Πέμπτη 25 Μαΐου 2017

Η ΑΝΟΔΟΣ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ



Η ΑΝΟΔΟΣ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ 
π. Δημητρίου Μπόκου 

Χί­λια χρό­νια πρὸ Χρι­στοῦ ὁ βα­σι­λιὰς Δαυ­ῒδ καὶ ὀ­χτα­κό­σια ὁ προ­φή­της Ἡ­σα­ΐ­ας, μὲ τὴν ἔλ­λαμ­ψη τοῦ Ἁ­γί­ου Πνεύ­μα­τος προ­φη­τεύ­ουν τὸ συγ­κλο­νι­στι­κὸ γε­γο­νός, ποὺ ἡ ἐκ­κλη­σι­α­στι­κή μας πα­ρά­δο­ση ταυ­τί­ζει μὲ τὴν Ἀ­νά­λη­ψη τοῦ Κυ­ρί­ου. Βλέ­πουν τὸν Μεσ­σί­α-Χρι­στὸ μὲ τὴ μορ­φὴ ἰ­σχυ­ροῦ πο­λε­μι­στῆ, νὰ ἐ­πι­στρέ­φει μὲ γρή­γο­ρο καὶ στι­βα­ρὸ βά­δι­σμα - ἔν­δο­ξος νι­κη­τὴς - ἀ­πὸ τὸ πε­δί­ο τῆς μά­χης, ντυ­μέ­νος μὲ κόκ­κι­νη πο­λε­μι­κὴ στο­λή. Ἔρ­χε­ται ἀ­πὸ τὴν Ἐ­δώμ, τὴν Ἰ­δου­μαί­α (συμ­βο­λι­κὸ τό­πο τῶν ἐ­χθρῶν τοῦ λα­οῦ τοῦ Θε­οῦ) καὶ εἰ­δι­κώ­τε­ρα ἀ­πὸ τὴν πρω­τεύ­ου­σά της, τὴ Βο­σόρ. 

Ἡ ἐ­πι­στρο­φὴ τοῦ νι­κη­τῆ Χρι­στοῦ στὸν τό­πο του, τὸν οὐ­ρα­νό, με­τὰ τὴ συν­τρι­βὴ τῶν ἐ­χθρῶν του, πε­ρι­γρά­φε­ται πλη­θω­ρι­κὰ στὴν ὑ­μνο­λο­γί­α τῆς ἑ­ορ­τῆς. Οἱ οὐ­ρά­νιοι ἄγ­γε­λοι ἐκ­πλήτ­τον­ται σὲ ὑ­πέρ­τα­το βαθ­μὸ βλέ­πον­τας ἄν­θρω­πο νὰ ἀ­νε­βαί­νει πά­νω ἀ­πὸ αὐ­τοὺς καὶ δι­ε­ρω­τῶν­ται μὲ τὰ λό­για τῶν προ­φη­τῶν: «Ποι­ὸς εἶ­ναι αὐ­τὸς ποὺ ἔρ­χε­ται ἀ­πὸ τὴν Ἐ­δώμ; “Τίς ἐ­στιν οὗ­τος ὁ ὡ­ραῖ­ος ἀ­νήρ;” Καὶ δὲν εἶ­ναι ἄν­θρω­πος μό­νο, ἀλ­λὰ Θε­ὸς καὶ ἄν­θρω­πος». Τὴν ἀ­πάν­τη­ση ἀ­να­λαμ­βά­νει νὰ δώ­σει ὁ ἴ­διος ὁ Χρι­στός: «Ἐ­γὼ εἶ­μαι ἐ­κεῖ­νος, ποὺ ὁ­μι­λῶ γιὰ δι­και­ο­σύ­νη καὶ ἔ­χω τὴ δύ­να­μη νὰ φέ­ρω τὴ σω­τη­ρί­α». 

Οἱ ἄγ­γε­λοι ξα­να­ρω­τοῦν: «Για­τί τὰ ἱ­μά­τιά σου εἶ­ναι ἐ­ρυ­θρὰ καὶ τὰ ἐν­δύ­μα­τά σου σὰν νὰ ἐ­ξῆλ­θες ἀ­πὸ πα­τη­τή­ρι στα­φυ­λι­ῶν;» Καὶ ὁ Χρι­στὸς ἀ­παν­τᾶ: «Ἔρ­χο­μαι “ἐκ Βοσόρ, ὅ­περ ἐ­στὶ τῆς σαρ­κός”, (ἀ­πὸ τὴ σάρκα, ἀπὸ τὸν τό­πο ὅ­που ἔ­δρα­σα ὡς ἄν­θρω­πος). Εἶ­ναι ἐ­ρυ­θρὰ τὰ ἱ­μά­τιά μου, δι­ό­τι “λη­νὸν ἐ­πά­τη­σα μο­νώ­τα­τος”. Τὸ πα­τη­τή­ρι ἦ­ταν γε­μά­το καὶ κα­νέ­νας ἄλ­λος δὲν μὲ βο­ή­θη­σε νὰ πα­τή­σω τὰ στα­φύ­λια. Κοί­τα­ξα γύ­ρω μου μὲ πολ­λὴ προ­σο­χή, ἀλ­λὰ δὲν βρῆ­κα βο­η­θό, κα­νέ­νας δὲν μοῦ ἔ­δω­κε ἕ­να χέ­ρι βο­ή­θειας. Τὸ παν­το­δύ­να­μο χέ­ρι μου μό­νο του ἔ­σω­σε τὸν λα­ό μου. Κα­τα­πά­τη­σα στὸν θυ­μό μου τοὺς ἐ­χθρούς μου, τοὺς συ­νέ­τρι­ψα σὰν χῶ­μα, ἔ­κα­μα τὸ αἷ­μα τους νὰ τρέ­ξει στὴ γῆ» (Ἡσ. 63, 1-6 καὶ ὑ­μνο­λο­γί­α τῆς ἑ­ορ­τῆς). Μὲ τὸ πά­τη­μα τῶν στα­φυ­λι­ῶν ὑ­πο­δη­λώ­νε­ται ἡ συν­τρι­βὴ τῶν ἐ­χθρῶν τοῦ Θε­οῦ καὶ τοῦ λα­οῦ του, τῶν δαι­μο­νι­κῶν δη­λα­δὴ δυ­νά­με­ων. 

«Βλέ­που­σαι δὲ τὸν οἰ­κεῖ­ον δε­σπό­την» οἱ τάξεις τῶν ἀγγέλων, ὅ­ταν ἀν­τι­λή­φθη­καν, ὅ­τι αὐ­τὸς ποὺ ἐρ­χό­ταν ἀ­πὸ τὴ Βο­σὸρ ὡς ἄν­θρω­πος ἦ­ταν ὁ ἴ­διος ὁ οὐ­ρά­νιος βα­σι­λιάς τους, ἄρ­χι­σαν νὰ κραυ­γά­ζουν ἔ­ξαλ­λες πρὸς τὶς ἀ­νώ­τε­ρες ἀγ­γε­λι­κὲς τα­ξι­αρ­χί­ες νὰ ἀ­νοί­ξουν δι­ά­πλα­τα τὶς οὐ­ρά­νι­ες πύ­λες, γιὰ νὰ εἰ­σέλ­θει ὁ νι­κη­τὴς Κύ­ριος: «Ἄ­ρα­τε πύ­λας οἱ ἄρ­χον­τες ἡ­μῶν καὶ ἐ­πάρ­θη­τε πύ­λαι αἰ­ώ­νιοι καὶ εἰ­σε­λεύ­σε­ται ὁ Βα­σι­λεὺς τῆς δό­ξης». Στὴν ἐ­ρώ­τη­ση δὲ τῶν ἀ­νω­τέ­ρων ἀγ­γε­λι­κῶν δυ­νά­με­ων: «Τίς ἐ­στιν οὗ­τος ὁ Βα­σι­λεὺς τῆς δό­ξης;» οἱ κα­τώ­τε­ροι ἄγ­γε­λοι ἀ­παν­τοῦ­σαν: «Κύ­ριος κρα­ται­ὸς καὶ δυ­να­τός, Κύ­ριος δυ­να­τὸς ἐν πο­λέ­μῳ, …Κύ­ριος τῶν δυ­νά­με­ων, αὐ­τός ἐ­στιν ὁ Βα­σι­λεὺς τῆς δό­ξης» (Ψαλμ. 23, 7-10). 

Ἡ πα­ρα­στα­τι­κὴ αὐ­τὴ πε­ρι­γρα­φὴ θέ­λει νὰ το­νί­σει ὅ­τι κα­νέ­νας ἄλ­λος, οὔ­τε κά­ποι­ος ἄν­θρω­πος με­σο­λα­βη­τής, οὔ­τε ἄγ­γε­λος ἐκ τοῦ οὐ­ρα­νοῦ («οὐ πρέ­σβυς, οὐκ ἄγ­γε­λος), ἀλ­λ’ αὐ­τὸς ὁ Κύ­ριος», ὁ ἴ­διος ὁ Χρι­στός, «ἔ­σω­σεν ἡ­μᾶς», λό­γῳ τῆς ὑ­περ­βο­λι­κῆς του ἀ­γά­πης πρὸς ἐ­μᾶς. Αὐ­τὸς λοι­πὸν κα­τέ­βη­κε στὰ κα­τώ­τε­ρα μέ­ρη τῆς γῆς, στὸν ἴ­διο τὸν Ἅ­δη, ἀ­να­ζη­τών­τας τὸ πλά­σμα του, τὸν Ἀ­δάμ. Ἦρ­θε καὶ βρῆ­κε τὴν πε­σμέ­νη ἀν­θρώ­πι­νη φύ­ση, τὴν πῆ­ρε στοὺς ὤ­μους του, τὴν ἔ­κα­με δη­λα­δὴ φύ­ση δι­κή του, τὴν ἀ­νύ­ψω­σε πά­νω ἀ­πὸ τοὺς ἀγ­γέ­λους, «ὑ­πε­ρά­νω πά­σης ἀρ­χῆς καὶ ἐ­ξου­σί­ας», καὶ τε­λι­κὰ τὴν ἐ­κά­θι­σε στὰ δε­ξιὰ τοῦ Πα­τρός, τὴν ἔ­κα­με αἰ­ώ­νιο συγ­κά­θε­δρο τῆς Ἁ­γί­ας Τριά­δας. «Ἐ­πὶ τῶν ὤ­μων Χρι­στέ, τὴν πλα­νη­θεῖ­σαν ἄ­ρας φύ­σιν, ἀ­να­λη­φθείς, τῷ Θε­ῷ καὶ Πα­τρὶ προ­σή­γα­γες»,ψάλ­λου­με χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά. Γιὰ πρώ­τη φο­ρὰ ἀν­θρώ­πι­νη φύ­ση ἔ­φτα­σε στὸν ἀρ­χι­κό της προ­ο­ρι­σμό. 

«Κοι­νω­νοὶ θεί­ας φύ­σε­ως» εἴ­μα­στε κα­λε­σμέ­νοι νὰ γί­νου­με καὶ μεῖς, μέ­το­χοι δη­λα­δὴ τῆς φύ­σε­ως αὐ­τῆς ποὺ στὸ πρό­σω­πο τοῦ Χρι­στοῦ ἀ­νῆλ­θε καὶ συ­νε­κά­θι­σε στὰ δε­ξιὰ τῆς με­γα­λω­σύ­νης τοῦ Θε­οῦ. Αὐ­τὴ θὰ εἶ­ναι ἡ μέγιστη κα­τα­ξί­ω­σή μας. Γέ­νοι­το! 

(ΛΥΧΝΙΑ ΝΙΚΟΠΟΛΕΩΣ, ἀρ. φ. 395, Ἰούν. 2016)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου