Τετάρτη 18 Μαΐου 2016

ΟΤΑΝ ΑΛΛΑΖΕΙ ΤΟ ΣΚΗΝΙΚΟ


π. Δημητρίου Μπόκου 

α. Οἱ θλίψεις 

Δὲν ξέ­ρω πῶς βρέ­θη­κα ἐ­δῶ. 
Ἔ­τρε­χα πα­νευ­τυ­χής! 
Μὲ τὸ κα­πέ­λο στὸ δε­ξί μου χέ­ρι, 
πί­σω ἀ­πὸ μιὰ πε­τα­λού­δα φω­σφο­ρί­ζου­σα, 
ποὺ μ’ ἔ­κα­νε τρε­λὸ ἀ­πὸ χα­ρά. 
Καὶ ξάφ­νου γκάπ, σκον­τά­φτω. 
Καὶ δὲν ξέ­ρω τί ἔ­γι­νε ὁ κῆ­πος! 
Τὸ σκη­νι­κὸ ἄλ­λα­ξε ἐν­τε­λῶς: 
Αἷ­μα κυ­λᾶ ἀ­πὸ τὸ στό­μα καὶ τὴ μύ­τη μου. 
Εἰ­λι­κρι­νὰ δὲν ξέ­ρω τί συ­νέ­βη. 
Ἢ σῶ­στε με ἀ­μέ­σως, 
ἢ φυ­τέψ­τε μου μιὰ σφαί­ρα στὸν αὐ­χέ­να! 

Μ’ αὐ­τὰ τὰ λό­για ὁ Χι­λια­νὸς (ἀν­τι)ποι­η­τὴς Νι­κά­νωρ Πάρρα στὸ ἔρ­γο του «Ποι­ή­μα­τα ἐ­πεί­γου­σας ἀ­νάγ­κης» πε­ρι­γρά­φει τὸν ἄν­θρω­πο πού, κυ­νη­γών­τας τὴν οὐ­το­πί­α μιᾶς ξέ­νοια­στης, χα­ρού­με­νης ζω­ῆς, βρί­σκε­ται ξαφ­νι­κὰ ἀ­νέ­τοι­μος καὶ ἀ­πελ­πι­στι­κὰ ἀ­νί­σχυ­ρος μπρο­στὰ σὲ ὅ,τι συ­νι­στᾶ τὴν ἀ­να­τρο­πὴ τοῦ ὀ­νεί­ρου του: στὴν εἰ­σβο­λὴ τοῦ πό­νου στὴ ζω­ή του. 

Αὐ­τὸ εἶ­ναι τὸ ἀ­πο­τέ­λε­σμα τῆς κον­τό­θω­ρης προ­ο­πτι­κῆς μας, ὅ­ταν δὲν δε­χόμαστε μη­νύ­μα­τα πέ­ρα ἀ­πὸ ὅ,τι πιά­νουν οἱ μι­κρῆς ἐμ­βέ­λειας κε­ραῖ­ες μας: τῶν αἰ­σθη­τη­ρί­ων μας καὶ τῆς πε­πε­ρα­σμέ­νης λο­γι­κῆς μας. Καὶ ἔ­τσι πι­α­νό­μα­στε ἀ­δι­ά­βα­στοι, ὅ­ταν ἀλ­λά­ζει ξαφ­νι­κὰ τὸ σκη­νι­κό. Ὁ πο­λι­τι­σμός μας δὲν θέ­λει νὰ σκέ­φτε­ται τὸ ἀ­να­πάν­τε­χο. Δὲν μᾶς προ­ε­τοι­μά­ζει σω­στὰ γι’ αὐ­τό. Καὶ δυ­στυ­χῶς, μό­νο μὲ λί­γες βα­θει­ὲς ἀ­νά­σες (τὸ μό­νο γι­α­τρι­κὸ ποὺ μᾶς συ­στή­νει) δὲν ξε­περ­νᾶς τὴ συμ­φο­ρά.

Μὲ πό­ση τρα­γι­κό­τη­τα τὸ ἀ­να­πα­ρι­στᾶ ἕ­νας ἄλ­λος λο­γο­τέ­χνης, νε­ο­έλ­λη­νας αὐ­τός, ὁ Ἀρ­γύ­ρης Χι­ό­νης στὸ ἔρ­γο του «Ὄν­τα καὶ μὴ ὄν­τα»! 

«“Πε­ρά­στε καὶ κα­θί­στε”, εἶ­πε στὶς συμ­φο­ρὲς ποὺ χτύ­πη­σαν τὴν πόρ­τα του. “Θὰ τὶς κε­ρά­σω κά­τι”, σκέ­φτη­κε, “ἕ­να κομ­μά­τι ἀ­π' τὴν ψυ­χή μου, καὶ θὰ φύ­γουν. Θὰ κά­τσουν λί­γο καὶ θὰ φύ­γουν”. Φροῦ­δες ἐλ­πί­δες! ...Θρο­νι­ά­στη­καν ἐ­κεῖ καὶ ποῦ νὰ τὸ κου­νή­σουν! ...Ἀ­π’ τὶς εὐ­γέ­νει­ες πέ­ρα­σε στὶς ἀ­γέ­νει­ες καὶ ἀ­π’ αὐ­τὲς στὶς ἀ­πει­λές. Κα­νέ­να ἀ­πο­τέ­λε­σμα. Ἀ­κλό­νη­τες στὶς θέ­σεις τους. Ἦ­ταν σα­φὲς ὅ­τι δὲν ἦρ­θαν γιὰ νὰ φύ­γουν. Κά­θι­σε τέ­λος καὶ ὁ ἴ­διος. Κου­ρά­στη­κε καὶ κά­θι­σε ἀ­πέ­ναν­τί τους. Καὶ μὲ τὴν ἴ­δια ἀ­πά­θεια ποὺ τὸν κοι­τού­σα­νε, τὶς κοί­τα­ζε κι αὐ­τός». 

Ἡ τέ­λεια εἰ­κό­να τοῦ γε­μά­του ἀ­πο­γο­ή­τευ­ση ἀν­θρώ­που! Ποὺ ξέ­ρει, πὼς κι ἂν ἀκόμα ἀν­τι­στα­θεῖ, δὲν ἔ­χει τρό­πο τε­λι­κὰ νὰ ἀν­τι­πα­λέ­ψει τὶς συμ­φο­ρές του καὶ πα­ρα­δί­δε­ται ἀ­μα­χη­τί. Δὲν ξορ­κί­ζε­ται μὲ λό­για τὸ κα­κό. Τὸ ἀ­πο­τέ­λε­σμα εἶ­ναι προ­δι­κα­σμέ­νο, ἀ­να­πό­φευ­κτο: ἡ συν­τρι­βή. Ὁ πό­νος τσα­κί­ζει τὴν ἀν­θρώ­πι­νη ὕ­παρ­ξη. Καὶ στὸ τέ­λος γι­νό­μα­στε 

κά­τι ξε­χαρ­βα­λω­μέ­νες κι­θά­ρες, 

ὅ­πως θὰ πεῖ ὁ Κα­ρυ­ω­τά­κης («Τὰ Ποιήματα»). Ποὺ ἀπὸ μέσα τους, 
ὁ ἄ­νε­μος, ὅ­ταν περ­νά­ει, 
στί­χους, ἤ­χους πα­ρά­φω­νους 
ξυ­πνά­ει στὶς χορ­δὲς 
ποὺ κρέ­μον­ται σὰν κα­δέ­νες. 

β. Ὁ θάνατος 

Ὁ πό­νος καί, ἀ­κό­μα χει­ρό­τε­ρα, ὁ θά­να­τος συν­τρί­βει. 

«Ὁ θά­να­τος τῆς Να­ό­κο (γρά­φει ὁ Γι­α­πω­νέ­ζος συγ­γρα­φέ­ας Χα­ρού­κι Μου­ρα­κά­μι στὸ ἔρ­γο του «Νορ­βη­γι­κὸ δά­σος») μὲ δί­δα­ξε κά­τι: …Δὲν ὑ­πάρ­χει ἀ­λή­θεια ἱ­κα­νὴ νὰ γι­α­τρέ­ψει τὴ λύ­πη… Πρέ­πει νὰ τὴν ἀν­τέ­ξου­με ὣς τὸ τέ­λος καὶ νὰ μά­θου­με κά­τι ἀ­π’ αὐ­τή. Μὰ ὅ,τι κι ἂν μά­θου­με, δὲν θὰ μᾶς βο­η­θή­σει τὴν ἑ­πό­με­νη φο­ρὰ ποὺ μιὰ πα­ρό­μοι­α λύ­πη θὰ ἔρ­θει νὰ μᾶς συν­τρί­ψει ἀ­προ­ει­δο­ποί­η­τα». 

Ὁ Σὰρ­τρ (στὸ ἔρ­γο του «Ὁ τοῖ­χος») εἶ­ναι πε­ρισ­σό­τε­ρο ὠ­μός: 

«Εἶ­χα τὴν ἐν­τύ­πω­ση ὅ­τι κρα­τοῦ­σα μπρο­στά μου ὅ­λη μου τὴ ζω­ὴ καὶ σκέ­φτη­κα: "Εἶ­ναι ἕ­να ἄ­θλιο ψέ­μα". Δὲν ἄ­ξι­ζε τί­πο­τα, ἐ­φό­σον εἶ­χε τε­λει­ώ­σει... Δὲν νο­σταλ­γοῦ­σα τί­πο­τα, ὑ­πῆρ­χαν πάμ­πολ­λα πράγ­μα­τα τὰ ὁ­ποῖ­α θὰ μπο­ροῦ­σα νὰ εἶ­χα νο­σταλ­γή­σει, ...ὅ­μως ὁ θά­να­τος εἶ­χε ἀ­φαι­ρέ­σει τὴ μα­γεί­α ἀ­π' ὅ­λα». 

γ. Ὁ βοηθὸς 

Μπορεῖ ὅμως κάποιος νὰ μᾶς βοηθήσει; Ναί! Αὐ­τὸς ποὺ «ἐ­πά­τη­σε μὲ τὸν θά­να­τό του τὸν θά­να­το». Ποὺ ἔρ­χε­ται ἀ­πὸ μό­νος του (αὐ­τε­πάγ­γελ­τος) βο­η­θὸς στὶς δυ­να­τὲς θλί­ψεις ποὺ μᾶς βρίσκουν (Ψαλμ. 45, 2), λέ­γον­τας: «Δεῦ­τε πρός με, πάν­τες οἱ κο­πι­ῶν­τες» καὶ ἐγὼ θὰ σᾶς ξε­κου­ρά­σω (Ματθ. 11, 28). 

Αὐ­τὸς ποὺ ἀ­να­στή­θη­κε γιὰ νὰ συν­τρί­ψει τὸν ἔ­σχα­το ἐ­χθρό μας, τὸν θά­να­το (Α΄ Κορ. 15, 26). Νὰ χα­ρί­σει ζω­ὴν «τοῖς ἐν τοῖς μνή­μα­σι». Ποὺ ἔ­χει τὴ δύ­να­μη νὰ ἀ­να­δεί­ξει τὴ ζω­ή μας ἀληθινὴ καὶ ὄχι ἕ­να ἄ­θλιο ψέ­μα. Ποὺ κάνει τὸν πόνο μεστὸ καὶ ὄχι κενὸ νοήματος, μεταποιώντας τον σὲ χρήσιμη ἐμπειρία γιὰ τὴ σωτηρία μας, σὲ εὐ­λο­γί­α καὶ δρό­μο γιὰ τὴ Βα­σι­λεί­α τῶν Οὐ­ρα­νῶν. Ποὺ κάνει τοὺς ἀν­θρώ­πους νὰ χαί­ρον­ται, ἀντὶ νὰ θλίβονται μέ­σα στὶς θλί­ψεις τους (Κολ. 1, 24). 

Γι’ αὐτὸ καὶ ἕ­νας ἅ­γιος γέ­ρον­τας ποὺ δο­κι­μα­ζό­ταν πο­λὺ ἀ­πὸ ἀρ­ρώ­στι­ες, χαιρόταν λέγοντας ὅ­τι ὁ πό­νος εἶ­ναι ἐ­πί­σκε­ψη τοῦ Θε­οῦ. Κι ἂν τύ­χαι­νε καμ­μιὰ χρο­νιὰ νὰ μὴν ἀρ­ρω­στή­σει, θλι­βό­ταν πο­λὺ καὶ ἔ­κλαι­γε λέ­γον­τας: «Μὲ ξέ­χα­σε ὁ Κύ­ριός μου καὶ δὲν μὲ ἐ­πι­σκέ­φθη­κε» (Γε­ρον­τι­κό). 

Μό­νος του ὁ ἄν­θρω­πος εἶ­ναι ἕ­να φύλ­λο ποὺ τὸ σα­λεύ­ουν οἱ ἄ­νε­μοι τῶν θλί­ψε­ων καὶ τὸ τσακίζει ὁ θάνατος. Μὰ δί­πλα του εἶ­ναι ὁ Νι­κη­τὴς τοῦ θα­νά­του, ἡ πέ­τρα τῆς ζω­ῆς, ὁ ἀ­να­στη­μέ­νος Ἰ­η­σοῦς Χρι­στός. Μα­ζί του γί­νε­ται κι ὁ ἄνθρωπος πα­νί­σχυ­ρος. Χω­ρὶς αὐ­τὸν ὅ­μως δὲν ἔ­χει καμ­μιὰ ἐλ­πί­δα, ὅ­ταν ἀλ­λά­ζει τὸ σκη­νι­κό. 

Για­τὶ «δρό­μος χω­ρὶς Θε­ὸ δὲν ἀν­τέ­χε­ται» (ἅ­γιος Νι­κό­λα­ος Βε­λι­μί­ρο­βιτς). 

(ΛΥΧΝΙΑ ΝΙΚΟΠΟΛΕΩΣ, ἀρ. φ. 381, Ἀπρ. 2015 - ἐπηυξημένη ἔκδοση)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου