Γράφει ο Σωτήρης Μητραλέξης
Πληροφορούμαστε από το ανακοινωθέν του Υπουργείου Παιδείας ότι σήμερα 12 Φεβρουαρίου 2019 θα λάβει χώρα συνεδρίαση με την Επιτροπή της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος. Με θέμα, φυσικά, τη συμφωνία Αρχιεπισκόπου Ιερωνύμου και Πρωθυπουργού Αλέξη Τσίπρα, της 6ης Νοεμβρίου 2018, σχετικά με τη μισθοδοσία του κλήρου και την αξιοποίηση μέρους της εκκλησιαστικής περιουσίας. Ως εκ τούτου, θα ανοίξει ξανά μια διευρυμένη δημόσια συζήτηση για τη μισθοδοσία του κλήρου, τις λεπτομέρειές της και τα συναφή στοιχεία.
Αυτό το σύντομο σημείωμα έχει σκοπό να αναδείξει μόνο μια πτυχή αυτού του ζητήματος. Ξανά και ξανά, όταν τίθεται το θέμα της μισθοδοσίας, όλο και κάποιος θα βρεθεί να ισχυριστεί πως «η Σύμβαση του ’52» (πρόκειται για τη «Σύμβαση περί εξαγοράς υπό του Δημοσίου κτημάτων της Εκκλησίας προς αποκατάσταση ακτημόνων», 18/9/1952) κατοχυρώνει πως το κράτος «δεσμεύεται για τη μισθοδοσία του κλήρου επ’ άπειρον» σε αναγνώριση της ασύμμετρης απαλλοτρίωσης εκκλησιαστικής περιουσίας. Συγκεκριμένα, αναπαράγεται πως, τάχα μου,
«Στη σύμβαση του 1952 περιέχεται η διακύρηξη του κράτους ότι η απαλλοτρίωση αυτή είναι η τελευταία και δεν πρόκειται να υπάρξει νεότερη στο μέλλον […] Στην ίδια σύμβαση καθιερώθηκε και η “μισθοδοσία” των κληρικών από τον Κρατικό Προϋπολογισμό […] ως υποχρέωσις του Κράτους έναντι των μεγάλων παραχωρήσεων γης στις οποίες είχε προβεί η Εκκλησία της Ελλάδος κατά την δεκαετία 1922-32. Δηλαδή, επειδή το Κράτος αδυνατούσε να καταβάλει οποιοδήποτε αντίτιμο – όπως προέβλεπε ο νόμος του 1932 – συνεφωνήθη να μισθοδοτούνται επ’ άπειρον οι κληρικοί και το Κράτος δεσμεύθηκε επ’ αυτού.»
Μολαταύτα, απολύτως καμμία τέτοια κρατική διακύρηξη δεν υφίσταται, ούτε σε αυτόν το νόμο ούτε σε κανέναν άλλον. Μπορείτε να διαβάσετε τις 200τόσες σελίδες της και να διαπιστώσετε του λόγου το αληθές: δεν υπάρχει καμμία τέτοια αναφορά.
Δείτε όμως σε περίπτωση δυσπιστίας σας, εδώ και εδώ, και άλλες αποφάσεις του έτους 1952 σχετιζόμενες με το ευρύτερο ζήτημα: πουθενά δεν θα βρείτε την περί ου ο λόγος αναφορά. Όχι επειδή δεν βρίσκεται εδώ, αλλά επειδή απλώς δεν υφίσταται, γενικώς, ειδικώς, πλήρως και ολοσχερώς. Πρόκειται για ανακρίβεια η οποία αναπαράγεται πληθωρικά.
(Στα τέλη του 2016 αφιερώσαμε εκτενή μελέτη, μέρος πρώτο και μέρος δεύτερο στο «Αντίβαρο», όπου λεπτομερώς εξετάζονται τα της μισθοδοσίας του κλήρου, και όπου αποσαφηνίζεται πως, καλώς ή κακώς, καμμία απολύτως τέτοια κρατικη δέσμευση δεν υπάρχει ούτε στη Σύμβαση του 1952 ούτε σε κανένα άλλο νομοθέτημα του ελληνικού κράτους. Μολαταύτα, αυτό δεν επιβράδυνε ούτε στο ελάχιστο την περαιτέρω διάχυση της ανακρίβειας.)
Η διάχυση αυτής της ανακριβούς πληροφορίας urbi et orbi είναι πραγματικά εκπληκτική. Ενώ τουλάχιστον το «Αντίβαρο» την είχε συμπεριλάβει με έντιμη και ρητή αναφορά πως αναδημοσιεύεται και αντλείται από δημοσιεύματα του ετους 2000 των εφημερίδων «Εστία» και «Ελεύθερη Ώρα» (με την τελευταία να μη διακρίνεται πάντοτε για την εγκυρότητά της), και άρα τυχόν ανακρίβεια βαραίνει αυτά τα έντυπα και όχι το «Αντίβαρο» (το οποίο, έτσι, γλυτώνει το παρόραμα και αμάρτημα), διαπιστώνουμε ότι δημοσιεύεται όχι πάντοτε με αναφορά των πηγών πραγματικά παντού: στην ΟΟΔΕ, σε ιστοσελίδες όπως impantokratoros, pentapostagma (ξανά εδώ), αναπαράγεται από πρώην στελέχη του μέχρι πρότινος κυβερνητικού εταίρου, ενίοτε το ψεύδος επιγράφεται «μερικές αλήθειες» (!) όπως στην ιστοσελίδα poimin, εξυπακούεται πως το »Πρώτο Θέμα« δε διστάζει να την αναπαραγάγει, και πάει λέγοντας, μέχρι το πέρας των αιώνων. Η πληροφορία, εν τω μεταξύ, δεν αποτελεί παρερμηνεία στοιχείου που κάπως ισχύει, οπότε θα έλεγε κανείς «πάει κι έρχεται»: πρόκεται για πλήρη, εκ του μηδενός εφεύρεση, για κάτι που κάποιος το φαντάστηκε γνωρίζοντας πως δεν ισχύει (ήτοι είτε τα πρώτα δημοσιεύματα των εφημερίδων «Εστία» και «Ελεύθερη Ώρα» είτε τυχόν παραεκκλησιαστικό ενημερωτικό έντυπο από το οποίο ενδεχομένως αρύονται).
[Ένα «στρίβειν δια του αρραβώνος» που ενίοτε εμφανίζεται όταν σημειώσει κάποιος πως ο ισχυρισμός περί της σύμβασης του 1952 είναι εντελώς έωλος, είναι η δήθεν εύρεση της κρατικής δέσμευσης πως, ελλείψει επαρκών αποζημιώσεων, το δημόσιο θα πληρώνει ες αεί τη μισθοδοσία του κλήρου στα κοινοβουλευτικά πρακτικά ή στην εισηγητική έκθεση (λες και κάτι τέτοιο θα είχε οποιοδήποτε αξιοπρόσεκτο νομικό και κανονιστικό βάρος).Έλα όμως που η Σύμβαση του ’52 είναι βασιλικό διάταγμα, και ως εκ τούτου δε διαθέτει ούτε κοινοβουλευτική συζήτηση ούτε εισηγητική έκθεση…]
Ποιό είναι, όμως, το πρόβλημα με όλα τούτα; Το πρόβλημα είναι ότι η περαιτέρω διάχυση αυτής της ανακριβούς πληροφορίας βλάπτει την Εκκλησία. Προσωπικά, είχα σημειώσει παλαιότερα πως «οι αντικληρικαλιστές είναι οι καλύτεροι φίλοι της Εκκλησίας», διότι η φοβερή ανακρίβεια των αντικληρικαλιστικών μύθων («ατέλειωτη περιουσία, κτηνώδεις φοροαπαλλαγές, πουθενά στην Ευρώπη» κλπ.) συνεπάγονταν πως, όταν πλέον έρθουν σε ένα τραπέζι διαπραγματεύσεων, δεν θα έχουν πλέον τίποτα να πουν διότι οι περισσότερες θέσεις τους βασίζονται σε δεδομένα που απλώς δεν ισχύουν (όπως θα κατεδείκνυε η άλλη πλευρά). Το ζήτημα είναι πως ακριβώς αυτό το μοτίβο επαναλαμβάνεται τώρα από την πλευρά της Εκκλησίας. Αν ιερείς, μητροπολίτες και απλοί πιστοί διατρανώνουν πως «το κράτος έχει δεσμευθεί νομοθετικά το 1952 να πληρώνει επ’ άπειρον τους κληρικούς », και ότι αυτή η δέσμευση θωρακίζει θεσμικά, νομικά και ηθικά το απαράλλακτον της μισθοδοσίας του κλήρου, τότε ποιά υπεράσπιση μένει για αυτή τη μισθοδοσία όταν η εικαζόμενη δέσμευση αποδειχθεί εντελώς ανύπαρκτη και απλή ραδιο-αρβύλα;
Επίσης, όλο αυτό συνεπάγεται πως τα θύματα αυτής της ανακρίβειας απλώς δεν δύνανται να κατανοήσουν το πολύπλοκο ζήτημα της μισθοδοσίας του κλήρου, της ιστορίας της και των νομικών της πτυχών. Διότι αν έχεις κολλήσει στο ότι όλα αυτά έχουν λυθεί με κάποια «Σύμβαση του 1952», απλώς χάνεται η δυνατότητα να δει κανείς τη «μεγάλη εικόνα» και, εν τέλει, να υπερασπιστεί τελεσφόρως τη δυνατότητα βιοπορισμού χιλιάδων οικογενειών ιερέων.
Ως εκ τούτου, η ρητορική περί της «Σύμβασης του 1952» βλάπτει την Εκκλησία και τη μισθοδοσία του κλήρου. Διατηρεί στη ζωή έναν μύθο που καταρρίπτεται με χαρακτηριστική ευκολία, όταν η συζήτηση έρθει στα στοιχεία και στο «δια ταύτα»: εάν, όμως, μια επιχειρηματολογία υπέρ της μισθοδοσίας του κλήρου έχει δομηθεί πάνω σε αυτόν τον μύθο, τότε γίνονται μάλλον άσχημα τα πράγματα όταν αποδεικνύεται το έωλόν του…
ΥΓ: Ο αναγνώστης θα επιτρέψει, ελπίζω, την επαναληπτική αυτο-αναφορικότητα: έγκυρα στοιχεία για τη μισθοδοσία του κλήρου θα βρει κανείς στη εξής εκτενή μελέτη: μέρος πρώτο και μέρος δεύτερο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου