Ξύπνησα μὲ τὸ μαρμάρινο τοῦτο κεφάλι στὰ χέρια
ποὺ μοῦ ἐξαντλεῖ τοὺς ἀγκῶνες καὶ δὲν ξέρω ποῦ νὰ τ᾿ἀκουμπήσω.
ποὺ μοῦ ἐξαντλεῖ τοὺς ἀγκῶνες καὶ δὲν ξέρω ποῦ νὰ τ᾿ἀκουμπήσω.
Ἔπεφτε τὸ ὄνειρο καθὼς ἔβγαινα ἀπὸ τὸ ὄνειρο
ἔτσι ἑνώθηκε ἡ ζωή μας καὶ θα εἶναι πολὺ δύσκολο νὰ ξαναχωρίσει.
(Σεφέρης, Μυθιστόρημα Γ΄)
του Τάσου Χατζηαναστασίου από την huffingtonpost.gr
Μέσα σε λίγους μόνο στίχους ο Σεφέρης συνοψίζει ένα από τα κρισιμότερα προβλήματα του νεότερου Ελληνισμού: αυτό της διαχείρισης της πολιτισμικής μας κληρονομίας και ειδικότερα της σχέσης μας με την αρχαιότητα και την κλασική παιδεία.
Η
εθνική αφύπνιση μάς βρήκε μετά από πολλούς αιώνες σκλαβιάς, αγώνες και
θυσίες, ελεύθερους με την ιστορική ευθύνη να ξαναγνωρίσουμε, να
καλλιεργήσουμε και να αναδείξουμε έναν πολιτισμικό θησαυρό. Βαριά η
ευθύνη αλήθεια και μας «εξαντλεί τους αγκώνες». Τις πρώτες
δεκαετίες ύπαρξης του νέου ελληνικού κράτους επιχειρήθηκε να
«ακουμπήσουμε» αυτό το μαρμάρινο κεφάλι στο σώμα του νεότερου ελληνισμού
χωρίς να προβούμε στις απαραίτητες «στοχαστικές προσαρμογές». «Οι
αρχαίοι ημών πρόγονοι» κατέστησαν σύντομα ένα βάρος που εκτός από τους
αγκώνες εξάντλησαν και το υπόλοιπο σώμα μη επιτρέποντάς του να
αξιοποιήσει δημιουργικά σε μία νέα σύνθεση αυτόν τον τεράστιο πλούτο. Η προγονοπληξία, ο αρχαϊσμός, τα «ελληνοχριστιανικά» ιδεώδη
καταρχάς διαστρέβλωσαν το ίδιο το αρχαιοελληνικό πνεύμα, αλλά και την
Ορθοδοξία, διαστρέφοντάς το μεν πρώτο σ’ ένα ψυχρό μουσειακό έκθεμα και
έναν «λογιώτατο» σχολαστικισμό τη δε δεύτερη σε μία προτεσταντικού τύπου
διαστροφή που εξαντλείται στον τιμωρητικό ηθικισμό.
Κατά δεύτερο λόγο, είτε περιφρόνησαν είτε αγνόησαν συνειδητά τον νεοελληνικό πολιτισμό, και κυρίως τον λαϊκό, παρόλο
που έφερε στο σώμα του πολλά στοιχεία και επιβιώσεις σε επίπεδο
αντιλήψεων, εθίμων και τελετουργιών του αρχαίου. Αυτού του τύπου «ο
ελληνοχριστιανισμός» κυριάρχησε στα κέντρα Παιδείας και στον δημόσιο
λόγο για να καταλήξει στον πλήρη ευτελισμό του την περίοδο της Χούντας
των Συνταγματαρχών με τις τρεις λέξεις (πατρίδα, θρησκεία, οικογένεια)
«νεκρές», όπως το διατύπωσε θαυμάσια από τότε ο Σεφέρης ενώ σήμερα
επιβιώνει σε ορισμένους περιθωριακούς κύκλους που κατά καιρούς
απασχολούν την ειδησεογραφία με τις γραφικές ως και γελοίες εκδηλώσεις
τους.
Τις τελευταίες όμως δεκαετίες κυριαρχεί η αντίθετη
άποψη η οποία με τη σειρά της επιβάλλει την ιδεολογική της ηγεμονία, στα
Πανεπιστήμια, την εκπαίδευση γενικότερα, στα ΜΜΕ, στον δημόσιο λόγο: ότι
τα αρχαία ελληνικά και τα λατινικά αφορούν ελάχιστους επιστήμονες
συγκεκριμένων κλάδων και άρα είναι άχρηστα για την πλειοψηφία των
μαθητών, ενώ γενικότερα εξακολουθεί να επικρατεί η άποψη ότι ο αρχαίος
πολιτισμός προσφέρεται αποκλειστικά για τουριστική «αξιοποίηση» αλλά σε
καμία περίπτωση δεν μπορεί η παρουσία μνημείων να παρεμποδίζει την
«ανάπτυξη».
Η αντίληψη αυτή ανάγεται στις γενικότερες προτεραιότητες
του διεθνούς κεφαλαίου για το οποίο τα πολιτισμικά αγαθά έχουν αξία
μόνο εφόσον παράγουν κάποιο κέρδος ενώ ειδικά οι κλασικές σπουδές και τα
γράμματα δεν έχουν καμία θέση στην εποχή του «γρήγορου, εύκολου και
φτηνού». Επικρατεί δηλαδή συντριπτικώς μία αγοραία fast food
αντίληψη η οποία θέτει συνεχώς και με επιθετικό τόνο το ερώτημα της
πρακτικής χρησιμότητας της γνώσης και των προϊόντων πολιτισμού
γενικότερα. Παράλληλα επικρατεί και η άποψη ότι οι μαθητές δεν
χρειάζεται να «παιδεύονται» για να αποκτήσουν γνώσεις, διότι αυτό που
προέχει είναι η και πάλι με εύκολο και κυρίως φτηνό τρόπο απόκτηση
«δεξιοτήτων» άμεσης πρακτικής χρησιμότητας. Με αυτή την λογική, η γνώση
ως αποτέλεσμα μελέτης και πνευματικού μόχθου που διαμορφώνει και τα
αντίστοιχα πνεύματα και χαρακτήρες, (και άρα είναι πολλαπλά και
ουσιαστικά ωφέλιμη) τίθεται συνειδητά και συστηματικά εκτός του σχολικού
προγράμματος.
Έτσι, ο Υπουργός Παιδείας αναμένει
από τους υπερασπιστές των ανθρωπιστικών σπουδών «επιχειρήματα» υπέρ της
πρακτικής χρησιμότητας της γραμματικής και του συντακτικού, της
μετάφρασης στα Αρχαία και του μαθήματος των Λατινικών. Η ιδέα ότι
αποτελούν το μέσο διάδοσης ενός σημαντικού κεφαλαίου του παγκόσμιου
πολιτισμού, και ιδιαιτέρως του ευρωπαϊκού, με ιδέες, πρότυπα και αξίες
τις οποίες έχει ανάγκη ο σύγχρονος κόσμος, είτε στην πολιτική, είτε στην
τέχνη, είτε στη σχέση του με τη φύση και τον συνάνθρωπο ούτε καν
περνάνε από το μυαλό των ιθυνόντων. Πολύ περισσότερο δεν φαίνεται να
αντιλαμβάνονται οι σχεδιαστές της εκπαιδευτικής πολιτικής την ωφέλεια
που προκύπτει από την εξάσκηση του μαθητή στον αρχαίο λόγο, και βεβαίως
στη γραμματική και το συντακτικό και πάν’ απ’ όλα στην ανώτερη
πνευματική άσκηση, τη μετάφραση. Ωφέλεια που αφορά την κατανόηση της
μορφολογίας των αρχαίων και σύγχρονων γλωσσών, την ανάκληση γνώσεων, την
κριτική σκέψη, την παραγωγή λόγου και φυσικά, την τόσο παρεξηγημένη
απομνημόνευση λες και είναι δυνατόν να θεωρηθεί ποτέ σοφός ένας άνθρωπος
που δε διαθέτει ένα πλούσιο απόθεμα γνώσεων, αλλά για κάθε τι
καταφεύγει στο διαδίκτυο.
Πόσο πλούσιος μορφωτικά, ηθικά,
πνευματικά θα ήταν ο νέος άνθρωπος που μπορεί να απολαύσει την ομορφιά
ενός αρχαίου κειμένου από το πρωτότυπο έχοντας λάβει τα απαραίτητα
εφόδια από το σχολείο; Πόσο πλούσια πνευματικά και βαθιά
δημοκρατική θα ήταν μια κοινωνία στην οποία ο δημόσιος διάλογος αντλεί
πρότυπα και αξίες από την αρχαία ελληνική δημοκρατία, τη φιλοσοφία και
τη ρητορική; Πόσο πλούσιος είναι ο νεοελληνικός λόγος και η
γενικότερα πνευματική προσφορά της Γενιάς του Τριάντα, που αφομοίωσε
τόσο δημιουργικά σε συνεχή διάλογο με τα σύγχρονα διεθνή ρεύματα τον
ελληνικό πολιτισμό στη διαχρονία του;
Η Γενιά του Τριάντα, που
σήμερα λοιδορείται και συκοφαντείται ανερυθρίαστα ως «εθνικιστική»
(sic) από μία διανόηση (ξανά sic) που «μιλά με σπασμένες σκέψεις από
ξένες γλώσσες», είναι η πρώτη που παρείχε μία υγιή, κι επιτέλους μη
συμπλεγματική, σχέση με τον αρχαίο ελληνικό πολιτισμό. Γι’ αυτό και υπήρξε ταυτόχρονα ελληνική και παγκόσμια. Αυτή
είναι η προσέγγιση που έχουμε ανάγκη και σήμερα προκειμένου να
συνεχίσουμε σε αυτόν τον τόπο που παράγεται ποίηση αδιάλειπτα από την
εποχή του Ησιόδου και του Ομήρου, να έχουμε υψηλό πολιτισμικό επίπεδο
και Παιδεία και να προσφέρουμε στον παγκόσμιο πολιτισμό. Με αυτό το πνεύμα ας ξαναδούμε τη σχέση μας με τα κλασικά γράμματα στο σχολείο,
αποκαθιστώντας τα στη θέση που τους αρμόζει, ακουμπώντας επιτέλους
ετούτο το μαρμάρινο κεφάλι στο ζωντανό σώμα του νεότερου ελληνισμού με
τρόπο που αντί να το εξαντλεί να του ξαναδίνει ισορροπία και ομορφιά και
τη δυνατότητα να παράγει πολιτισμό.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου