π. Δημητρίου Μπόκου
α. Οἱ θλίψεις
Δὲν ξέρω πῶς βρέθηκα ἐδῶ.
Ἔτρεχα πανευτυχής!
Μὲ τὸ καπέλο στὸ δεξί μου χέρι,
πίσω ἀπὸ μιὰ πεταλούδα φωσφορίζουσα,
ποὺ μ’ ἔκανε τρελὸ ἀπὸ χαρά.
Καὶ ξάφνου γκάπ, σκοντάφτω.
Καὶ δὲν ξέρω τί ἔγινε ὁ κῆπος!
Τὸ σκηνικὸ ἄλλαξε ἐντελῶς:
Αἷμα κυλᾶ ἀπὸ τὸ στόμα καὶ τὴ μύτη μου.
Εἰλικρινὰ δὲν ξέρω τί συνέβη.
Ἢ σῶστε με ἀμέσως,
ἢ φυτέψτε μου μιὰ σφαίρα στὸν αὐχένα!
Μ’ αὐτὰ τὰ λόγια ὁ Χιλιανὸς (ἀντι)ποιητὴς Νικάνωρ Πάρρα στὸ ἔργο του «Ποιήματα ἐπείγουσας ἀνάγκης» περιγράφει τὸν ἄνθρωπο πού, κυνηγώντας τὴν οὐτοπία μιᾶς ξένοιαστης, χαρούμενης ζωῆς, βρίσκεται ξαφνικὰ ἀνέτοιμος καὶ ἀπελπιστικὰ ἀνίσχυρος μπροστὰ σὲ ὅ,τι συνιστᾶ τὴν ἀνατροπὴ τοῦ ὀνείρου του: στὴν εἰσβολὴ τοῦ πόνου στὴ ζωή του.
Αὐτὸ εἶναι τὸ ἀποτέλεσμα τῆς κοντόθωρης προοπτικῆς μας, ὅταν δὲν δεχόμαστε μηνύματα πέρα ἀπὸ ὅ,τι πιάνουν οἱ μικρῆς ἐμβέλειας κεραῖες μας: τῶν αἰσθητηρίων μας καὶ τῆς πεπερασμένης λογικῆς μας. Καὶ ἔτσι πιανόμαστε ἀδιάβαστοι, ὅταν ἀλλάζει ξαφνικὰ τὸ σκηνικό. Ὁ πολιτισμός μας δὲν θέλει νὰ σκέφτεται τὸ ἀναπάντεχο. Δὲν μᾶς προετοιμάζει σωστὰ γι’ αὐτό. Καὶ δυστυχῶς, μόνο μὲ λίγες βαθειὲς ἀνάσες (τὸ μόνο γιατρικὸ ποὺ μᾶς συστήνει) δὲν ξεπερνᾶς τὴ συμφορά.
Μὲ πόση τραγικότητα τὸ ἀναπαριστᾶ ἕνας ἄλλος λογοτέχνης, νεοέλληνας αὐτός, ὁ Ἀργύρης Χιόνης στὸ ἔργο του «Ὄντα καὶ μὴ ὄντα»!
«“Περάστε καὶ καθίστε”, εἶπε στὶς συμφορὲς ποὺ χτύπησαν τὴν πόρτα του. “Θὰ τὶς κεράσω κάτι”, σκέφτηκε, “ἕνα κομμάτι ἀπ' τὴν ψυχή μου, καὶ θὰ φύγουν. Θὰ κάτσουν λίγο καὶ θὰ φύγουν”. Φροῦδες ἐλπίδες! ...Θρονιάστηκαν ἐκεῖ καὶ ποῦ νὰ τὸ κουνήσουν! ...Ἀπ’ τὶς εὐγένειες πέρασε στὶς ἀγένειες καὶ ἀπ’ αὐτὲς στὶς ἀπειλές. Κανένα ἀποτέλεσμα. Ἀκλόνητες στὶς θέσεις τους. Ἦταν σαφὲς ὅτι δὲν ἦρθαν γιὰ νὰ φύγουν. Κάθισε τέλος καὶ ὁ ἴδιος. Κουράστηκε καὶ κάθισε ἀπέναντί τους. Καὶ μὲ τὴν ἴδια ἀπάθεια ποὺ τὸν κοιτούσανε, τὶς κοίταζε κι αὐτός».
Ἡ τέλεια εἰκόνα τοῦ γεμάτου ἀπογοήτευση ἀνθρώπου! Ποὺ ξέρει, πὼς κι ἂν ἀκόμα ἀντισταθεῖ, δὲν ἔχει τρόπο τελικὰ νὰ ἀντιπαλέψει τὶς συμφορές του καὶ παραδίδεται ἀμαχητί. Δὲν ξορκίζεται μὲ λόγια τὸ κακό. Τὸ ἀποτέλεσμα εἶναι προδικασμένο, ἀναπόφευκτο: ἡ συντριβή. Ὁ πόνος τσακίζει τὴν ἀνθρώπινη ὕπαρξη. Καὶ στὸ τέλος γινόμαστε
κάτι ξεχαρβαλωμένες κιθάρες,
ὅπως θὰ πεῖ ὁ Καρυωτάκης («Τὰ Ποιήματα»). Ποὺ ἀπὸ μέσα τους,
ὁ ἄνεμος, ὅταν περνάει,
στίχους, ἤχους παράφωνους
ξυπνάει στὶς χορδὲς
ποὺ κρέμονται σὰν καδένες.
β. Ὁ θάνατος
Ὁ πόνος καί, ἀκόμα χειρότερα, ὁ θάνατος συντρίβει.
«Ὁ θάνατος τῆς Ναόκο (γράφει ὁ Γιαπωνέζος συγγραφέας Χαρούκι Μουρακάμι στὸ ἔργο του «Νορβηγικὸ δάσος») μὲ δίδαξε κάτι: …Δὲν ὑπάρχει ἀλήθεια ἱκανὴ νὰ γιατρέψει τὴ λύπη… Πρέπει νὰ τὴν ἀντέξουμε ὣς τὸ τέλος καὶ νὰ μάθουμε κάτι ἀπ’ αὐτή. Μὰ ὅ,τι κι ἂν μάθουμε, δὲν θὰ μᾶς βοηθήσει τὴν ἑπόμενη φορὰ ποὺ μιὰ παρόμοια λύπη θὰ ἔρθει νὰ μᾶς συντρίψει ἀπροειδοποίητα».
Ὁ Σὰρτρ (στὸ ἔργο του «Ὁ τοῖχος») εἶναι περισσότερο ὠμός:
«Εἶχα τὴν ἐντύπωση ὅτι κρατοῦσα μπροστά μου ὅλη μου τὴ ζωὴ καὶ σκέφτηκα: "Εἶναι ἕνα ἄθλιο ψέμα". Δὲν ἄξιζε τίποτα, ἐφόσον εἶχε τελειώσει... Δὲν νοσταλγοῦσα τίποτα, ὑπῆρχαν πάμπολλα πράγματα τὰ ὁποῖα θὰ μποροῦσα νὰ εἶχα νοσταλγήσει, ...ὅμως ὁ θάνατος εἶχε ἀφαιρέσει τὴ μαγεία ἀπ' ὅλα».
γ. Ὁ βοηθὸς
Μπορεῖ ὅμως κάποιος νὰ μᾶς βοηθήσει; Ναί! Αὐτὸς ποὺ «ἐπάτησε μὲ τὸν θάνατό του τὸν θάνατο». Ποὺ ἔρχεται ἀπὸ μόνος του (αὐτεπάγγελτος) βοηθὸς στὶς δυνατὲς θλίψεις ποὺ μᾶς βρίσκουν (Ψαλμ. 45, 2), λέγοντας: «Δεῦτε πρός με, πάντες οἱ κοπιῶντες» καὶ ἐγὼ θὰ σᾶς ξεκουράσω (Ματθ. 11, 28).
Αὐτὸς ποὺ ἀναστήθηκε γιὰ νὰ συντρίψει τὸν ἔσχατο ἐχθρό μας, τὸν θάνατο (Α΄ Κορ. 15, 26). Νὰ χαρίσει ζωὴν «τοῖς ἐν τοῖς μνήμασι». Ποὺ ἔχει τὴ δύναμη νὰ ἀναδείξει τὴ ζωή μας ἀληθινὴ καὶ ὄχι ἕνα ἄθλιο ψέμα. Ποὺ κάνει τὸν πόνο μεστὸ καὶ ὄχι κενὸ νοήματος, μεταποιώντας τον σὲ χρήσιμη ἐμπειρία γιὰ τὴ σωτηρία μας, σὲ εὐλογία καὶ δρόμο γιὰ τὴ Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν. Ποὺ κάνει τοὺς ἀνθρώπους νὰ χαίρονται, ἀντὶ νὰ θλίβονται μέσα στὶς θλίψεις τους (Κολ. 1, 24).
Γι’ αὐτὸ καὶ ἕνας ἅγιος γέροντας ποὺ δοκιμαζόταν πολὺ ἀπὸ ἀρρώστιες, χαιρόταν λέγοντας ὅτι ὁ πόνος εἶναι ἐπίσκεψη τοῦ Θεοῦ. Κι ἂν τύχαινε καμμιὰ χρονιὰ νὰ μὴν ἀρρωστήσει, θλιβόταν πολὺ καὶ ἔκλαιγε λέγοντας: «Μὲ ξέχασε ὁ Κύριός μου καὶ δὲν μὲ ἐπισκέφθηκε» (Γεροντικό).
Μόνος του ὁ ἄνθρωπος εἶναι ἕνα φύλλο ποὺ τὸ σαλεύουν οἱ ἄνεμοι τῶν θλίψεων καὶ τὸ τσακίζει ὁ θάνατος. Μὰ δίπλα του εἶναι ὁ Νικητὴς τοῦ θανάτου, ἡ πέτρα τῆς ζωῆς, ὁ ἀναστημένος Ἰησοῦς Χριστός. Μαζί του γίνεται κι ὁ ἄνθρωπος πανίσχυρος. Χωρὶς αὐτὸν ὅμως δὲν ἔχει καμμιὰ ἐλπίδα, ὅταν ἀλλάζει τὸ σκηνικό.
Γιατὶ «δρόμος χωρὶς Θεὸ δὲν ἀντέχεται» (ἅγιος Νικόλαος Βελιμίροβιτς).
(ΛΥΧΝΙΑ ΝΙΚΟΠΟΛΕΩΣ, ἀρ. φ. 381, Ἀπρ. 2015 - ἐπηυξημένη ἔκδοση)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου