Τρίτη 9 Ιουλίου 2019

Τό ἀναπόφευκτο τῆς ἁλώσεως τῆς Κωνσταντινουπόλεως καί οἱ μομφές εἰς βάρος τῶν ὀρθοδόξων θεολόγων καί ἁγίων Πατέρων



ΕΥΑΓΓΕΛΟΣ ΣΤ. ΠΟΝΗΡΟΣ Δρ Θ., Μ.Φ.
Συντονιστής Ἐκπαιδευτικοῦ Ἔργου Θεολόγων Ἀττικῆς
[Δημοσιεύθηκε στόν Ὀρθόδοξο Τύπο στίς 7, 14, 21, 28/6/2019] 
            Ἡ δεύτερη καί τελευταία ἅλωση τῆς Κωνσταντινουπόλεως ἦταν ἀναπόφευκτη, ἀναπόφευκτη διότι ὀφειλόταν σέ ὁλόκληρη σειρά ἀπό σφάλματα, τά ὁποῖα ἀποδυνάμωσαν σταδιακῶς τό κράτος καί ἔδωσαν ἔδαφος στούς ἐχθρούς του. Ἡ πρώτη ἅλωση, ἡ ὁποία ὀφειλόταν στήν ἀνίκανη δυναστεία τῶν Ἀγγέλων καί ὑπῆρξε καίριο πλῆγμα γιά τήν Αὐτοκρατορία τῆς Κωνσταντινουπόλεως[1], τά ἀλλεπάλληλα ἐμπορικά προνόμια τά ὁποῖα ἐχορηγοῦντο στά ἰταλικά κρατίδια, ἡ κατάργηση τοῦ στόλου τῆς αὐτοκρατορίας ἀπό τόν Ἀνδρόνικο Β΄ Παλαιολόγο τό 1284, ἡ ὁποία ἔχει χαρακτηρισθεῖ ἀπό τούς ἱστορικούς καταστροφική[2] καί εἶχε ὡς ἀποτέλεσμα νά φύγουν ναυτικοί καί ναυπηγοί καί νά προσφέρουν τίς ὑπηρεσίες τους στούς Τούρκους, οἱ ἀλλεπάλληλοι ἐμφύλιοι πόλεμοι τοῦ δεκάτου τετάρτου αἰῶνος, ἦταν μερικά ἀπό τά αἴτια τῆς σταδιακῆς παρακμῆς τῆς Βασιλευούσης πόλεως, ἡ ὁποία ἐνῷ στήν ἀκμή της ὑπῆρξε μεγαλούπολη πεντακοσίων χιλιάδων ἀνθρώπων, εἶχε καταντήσει στά μέσα τοῦ δεκάτου τετάρτου αἰῶνος ἕνα σύνολο δεκατριῶν χωριῶν, τά ὁποῖα χωρίζονταν μεταξύ τους ἀπό ἀγρούς[3], ὁ δέ πληθυσμός στίς παραμονές τῆς ἁλώσεως κατέβηκε στίς ὀγδόντα περίπου χιλιάδες. Ἡ παρακμή ἔφερε καί τήν δεύτερη καί τελική ἅλωση, ἅλωση χαρακτηριζόμενη ἀπό ἀπόλυτη βαρβαρότητα[4].

            Ἄς δοῦμε μερικά συμβάντα τῆς ἁλώσεως, τά ὁποῖα ἀποτυπώνουν ἀρκετά πειστικά τό μέγεθος τῆς συμφορᾶς. Ἡ πρώτη σειρά συμβάντων ἀφορᾶ τήν γενική λαφυραγώγηση, ἡ ὁποία ἀμέσως ἐξελίχθηκε σέ σωστή μανία:
            “Ἡ ἀναζήτηση λαφύρων κατάντησε ἔμμονη ἰδέα. Ἡ ἑβραϊκή συνοικία κοντά στόν Κεράτιο καί οἱ Ἰταλοί ἔμποροι ἦταν ἀπό τούς πρώτους στόχους, λόγῳ τοῦ παραδοσιακοῦ ἐμπορίου πολύτιμων λίθων. Καθώς προχωροῦσε ἡ μέρα, τό πλιάτσικο ὀργανώθηκε περισσότερο. Ὁ πρῶτος πού ἔμπαινε σέ ἕνα σπίτι ἔστηνε ἀπ΄ ἔξω μιά σημαία γιά νά δείξει ὅτι αὐτό εἶχε ἤδη λεηλατηθεῖ, καί αὐτομάτως οἱ ἑπόμενοι ἔψαχναν ἀλλοῦ γιά λεία: “Ἔτσι ἔβαλαν σημαῖες παντοῦ, ἀκόμα καί σέ ἐκκλησίες καί μοναστήρια”.”[5]
            Ἱερό καί ὅσιο δέν ὑπῆρχε γιά τούς βαρβάρους, ἀλλά χρησιμοποιοῦσαν τά πάντα, ὥστε νά κορέσουν τά βαρβαρικά πάθη τους:
            “Εἰσβάλλοντας στίς γυναικεῖες μονές, ἅρπαζαν τίς καλόγριες καί “τίς ἔριχναν στόν ὄχλο νά τίς βιάσει”, τούς μοναχούς τούς ἔσφαζαν στά κελιά ἤ τούς “ἔσερναν ἔξω ἀπό τίς ἐκκλησίες ὅπου εἶχαν βρεῖ καταφύγιο, τούς ἐξευτέλιζαν καί τούς ἀτίμωναν”. Οἱ τάφοι τῶν αὐτοκρατόρων ἀνοίχτηκαν μέ λοστούς μήπως περιεῖχαν κρυμμένο χρυσάφι. Αὐτά “καί δέκα χιλιάδες ἄλλα παρόμοια τρομερά συνέβησαν”, ἔγραψε θρηνώντας ὁ Κριτόβουλος. Ἡ χιλιόχρονη χριστιανική Κωνσταντινούπολη ἐξαφανίστηκε σχεδόν ὁλοκληρωτικά σέ λίγες ὧρες.”[6]
            Ὁ ναός τῆς Ἁγίας τοῦ Θεοῦ Σοφίας δέν θά ἦταν δυνατόν νά ἀποτελέσει ἐξαίρεση:
            “Ἕνα οὐρλιαχτό φόβου ὑψώθηκε ἀπό τό τρομοκρατημένο πλῆθος ὅταν οἱ στρατιῶτες εἰσέβαλαν στόν ναό. […] Στήν προσπάθεια τῶν στρατιωτῶν νά ἐξασφαλίσουν τίς πιό πολύτιμες σκλάβες, οἱ νεαρές γυναῖκες σχεδόν κατακρεουργήθηκαν. Μοναχές καί εὐγενεῖς γυναῖκες, νέες καί ἡλικιωμένες, ἀφεντικά καί ὑπηρέτες δέθηκαν μαζί καί σύρθηκαν ἔξω ἀπό τήν ἐκκλησία. Γιά τίς γυναῖκες χρησιμοποίησαν τά πέπλα τους, ἐνῷ τούς ἄνδρες τούς ἔδεσαν μέ σχοινιά. Ἐνεργώντας ὁμαδικά, κάθε ἄνδρας ὁδηγοῦσε τούς αἰχμαλώτους του σέ “ἕνα συγκεκριμένο ἀσφαλές σημεῖο καί γύριζε νά πάρει δεύτερο καί τρίτο λάφυρο”. Σέ μία ὥρα ὅλο τό ἐκκλησίασμα ἦταν δεμένο. “Οἱ ἀτέλειωτες σειρές αἰχμαλώτων”, γράφει ὁ Δούκας, “σάν κοπάδια βοδιῶν καί προβάτων πού ἔβγαιναν ἀπό τόν ναό καί τό ἱερό ἀποτελοῦσαν ἕνα πρωτόγνωρο θέαμα!” Ἕνας σπαραξικάρδιος ἦχος ἀπό λυγμούς γέμιζε τόν πρωινό ἀέρα.”[7].
            Παρ΄ ὅλο ὅμως ὅτι ἡ πτώση τῆς Κωνσταντινουπόλεως καί οἱ φρικτές, οἱ ἀπάνθρωπες σκηνές οἱ ὁποῖες τήν ἀκολούθησαν ὀφείλονταν σέ πολιτικά σφάλματα αἰώνων ὁλοκλήρων, τυχαίνει ἀκόμη καί σήμερα κάποιοι ψυχοδιανοητικῶς ἀμβλύωπες νά μέμφονται τούς ὀρθοδόξους θεολόγους ἐκείνης τῆς ἐποχῆς, ἐπειδή δέν ἐδέχοντο τήν ἄνευ ὅρων ἕνωση τῆς Ἐκκλησίας μέ τόν παπισμό, ἡ ὁποία ἕνωση θά ἰσοδυναμοῦσε μέ νόθευση τῆς πίστεως καί ἀπώλεια τῆς ἐν Χριστῷ σωτηρίας. Ἡ δέ ψυχοδιανοητική ἀμβλυωπία τῶν ἀνθρώπων αὐτῶν φθάνει σέ τέτοιο σημεῖο, ὥστε νά μή εἶναι σέ θέση νά κατανοήσουν, πώς δέν θά ἦταν ποτέ δυνατόν νά ἀναιρέσουν, ὡς διά μαγείας, οἱ ὀρθόδοξοι θεολόγοι καί πατέρες τῆς Ἐκκλησίας ὅσες συμφορές ἐπεσώρευσαν τά ἀλλεπάλληλα καί μακροχρόνια πολιτικά σφάλματα.
            Ὁ δέ ἰσχυρισμός, σαθρός ὅσο καί εὐήθης, παραμένει: «ἀλλ΄ ἐάν δέχονταν τήν ἕνωση, θά ἐρχόταν καί ἡ σωτηρία». Ἀλλά τί εἴδους σωτηρία θά ἦταν αὐτή; Σωτηρία τῆς κρατικῆς ὑποστάσεως τῆς Κωνσταντινουπόλεως; Ἀκόμη κι ἄν δέν εἶχε ποτέ συμβεῖ ἡ ἅλωση τοῦ 1204 καί ὅσα τραγικά γεγονότα εἶχε ὡς συνέπεια, θά ἦταν ἀρκετά εὔκολο ἀκόμη καί κάποιος ὁ ὁποῖος δέν ἔχει ἀρκετή πείρα ἀπό πολιτική νά ἀντιληφθεῖ, ὅτι στόν χῶρο αὐτό τίποτε δέν χαρίζεται. Ὅτι στήν πολιτική τίποτε δέν γίνεται χωρίς ἀντάλλαγμα, πολύ δέ περισσότερο οἱ μεγάλες ἐκστρατεῖες, οἱ ὁποῖες ἀπαιτοῦν τεράστια ἔξοδα, ἀλλά καί θυσίες ἀνθρωπίνων ζωῶν. Κι ὅταν ἡ ἀδυναμία τοῦ ἑνός συμβαλλομένου εἶναι τέτοια ὥστε νά μή εἶναι σέ θέση νά ἐπιβάλει τή θέλησή του στόν ἕτερο συμβαλλόμενο, τότε ὁ «ἕτερος» θά κρατήσει ὅλα τά κέρδη δι΄ ἑαυτόν.
            Ὡς πρός τά ἀνωτέρω ἔχει σαφῶς παρατηρήσει ὁ ἱστορικός Georg Ostrogorsky:
            “Ἀκόμη καί ἄν ἡ Δύση ἐπενέβαινε ἔμπρακτα στήν Κωνσταντινούπολη, σκοπός της δέν θά ἦταν βέβαια ἡ σωτηρία τῆς Βυζαντινῆς αὐτοκρατορίας. Οὔτε ὅμως ὑπῆρχε καί ἡ ἐλάχιστη δυνατότητα νά ἱδρυθεῖ μία νέα λατινική αὐτοκρατορία στήν Ἀνατολή. Κάποτε εἶχε τεθεῖ τό ἐρώτημα ἄν τό Βυζάντιο θά περιερχόταν στά χέρια τῶν Τούρκων ἤ τῶν Λατίνων. Ἡ ἐξέλιξη τῆς τελευταίας ἑκατονταετίας ἔλυσε ὁριστικά τό δίλημμα αὐτό, ἐνῷ ἡ ἴδια  ἡ βυζαντινή αὐτοκρατορία δέν ἦταν πιά σέ θέση νά ἐπηρεάσει στό ἐλάχιστο τήν πορεία τῶν γεγονότων. Τά ἀποφασιστικά γεγονότα, πού καθόρισαν τήν τύχη της, διαδραματίσθηκαν ἔξω ἀπό τό χῶρο τῆς ἐπιρροῆς της καί χωρίς τή δική της σύμπραξη, ἀφοῦ ἀπό καιρό  τώρα τό Βυζάντιο ἦταν μόνο ὄργανο στίς πολιτικές κινήσεις ἄλλων δυνάμεων. Ἐσωτερικά ἐξαντλημένο καί παράλυτο εἶχε μεταβληθεῖ σέ μία πόλη – κράτος καί ἔγινε ἔτσι εὔκολη λεία τῶν Τούρκων.”[8]
            Ἐγείρονται ὡς ἐκ τούτου κάποια ἐρωτηματικά γιά ὅποιον θέλει νά ἐρευνᾶ τήν ἱστορία. Τό πρῶτο εἶναι: Εἶχε ἡ Εὐρώπη τή δυνατότητα νά  ἀποκρούσει τόν βαρβαρικό κίνδυνο καί δέν τό ἔπραξε; Τά γεγονότα αὐτῆς τῆς περιόδου μᾶς πείθουν, ὅτι τέτοια δυνατότητα δέν ὑπῆρχε. Ἡ Ἀγγλία καί ἡ Γαλλία βρίσκονταν μόλις πρός τό τέλος τοῦ σφοδροῦ μεταξύ τους πολέμου, ὁ ὁποῖος ἔμεινε στήν ἱστορία ὡς “ἑκατονταετής”. Ὁ πόλεμος αὐτός τυπικά τελείωσε τό 1453, ἀλλά ἡ ἀστάθεια καί ἡ ἀποδυνάμωση ἀμφοτέρων τῶν ἀντιπάλων δέν ἔπαυσε αὐτομάτως, οἱ δέ μικροσυγκρούσεις μεταξύ τους διήρκεσαν μέχρι καί τό 1475.
            Τό 1444 ὁ βασιλιάς τῆς Πολωνίας καί τῆς Οὐγγαρίας Λαδίσλαος Γ΄ σέ συνεργασία μέ τόν ἡγεμόνα τῆς Τρανσυλβανίας Ἰωάννη Οὐνιάδη, τόν πάπα Εὐγένιο – ἐκεῖνον τόν ὁποῖον ἡ ἀνυποχώρητη ὀρθοδοξία τοῦ ἁγίου Μάρκου Ἐφέσου τοῦ Εὐγενικοῦ ἀνάγκασε νά ἀναφωνήσει “ἐποιήσαμεν οὐδέν” – καί τή Βενετία, ἐξεστράτευσε ἐναντίον τῶν Τούρκων, ἀλλά νικήθηκε στή μάχη τῆς Βάρνας καί φονεύθηκε. Στή μάχη αὐτή φονεύθηκε καί ὁ παπικός ἐκπρόσωπος, “λεγάτος”, καρδινάλιος Ἰουλιανός Τσεζαρίνι.
            Μετά εἴκοσι ἔτη,  τό 1464, ἐπιχείρησε νά ὀργανώσει ἐκστρατεία ἐναντίον τῶν Τούρκων ὁ πάπας Πίος ὁ Β΄, ὅμως τό ἐγχείρημα ματαιώθηκε, διότι κατά τό ἔτος αὐτό ὁ πάπας ἀπεβίωσε αἰφνιδίως. Αὐτήν τήν παρ΄ ὀλίγο ἐκστρατεία, ὅπως καί τήν προηγουμένη ἡ ὁποία ἀπέτυχε, ἐπιχείρησαν οἱ παπικές δυνάμεις, παρ΄ ὅλο ὅτι ἡ ἕνωση τῶν Ἐκκλησιῶν δέν πραγματοποιήθηκε. Εἶναι λοιπόν φανερό, πώς ὅ,τι προεῖχε γι΄ αὐτές ἦταν ἡ προστασία αὐτῶν τῶν ἰδίων ἔναντι τοῦ ἐξ ἀνατολῶν κινδύνου.
            Διότι ὁ κίνδυνος ἐνέσκηψε τό 1481 καί στήν Ἰταλία, τά δέ βαρβαρικά στρατεύματα κατέλαβαν ὁλόκληρη τήν Ἀπουλία καί τήν κατεῖχαν ἐπί δεκαοκτώ μῆνες. Καί μόνον ὁ θάνατος τοῦ Μωάμεθ Β΄ ματαίωσε τήν πρόοδο τῆς ἐκστρατείας αὐτῆς καί ἔγινε ἡ αἰτία ἀποχωρήσεως τῶν στρατευμάτων του ἀπό τήν Ἰταλία.
            Τό 1571 ἔχουμε τήν περιφανή νίκη τῶν εὐρωπαϊκῶν δυνάμεων στή ναυμαχία τῆς Ναυπάκτου, ὅπου συμμετεῖχαν καί δυνάμεις τοῦ πάπα Πίου Ε΄. Σημειωτέον ὅτι στή ναυμαχία αὐτή πολέμησαν καί Ἕλληνες ἐναντίον Ἑλλήνων. Στόν μέν τουρκικό στόλο ναυτολογήθηκαν καταναγκαστικῶς, στούς δέ εὐρωπαϊκούς ὑπηρέτησαν ἐθελοντικῶς. Ὅμως ἡ νίκη αὐτή δέν εἶχε συνέχεια, γι΄ αὐτό καί ἔδωσε τό γεγονός αὐτό τό δικαίωμα στούς Τούρκους νά ἐπαίρονται, ὅτι ἡ ἦττα τους αὐτή ἦταν σάν ξύρισμα γενειάδας ἡ ὁποία ξαναφυτρώνει κατόπιν ἀκμαιότερη, ἐνῷ ἡ κατάληψη ἀπό αὐτούς τῆς Κύπρου κατά τό ἴδιο χρονικό διάστημα ἦταν σάν νά ἀπέκοψε χέρι, τό ὁποῖο δέν ξαναφυτρώνει ποτέ[9]. Στή δέ ἑλληνική ἐπανάσταση, ἡ ὁποία ξέσπασε τότε, κανένας δέν προσέφερε τήν ὁποιαδήποτε βοήθεια καί ἀπέτυχε, καί σάν νά μήν ἔφθανε αὐτό, οἱ Ἕλληνες τῆς Αἰγύπτου ἀντιμετώπισαν τήν ὀργή τῶν μουσουλμάνων καί ὑπέστησαν διώξεις. Ἀπαγορεύθηκε ἡ ἀνάγνωση ἑλληνικῶν βιβλίων καί ἡ ἑλληνική γλῶσσα – τριάντα χιλιάδες Ἕλληνες τῆς Αἰγύπτου ὑπέστησαν τό μαρτύριο τῆς ἀποκοπῆς τῆς γλώσσας τους, ἐπειδή παραβίασαν τή διαταγή αὐτή καί ὁμίλησαν ἑλληνικά[10].
            Βάσει τῶν ἀνωτέρω γεννᾶται κι ἕνα ἀκόμη ἐρώτημα:  φοῦ δέν  ὑπῆρχε δυνατότητα ἀποτελεσματικῆς στρατιωτικῆς ἐπεμβάσεως, γιατί ἐπεδίωκε ἡ παπική ἐκκλησία τήν ἄνευ ὅρων ἕνωση; Πιστεύουμε, ὅτι ὅσο  ἐξελίσσονταν τά γεγονότα δέν ἦταν πλήρως ὁρατές οἱ ἀδυναμίες τῆς Εὐρώπης, οἱ ὁποῖες ἐπέφεραν ἦττες, ματαιώσεις προσπαθειῶν καί ἐλλειπή ἀποτελέσματα. Ὅμως ὁ παπισμός, ἀπό καθαρά κοσμική πολιτική ἄποψη, εἴτε εἶχε παρατηρήσει τήν πολιτική καί στρατιωτική ἀδυναμία τῆς τότε Εὐρώπης ἔναντι τῆς βαρβαρικῆς ἀπειλῆς, εἴτε ὄχι, ἤθελε νά ἔχει ἐξασφαλισμένη τήν ὑποταγή τῆς ὀρθοδοξίας ἀποβλέποντας σέ τυχόν μελλοντικές στρατιωτικές κινήσεις πρός ἀνατολάς. Σέ τέτοια περίπτωση  θά εἶχαν ἐξασφαλισμένη τή συνεργασία λαοῦ καί κλήρου τῶν τουρκοκρατουμένων περιοχῶν, πράγμα τό ὁποῖο θά διευκόλυνε τήν ἐπικράτησή τους ἐκεῖ.
            Μήπως τελικά προσέφερε ἡ Εὐρώπη τήν ὁποιαδήποτε βοήθεια στόν χειμαζόμενο ὑπόδουλο ἑλληνικό, ἀλλά καί μή ἑλληνικό,  ὀρθόδοξο χριστιανικό λαό; Ἡ ἀπάντηση στό ἐρώτημα αὐτό, εἶναι ὅτι ὄχι μόνο δέν προσέφερε, ἀλλά καί ἐκ προθέσεως δημιούργησε πάμπολλα προβλήματα. Τά περισσότερα μάλιστα προῆλθαν ἀπό τήν ἀκμάζουσα τότε “ναυτική δημοκρατία” τῆς Βενετίας. Ἄς δοῦμε ἕνα μικρό χρονικό:
            Εἰκοσιτρία ἔτη πρό τῆς ἁλώσεως τῆς Κωνσταντινουπόλεως καί ὀκτώ μόλις ἔτη πρό τῆς συγκλήσεως τῆς ἑνωτικῆς συνόδου τῆς Φερράρα, δηλαδή τό 1430, ἡ Θεσσαλονίκη πέφτει στά χέρια τῶν Ὀθωμανῶν. Τήν πόλη εἶχε πωλήσει στούς Βενετούς ὁ ἡγεμόνας της Ἀνδρόνικος Παλαιολόγος ὁ λεπρός, ἀδελφός τῶν δύο τελευταίων αὐτοκρατόρων. Οἱ δέ Βενετοί, ὄχι μόνον ἐπέβαλαν ἀφόρητο καθεστώς[11], ἀλλά ἀντί νά τήν ὑπερασπίσουν, ἦταν οἱ πρῶτοι οἱ ὁποῖοι ἀπέδρασαν ὅταν πλησίασε ὁ βαρβαρικός κίνδυνος. Ἔτσι τήν παρέδωσαν οὐσιαστικά στά χέρια τοῦ Μουράτ Β΄, ὁ ὁποῖος ὅπως θά δοῦμε παρακάτω, ἔδωσε ἀξιόπιστα δείγματα τῆς βαρβαρότητάς του.
            Ἀλλά ἡ βενετική κακεντρέχεια δέν εἶχε δώσει ἀκόμη τά στιβαρότερα δείγματά της! Ἄς δοῦμε τί συνέβη στήν Ἀθήνα μόλις ἕνδεκα ἔτη μετά τήν ἅλωση τῆς Κωνσταντινουπόλεως. Τά γεγονότα περιγράφει μέ λίαν παραστατικό τρόπο ὁ ἀκαδημαϊκός Δημήτριος Καμπούρογλου:
            “Ἡ Βενετική Ἁρμάδα καταπλέει εἰς τόν Πειραιᾶ, τόν Δράκον τῶν τότε χρόνων, ὑπό τόν Γενικόν Καπετᾶνον Βίκτωρα Καπέλλον, τόν Ἰούλιον τοῦ 1464. Καταλαμβάνουν οἱ Βενετοί τάς Ἀθήνας, ἀλλά τό Κάστρον εἶνε ὀχυρόν καί οὔτε καιρόν οὔτε ἀσφάλειαν ἔχουν νά μείνουν εἰς τάς Ἀθήνας. Ὅπως κατά τήν πρώτην ἀποτυχίαν των διά τήν κατάληψιν τῆς πόλεως τῶν Ἀθηνῶν τήν ἔπαθαν οἱ Βενετοί καί ἐπανελθόντες ἰσχυρότεροι ἐπεκράτησαν, ὁμοίως καί οἱ Τοῦρκοι λαμβάνουν ἐνισχύσεις καί φονεύεται ἀρκετός ἀριθμός Βενετῶν. (Χάριν ποικιλίας οἱ Τοῦρκοι παλουκώνουν καί ἕνα προβλεπτήν). Πρέπει οἱ Βενετοί νά φύγουν λοιπόν· δίδεται ἡ διαταγή αὐτή, ἀλλά συγχρόνως ἐπιτρέπεται – ἄν ἦτο ἀνάγκη ἀδείας – καί ἡ  λεηλασία τῆς πόλεως. Ἕνας ἱστορικός διαιωνίζει λεπτομερείας τινάς. Κατά τήν ἐπίθεσιν τῶν Βενετῶν τά τείχη τῶν Ἀθηνῶν δέν ἀντέσχον καί κατέπεσαν. Ἡ πόλις τότε παρεδόθη εἰς τήν διαρπαγήν. “Οἱ στρατιῶται, λέγει, καί οἱ ναῦται ἐφορτώθησαν μέ λάφυρα ἀπό τά σπίτια τῶν Χριστιανῶν τούς ὁποίους ἦλθαν τάχα νά ἐλευθερώσουν. Καί ἀνεχώρησαν εἰς Εὔβοιαν, χωρίς νά τούς κυνηγᾷ κανείς”[12].
            Ὅλα αὐτά συνέβησαν ἕξι μόλις χρόνια μετά τήν πτώση τῆς ἀκροπόλεως τῶν Ἀθηνῶν στά χέρια τῶν Τούρκων. Ὅπως παρατηροῦμε, ἀντικειμενικός σκοπός τοῦ βενετικοῦ στόλου δέν ἦταν ἡ ἀπελευθέρωση τῶν Ἀθηνῶν, ἀλλά ἡ λαφυραγώγηση τῶν περιουσιῶν τῶν χριστιανῶν.
            Καί ἄν ἔσπευσε κατόπιν πρός τίς ἑλληνικές περιοχές ἡ Βενετία, δέν τό ἔπραξε γιά νά βοηθήσει τούς Ἕλληνες, ἀλλά γιά νά ἐπωφεληθεῖ αὐτή ἡ ἴδια, καί μάλιστα εἰς βάρος τῶν λοιπῶν Ἰταλῶν:
            “Διαρκούσης τῆς ἰταλικῆς στρατείας τοῦ Μεχμέτ Β΄[13], ἐνῷ πᾶσαι αἱ ἰταλικαί πολιτεῖαι διά τόν ἐπικρεμάμενον τῇ Ἰταλίᾳ κίνδυνον ἔσπευδον εἰς βοήθειαν τῆς Νεαπόλεως, μόνη ἡ Βενετία, μετερχομένη ἐγωιστικήν καί δολίαν πολιτικήν, ἐκαραδόκει τήν πορείαν τῶν πραγμάτων, συναθροίζουσα στόλον ἰσχυρόν ἐν Κερκύρᾳ, ἀπό 60 πλοίων συγκείμενον, ἀλλά τηροῦσα αὐτόν ἐν ἐπιφυλακῇ καί ἀναμονῇ, ἐπιδεικνυμένη φιλίαν μᾶλλον πρός τόν Μεχμέτ Β΄, μεθ΄ οὗ ὡς εἴδομεν, διετέλει ἐν εἰρήνῃ διά τῆς τῷ 1479 ἐν Κωνσταντινουπόλει συνθήκης. Καί τῆς τοιαύτης αὐτῆς πολιτικῆς δέν ἐβράδυνε νά δρέψηται τούς καρπούς ἡ φιλοκτήμων δημοκρατία.”[14] Οἱ δέ καρποί ἦταν ἡ κατάληψη καί κατοχή τῆς νήσου Ζακύνθου[15].
            Ἡ πειρατική εἰς βάρος τῶν Ἑλλήνων τακτική τῶν Βενετῶν, ἐπιδρομή, ληστεία καί ταχεία ἀποχώρηση, δέν σταματᾶ ὅμως τό 1464, ἄς δοῦμε καί μερικά ἀκόμη φρικτά γεγονότα, τά ὁποῖα συνέβησαν ἑκατόν τέσσαρα ἔτη ἀργότερα, τό 1568, καί τά ἐξιστορεῖ ἐπίσης ὁ Δημήτριος Καμπούρογλου:
            “Νέος ναύαρχος ἐμφανίζεται τώρα. Ὁ Νικόλαος Κανάλες, ὁ ὁποῖος μεταβάλλει τήν πολεμικήν τακτικήν, συνισταμένην εἰς πειρατικάς ἐπιδρομάς κατά τῶν Ἑλληνικῶν παραλίων. Κατά τάς ἐπιδρομάς αὐτάς, λαβούσας ἱκανήν ἔκτασιν, δέν γλυτώνει οὔτε ἡ Αἶνος[16]. Τούς Χριστιανούς κατοίκους της τούς ἔσφαξαν, τά πάντα διήρπασαν καί εἰς τήν πόλιν ἔβαλαν φωτιά. Εἰδικῶς μνημονεύεται ἡ βεβήλωσις γυναικείων Μονῶν. Δισχίλιοι αἰχμάλωτοι μετεφέρθησαν εἰς Χαλκίδα διά νά πωληθοῦν ὡς  σκλάβοι, μεταξύ τῶν ὁποίων καί πολλαί κυρίαι τῆς ἀνωτέρας τάξεως.
            Καί ἀπό τά συμβάντα αὐτά καί ἀπό ἄλλα ἀποδεικνύεται, ὅτι εἶχε δίκαιον ἐκεῖνος πού εἶπεν ὅτι σκοπός τῶν πολέμων τῶν Τοῦρκων καί τῶν Βενετῶν πάντοτε ἦτο ἡ διαρπαγή τῶν Ἑλλήνων.”[17]
            Ἡ θρακική, καθαρά ἑλληνική τότε, πόλη τῆς Αἴνου βρισκόταν  στήν ἀνατολική ὄχθη τῶν ἐκβολῶν τοῦ ποταμοῦ Ἔβρου, ὅμως ἡ λαφυραγώγησή της καί ὁ ἐξανδραποδισμός τῶν χριστιανῶν κατοίκων της ἀπό τούς χριστιανούς Βενετούς τοῦ ναυάρχου Κανάλε δέν ἦταν τό τελευταῖο ἀπό τά δεινά διά τῶν ὁποίων ἔπληξε ἡ παπική Βενετία τούς Ἕλληνες καί τήν ἑλληνική πατρίδα.
            Ἑκατόν δεκαεννέα ἔτη ἀργότερα, στίς 25 Σεπτεμβρίου 1687 συμβαίνει ἡ πασίγνωστη ἀνατίναξη τοῦ Παρθενῶνος ἀπό τόν Φρανσίσκο Μοροζίνι, ἡ ὁποία ἔχει χαρακτηρισθεῖ “συνειδητό ἔργο Εὐρωπαίων”, καί ἡ κλοπή τοῦ λέοντος τοῦ Πειραιῶς, τόν ὁποῖο ὁ Δῆμος τῆς Βενετίας ἀρνεῖται μέχρι σήμερα νά ἐπιστρέψει στόν Δῆμο τοῦ Πειραιῶς[18].
            Ὁ ἴδιος πάλι Μοροζίνι, τό 1688, ἀφοῦ ξεσηκώνει τούς Ἕλληνες τῆς Εὐβοίας σέ πόλεμο ἐναντίον τῶν Τούρκων, ὅταν διαπιστώνει ὅτι δέν εἶναι δυνατόν νά νικήσει, παίρνει τά πλοῖα του καί φεύγει. Οἱ Ἕλληνες συνωστίζονται στά εὐβοϊκά παράλια ἀναζητώντας καταφύγιο στά Βενετικά πλοῖα, οἱ Βενετοί ὅμως δέν συγκινοῦνται[19].
            Τό αὐτό ὅμως διαπράττει καί ὁ Ρῶσος Ἀλέξιος Ὀρλώφ τό 1770, ἀρνούμενος νά παραλάβει, ἐνῷ ἀποπλέει, ὅσους Ἕλληνες τῆς περιοχῆς τῆς Κορώνης καί τῶν περιχώρων προσφεύγουν σέ αὐτόν[20]. Μήπως τά γεγονότα αὐτά θυμίζουν κάτι ἀπό μικρασιατική καταστροφή κάποιους αἰῶνες ἀργότερα!;[21]
            Καί ὅμως, οἱ πράξεις ὅσων ξεσήκωναν τόν ἑλληνικό λαό σέ ἀνοργάνωτες ἐπαναστάσεις οἱ ὁποῖες ἔμελλαν νά ἀποτύχουν, δέν ἦταν κατώτερες ἀπό τούς κακεντρεχεῖς λόγους ὅσων ἀδρανοῦσαν καί ἀρνοῦντο νά παράσχουν τήν ὁποιαδήποτε βοήθεια. Tό 1770 ὁ φιλόσοφος Βολταῖρος ἐπιχείρησε μέ ἐπιστολές του νά παρακινήσει ἀφ΄ ἑνός τήν μεγάλη Αἰκατερίνη τῆς Ρωσίας, ἀφ΄ ἑτέρου δέ τόν μεγάλο Φρειδερίκο τῆς Πρωσίας, ὥστε νά βοηθήσουν τούς Ἕλληνες νά ἀπελευθερωθοῦν. Καί τῆς μέν Αἰκατερίνης τά ἔργα καί οἱ ἡμέρες εἶναι εὐρύτερα γνωστά, δέν εἶναι ὅμως εὐρύτερα γνωστή ἡ ἀπάντηση τοῦ μεγάλου Φρειδερίκου: “οἱ Ἕλληνες, γιά τούς ὁποίους τόσο πολύ ἐσεῖς ἐνδιαφέρεσθε, ἔχουν τόσο πολύ καταντήσει δειλοί, ὥστε εἶναι ἀνάξιοι ἐλευθερίας.”[22]
            Ἡ δέ «γαληνοτάτη δημοκρατία» τῆς Βενετίας μέχρι καί ἐλάχιστα ἔτη πρίν τή δύση της φέρθηκε μέ τόν πλέον ἰταμό τρόπο. Ὁ περίφημος ἐπαναστάτης ὁπλαρχηγός τῆς Στερεᾶς Ἀνδρῖτσος, συναγωνιστής τοῦ Λάμπρου Κατσώνη, κυνηγημένος ἀπ΄ τούς Τούρκους ζητεῖ στά 1792 καταφύγιο στό βενετοκρατούμενο Σπαλάτο. Ὅμως οἱ Βενετοί τόν συλλαμβάνουν καί τόν παραδίδουν στούς Τούρκους μαζί μέ δύο συντρόφους του, καί μετά ἀπό πεντάχρονη φυλάκιση καί ἀπάνθρωπα βασανιστήρια ἐκτελεῖται, τό 1797, στήν Κωνσταντινούπολη καί τό σῶμα του παραδίδεται στά κύματα τοῦ Βοσπόρου[23]. Καί τό ὡραιότερο ἀπό ὅλα: ἡ διαταγή τῆς «γαληνοτάτης» πρός τόν διοικητή της προέβλεπε, ἐάν καί ἐφ΄ ὅσον ζητηθεῖ ἀπό τούς Τούρκους, νά τούς παραδοθοῦν καί ἄλλοι τρεῖς συναγωνιστές τοῦ Ἀνδρίτσου, οἱ ὁποῖοι ὅμως εἶχαν βενετική ὑπηκοότητα – ἡ τέλεια δουλοπρέπεια[24]! Ὁ θάνατος ὅμως τοῦ γενναίου μαχητῆ τῆς ἑλληνικῆς ἐλευθερίας Ἀνδρίτσου συμπίπτει μέ τόν θάνατο τῆς θρασύδειλης “δημοκρατίας”, διότι τόν ἴδιο χρόνο, τό 1797, τήν καταλαμβάνει ἀμαχητί ὁ Ναπολέων!
            Στό τέλος τῆς ἴδιας χρονιᾶς, ἡ Αὐστρία, ἔχοντας λησμονήσει τίς δύο πολιορκίες τίς ὁποῖες εἶχε ὑποστεῖ ἡ Βιέννη, τό 1529 καί τό 1683, ἀπό τά τουρκικά στίφη καί θεωρώντας περισσότερο συμφέρουσα τήν παροχή ὑπηρεσιῶν πρός ἐκείνους οἱ ὁποῖοι δύο φορές ἀπείλησαν σοβαρότατα τήν ὕπαρξή της, συλλαμβάνει καί παραδίδει στίς ὀθωμανικές ἀρχές τόν Ρήγα Φεραῖο καί τούς ἑπτά συντρόφους του. Οἱ ὀκτώ ἀγωνιστές, ἔχοντας ὑποστεῖ ἀπάνθρωπα βασανιστήρια, βρίσκουν μαρτυρικό θάνατο στίς 24 Ἰουνίου 1798. Συνεπής στήν ἴδια πολιτική συλλαμβάνει τό 1821 ἡ Αὐστρία καί φυλακίζει τούς ἀδελφούς Ἀλέξανδρο, Νικόλαο καί Γεώργιο Ὑψηλάντη, ἡγέτες τῆς ἑλληνικῆς ἐπαναστάσεως, ἡ ὁποία εἶχε ξεκινήσει ἀπό τίς παραδουνάβιες ἡγεμονίες.
            Αὐτή ἦταν μιά μικρή, ἀλλά ἀρκετά πικρή γεύση τῆς εὐρωπαϊκῆς ὀλιγοπιστίας, ἡ ὁποία στοίχισε τόσα δεινά στόν ἑλληνισμό καί μᾶς πείθει ὅτι ὄχι μόνον δέν ὑπῆρχε ἀγαθή πρόθεση, ἀλλά συχνά ἡ ἐπιβουλή ἦταν ἐνσυνείδητη.
            Ὅμως ἕνα ἀκόμη ἐρώτημα γεννᾶται ὡς πρός τήν περί τήν ἅλωση ἐποχή: Τί θά συνέβαινε, ἄν εἶχε ἡ Εὐρώπη τή δύναμη νά συντρίψει τήν τουρκική ἀπειλή καί νά ἐκδιώξει γιά πάντα τόν βάρβαρο ἀπό τά εὐρωπαϊκά ὅσο καί ἀπό τά μικρασιατικά ἐδάφη;Μολονότι στήν ἱστορία καμμία ὑπόθεση δέν εἶναι ἀπολύτως ἀσφαλής, θά διατυπώσουμε μερικές σκέψεις καί ἐπ΄ αὐτοῦ τοῦ ἐρωτήματος: Ἐάν εἶχε ἐξασφαλίσει τήν ἄνευ ὅρων ἕνωση καί συναίνεση κλήρου καί λαοῦ, τότε οἱ συναινοῦντες θά ἀπομακρύνονταν ἀφ΄ ἑνός ἀπό τόν δρόμο τῆς ἐν Χριστῷ σωτηρίας. Ἀφ΄ ἑτέρου δέ, θά περιέπιπταν σέ ἐθελουσία δουλεία. Καί ἡ ἐθελουσία δουλεία, εἶναι πολύ δύσκολο, ἄν ὄχι ἀκατόρθωτο, νά φέρει κάποτε τήν ἐπανάσταση καί τήν ἐλευθερία. Ἐνῷ ἡ ἡρωική ἀντίσταση καί θυσία τοῦ λαοῦ τῆς Κωνσταντινουπόλεως, ἔχοντος ἐπί κεφαλῆς τόν ἐθνομάρτυρα αὐτοκράτορά του, ἐνέπνευσε τήν ἐπανάσταση. Δέν εἶναι τυχαῖο τό γεγονός ὅτι τό σύνθημα τῆς ἐπαναστατικῆς προκηρύξεως τοῦ Ἰασίου, τῆς 24ης Φεβρουαρίου 1821, τό γνωστό “μάχου ὑπέρ πίστεως καί πατρῖδος”, εἶναι ἐμπνευσμένο ἀπό τόν τελευταῖο λόγο τοῦ αὐτοκράτορος Κωνσταντίνου ΙΑ΄ τοῦ Παλαιολόγου, ὁ ὁποῖος ἐκφωνήθηκε στίς 28 Μαΐου 1453 καί μᾶς παραδόθηκε ἀπό τόν ἱστορικό Γεώργιο Σφραντζῆ.
            Ἐάν ὅμως εἶχε ἡ Εὐρώπη τή δύναμη νά συντρίψει τήν τουρκική ἀπειλή χωρίς νά ἔχει ἐξασφαλίσει τήν ἄνευ ὅρων ἕνωση καί συναίνεση κλήρου καί λαοῦ, τότε ἀλοίμονο! Οἱ πυρές τῆς ἱερᾶς ἐξετάσεως, τῶν ὁποίων οἱ καπνοί σκότιζαν τούς δυτικοευρωπαϊκούς οὐρανούς μέχρι καί τό 1821, θά ἔκαιγαν καί ὁλόκληρη τήν Ἑλλάδα. Καί ἴσως ἡ ὠμή ἱεροεξεταστική βία νά προκαλοῦσε τήν ἑλληνική ἐπανάσταση, ἀφοῦ οὕτως ἤ ἄλλως θά εἶχε ἐπιβληθεῖ ὁ παπισμός στήν Ἑλλάδα παρά τή θέληση τοῦ ὀρθοδόξου ἑλληνικοῦ κλήρου καί λαοῦ, ἀλλά ποιά θά ἦταν ἡ διαφορά, ἀπό ὅ,τι πραγματικά συνέβη; Ποιά διαφορά θά εἶχε, τό νά ἐπαναστατήσει ὁ Ἕλληνας ἐναντίον τοῦ Τούρκου ἤ ἐναντίον τοῦ Εὐρωπαίου κατακτητῆ; Ἡ  διαφορά θά ἦταν μία, ὅτι ἡ ἐναντίον τοῦ Τούρκου ἐπανάσταση συγκίνησε κάποιους νουνεχεῖς τῆς Εὐρώπης καί προέβησαν σέ ἵδρυση φιλελληνικῶν συλλόγων, οἱ ὁποῖοι ἀπέστελλαν οἰκονομικῆ βοήθεια στούς ἐπαναστατημένους. Ἐάν οἱ κατακτητές ἦταν Εὐρωπαῖοι, τότε οἱ νουνεχεῖς μᾶλλον δέν θά ἐκδηλώνονταν, ἀφοῦ θά θεωροῦνταν πλέον προδότες καί θά καταδιώκονταν.
            Ποῖο τό ἦθος τῶν ὀρθοδόξων θεολόγων, τῶν λεγομένων ἀνθενωτικῶν; Μήπως ἐστεροῦντο φιλοπατρίας; Μήπως εἶχαν ἄγνοια τῆς τουρκικῆς βαρβαρότητας; Μήπως χαρακτηρίζονταν ἀπό φιλοτουρκικά συναισθήματα; Γιά ὅλα αὐτά τά ἐρωτήματα βρίσκουμε ἀπαντήσεις στά ἴδια τους τά ἔργα, τά ὁποῖα ἀπαυγάζουν τόν πόνο τόν ὁποῖο αἰσθάνονταν γιά ὅσες καταστροφές εἶχαν ἤδη συντελεσθεῖ, ἀλλά καί γιά ὅσες ἐπρόκειτο νά ἐπέλθουν.
            Ἕνας λόγος τοῦ μεγίστου θεολόγου τοῦ ΙΔ΄ καί ΙΕ΄ αἰῶνος, ἀόκνου ἐργάτου τοῦ Εὐαγγελίου, τοῦ μοναχοῦ Ἰωσήφ Βρυεννίου, μᾶς παρέχει ἐπαρκή στοιχεῖα ὡς πρός τό ἐρώτημα αὐτό. Ὁ Ἰωσήφ εἶχε ἀποσταλεῖ τό 1381 στήν Κρήτη γιά νά στηρίξει τούς ὀρθοδόξους κατοίκους της, ἀφοῦ οἱ παπικοί Βενετοί δέν ἐπέτρεπαν κἄν τήν ὕπαρξη ὀρθοδόξου ἐπισκόπου ἐκεῖ. Παρέμεινε στή μεγαλόνησο εἴκοσι ἔτη καί ἐκδιώχθηκε τό 1401, διότι ἦλθε σέ διένεξη μέ τούς παπικούς[25]. Ὁ Ἰωσήφ δέν διακρίθηκε μόνο γιά τήν πίστη του, ἀλλά καί γιά τή φιλοπατρία του. Στήν δημηγορία του “περί τοῦ τῆς πόλεως ἀνακτίσματος”, τήν ὁποία ἐκφώνησε τό 1415 ἐνώπιον τοῦ αὐτοκράτορος Μανουήλ Β΄ τοῦ Παλαιολόγου καί τοῦ πατριάρχου Ἰωσήφ Β΄, ἐξαίρει τήν ἀνάγκη ἐπισκευῆς τῶν τειχῶν τῆς Κωνσταντινουπόλεως διά τῶν ἑξῆς θαυμασίων λόγων:
            “Οὐκοῦν, ἐπιμελούμενος τῆς οἰκίας τῆς σῆς, ἐπιμελήθητι καί τῆς πόλεως· ἀσφαλίζῃ τοῦ ταμείου τήν θύραν ὀψέ, μή διαρπαγῇ τά ἐντός; προνοήθητι καί τοῦ τείχους, ὡς ἄν μή ἀνάρπαστος γένῃ ἀθρόον αὐτός καί πάντα τά σά· ἀνεωγμένης τῆς θύρας καί μηδενός ἐφεστῶτος, πρόκειται πᾶσι τά ἔνδον τοῖς διαρπάζειν ἐθέλουσι· καί, πεσόντος τοῦ τείχους, τοῦ κεκλεῖσθαι τήν θύραν οὐδενός ὄφελος· τῶν ἐν τῷ τείχει πύργων ἑστώτων, τῶν τήν πόλιν οἰκούντων ἐν ἀσφαλείᾳ οἱ θησαυροί· καταρραγέντων δέ τούτων, τά ἐν τοῖς ταμείοις αὐτῶν πάντα φροῦδα καί ἕωλα· ἀμέλει ἐάν θέλῃς εἰσέτι διαμένειν τό γένος καί τό τοῦ γένους καύχημα ἵστασθαι ταύτην τήν Πόλιν, στερέωσον ταύτην κύκλῳ καί πύργωσον ἀσφαλῶς. εἰ φιλεῖς τῶν θείων ναῶν τήν εὐπρέπειαν περιχαράκωσον τό τούτων ὀχύρωμα καί ὕψωσον τόν φραγμόν· εἰ προνοεῖ τῶν ἰδίων, καί τῶν κοινῶν προνοήθητι καί μάλιστα τῆς πατρίδος·”[26]
            Συνειδητοποιοῦσε λοιπόν ὁ ὀρθόδοξος θεολόγος καί μέγας διδάσκαλος τῆς Ἐκκλησίας μας τήν ἀνάγκη ὀργανώσεως τῆς ἄμυνας τῆς Βασιλεύουσας, τήν ὁποία ἀποκαλεῖ “τοῦ γένους καύχημα”, ἡ δέ γνώση του αὐτή πήγαζε ἀπό τήν φιλοπατρία του, τήν ὁποία δέν κρύβει, ἀλλά διακηρύττει.
            Τή φιλοπατρία του προφανῶς εἶχε ἐμφυσήσει καί στούς μαθητές του Μάρκο Εὐγενικό, μετέπειτα ἐπίσκοπο Ἐφέσου ἅγιο τῆς Ἐκκλησίας μας, κορυφαῖο ὀρθόδοξο θεολόγο, ἀνυποχώρητο ὀρθόδοξο καί ἀνθενωτικό, καί τόν ἀδελφό του Ἰωάννη Εὐγενικό. Καί τοῦτο γίνεται ἀντιληπτό ἀπό τοῦ ἔργο τοῦ ἁγίου Μάρκου Ἐφέσου “Μονωδία ἐπί τῇ ἁλώσει τῆς Θεσσαλονίκης[27]” Ἡ σύγκριση τῶν εἰσαγωγικῶν παραγράφων τῶν δύο λόγων μᾶς πείθει ὅτι ὁ Ἰωσήφ ἔχει διδάξει καί ἐμπνεύσει τήν φιλοπατρία στόν Μάρκο. Διότι ὁ μέν Ἰωσήφ διερωτᾶται ἄν ἡ Κωνσταντινούπολις εἶναι πόλις τῆς οἰκουμένης ἤ ἄγαλμα, δηλαδή ἀγαλλίαμα[28], ὁ δέ Μάρκος χαρακτηρίζει τήν Θεσσαλονίκη “τῆς οἰκουμένης τό ἄγαλμα”[29].
            Στό ἔργο του αὐτό ἐπισημαίνει ὅτι οἱ Βενετοί, τούς ὁποίους ὀνομάζει “Λατίνους”, ὄχι ἁπλῶς δέν ἦταν ἰκανοί νά ὑπερασπίσουν τήν πόλη, ἀλλά ἦταν ἤδη ἕτοιμοι μέσα στά πλοῖα τους γιά νά φύγουν. “Τέτοιους ὑπερασπιστές ἔτυχε νά ἔχει ἡ θαυμαστή πόλη”, ὀδύρεται ὁ ἅγιος Ἐφέσου!:
            “τῶν γάρ Λατίνων οἱ πλεῖστοι πρός ταῖς ναυσίν ἦσαν ὑπ΄ ἀδηλίας καί φόβου τοῦ μέλλοντος καί ἐσάλευον ἐπί μετεώρου τά πρός φυγήν ἕτοιμοι. Τοιούτων ἄρα προμάχων ἡ θαυμαστή πόλις ἔτυχε.”[30]
            Ὁ ἅγιος δέν ἐστερεῖτο φιλοπατρίας, ὁ λόγος του ξεχειλίζει ἀπό αὐτήν, πονᾶ γιά τίς συμφορές τῆς Θεσσαλονίκης. Πιστεύει ὅτι ἡ Θεσσαλονίκη ἔχει πλέον πεθάνει:
            “Τά δέ νῦν τέθνηκε πόλις ὅλη, ζῶσα ὡς ἀληθῶς πρότερον καί ἐν χερσί τοῦ ζῶντος ἐζωγραφημένη Θεοῦ, καί τέθνηκε θάνατον οὐχ οἷον ἀποκρυβῆναι τῷ χρόνῳ καί τοῖς λειψάνοις συγκατωρυχθῆναι· μένει γάρ τά ἐκείνοις λείψανα καί πρόκειται τῷ ἡλίῳ καί καταπαίζεται τοῖς ἐχθροῖς, ἐπιτωθάζουσί τε καί ἐγγελῶσι· βέλτιον ἦν αὐτῇ σεισμῷ διαστῆναι τήν γῆν ἤ πρηστήρσι καταφλεγῆναι ἤ κατακλυσθῆναι ἐν ὕδασιν ἤ λοιμῷ παντάπασιν ἐκτριβῆναι, ὅ καί Δαυίδ ὁ μέγας ηὔξατο πρῴην εἰς χεῖρας ἐμπεσεῖν Θεοῦ μᾶλλον ἑλόμενος ἤ τοῖς ἀσεβέσι προκεῖσθαι ἐπίχαρμα. Τί τό τῆς Τροίας πάθος ὑπό Ἑλλήνων ἁλούσης; Τί τό Ἱερουσαλήμ ὑπό πλειόνων τε καί πολλάκις τοῦτο παθούσης; Τί τό ἑτέρων σεισμῷ καί πυρί καί στάσεσι καί πολέμοις ἀπολομένων πρός τά παρόντα δεινά;”[31]
            Μήπως ἦταν τάχα ὁ ἅγιος φιλότουρκος καί ὠθοῦσε τόν λαό πρός αὐτή τήν κατεύθυνση καί γι΄ αὐτό ἠρνεῖτο τήν περιβόητη ἕνωση; Κάτι τέτοιο δέν συνάγεται ἀπό τό ἔργο του. Ἀντιθέτως θρηνεῖ γιά τή συμφορά καί στηλιτεύει τή βαρβαρότητα τοῦ ἐχθροῦ:
            “Ὤ πένθους ἐκείνου, κατά κορυφῆς τήν πόλιν ὅλην ἐπιλαβόντος. Ἦρτο βοή γερόντων ἀπόρων, ἀνδρῶν οἰμογή, γυναικῶν ὀλολυγή, νηπίων ἐλεεινός κωκυτός. Περιέβαλλον ἀλλήλους, περιεπτύσσοντο τά λοίσθια τούς φιλτάτους· οὐδέ γάρ τό ζῆν ἄλλῳ τῳ πιστεύειν εἶχον, ὅτι μή μόνῃ τῇ τῶν βαρβαρων ἀπλήστῳ φιλοπλουτίᾳ. Τό δέ αἱμοχαρές καί ἀκόλαστον ἔθνος ἁπανταχοῦ καταρρεῦσαν ἐποίει τά ἑαυτοῦ καί τήν πόλιν διήρπαζε, τό ἐνδόσιμον ἤδη πρότερον ἔχον παρά τοῦ ἀρχηγοῦ, καί τύχην ἔδει προσκυνεῖν μόνον ὅτῳ πλείοσι καί ἁδροτέροις λήμμασιν ἐντυχεῖν γένοιτο. Ἐχόρευσε καθ΄ ἱερῶν ἁγίων βάρβαρος ἐναγής, ἠλάλαξεν ἐπί θυσιαστηρίων ἀψαύστων λυσσῶδες στόμα καί βέβηλον[32].”
            Ὄχι μόνον ἐγνώριζε ὁ ἅγιος Μάρκος τήν τουρκική βαρβαρότητα, ἀλλά καί τήν διεκήρυσσε καί συνεπῶς ἐγνώριζε ἐπακριβῶς τί θά συνέβαινε, ἐάν ἔπεφτε καί ἡ Κωνσταντινούπολη στά χέρια τῶν ἐξ ἀνατολῶν βαρβάρων:
            “Οὐ γάρ ἤρκει τοῖς ἀσεβέσι καί αὐτοθηρίοις μᾶλλον ἤ τήν φύσιν ἀνθρώποις / τηλικαύτη πόλις καταληφθεῖσα καί τοσοῦτος πλοῦτος ἐπιγενόμενος. Ἀλλ΄ ἔδει καί τόν ἄθλιον λεών ἀνδραποδισθῆναι, ἵν΄ οὕτω καί τούς ἁπανταχοῦ γῆς ὄντας αὐτοῖς ὁμοφύλους προσαποδύσωσι. Δεινά μέν δή ταῦτα καί πέραν δεινῶν.”[33]
            Ὁ δέ ἀδελφός τοῦ Μάρκου Ἐφέσου Ἰωάννης Εὐγενικός διάκονος καί νομοφύλαξ τῆς μεγάλης τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησίας, σέ ὁμώνυμο ἔργο του γιά τήν ἅλωση τῆς Θεσσαλονίκης πιστεύει ὅτι δέν ὑπάρχει μεγαλύτερο κακό μέχρι ἐκείνη τή στιγμή ἀπό τήν ἅλωση αὐτή:
            “Τηλικούτων κακῶν σεσίγηνται τά προτοῦ πάθη καί οὔτε Ἰλιάς κακῶν, οἶμαι, οὔτε λεία Μυσῶν οὔτε τι τοιοῦτον, ἀλλ΄ ἡ περί τούτων ἁπάντων στήσεται φήμη.[34]
            Γι΄ αὐτό καί προτρέπει ὅλη τή γῆ νά θρηνήσει γι΄ αὐτή τή συμφορά:
            “Θρηνείτω Θρᾴκη καί Θετταλία καί Εὐρώπη πᾶσα τοιοῦτον  ἀποβαλλοῦσα κάλλιστον ὀφθαλμόν καί οἷον ἄνθος καί ἀπαρχήν ἑαυτοῖς· […] Θρηνείτω πᾶσα μέν νῆσος, πᾶσα δέ ἥπειρος.”[35]
            Διαπιστώνει καί αὐτός τήν ἀπόλυτη βαρβαρότητα τοῦ ἐχθροῦ καί τόν ὑφιστάμενο κίνδυνο, ἀφοῦ ἡ ἀπληστία τῶν βαρβάρων οὐδέποτε ἰκανοποιεῖται:
            “Εὐφραίνονται δέ καί νῦν εἴ ποτε μάλιστα βάρβαροι, οἱ κοινοί τοῦ γένους ἀλάστορες καί πολέμιοι. Χορεύουσι οἱ ἐξ Ἄγαρ, σκιρτῶσι, κροτοῦσι, παιανίζουσιν ὡς θῆρες ἀνήμεροι καί ἔτι καθ΄ ἡμῶν μαίνονται.[36]
            Καί τό σημαντικότερο ἀπ΄ ὅλα, δέν ἀναμένεται ἐλπίδα ἀπό πουθενά, σύμμαχος δέν ὑπάρχει[37]:
            “Τίσιν ἔτι συμμάχοις καί βοηθοῖς χρησόμεθα; Οἵα δυνάμει θαρρήσομεν; Ποίᾳ μέν πόλει; Ποίῳ δέ γένει; Πάντα φροῦδα.[38]
            Συνεπῶς, ἕνα εἶναι τό συμπέρασμα ἀπό ὅλα τά ἀνωτέρω: Ὅποιο κράτος θέλει νά συνεχίσει νά ὑπάρχει, ὥστε νά μή καταστεῖ ὁ πληθυσμός του δοῦλος, ἤ ἀκόμη χειρότερα, γιά νά μή σφαγιασθεῖ ἀνηλεῶς, φροντίζει νά μή ἐξαντλεῖ τίς δυνάμεις του, νά μή αὐτοκαταστρέφεται ἀπό ἐσωτερικές διαμάχες, νά μή παραιτεῖται ἀπό τό δικαιώματά του, νά μή πωλεῖ τήν περιουσία του, ὥστε νά εἶναι σέ θέση νά ὑπερασπίσει τόν ἑαυτό του. Καί ἐνεργώντας κατ΄ αὐτόν τόν τρόπο πιθανόν νά βρεῖ καί συμμάχους ἐπί ἴσοις ὅροις, οἱ ὁποῖοι θά εἶναι ἀληθινοί σύμμαχοι ὄχι νέοι  δουλοκτῆτες ἐκμεταλλευόμενοι τήν ἴδια του τή ζωή, ἀλλιῶς κανένας δέν θά τό λυπηθεῖ, κανένας δέν θά διακινδυνεύσει γιά λογαριασμό του. Κι ἄν δέν εἶναι σέ θέση νά τά πράξει ὅλα αὐτά, καί περιέλθει σέ νέα κατάσταση δουλείας, τοὐλάχιστον νά μή μέμφεται κανένας ὅσους δέν φταῖνε γιά τήν κατάσταση αὐτή. Πολύ δέ περισσότερο νά μή μέμφεται τούς θεολόγους, καί τούς ἁγίους πατέρες, οἱ ὁποῖοι δέν ὑποχωροῦν σέ ζητήματα πίστεως καί εἶναι γι΄ αὐτό  ἡ μνήμη τους ἐπαινετή εἰς τούς αἰώνας!
[1]              Τόν ὅρο αὐτό εἰσήγαγε ὁ ἀείμνηστος ἱστορικός Σαράντος Καργάκος καί δέν βλέπουμε κανένα λόγο μή υἱοθεσίας του. Ἴσως κάποιοι νά ἔχουν ἀντίρρηση, ἐπειδή ὀνομάζουν ἔτσι τήν λατινοκρατία στήν Κωνσταντινούπολη (1204-1261), τά πενηνταεπτά ὅμως αὐτά ἔτη, πιστεύουμε ὅτι, δέν εἶναι δυνατόν νά καταργήσουν ὁλόκληρη χιλιετία!
[2]              πρβλ Roger Crowly, Κωνσταντινούπολη 1453, ἡ τελευταία μεγάλη πολιορκία, μετάφρ. Διαμαντής Κωνσταντινίδης, ἐκδ. Ὠκεανίδα, Ἀθήνα 2005, σ. 74.
[3]              ἔνθ΄ ἀνωτέρω, σ. 75.
[4]                Πεντακόσια δύο ἔτη μετά τήν ἅλωση, δηλαδή τό 1955, ἡ Τουρκία πιστή στήν παράδοση τῶν πατέρων της, λαφυραγώγησε καί κατέστρεψε τίς περιουσίες τῶν Ἑλλήνων τῆς Κωνσταντινουπόλεως μέσα σέ ὀκτώ μόλις ὧρες ἀφήνοντας καί τριανταεπτά νεκρούς μέσα στά ἀποκαΐδια. Λαμβάνοντες ὑπ΄ ὄψη ὅλα τά ἀνωτέρω θά πρέπει νά συνειδητοποιήσουμε τήν ὑποχρέωσή μας νά μή μείνουμε ποτέ πιά ἀκάλυπτοι ἐνώπιον ὁποιουδήποτε βαρβάρου, ὁ ὀποῖος ἐγείρει ἀξιώσεις εἰς βάρος μας.
[5]              ἔνθ΄ ἀνωτέρω, σ. 397.
[6]              ἔνθ΄ ἀνωτέρω, σ. 394.
[7]              ἔνθ΄ ἀνωτέρω, σ. 407.
[8]              Georg Ostrogorsky, Ιστορία του βυζαντινού κράτους, μετάφρ. Ἰω. Παναγόπουλος, τ. 3ος, Ιστορικές Εκδόσεις Στέφανος Βασιλόπουλος, Αθήνα 1981, σ. 272-3.
[9]              Κωνσταντῖνος Ν. Σάθας, Τουρκοκρατουμένη Ἑλλάς, Ἀθῆναι 1869, σ. 174.
[10]             πρβλ N. Iorga, Τό Βυζάντιο μετά τό Βυζάντιο, μετάφρ. Γιάννη Καρά, ἐκδ. Gutenberg, Ἀθήνα 1985, σ. 79.
[11]           πρβλ ἔνθ΄ ἀνωτέρω, σ. 37.
[12]           Δ. Γρ. Καμπούρογλου, Ὁ Ἀναδρομάρης, ἐκδ. Γεωργίου Φέξη, ἐν Ἀθήναις 1914, σ. 25-26.
[13]           1480-1481.
[14]             Παῦλος Καρολίδης, Ἱστορία τῆς Ἑλλάδος ἀπό τῆς ὑπό τῶν Ὀθωμανῶν ἁλώσεως τῆς Κωνσταντινουπόλεως (1453) μέχρι τῆς βασιλείας Γεωργίου τοῦ Α΄, ἐκδ. Μάτι, Κατερίνη 2006, σ. 280.
[15]           ἔνθ΄ ἀνωτέρω, σ. 281.
[16]           Ἑλληνική πόλη κτισμένη στίς ἐκβολές τοῦ ποταμοῦ Ἔβρου. Μετά τήν πειρατική αὐτή ἐπιδρομή καί καταστροφή ἡ πόλη ἐποικίσθηκε ξανά ἀπό Ἕλληνες καί ἄκμαζε μέχρι καί τό 1922. Καί σήμερα, μολονότι εἶναι πλέον μία μικρή τουρκική κωμόπολη, διατηρεῖ τό ὄνομά της μέ τουρκική προφορά: Enez.
[17]           Δ. Γρ. Καμπούρογλου, Ὁ Ἀναδρομάρης, ἐκδ. Γεωργίου Φέξη, ἐν Ἀθήναις 1914, σ. 25-26.
[18]           Ὁ δῆμος Πειραιῶς εἶχε κατασκευάσει τό 1991 πιστό ἀντίγραφο τοῦ λαφυραγωγηθέντος λέοντος τοῦ Πειραιῶς καί τόν προσέφερε στόν δῆμο τῆς Βενετίας, ὥστε νά λάβει τό πρωτότυπο, τό ὁποῖο τοῦ ἀνήκει. Ὅμως ὁ δῆμος τῆς Βενετίας ἀρνήθηκε νά ἐπιστρέψει τό κλοπιμαῖο, προβάλλοντας τή δικαιολογία … ὅτι θά ἀποτελοῦσε κακό προηγούμενο, ὥστε νά ἀπαιτηθεῖ ἡ ἐπιστροφή καί ἄλλων ἀντικειμένων. Παραδέχθηκε κατ΄ αὐτόν τόν τρόπο, ὅτι κατέχει καί ἄλλα κλοπιμαῖα! Ὁ δέ δῆμος Πειραιῶς ἀναγκάσθηκε καί ἐγκατέστησε στήν εἴσοδο τοῦ λιμανιοῦ, δεξιά τῷ εἰσερχομένῳ, τό ἀντίγραφο.
[19]           πρβλ Κωνσταντίνος Ν. Σάθας, ἔνθ΄ ἀνωτέρω, σ. 380.
[20]           πρβλ Κωνσταντίνος Ν. Σάθας, ἔνθ΄ ἀνωτέρω, σ. 489.
[21]           Ποιός δέ θυμᾶται, ὅτι ἔξω ἀπό τή φλεγόμενη Σμύρνη ναυλοχοῦσαν εἰκοσιένα πολεμικά πλοῖα τῶν τότε μεγάλων χριστιανικῶν δυνάμεων, ὅμως δέν βοήθησαν κατά κανένα τρόπο τούς ἀνηλεῶς σφαγιαζόμενους χριστιανούς ἀμάχους, Ἕλληνες καί Ἀρμενίους;
[22]           πρβλ Κωνσταντίνος Ν. Σάθας, ἔνθ΄ ἀνωτέρω, σ. 613.
[23]           Δημήτρης Σταμέλος, Τό λιοντάρι τῆς κλεφτουριᾶς, Ἀντροῦτσος ὁ πατέρας τοῦ Ὀδυσσέα, Β΄ ἔκδοση, ἐκδ. Ἑστίας, Ἀθῆναι 1984, σ. 195.
[24]           ἔνθ΄ ἀνωτέρω, σ. 156.
[25]           πρβλ Νικόλαος Β. Τωμαδάκης, Δούκα – Κριτόβουλου – Σφραντζῆ – Χαλκοκονδύλη Περί ἁλώσεως τῆς Κωνσταντινουπόλεως (1453), ἐκδ. Πουρναρᾶ, Θεσσαλονίκη 1993,  σ. 239.
[26]   Δημηγορία περί τοῦ τῆς Πόλεως ἀνακτίσματος, κεφ. 7,  ἐν Νικόλαος Β. Τωμαδάκης, Δούκα – Κριτόβουλου – Σφραντζῆ – Χαλκοκονδύλη Περί ἁλώσεως τῆς Κωνσταντινουπόλεως (1453), ἐκδ. Πουρναρᾶ, Θεσσαλονίκη 1993, σ. 247.
[27]           Πρέπει ἐδῶ νά διευκρινίσουμε, ὅτι τό ἔργο αὐτό τοῦ ἐν ἁγίοις πατρός ἡμῶν Μάρκου Ἐφέσου τοῦ Εὐγενικοῦ ἐκδόθηκε ἀπό κώδικα τῆς μονῆς Εἰκοσιφοινίσσης, τόν ὁποῖο ἐλήστευσε ὁ βουλγαρικός στρατός τό 1917, καί δέν ἐπεστράφη ποτέ στόν νόμιμο κάτοχό του, ἀλλά κατακρατεῖται μέχρι καί σήμερα σέ ἐπιστημονικό ἵδρυμα τῆς Βουλγαρίας. Δέν γνωρίζουμε πῶς δικαιοῦται ἵδρυμα νά αὐτοαποκαλεῖται “ἐπιστημονικό” ἔχοντας προβεῖ σέ κλεπταποδοχή. Ὅσο “ἐπιστημονικό” δικαιοῦται νά αὐτοαποκαλεῖται καί τό βρεταννικό μουσεῖο κατακρατώντας τά κλοπιμαῖα γλυπτά τοῦ Παρθενῶνος καί τόν ἐπίσης κλοπιμαῖο σιναϊτικό κώδικα.
[28]           Ἔνθ΄ ἀνωτέρω, σ. 243.
[29]           Μάρκου Ἐφέσου τοῦ Εὐγενικοῦ, Μονωδία ἐπί τῇ ἁλώσει τῆς Θεσσαλονίκης, Ἑάλω ἡ Θεσσαλονίκη, Θρῆνος γιά τήν ἅλωση τοῦ 1430, εἰσαγωγή, ἀρχαῖο κείμενο, σχόλια Μάριος Πηλαβάκης, μετάφρ. Δημήτριος Βαμβακᾶς, ἐκδ. Παπαδημητρίου, Ἀθήνα 1997, σ. 25. Στή σελίδα αὐτή περιλαμβάνεται καί ἡ παρατήρηση, ἡ ὁποία δέν ἀνήκει σέ ἐμᾶς, ὅτι ἀμφότεροι οἱ συγγραφεῖς ἀποκαλοῦν ἄγαλμα, ὁ μέν τήν Κωνσταντινούπολη, ὁ δέ τήν Θεσσαλονίκη.
[30]           Ἔνθ΄ ἀνωτέρω,  σ. 36.
[31]           Ἔνθ΄ ἀνωτέρω, σ. 26-28.
[32]           Ἔνθ΄ ἀνωτέρω, σ. 40, 42.
[33]           Ἔνθ΄ ἀνωτέρω, σ. 44.
[34]           Ἔνθ΄ ἀνωτέρω, σ. 82.
[35]           Ἔνθ΄ ἀνωτέρω, σ. 80.
[36]           Ἔνθ΄ ἀνωτέρω.
[37]           Γιά τίς ἐν γένει θέσεις τοῦ Ἰωάννου Εὐγενικοῦ σχετικά μέ τό θέμα τοῦ τότε πολιτικοῦ διαλόγου βλ. Ἡρακλῆς Μ. Ρεράκης, Ὁ διάλογος ἀνατολῆς καί δύσεως γιά τήν ἕνωση τῶν Ἐκκλησιῶν τό ΙΕ΄ αἰώνα κατά τόν Ἰωάννη Εὐγενικό, Θεσσαλονίκη 1985, σ. 68-83, στό Ἐθνικό Ἀρχεῖο Διδακτορικῶν Διατριβῶν: www.didaktorika.gr
[38]           Μάρκου Ἐφέσου τοῦ Εὐγενικοῦ, Μονωδία, Ἔνθ΄ ἀνωτέρω.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου