀλλὰ καὶ ὑποφερτὴ ζωή. Αὐτὸ εἶναι ἕνα ὑπέρτατο ὅραμα καὶ ἕνα ἐξαίσιο ὄνειρο»[59].
Στὸ σημεῖο αὐτό, σημαντικὸ ρόλο ἔρχεται νὰ παίξει ἡ ἀναβίωση τοῦ κοινωνικοῦ ρόλου τῆς παραδοσιακῆς θρησκείας, δηλαδὴ τοῦ Χριστιανισμοῦ. Ἡ διδασκαλία τοῦ Χριστοῦ ἀποτέλεσε ἀπὸ τὰ πρῶτα χρόνια της ἐμφανίσεώς του στὴ δημόσια δράση μία γροθιὰ στὸ κατεστημένο. Μίλησε γιὰ ἰσότητα ὅλων τῶν ἀνθρώπων ἀνεξαιρέτως ἐθνικότητας, φυλῆς, θρησκείας καὶ φύλου. Ὅλοι οἱ ἄνθρωποι ἔπρεπε νὰ μοιράζονται ὅλα τὰ ἀγαθὰ μὲ ἴσο τρόπο, ὥστε νὰ μὴν ὑπάρχουν πλούσιοι καὶ φτωχοὶ καὶ παντοῦ νὰ ἐπικρατεῖ ἡ δικαιοσύνη.
Σήμερα, ὅλα αὐτὰ ἔχουν ἀρχίσει νὰ καταρρίπτονται ἀπροκάλυπτα. Ἡ ἀνεργία μαστίζει τοὺς ἀνθρώπους. Οἱ περισσότεροι ἄνθρωποι ζοῦν κάτω ἀπὸ τὰ ὅρια τῆς φτώχειας μέσα σὲ ἑξαθλιωτικὲς συνθῆκες. Μικρὰ παιδιὰ ἀναγκάζονται νὰ δουλεύουν πολλὲς ὧρες κάτω ἀπὸ ἄθλιες συνθῆκες καὶ νὰ ὑποσιτίζονται. Ἡ ἐκμετάλλευση τοῦ ἀνθρώπου ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο ἔχει ἀγγίξει τὰ ὑψηλότερα ποσοστὰ στὴν ἱστορία τοῦ ἀνθρώπου. Μοιάζουν τὰ πράγματα νὰ ἔχουν γυρίσει αἰῶνες πίσω, ὅταν στὰ χρόνια της Ρωμαϊκῆς Αὐτοκρατορίας ἡ ζωὴ τῶν ἀνθρώπων τῶν κατώτερων τάξεων δὲν εἶχε καμμία ἀξία. Ὁ σημερινὸς ἄνθρωπος ἔχοντας ἀποθεώσει τὸν ἄκρατο καπιταλισμό, μαγεύτηκε ἀπὸ τὸ τραγούδι τῶν σειρήνων ποὺ ὑποσχόταν ψεύτικους παραδείσους καὶ ὁδηγήθηκε νὰ ζεῖ σὲ μία φενάκη. Χόρτασε ἀπὸ καταναλωτισμὸ καὶ ὑλικὸ εὐδαιμονισμὸ ἀλλὰ σύντομα κατάλαβε ὅτι ἦταν γυμνὸς ἀπὸ ἀξίες. Στὰ δύσκολα, λοιπόν, ἔψαξε αὐτὲς τὶς ἀξίες. Ὁ μοναδικὸς δρόμος γιὰ νὰ τὶς βρεῖ περνοῦσε μέσα ἀπὸ τὴ θρησκεία.
Πολλοί, λοιπόν, ἀνεξαρτήτως μορφωτικοῦ ἐπιπέδου καὶ ἡλικίας στρέφονται στὴ θρησκεία, πρὸς ἀναζήτηση τοῦ ἀληθινοῦ νοήματος τῆς ζωῆς[60]. Ἡ θρησκεία καὶ στὴ συγκεκριμένη περίπτωση ὁ χριστιανισμὸς ἔρχεται νὰ περισώσει τὰ θύματα ἀπὸ τὰ ἐρείπια ποὺ ἄφησε πίσω της ἡ κακὴ χρήση τῆς νεωτερικότητας. Ἀγωνίζεται ἡ Ἐκκλησία νὰ ἁπαλύνει τὸν ἀνθρώπινο πόνο εἴτε μέσω ἱδρυμάτων, εἴτε μέσω συσσιτίων εἴτε μὲ βοηθήματα καὶ ὑποτροφίες γιὰ νὰ σπουδάσουν παιδιὰ κατορθώνει νὰ βοηθήσει τὸν ἄνθρωπο νὰ σηκωθεῖ ἀπὸ τὸ τέλμα ποὺ ἔχει πέσει. Πρέπει νὰ γίνει σαφὲς ὅτι σήμερα ὁ Χριστιανισμὸς δὲν ἀντίκειται στὴν οἰκουμενικότητα, ἀντίκειται στὴν παγκοσμιοποίηση καὶ σὲ ὅ,τι ξεριζώνει τὸν κάθε ἄνθρωπο ἀπὸ τὴν πολιτιστική, τὴν ἐθνικὴ καὶ τὴ θρησκευτική του ταυτότητα. Χαρακτηριστικὸ παράδειγμα ἀποτελεῖ ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Τιράνων Ἀναστάσιος Γιαννουλάτος, ποὺ προσπάθησε στὴν μετακομμουνιστικὴ καὶ διαλυμένη Ἀλβανία νὰ κάνει ἀρωγό της ἀνάπτυξης καὶ τοῦ πολιτισμοῦ τῆς Ἐκκλησίας σὲ ὅλους τους κατοίκους τῆς Ἀλβανίας ἀνεξάρτητα ἀπὸ τὸ θρήσκευμά τους. Ὁ ἴδιος ὑποστηρίζει ὅτι οἱ θρησκευτικὲς κοινότητες μπορεῖ νὰ ἀποβοῦν φορεῖς ἀντίστασης στὴν παγκοσμιοποίηση[61].
Στὴν ὕστερη νεωτερικότητα ὁ ἄνθρωπος διαπίστωσε ὅτι ὁ ἄκρατος ἀτομικισμὸς τῆς πρώιμης καὶ μέσης νεωτερικότητας ὁδήγησε σὲ ἀδιέξοδο[62]. Στὴν ἀπαξίωση τοῦ ἀνθρώπου ἡ πατερικὴ διδασκαλία ἔρχεται νὰ ὁδηγήσει τὸν ἄνθρωπο ξανὰ ἀπὸ τὸ σκοτάδι στὸ φῶς. Ὁ ἄνθρωπος γιὰ τὸ Χριστιανισμὸ ἔχει ἀξία, γιατί ἀποτελεῖ εἰκόνα τοῦ Θεοῦ καὶ ἔχει μέσα τοῦ θεϊκὴ πνοή, τὴν ψυχή του. Σκοπὸς τῆς ζωῆς τοῦ ἀνθρώπου κατὰ τοὺς ἁγίους πατέρες τῆς Ἐκκλησίας εἶναι ἡ κατὰ Χριστῷ ζωὴ ποὺ θὰ ὁδηγήσει στὴ θέωση, δηλαδὴ στὴ Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν. Ἡ διδασκαλία αὐτὴ ὡς ἀντιστάθμισμα στὴν μαζοποίηση τῶν ἀνθρώπων δίνει νέα ὀντολογικὴ διάσταση στὴν ὕπαρξη τοῦ ἔλλογου ὄντος σήμερα.
Στὶς μέρες μας ἡ ἐπιστροφὴ τῶν Εὐρωπαίων καὶ κυρίως τῶν Ἑλλήνων στὴ συνειδητοποίηση τῆς θρησκευτικῆς τους ταυτότητας ἔχει ὡς ἐπακόλουθο καὶ τὴν ἀναζωπύρωση τῆς ἐθνικῆς τους ταυτότητας. Πέρασε ὁ καιρὸς ποὺ ὁ λαὸς μᾶς θεωροῦσε ὅτι ἦταν ξένο ἦταν καὶ καλό. Μέσα ἀπὸ τὶς δυσκολίες συνειδητοποίησε -ἔστω καὶ ἀργὰ – τὰ τρωτὰ σημεῖα καὶ τῶν διαφόρων ξένων. Προσοχὴ ἰδιαίτερη θὰ πρέπει νὰ δοθεῖ μήπως ἡ ἐπιστροφὴ στὴν παραδοσιακὴ θρησκεία ὁδηγήσει στὸ ἄλλο ἄκρο, ἐκεῖνο τοῦ σκοταδισμοῦ, τοῦ φονταμενταλισμοῦ καὶ τῆς δαιμονοποίησης τοῦ ἄλλου, τοῦ διαφορετικοῦ. Αὐτὸ κυρίως θὰ πρέπει νὰ ἀποφευχθεῖ. Παράδειγμα παρόμοιο πρὸς ἀποφυγὴ ἀποτελοῦν πολλὲς μουσουλμανικὲς χῶρες.
Ἡ παραδοσιακὴ θρησκεία πρέπει νὰ κάνει ἄνοιγμα καὶ πρὸς τοὺς μετανάστες, δημιουργώντας τοὺς ἕνα φιλόξενο περιβάλλον. Ἔτσι θὰ ἀποτραπεῖ ἡ γκετοποίησή τους καὶ ἡ ἀνάπτυξη σὲ αὐτῶν λανθασμένων ἰδεολογιῶν καὶ τρόπων ἀντιμετωπίσεως τοῦ παραγκωνισμοῦ τους. Μὲ ἁπλὰ λόγια ὁ παραγκωνισμὸς τοῦ ἄλλου ποὺ ἔχει διαφορετικὴ θρησκεία καὶ κουλτούρα θὰ τὸν ὁδηγήσει στὴ βία.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Δ΄:
ΠΑΤΕΡΙΚΗ ΚΑΙ «ΜΕΤΑΠΑΤΕΡΙΚΗ» ΘΕΟΛΟΓΙΑ
1. Μεταπατερική θεολογία ἤ αἵρεση στά πλαίσια τῆς Νεωτερικότητας;
Στήν ἐποχή μας, πολλές φορές ἔχει προβληματίσει το ζήτημα τῆς σχέσεως -ἐάν αὐτή ὑπάρχει- μεταξύ πατερικῆς καί μεταπατερικῆς[63] θεολογίας ἤ αἵρεσης. Ἡ ὀρθόδοξη θεολογία ὀφείλει νά πηγάζει ἀπό τά συγγράμματα τῶν Πατέρων, ἀπό τήν Παράδοση τῆς Ἐκκλησίας ἀλλά καί τή γενικότερη ἀποκαλυπτική ἀλήθεια τῆς Ἐκκλησίας. Ὅλα τά παραπάνω πρέπει νά συνοδεύονται ἀπό τή μετοχή τοῦ θεολόγου στή μυστηριακή ζωή τῆς Ἐκκλησίας, ὥστε ὁ θεολογῶν νά ἐμβαθύνει στά νοήματα τῆς θεολογίας, νά μελετᾶ, νά διδάσκει καί νά βιώνει αὐτήν μέ τή βοήθεια τῆς χάριτος τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.
Στόν ἀντίποδα τῆς ὀρθόδοξης θεολογίας βρίσκεται ἡ μεταπατερική θεολογία. Ἡ τελευταία ἀποτελεῖ προέκταση τῶν ποικίλων νεώτερων θεολογιῶν, πού ἀναπτύχθηκαν στή Δύση καί κυρίως στή θεολογία τοῦ προτεσταντισμοῦ. Στήν τελευταία γίνεται ἀναφορά γιά τη θεολογία τῆς συνάφειας, τή φεμινιστική, τήν πολιτική, τήν κοινωνική κ.λπ. Ὅλες αὐτές οἱ θεολογίες στηρίζονται κυρίως στήν τάση ἐκκοσμικεύσεως τῆς Δυτικῆς Προτεσταντικῆς κυρίως θεολογίας. Ἔτσι στό κέντρο αὐτῶν τῶν θεολογιῶν δέ βρίσκεται ἡ Γέννηση, τά Πάθη, ἡ Σταύρωση καί ἡ Ἀνάσταση τοῦ Θεανθρώπου ἀλλά τά διάφορα κοινωνικά, πολιτικά καί πολιτιστικά δεδομένα τῆς ἑκάστοτε ἐποχῆς. Ὅλα αὐτά πολλοί ὀρθόδοξοι ἱεράρχες καί λαϊκοί τά ἀπολυτοποιοῦν εἴτε θετικά εἴτε ἀρνητικά δημιουργώντας ἐρωτήματα γιά τό ἐάν πρέπει ἤ ὄχι νά σχετίζονται τά παραπάνω θέματα «θεολογίας» μέ τήν ὀρθόδοξη Θεολογία ἤ ὄχι.
Ἔτσι σάν ἀποτέλεσμα ὅλης αὐτῆς τῆς διαμάχης μεταξύ τῶν ὑποστηρικτῶν ἤ τῶν διαφωνοῦντων γιά τή θεολογία τῆς συνάφειας τίθεται τό ἐρώτημα κατά πόσο μπορεῖ ἡ ὀρθόδοξη θεολογία νά ἔχει σχέση θετική μέ ὅλα αὐτά. Μήπως, ἐάν οἱ ὀρθόδοξοι κρατήσουν μία τελείως ἀρνητική στάση ἀπέναντι σέ ὅλες αὐτές τίς φιλοσοφίες πού σχετίζονται μέ τή δυτική χριστιανική θεολογία χάσουν τήν εὐκαιρία νά προσεγγίσουν τούς πλανεμένους χριστιανούς τῶν ἄλλων ὁμολογιῶν καί νά τούς διδάξουν τήν ὀρθοδοξία; Ἤ μήπως μέ τή θετική στάση τους κινδυνέψουν καί οἱ ἴδιοι οἱ ὀρθόδοξοι νά πλανηθοῦν καί ἔτσι νά συντελέσουν στήν ἀποδόμηση τῆς μέχρι τώρα ἑλληνοχριστιανικῆς παραδόσεως;
Φυσικά, πρέπει ἀπό τήν ἀρχή νά τεθεῖ ὡς σημαντικός ὅρος γιά τή διαπραγμάτευση τοῦ παραπάνω θέματος μέσα στά ὀρθόδοξα ὅρια ὅτι ἡ πατερική Θεολογία οὔτε μπορεῖ νά διαγραφεῖ οὔτε νά παραποιηθεῖ γιά νά ἐξυπηρετηθεῖ ὁποιαδήποτε σκοπιμότητα. Αὐτό, ὅμως δέν σημαίνει ὅτι πρέπει νά διακοποῦν κάθε εἴδους διάλογοι μέ τά διάφορα «αἱρετικά» Δόγματα ἤ Ὁμολογίες. Ἄλλωστε στόχος τῶν Ὀρθοδόξων ὀφείλει νά εἶναι ἡ παρουσίαση τῆς Πατερικῆς Θεολογίας ὡς βάση τοῦ διαλόγου μέ ὅλους αὐτούς. Ἔτσι θά μπορέσουν νά τούς ἐπισημανθοῦν τά λάθη τους καί οἱ παρεκκλίσεις ἀπό τήν ὀρθόδοξη θεολογία καί νά τούς δοθεῖ ἡ εὐκαιρία τῆς ἐπιστροφῆς στήν ὀρθή διδασκαλία τῆς Ἁγίας Γραφῆς καί τῶν Πατέρων.
ΕΠΙΛΟΓΟΣ
Ἡ σχέση κάθε θρησκείας μὲ τὴν περίοδο ἱδρύσεώς της, ἡ ἀναφορά της στὴν ἱστορία καὶ ἡ ἀντιμετώπιση τῆς ἐπικαιρότητας καθορίζουν ἀποφασιστικὰ σὲ κάθε ἐποχὴ τὴν ἱκανότητα ἐπιβίωσης τοῦ θρησκευτικοῦ φαινομένου μέσα στὸν πολιτισμό. Ἀνάμεσα στὴ θρησκεία καὶ στὴν κοινωνία σήμερα ὑπάρχει μία αὐξανόμενη ἄβυσσος: ἡ θρησκεία γενικότερα ὡς φαινόμενο εἶναι παραδοσιακή, προμοντέρνα, προνεωτερικὴ καὶ σχετίζεται μὲ τὸ παρελθόν, ἐνῶ ἡ κοινωνία ὡς κάτι τί ἐνεργὸ εἶναι νεωτερική, μοντέρνα, σύγχρονη καὶ ἀναφέρεται στὸ μέλλον. Ὅσο ἀπέχουν παρελθὸν καὶ μέλλον τόσο ἀπέχει ἡ θρησκεία ἀπὸ τὴν κοινωνία[64].
Ἡ Ὀρθοδοξία ἀπὸ τὴν πρώτη στιγμὴ τῆς ἱδρύσεως τῆς Ὀρθόδοξης Χριστιανικῆς Ἐκκλησίας εἶχε οἰκουμενικὸ χαρακτήρα. Παρόλο ὅμως τὴν οἰκουμενική της διάσταση ἀντιδρᾶ ἔντονα στὴν Παγκοσμιοποίηση. Ἡ ἐξήγηση εἶναι ἁπλή. Ἡ Παγκοσμιοποίηση ἀποτελεῖ τὸ μηχάνημα κάτω ἀπὸ ὁποῖο ἐπιχειρεῖται νὰ συνθλιβεῖ ἡ μοναδικότητα τῆς Ὀρθόδοξης πίστης σὲ συνδυασμὸ μὲ τὴν ἐθνικὴ ταυτότητα τῶν Ἐλλλήνων.
Ἡ νεωτερικότητα ὅπως ἐκείνη ἐμφανίστηκε κατὰ τὴ βιομηχανικὴ ἐπανάσταση? ἀμφισβήτησε κάθε εἴδους Θρησκεία, κάθε εἴδους ἄρχοντες, τὸ κατεστημένο καὶ τὶς ὑπάρχουσες θεολογικὲς ἀντιλήψεις. Ἐξαιτίας τοῦ ἱστορικοῦ γίγνεσθαι στὴν Ἑλλάδα δὲν μπόρεσε νὰ γεννηθεῖ καὶ νὰ ἀναπτυχθεῖ ἡ νεωτερικότητα ὅπως συνέβηκε στὴ Δυτικὴ Εὐρώπη. Ἀκόμα καὶ ὁ Νεοελληνικὸς Διαφωτισμὸς ποὺ ἦρθε σὲ ἀντίθεση μὲ τὴν Ἐκκλησία δὲν εἶχε ἀκραῖες τάσεις. Ἄλλωστε τὴν πρώτη περίοδο τοῦ Νεοελληνικοῦ Διαφωτισμοῦ, ἡ Ἐκκλησία μέσω τῶν ἱερέων τῆς σήκωσε τὸ βάρος γιὰ τὴν πνευματικὴ ἀφύπνιση τοῦ Γένους μας.
Ἡ πίστη καὶ ἡ προσκόλληση στὴν ἀλήθεια τῆς διδασκαλίας τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας θὰ ἀποτελέσει τὴ βάρκα μὲ τὴν ὁποία ἡ Ὀρθοδοξία θὰ μπορέσει νὰ κάνει διάφορα ἀνοίγματα στὸν κόσμο τῆς νεωτερικότητας καὶ ἀντὶ νὰ κινδυνεύει νὰ συνθλιβεῖ ἀπὸ τὶς νεωτεριστικὲς ἀντιλήψεις θὰ μπορέσει νὰ ἀποτελέσει σανίδα σωτηρίας καὶ ἐπιστροφῆς τῶν διαφόρων ἑτεροδόξων στὴν ἀγκαλιὰ τῆς Μίας, Καθολικῆς καὶ Ἀποστολικῆς μητέρας Ἐκκλησίας. Στὸ σημεῖο αὐτὸ ἡ ξενοφοβία, ὁ φανατισμὸς καὶ ἡ μισαλλοδοξίας δὲν πρέπει νὰ ἔχουν θέση στὴν ἀναζωπύρωση τῆς διδασκαλίας τῆς παραδοσιακῆς θρησκείας καὶ κυρίως τοῦ χριστιανισμοῦ, ὁ ὁποῖος εἶναι θρησκεία τῆς ἀγάπης.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Ἀγουρίδη, Σ., «Ὀρθοδοξία καὶ Ἑλληνικότητα», Θρησκεῖες καὶ πολιτικὴ στὴ νεωτερικότητα,, ἔκδ. Κριτική, 2002, σσ. 364-389.
Anastasios of Albania, «Τhe Global Vision of Proclaiming the Gospel», The Greek Orthodox Theological Review 43 (1998)
Ἀνδριανόπουλου, Α., «Ἡ παγκοσμιοποίηση καὶ οἱ ἐχθροί της», Τὰ Νέα, 2001, Ἰούλιος 7-8, σ. 9.
Ἀργύρη, Ι. Ἀρχιμ., «Παγκοσμιοποίηση καὶ Ἐκκλησία». Στὸ Π.Ν. Λύτρας (ἐπιμ.), Παγκοσμιοποίηση: ὅραμα, χίμαιρα, κατάρα ἢ ἐφιάλτης, ἔκδ. Παπαζήση, Ἀθήνα 2000 σσ. 27-47.
Αρτέμη, Ε. «Αποκλίνοντα στοιχεία στις διδασκαλίες του Ορθοδόξου Χριστιανισμού και του Ισλάμ», υποσ. 1, http://www.impantokratoros.gr/DAAAB9B8.el.aspx (2011)
Της ιδίας, «Οι Βασικότεροι Σταθμοί στη Ρήξη των Σχέσεων Ανατολικής και Δυτικής Εκκλησιάς μέχρι το Μέγα Σχίσμα του 1054», http://orthodoxiagr.gr/index.php/2011-07-06-05-40-12/78-2011-07-15-04-51-25/301-2012-01-08-17-20-49.html (2012)
Βαλλιάνου, Π., Φιλοσοφία στην Ευρώπη, Νεότερα και σύγχρονα φιλοσοφικά ρεύματα, (19ος-20ος αιώνας), Τόμος Γ΄, Πάτρα 2000.
Του ιδίου., Η Επιστημονική Επανάσταση και η Φιλοσοφική Θεωρία της Επιστήμης. Ακμή και Υπέρβαση του Θετικισμού, Τόμος Β΄, Πάτρα 2001.
Bloch, M., Febvre, L., Braudel, F., κ.ά., Κείμενα Ευρωπαϊκής Ιστορίας, Παπαζήσης, Αθήνα 1985.
Boll, B., «Θρησκεία, πολιτική και εκλογική συμπεριφορά στη Γερμανία. Ιστορικές εμπειρίες , σύγχρονα ερωτήματα και αβεβαιότητες για το μέλλον», Θρησκείες και πολιτική στη νεωτερικότητα,, εκδ. Κριτική, 2002, σ. 235-296.
Βurns, E., Ευρωπαϊκή Ιστορία, Α΄, επιμ. Ι. Σ. Κολλιόπουλου, εκδ. Παρατηρητής, Θεσσαλονίκη, χ.ο.
Βurns, E., Ευρωπαϊκή ιστορία: Ο δυτικός πολιτισμός: Νεότεροι χρόνοι, Επίκεντρο, Θεσσαλονίκη 2006.
Βέμπερ, Μ., Η προτεσταντική ηθική και το Πνεύμα του Καπιταλισμού, Gutenberg, Αθήνα 1978.
Δεληκωσταντή, Κ., «Η Εκκλησία και η Παγκοσμιοποίηση», http://www.ec-patr.org/youth/delikonstandis.htm, (12 Ιουνίου 2007)
Φραγκοπούλου, Στ., Ιστορία της Τεχνολογίας. Με παρεκβάσεις σε συναφή γεγονότα που επηρέασαν την επιστήμη, την τεχνολογία και τον πολιτισμό, 2008.
Γιακωβάκη, Ν., Ευρώπη μέσω Ελλάδας: Μια καμπή στην ευρωπαϊκή αυτοσυνείδηση, 17ος – 18ος αιώνας, Εστία, Αθήνα 2006.
Γιαννουλάτου, Αναστασίου, Αρχιεπ. Τιράνων και Αλβανίας,, Παγκοσμιότητα και Ορθοδοξία, Ακρίτας 2000.
Γκίντενς, Α. Ο κόσμος των ραγδαίων αλλαγών. Πώς επιδρά η παγκοσμιοποίηση στη ζωή μας, μτφρ. Κ.Δ. Γεώργα, εκδ. Μεταίχμιο, Αθήνα 2001.
Gudmundur, H., Τα έθνη κράτη στην ευρωπαϊκή ιστορία, Επίκεντρο, Θεσσαλονίκη 2006.
Hobsbawm, E, Έθνη και Εθνικισμός από το 1780 μέχρι σήμερα, Καρδαμίτσας, Αθήνα 1990.
Hobsbawm, E, Η εποχή των επαναστάσεων, 1789-1848, ΜΙΕΤ, Αθήνα 1992.
Hobsbawm, E., Η εποχή του Κεφαλαίου, 1848-1875, ΜΙΕΤ, Αθήνα 1994.
Ηλιού, Φ., «Νεοελληνικός Διαφωτισμός: Η νεωτερική πρόταση», Ιστορία του Νέου Ελληνισμού 1770-2000, τ. 2, Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα 2003.
Ιωάννου Χρυσοστόμου, Εις την προς Εφεσίους , Ι΄, PG 62, 75Β.
Kallscheuer, Ο., «Ο ψυχρός πόλεμος στο χριστιανισμό», Θρησκείες και πολιτική στη νεωτερικότητα,, εκδ. Κριτική, 2002, σ. 301-326.
Kαντ, Ε., Κριτική του Καθαρού Λόγου, εκδόσεις Παπαζήση, 2000.
Του ίδιου, Τι είναι Διαφωτισμός, Berlinische Monatsschrift, Berlin1784
Κογκούλη, Ι.Β., Κατηχητική και Χριστιανική παιδαγωγική. Εκδ. Κυριακίδη, Θεσσαλονίκη 20002.
Κοκοσαλάκη, Ν., «Παραδοσιακή θρησκεία και κοινωνία στην ύστερη νεωτερικότητα», Θρησκείες και πολιτική στη νεωτερικότητα,, εκδ. Κριτική, 2002.
Κορώση, Κ. «Παγκοσμιοποίηση και θρησκευτική ταυτότητα», http://www.pee.gr/wp-content/uploads/praktika_synedrion_files/new_soft/nees_eisigiseis/mer_g_th_en_v/korosis.htm (2012).
Κρικώνη, Χ. Θ., Η Αυθεντία της Εκκλησίας, το Κύρος της Παραδόσεως της και η Διδασκαλία των Πατέρων, University Studio Press, Θεσσαλονίκη 1998.
Lefevre, G., Η Γαλλική Επανάσταση, ΜΙΕΤ, Αθήνα 2005.
Λιπόβατς, Θ., «Χριστιανισμός και Νεωτερικότητα», (2001), http://www.acadimia.gr/content/view/80/76/lang,el (2012).
Λίποβατς, Θ., Γεωργιάδου, B, «Θρησκεία, νεωτερικότητα, παγκοσμιοποίηση», http://www.imerisia.gr/article.asp?catid=26533&subid=2&pubid=17209 (2012).
Luckmann, T., The invisible Religion, MacMillan, London 1967.
Μάγιεντορφ, Ι, «Η σημασία της Μεταρρύθμισης στην ιστορία της Χριστιανοσύνης», Σύναξη, 51 (Ιούλιος-Σεπτέμβριος 1994), 9-26.
Μεταλληνού, Γ., (πρωτοπρ.), ομ. Καθηγητού Θεολογικής Σχολής Πανεπιστημίου Αθηνών, «Ορθόδοξη Οικουμενικότητα και Παγκοσμιοποίηση» http://www.impantokratoros.gr/B505BE3B.el.aspx (2012
Μπασδέκη, Α., Εμείς και οι άλλοι. Η Ορθόδοξη Εκκλησία και οι άλλες Εκκλησίες και Ομολογίες. Τι μας ενώνει και τι μας χωρίζει, εκδ. Κ. Σφακιανάκη, Θεσσαλονίκη 2012.
Μπέγζου, Μ., «Θρησκεία και Κοινωνία ένα αγεφύρωτο χάσμα», Βήμα, 10 Απριλίου 2005.
Μπιλάλη, Σπ. (αρχιμ.), Ορθοδοξία και Παπισμός, Α’, Αθήναι 1969.
Πελεγρίνη, Θ., Ν., Οι πέντε εποχές της φιλοσοφίας, Ελληνικά Γράμματα 1997.
Του ιδίου,. Εμπειρία και πραγματικότητα, Καρδαμίτσα, 1988.
Ρεράκη, Η., «Παγκοσμιοποίηση – Πολυπολιτισμικότητα – Διαφωτισμός – Χριστιανικός λόγος», http://thriskeftika.blogspot.gr/2012/02/blog-post_5656.html (2012)
Σεραφείμ, μοναχού, «Οικουμενισμός», Θεοδρομία Α΄ (2012), 138.
Tilly, Ch., Οι ευρωπαϊκές επαναστάσεις, 1492-1992, Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα 1998.
Θεοδώρου Α, Βασική Δογματική Διδασκαλία – Πιστεύω εις ένα Θεόν, Αποστολική Διακονία, Αθήνα 20072.
Του ιδίου, Βασική Δογματική Διδασκαλία – Απαντήσεις σε ερωτήματα Συμβολικά, Αποστολική Διακονία, Αθήνα 20062.
Του ιδίου, Η Ουσία της Ορθοδοξίας, εκδ. Παρουσία, Αθήνα 19982
Θεοδώρου, Ε, “Εκκλησία”, Θρησκευτική και Ηθική Εγκυκλοπαίδεια, τόμ. 5, εκδ. Μαρτίνος Αθ., Αθήνα 1964, στ. 465-519
Του ιδίου, «Εκκλησιολογικές Διαστάσεις της Ευχαριστιακής Θεολογίας», ΘΕΟΛΟΓΙΑ 80, 4 (2009) 45-75
Τσαούση, Δ. Η κοινωνία του ανθρώπου. Εισαγωγή στην κοινωνιολογία, εκδ. Gutenberg, Αθήνα 1989.
Weber, M., Sociology of World Religions: Introduction, http://www.ne.jp/asahi/moriyuki/abukuma/weber/world/intro/world_intro_frame.html (2012)
Ware, Κ. (επίσκ. Διοκλείας), Η Ορθόδοξη Εκκλησία (μτφρ. Ροηλίδης Ι.), έκδ., Ακρίτας, Αθήνα 20074
ΔΙΑΔΙΚΤΥΑΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
«Πολιτική και Δίκαιο. Βιβλίο Β Λυκείου Γενικού Λυκείου, Γενικής Κατεύθυνσης», http://digitalschool.minedu.gov.gr/modules/ebook/show.php/DSGL-B103/94/758,2775/unit=1096 (2012).
http://www.alopsis.gr/modules.php?name=News&file=article&sid=1029 (2012)
«Τι είναι ο Οικουμενισμός;», http://www.impantokratoros.gr/ti_einai_oikounmenismos.el.aspx (2012)
http://www.alopsis.gr/modules.php?name=News&file=article&sid=1029 (2012)
--------------------------------------------------------------------------------
Υποσημειώσεις
[1] Α. Μπασδέκη, Ἐμεῖς καί οἱ ἄλλοι. Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία καἱ οἱ ἄλλες Ἐκκλησίες καί Ὁμολογίες. Τί μᾶς ἑνώνει καί τί μᾶς χωρίζει, ἐκδ. Κ. Σφακιανάκη, Θεσσαλονίκη 2012, σ. 23.
[2] Σ. Π. Κούτσα, Μητρ. Ν. Σμύρνης, «Τό νόημα τῆς Ορθοδοξίας μας. Ὁμιλία τοῦ Σεβ. Μητροπολίτου Ν. Σμύρνης κ. Συμεών τήν Κυριακή τῆς Ὀρθοδοξίας», http://www.oodegr.com/oode/orthod/genika/noima_orthod_1.htm
[3] Βλ. σχετικά Ε. Ἀρτέμη, «Τό μυστήριο τῆς θείας ἐνανθρωπήσεως σέ δύο διαλόγους, «Περί τῆς ἐνανθρωπήσεως τοῦ Μονογενοῦς» καί «Ὅτι εἷς ὁ Χριστός», τοῦ ἁγίου Κυρίλλου Ἀλεξανδρείας», Ἐκκλησιαστικός Φάρος, τ. ΟΕ (2004), 145-277. Συναφῶς βλ. Τῆς ἰδίας, «Ἡ ἐν χρόνῳ κατά σάρκα γέννηση τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ», δημοσίευση στό διαδικτυακό τόπο: «Ἀντιαιρετικό Ἐγκόλπιο», (2009) http://egolpion.com/gennhsh yiou.el.aspx. Τῆς ἰδίας, «The rejection of the term Theotokos by Nestorius Constantinople and the refutation of his teaching by Cyril of Alexandria», στο Γρηγόριος Παλαμάς 845 (2012) 153-177.
[4] Μοναχοῦ Σεραφείμ, «Οἰκουμενισμός», Θεοδρομία Α΄(2012), 138.
[5] Ἀ. Γιαννουλάτου, ἀρχιεπ. Τιράνων, Παγκοσμιότητα καί Ὀρθοδοξία, ἐκδ. Ἀκρίτας, Ἀθήνα 2001, 263.
[6] Γ. Μεταλληνοῦ, (πρωτοπρ.), ὁμ. Καθηγητοῦ Θεολογικῆς Σχολῆς Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν, «Ὀρθόδοξη Οἰκουμενικότητα καί Παγκοσμιοποίηση» http://www.impantokratoros.gr/B505BE3B.el.aspx (2012)
[7] Αὐτόθι.
[8] Α΄ Ιω. 4,11.
[9] «Πολιτική καί Δίκαιο. Βιβλίο Β΄ Λυκείου Γενικοῦ Λυκείου, Γενικῆς Κατεύθυνσης», http://digitalschool.minedu.gov.gr/modules/ebook/show.php/DSGL-B103/94/758,2775/unit=1096 (2012).
[10] «Τό 754 ὁ νικητής ἡγεμόνας τῶν Φράγκων Πιπίνος ἔδωσε στόν Πάπα Στέφανο Β΄ τά ἄλλοτε βυζαντινά εδάφη. Αὐτό εἶχε σάν ἀποτέλεσμα τά ἐδάφη αὐτά νά ἀποτελέσουν τήν κοσμική ἐπικράτεια τοῦ παπικοῦ θεσμοῦ. Ὁ Πάπας γίνεται Ἀνεξάρτητος ἡγεμόνας. Κάτι πού τό ἐπικυρώνει καί τό 774 ὁ Καρλομάγνος. Αὐτός ἀναγνωρίζει τή δωρεά τοῦ Πιπίνου. Τό 787 οἱ πάπες σταματοῦν νά χρονολογοῦν τά ἔγγραφά τους μέ τά χρόνια τῆς βασιλείας τῶν αὐτοκρατόρων τῆς Ἀνατολῆς. Παράλληλα, ὅταν ὁ Πάπας Λέων Γ΄ βάζει τό στέμμα τῆς παλινορθωμένης Δυτικής Αὐτοκρατορίας στόν Καρλομάγνο, τότε ἔχουμε την ὁλοκληρωτική ρήξη μεταξύ Βυζαντίου καί Ρώμης. Ὁ ἐναγκαλισμός τοῦ παπικοῦ θρόνου ἀπό τούς Φράγκους εἶχε σάν συνέπεια τή γέννηση τοῦ δογματικοῦ θέματος τοῦ Filioque. Μέ βάση τή διδασκαλία τοῦ Filioque, τό Άγιο Πνεύμα δέν ἐκπορευόταν μόνο «ἐκ τοῦ Πατρός», ἀλλά «καί ἐκ τοῦ Υἱοῦ». Ἡ ἀρχή τοῦ Filioque βρισκόταν στίς βησιγοτθικές ἀρειανικές ρίζες τῆς φραγκικῆς θεολογίας», Ε. Ἀρτέμη, «Οἱ Βασικότεροι Σταθμοί στή Ρήξη τῶν Σχέσεων Ἀνατολικῆς καί Δυτικῆς Ἐκκλησίας μέχρι τό Μέγα Σχίσμα τοῦ 1054», http://orthodoxiagr.gr/index.php/2011-07-06-05-40-12/78-2011-07-15-04-51-25/301-2012-01-08-17-20-49.html (2012)
[11] Ἰ. Μάγιεντορφ, «Ἡ σημασία τῆς Μεταρρύθμισης στήν ἱστορία τῆς Χριστιανοσύνης», Σύναξη, 51 (Ιούλιος-Σεπτέμβριος 1994), 23.
[12] E. Burns, Εὐρωπαϊκή Ἱστορία, Α΄, ἐπιμ. Ι. Σ. Κολλιόπουλου, ἐκδ. Παρατηρητής, Θεσσαλονίκη, χ.ο., σ. 120.
[13] Αὐτόθι.
[14] Θ. Γ. Γραμμένου, ««Θεός τό φρούριον ἡμῶν»: Ἔργα καί ἡμέρες τοῦ Μαρτίνου Λούθηρου», http://www.gec.gr/history/luther.htm (2012)
[15] Αὐτόθι.
[16] E. Burns, Εὐρωπαϊκή Ιστορία, Α΄, σ. 128.
[17] Αὐτόθι, σ. 141.
[18] Στ. Φραγκοπούλου, Ἱστορία τῆς Τεχνολογίας. Μέ παρεκβάσεις σέ συναφῆ γεγονότα πού ἐπηρέασαν τήν ἐπιστήμη, τήν τεχνολογία καί τόν πολιτισμό, 2008, σ. 37.
[19] B. Boll, «Θρησκεία, πολιτική καί ἐκλογική συμπεριφορά στή Γερμανία. Ἱστορικές Ἐμπειρίες , σύγχρονα ἐρωτήματα καί ἀβεβαιότητες γιά τό μέλλον», Θρησκεῖες καί πολιτική στή νεωτερικότητα,, ἐκδ. Κριτική, 2002, σ. 238.
[20] Ε. Hobsbawm, Ἡ ἐποχή τῶν ἐπαναστάσεων, 1789-1848, ΜΙΕΤ, Ἀθήνα 1992, 309.
[21] Αὐτόθι, σ. 310.
[22] Αὐτόθι, σ. 311.
[23] Αὐτόθι, σ. 313.
[24] Ἀναστασίου Γιαννουλάτου, ἀρχιεπ. Τιράνων καί Ἀλβανίας, Παγκοσμιότητα καί Ὀρθοδοξία, ἐκδ. Ἀκρίτας, Ἀθήνα 2000, σ. 244.
[25] Αὐτόθι, σ. 245.
[26] Ἐφ. 2, 20.
[27]Χ. Θ. Κρικώνη, Ἡ Αὐθεντία τῆς Ἐκκλησίας, τό Κύρος τῆς Παραδόσεως της καί ἡ Διδασκαλία τῶν Πατέρων, University Studio Press, Θεσσαλονίκη 1998, σελ. 244.
[28] Ἰωάννου Χρυσοστόμου, Εἰς τήν πρός Ἐφεσίους , Ι΄, PG 62, 75Β.
[29] Ε. Θεοδώρου, «Ἐκκλησία», Θρησκευτική καί Ἠθική Ἐγκυκλοπαίδεια, ἐκδ. Ἀθ Μαρτίνου, 5 (1964) στ. 483.
[30] Μέ τόν ὅρο στρατευμένη Ἐκκλησία ἐννοοῦνται οἱ ζωντανοί πιστοί πού ἀγωνίζονται γιά τή σωτηρία τους καί τή Μέλλουσα Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν.
[31] Μέ τόν ὅρο θριαμβεύουσα Ἐκκλησία ἐννοοῦνται οἱ ἅγιοι καί οί κεκοιμημένοι ἐν πίστει καί μετανοίᾳ. Γιά τή θριαμβέυουσα Ἐκκλησία οἱ πιστοί ἑορτάζουν τίς διάφορες ἑορτές ἀνάμνησης διαφόρων γεγονότων ἀπό τή ζωή καί τήν κοίμηση ἤ τό μαρτύριο τῶν ἁγίων, ἐνῶ κάνουν μνημόσυνα, δωρεές καί τρισάγια γιά τή συγχώρεση τῶν ἁμαρτιῶν των κεκοιμημένων.
[32] Ἰγνατίου Ἀντιοχείας, Πρός Μαγνησιεῖς Ι, PG 5, 713Α.
[33] Ε. Θεοδώρου, «Ἐςκκλησιολογικές Διαστάσεις τῆς Εὐχαριστιακῆς Θεολογίας», ΘΕΟΛΟΓΙΑ 80: 4 (2009) 67 (45-75)
[34] Ἀ. Γιαννουλάτου, όπ. π., σ. 264.
[35] Αὐτόθι. Πρβλ. Anastasios of Albania, «Τhe Global Vision of Proclaiming the Gospel», The Greek Orthodox Theological Review 43 (1998).
[36] Γαλ. 3, 28.
[37] http://www.alopsis.gr/modules.php?name=News&file=article&sid=1029 (2012)
[38] Αὐτόθι.
[39] «Ἡ ἔννοια παγκοσμιοποίηση (globalization, mondialisation) χρησιμοποιεῖται σήμερα εὐρύτατα γιά νά περιγράψει μία παγκόσμια, ἀρχικά περισσότερο ἤ κυρίως οἰκονομική διαδικασία σέ πλήρη ἐξέλιξη, ἡ ὁποία μετεξελίχθηκε ταχύτατα σέ ἕνα πλανητικό δυναμικό πολυδιάστατο φαινόμενο, σέ «ἕνα πολύπλοκο σύνολο διεργασιών» οἰκονομικῶν, πολιτισμικῶν, κοινωνικῶν, πολιτικῶν, τεχνολογικῶν, θρησκευτικῶν κ.ἄ. Ἡ παγκοσμιοποίηση ἀγγίζει ὅλες τίς διαστάσεις καί τίς πτυχές τῆς ζωῆς μας, ἀπό τήν προσωπική ζωή καί τήν καθημερινότητά μας μέχρι τίς παγκόσμιες ἐξελίξεις. Ἔτσι «ἀναμορφώνει βαθύτατα τόν τρόπο μέ τόν ὁποῖο ζοῦμε». Ὁ Giddens εἶναι σαφέστατος: «Ζοῦμε σ΄ ἕναν κόσμο καθημερινῶν μετασχηματισμῶν πού ἐπηρεάζουν ὅλες σχεδόν τίς πτυχές τῆς δράσης μας. Εἴτε γιά καλό εἴτε γιά κακό, ἔχουμε ριχτεῖ μέσα σέ μιά παγκόσμια τάξη πού κανένας δέν κατανοεῖ πλήρως, ἡ ὁποία ὅμως μᾶς ἐπηρεάζει ὅλους»», Κ. Δεληκωσταντῆ, «Ἡ Εκκλησία καί ἡ Παγκοσμιοποίηση», http://www.ec-patr.org/youth/delikonstandis.htm, (12 Ιουνίου 2007). Πρβλ. Α. Γκίντενς, Ὁ κόσμος τῶν ραγδαίων ἀλλαγῶν. Πῶς ἐπιδρᾶ ἡ παγκοσμιοποίηση στή ζωή μας, μτφρ. Κ.Δ. Γεώργα, ἐκδ. Μεταίχμιο, Ἀθήνα 2001, σ. 36.
[40] Ἡ. Ρεράκη, «Παγκοσμιοποίηση – Πολυπολιτισμικότητα – Διαφωτισμός -Χριστιανικός λόγος», http://thriskeftika.blogspot.gr/2012/02/blog-post_5656.html (2012)
[41] Αὐτόθι.
[42] Θ. Λίποβατς, B. Γεωργιάδου, «Θρησκεία, νεωτερικότητα, παγκοσμιοποίηση», http://www.imerisia.gr/article.asp?catid=26533&subid=2&pubid=17209 (2012).
[43] Σπ. Μπιλάλη, (ἀρχιμ.), Ὀρθοδοξία και Παπισμός, Α’, Ἀθῆναι 1969, σ. 377.
[44] «Τί εἶναι ὁ Οἰκουμενισμός;», http://www.impantokratoros.gr/ti_einai_oikounmenismos.el.aspx (2012)
[45]Irving Hexham, «By Religion I Mean…», http://people.ucalgary.ca/ (2009). J. Elliott, slide set on «Defining Religion» http://www.unc.edu/ (2009).
[46] Ε. Ἀρτέμη, «Ἀποκλίνοντα στοιχεῖα στίς διδασκαλίες τοῦ Ὀρθοδόξου Χριστιανισμοῦ καί τοῦ Ἰσλάμ», ὑποσημ. 1, http://www.impantokratoros.gr/DAAAB9B8.el.aspx (2011)
[47] Ἰακ. 1, 27.
[48] «Ἡ Θρησκεία ἔτσι ἀποτελεῖ πολιτισμικό παράγοντα πού ἔχει ἄμεση ἤ ἔμμεση διαλεκτική σχέση μέ τίς πολιτικές καί οἰκονομικές ἐξελίξεις στήν κοινωνία. Παράλληλα ἡ θρησκεία ἀποτελεῖ βασικό ἀνθρωπολογικό καί ὑπαρξιακό στοιχεῖο μέ τόν τρόπο πού τήν ὁρίζει ὁ Luckmann – ὡς τή βασική ἱκανότητα καί τάση τοῦ ἀνθρώπου νά ὑπερβαίνει τό βιολογικό ὀργανισμό του», Ν. Κοκοσαλάκη, «Παραδοσιακή θρησκεία καί κοινωνία στήν ὕστερη νεωτερικότητα», Θρησκεῖες καί πολιτική στή νεωτερικότητα, ἐκδ. Κριτική, Ἀθήνα 2002, σ. 56. Πρβλ. T. Luckmann, The invisible Religion, MacMillan, London 1967.
[49] «By «world religions», we understand the five religions or religiously determined systems of life-regulation which have known how to gather multitudes of confessors around them. The term is used here in a completely value-neutral sense. The Confucian, Hinduist, Buddhist, Christian, and Islamist religious ethics all belong to the category of world religion. A sixth religion, Judaism, will also be dealt with. It is included because it contains historical preconditions decisive for understanding Christianity and Islamism, and because of its historic and autonomous significance for the development of the modern economic ethic of the Occident–a significance, partly real and partly alleged, which has been discussed several times recently. References to other religions will be made only when they are indispensable for historical connections», M. Weber, Sociology of World Religions: Introduction, http://www.ne.jp/asahi/moriyuki/abukuma/weber/world/intro/world_intro_frame.html (2012)
[50] «Διαφωτισμός ἤ «Αἰώνας τῶν Φώτων» ἀποκλήθηκε, στήν ἱστορία τῶν εὐρωπαϊκῶν πνευματικῶν κινημάτων, τό μεγάλο ἀνατρεπτικό ρεῦμα, τό ὁποῖο, μέ ἰσχυρές ἀγγλικές καταβολές καί μέ ἐπίκεντρο τή Γαλλία τοῦ 18ου αἰώνα, ἐξακτινώθηκε σέ ὅλη τήν εὐρωπαϊκή ἤπειρο καί ἄφησε βαθιά τά ἴχνη του και στίς περιοχές τῆς Ὀθωμανικῆς αὐτοκρατορίας. Εἶχε, ὡς κύρια χαρακτηριστικά, τήν ἐκκοσμίκευση τῆς γνώσης, τήν πίστη στόν ὀρθό λόγο καί στήν ἰδέα τῆς προόδου, τήν ὑπονόμευση τῆς χριστιανικῆς θρησκείας, τή λατρεία τῆς ἐπιστήμης, τοῦ πειράματος καί τῆς παρατήρησης. Ταυτόχρονα, ἐξέφρασε μιά γενικευμένη ἀμφισβήτηση τῶν ἐξουσιῶν τοῦ παλαιοῦ καθεστῶτος, μέ ἀντίστοιχη προβολή τῆς ἀξίας τῶν δικαιωμάτων τοῦ ἀνθρώπου καί τοῦ πολίτη», Φ. Ἠλιού, «Νεοελληνικός Διαφωτισμός: Ἡ νεωτερική πρόταση», Ἱστορία τοῦ Νέου Ἑλληνισμοῦ 1770-2000, τ. 2, Ἑλληνικά Γράμματα, Ἀθήνα 2003, σ. 9.
[51] Ν. Κοκοσαλάκη, ὅπ.π., σ. 57.
[52] Τόλμησε να γίνεις σοφός.
[53] Ἐ. Καντ, Τί εἶναι Διαφωτισμός, Berlinische Monatsschrift, Δεκέμβριος 1784, σ. 8
[54] «Μέ διάταγμα τοῦ Ροβεσπιέρου στίς 7 Μαΐου 1794 καθιερώθηκε ἡ πολιτική θρησκεία στή Γαλλία μέ τή λατρεία τοῦ Υπέρτατου Ὄντος. Βασίστηκε στίς ἰδέες τοῦ Ζαν Ζακ Ρουσό πού περιλαμβάνονται στό «Κοινωνικό Συμβόλαιο» καί στήν ἀντίθεση τοῦ Ρουσό τόσο μέ τόν Καθολικισμό, ὅσο καί μέ τόν ἀθεϊσμό πού πρέσβευε ὁ Ἐμπέρ», http://www.sansimera.gr/biographies/136 (2012)
[55] «Ἡ Ἀναγέννηση (ἀγγλικά: Renaissance, ιταλικά: Rinascimento, γαλλικά: Renaissance, ἀπό τά συνθετικά ri- «ξανά» καί nascere «γεννιέμαι») ἦταν ἕνα πολιτιστικό κίνημα πού τοποθετεῖται προσεγγιστικά ἀνάμεσα στό 14ο καί τό 17ο αἰῶνα, ξεκινώντας στήν Ἰταλία κατά τόν ὕστερο Μεσαίωνα, ἀπό ὅπου καί ἐξαπλώθηκε στήν ὑπόλοιπη Ευρώπη. Ο όρος χρησιμοποιείται επίσης ως ονομασία της συγκεκριμένης ιστορικής περιόδου, μα με μεγαλύτερη ελευθερία καθώς το κύμα των αλλαγών που επήλθαν δεν εξαπλώθηκε με την ίδια ταχύτητα σε ολόκληρη την Ευρώπη. Ως πολιτιστικό κίνημα, επέφερε την άνθηση της λογοτεχνίας, της επιστήμης, της τέχνης, της θρησκείας και της πολιτικής επιστήμης, καθώς και την αναβίωση της μελέτης κλασικών συγγραφέων, την ανάπτυξη της γραμμικής προοπτικής στη ζωγραφική και τη σταδιακή, αλλά ευρέως διαδεδομένη, μεταρρύθμιση στην εκπαίδευση. Παραδοσιακά, αυτή η πνευματική μεταμόρφωση είχε ως αποτέλεσμα να θεωρείται η Αναγέννηση γέφυρα μεταξύ του Μεσαίωνα και της Σύγχρονης Εποχής. Αν και κατά την Αναγέννηση έλαβαν χώρα επαναστατικές καινοτομίες σε πολλά πνευματικά πεδία, καθώς και κοινωνικές και πολιτικές αναταραχές, είναι ίσως περισσότερο συνυφασμένη με τα ρεύματα που διαμορφώθηκαν στο χώρο της τέχνης, αλλά και τη συμβολή παν-επιστημόνων όπως ο Λεονάρντο ντα Βίντσι και ο Μιχαήλ Άγγελος, οι οποίοι ενέπνευσαν τον όρο Homo Universalis» http://www.netschoolbook.gr/history2007/VIanagenissi.html (2012)
[56] «Με τον όρο εκκλησιαστική μεταρρύθμιση εννοείται η διασπαστική κίνηση στην καθολική Εκκλησία του 16ου αιώνα που πραγματοποιήθηκε στην κεντρική Ευρώπη και οδήγησε στη συγκρότηση νέων χριστιανικών δογμάτων και εκκλησιαστικών οργανισμών. Κύριο χαρακτηριστικό αυτών των κινήσεων από θεολογικής σκοπιάς ήταν η προσήλωση στη Βίβλο και ο παραμερισμός όλων των πατερικών και άλλων συμπληρωμάτων και προεκτάσεων που είχαν συσσωρευτεί μέχρι τότε. Οι πολιτικές και πολιτισμικές επιπτώσεις αυτών των γεγονότων ήταν όμως πολύ σημαντικές και συγκάλυψαν τις θεολογικές αντιδικίες. Οι ηγέτες της μεταρρύθμισης δεν απέβλεπαν εξ αρχής στη διάσπαση της μέχρι τότε ενιαίας δυτικής Εκκλησίας, τα γεγονότα ξεπέρασαν όμως τις ηγεσίες και εξελίχθηκαν με τη δική τους δυναμική, παρασύροντας θεσμούς και παραδόσεις πολλών αιώνων. Πρέπει επίσης να σημειωθεί ότι, αν και εκ του αποτελέσματος η μεταρρύθμιση αποτέλεσε μια ενέργεια ανατρεπτική για την ελεγχόμενη πολιτική και πνευματική ζωή που προσπαθούσε να διατηρήσει η καθολική Εκκλησία, οι ηγέτες των μεταρρυθμιστικών κινήσεων είχαν κατά βάση συντηρητικούς στόχους: Διακηρυσσόμενος σκοπός τους ήταν να επανέλθει η εκκλησιαστική ζωή στους πρώτους χριστιανικούς χρόνους, χωρίς τις περίεργες, για τα ευρύτερα στρώματα, καλλιτεχνικές και επιστημονικές «παρεκτροπές» που συνέβαιναν στην αμαρτωλή Ρώμη, παράλληλα με την απληστία και τις ακολασίες. Η μεταρρύθμιση δεν πραγματοποιήθηκε σε ένα τόπο κι από ένα άνθρωπο, αλλά συμπυκνώνεται συχνά σε λίγα εξέχοντα πρόσωπα και χαρακτηριστικά περιστατικά, καθώς επίσης σε διάφορες μυθοπλασίες» Στ. Φραγκοπούλου, Ιστορία της Τεχνολογίας. Με παρεκβάσεις σε συναφή γεγονότα που επηρέασαν την επιστήμη, την τεχνολογία και τον πολιτισμό, 2008, σ. 15.
[57] Ν. Κοκοσαλάκη, όπ.π., σ. 64.
[58] Θ. Λιπόβατς, «Χριστιανισμός και Νεωτερικότητα», (2001), http://www.acadimia.gr/content/view/80/76/lang,el (2012)
[59] Κ. Κορώση, «Παγκοσμιοποίηση και θρησκευτική ταυτότητα», http://www.pee.gr/wp-content/uploads/praktika_synedrion_files/new_soft/nees_eisigiseis/mer_g_th_en_v/korosis.htm (2012)
[60] Ν. Κοκοσαλάκη, όπ.π., σ. 79.
[61] Αν. Γιανουλάτου, αρχιεπ. Τιράνων, Παγκοσμιότητα και Ορθοδοξία, εκδ. Ακρίτας, Αθήνα 2001, σ. 17.
[62] Ν. Κοκοσαλάκη, όπ.π., σ. 82
[63] «Ἡ νέα αὐτή ἐπιστημονική ὁρολογία ἐπιδέχεται ποικίλες ποικίλες ἑρμηνεῖες, οἱ ἐπικρατέστερες ὅμως εἶναι οἱ ἐξῆς δύο: α) Ὅταν στό πρῶτο συνθετικό τῆς λέξεως μετα-προσδίδεται χρονική σημασία, ὁπότε στήν προκειμένη περίπτωση γίνεται λόγος γιά τό τέλος τῆς Πατερικῆς ἐποχῆς καί β) ὅταν στό πρῶτο συνθετικό τῆς λέξεως προσδίδεται κριτική σημασία, ὁπότε ἡ σύνθετη λέξη«μετα-πατερικός σημαίνει σχετικοποίηση, μερική ἤ ὁλική ἀμφισβήτηση, ἐπαναθεώρηση, νέα ἀνάγνωση, ἤ καί ὑπέρβαση τῆς θεολογικῆς σκέψεως τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας», Δ. Τσελεγγίδη, ««Μετα-πατερική»ἤ «Νεο-Βαρλααμική» Θεολογία; Ἄγνοια ἤ ἄρνηση τῆς ἁγιότητας;Κριτήρια τοῦ Ὀρθοδόξως καί ἀπλανῶς θεολογεῖν», Πρακτικά Ἡμερίδος Πατερική Θεολογία καί Μεταπατερική Αἵρεση, 15 Φεβρουαρίου 2012, σ. 35, 36 (35-46)
[64] Μ. Μπέγζου, «Θρησκεία και Κοινωνία ένα αγεφύρωτο χάσμα», Βήμα, 10 Απριλίου 2005.
Αναρτήθηκε: 01/09/2013
ΟΡΘΟΔΟΞΙΑ ΝΑΙ ΝΕΩΤΕΡΙΚΟΤΗΤΑ
Εἰρήνης Ἀρτέμη
Θεολόγου καὶ Φιλολόγου
MA & PhD Θεολογίας
Πηγή:
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου