Παπαδιαμάντης Ἀλέξανδρος
Τὴν κατωτέρω διήγησιν, καθὼς καὶ τὴν ἄλλην, τὴν ἐπιγραφομένην «Τὸ Θαῦμα τῆς Καισαριανῆς», ἤκουσα ἐκ στόματος τῆς παθούσης, ἥτις εἶναι ἡ κυρα-Ρήνη Ἐλευθέραινα, τοῦ ποτὲ Ροδίτη, σεβασμία γερόντισσα Ἀθηναία.
“Μὲ εἶχαν παραιτήσει ὅλοι οἱ δικοί μου, ὁ ἄνδρας μου, ὅπως κι ὁ ἀδερφός μου… Εἶχα πανδρευθῆ μικρή, μ᾽ αὐτὸν τὸν μπαρμπα-Λευθέρη, ποὺ βλέπεις, ποὺ κοντεύει τώρα τὰ ὀγδονταπέντε. Θὰ ἦτον ὣς εἴκοσι χρόνια μεγαλύτερος ἀπὸ μένα.
Τόσο μικρὴ καὶ τόσο ἄκακη καὶ ἄγνωστη* ἤμουν, κορίτσι δεκατριῶν χρονῶν. Ἐκεῖνος μ᾽ ἔπαιρνε στὰ γόνατά του, καὶ μ᾽ ἐφίλευε καραμέλες. Θὰ ἦτον τριαντάρης τότε. Ἐγὼ οὔτε ἰδέαν εἶχα ἀπ᾽ αὐτὰ τὰ πράγματα.
Σὰν ἦρθε ἡ φοβερὴ χρονιά, ποὺ ἔφερε τὴν κατοχὴ τῶν Ἀγγλογάλλων καὶ τὴν χολέρα· ποὺ βάσταξε τρεῖς μῆνες, κ᾽ ἔπαψε τὴν ἡμέρα τοῦ Ἁγίου Φιλίππου, ὕστερα ἀπὸ μεγάλη λιτανεία καὶ δέηση ποὺ ἔκαμε ὁ λαὸς μὲ τοὺς παπάδες, μὲ τὰ εἰκονίσματα, μὲ Σταυροὺς καὶ μὲ ξεφτέρια· κ᾽ οἱ Ἀγγλογάλλοι φοβέριζαν τὸν βασιλιά μας, τὸν Ὄθωνα, κ᾽ ἐκεῖνος ἦτον κλεισμένος στὸ Παλάτι, μόνο γιὰ νὰ παρηγορῇ τὸν λαὸ ἔβγαινε, καὶ δὲν τὸ κούνησε ἀπὸ τὴν Ἀθήνα, μ᾽ ὅλη τὴν χολέρα καὶ τὸ θανατικό. Κ᾽ ἔβγαιναν τὸν ἀνήφορο οἱ Ἀγγλογάλλοι, πλῆθος πολύ, καβαλαρία, Δραγῶνοι τοὺς λέγανε, καὶ φαντάροι, ποὺ φοροῦσαν κάτι πουτούρια*, καὶ τοὺς λέγανε Ζουάβους· κι ἄλλοι μὲ κατακόκκινες γιακέτες, κάτι φοβεροί, θεόρατοι, ἄνδρες ὣς κεῖ πάνω, μὲ ἄντζες γυμνές, ποὺ φοροῦσαν κάτι σὰ φουστανέλες· κ᾽ ἔβγαιναν κατὰ τὴν πλατέα, κ᾽ ἐφοβέριζαν τὸν Ὄθωνα. Κι ὅσο τὸν ἐφοβέριζαν οἱ Ἀγγλογάλλοι, τόσο τὸν ἀγαποῦσε ὁ λαός. Κι ὁ βασιλιὰς ἐπονοῦσε τὸν λαό, κ᾽ ἐσκορποῦσε ἐλέη καὶ ψυχικὰ πολλὰ ἀπ᾽ τὸ Παλάτι.
Σὰν ἦρθε ἡ χρονιὰ ἐκείνη, ἐμεῖς ἤμαστε πανδρεμένοι τρία χρόνια μπροστά. Ὁ μπαρμπα-Λευθέρης μὲ τὶς καραμέλες μὲ εἶχε καταφέρει. Θὰ ἤμουν δεκαπέντε, ἂς ἤμουν, τὸ πολύ, δεκάξι χρονῶν, ὅταν ἔγινε ἡ στεφάνωση. Ἐκεῖνος θὰ ἦτον παραπάνω ἀπὸ τριάντα.
Τότε, σὰν ἦρθε τὸ κακό, χολεριάσθηκα κ᾽ ἐγώ. Εἶχα γεννήσει ὀλίγους μῆνες μπροστὰ τὴν μοναχοκόρη, τὴν Κατίγκω μου, αὐτὴ ποὺ βλέπεις. Σὰν μ᾽ ἔπιασαν οἱ ἐμετοί, καὶ τ᾽ ἄλλα τὰ συπτώματα, Θεὸς νὰ φυλάῃ ―μακριὰ ἀπὸ σᾶς― ὁ Λευθέρης, αὐτὸς ποὺ βλέπεις, μ᾽ ἀπαράτησε κ᾽ ἔγινε ἄφαντος. Πέρασαν πολλὲς ὧρες καὶ δὲν ἐφάνη. Ὁ ἀδερφός μου ὁ Θύμιος, κι αὐτός, οὔτε θέλησε νὰ μὲ ζυγώσῃ.
Ἐκαθόμουν στὴν ἐνορία τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων, σ᾽ ἕνα στενὸ σοκάκι, στὴν Ἀκρόπολη ἀποκάτω. Εἶχα τὸ παιδὶ στὴν κούνια, κ᾽ ἔκλαιε. Ἐγὼ ὑπόφερνα ἀπ᾽ τοὺς πόνους τῆς ἀρρώστιας, κ᾽ ἐδίψαγα φοβερά. Ἐφώναζα νά ᾽ρθῃ κανένας. Ἐζητοῦσα ἕνα ποτήρι νερὸ γιὰ ἔλεος. Κανένας δὲν ἤρχετο. Οἱ γειτόνισσες, ἄλλες εἶχαν φύγει, μὲ τὴν ὥρα τους, στὴν ἐξοχή, κι ἄλλες ἔκαναν τὸν κουφὸ καὶ δὲν ἄκουαν.
Μόνον ἕνας γείτονας, ὁ κὺρ Μικέλης ὁ Φουλδάκης, πέρασε τὸ χέρι του ἀπ᾽ τὸ παραθυράκι, καὶ μοῦ ἔρριξε ἕνδεκα σβάντζικα*. Ἐγὼ τοῦ φώναζα νὰ μοῦ φέρῃ νερό. Ἀλλά, μοῦ εἶπε, δὲν εἶχε, κ᾽ ἔφυγε. Ἢ δὲν εἶχε ἀληθινά, ἢ φόβος τὸν ἔπιασε, καὶ δὲν ἤθελε ν᾽ ἀργοπορήσῃ σιμά μου, μὴν κολλήσῃ.
Καλὰ καὶ τὰ δέκα σβάντζικα. Λεφτὸ δὲν εἶχα. Μὰ εὐχαρίστως θὰ ἔδιδα τὰ δέκα σβάντζικα, γιὰ νὰ μοῦ ἔφερνε κανεὶς ἕνα ποτήρι νερό.
Μιὰ ἁρμάθα κυδώνια εἶχα κρεμασμένη στὸν τοῖχο ἀπὸ ἕν᾽ ἀραφάκι. Σηκώθηκα, ἐπῆρα ἕνα, καὶ τὸ μάσησα, γιὰ νὰ ξεδιψάσω. Ὕστερα, σὰν καλύτερα μοῦ φάνηκε νὰ ἦταν ψημένα. Ἔκαμα κουράγιο, ἄναψα φωτιά, κ᾽ ἔψησα δυὸ-τρία καὶ τά ᾽φαγα.
Εἶχα κουράγιο. Ἡ καρδιά μου γερή. Ὁ ἐμετὸς μοῦ εἶχε πάψει ἀπὸ ὥρα.
Σὰν εἶχα φάγει τὰ κυδώνια, μοῦ φάνηκε πὼς μοῦ ἐκόπη κάπως ἡ δίψα. Ὕστερα πάλι ἐδίψασα χειρότερα.
Σηκώθηκα, κ᾽ ἐβγῆκα ἔξω. Ἔκαμα ὀλίγα βήματα στὸ σοκάκι. Ἡ γειτονιὰ ἔρημη. 〈Ὁ〉 κόσμος εἶχε φύγει. Αὐλόπορτες κλεισμένες. Παράθυρα κλειδομανταλωμένα. Ψυχὴ δὲν ἐφαίνετο πουθενά.
Ἐπῆγα παραπέρ᾽ ἀκόμα. Ἤξευρα πὼς ἦτον μιὰ βρύση κάπου ἐκεῖ. Ἔφτασα, μὲ μεγάλη ἀδυναμία, μὲ κομμένα γόνατα. Ξέστριψα μὲ κόπο τὴν κάνουλα τῆς βρύσης. Ὤ, συφορά μου! Τὸ νερὸ εἶχε κοπῆ.
Σηκώνομαι, σέρνουμαι ἀκόμα παραπέρα… Δὲν θυμᾶμαι ἂν εἶχα πάρει μαζί μου τὸ κορίτσι μου ἀπ᾽ τὴν κούνια…!”
Ἐδῶ ἡ ἀφηγουμένη διεκόπη, καὶ προσεπάθει ν᾽ ἀναπολήσῃ. Εἶτα ἐπανέλαβε:
“Ναί… ὄχι, δὲν τὸ πῆρα μαζί μου. Εἶχα βγῆ ἔξω γιὰ προσωρινά. Τὸ ἕνα πρῶτο γιὰ νὰ βρῶ νερό, κ᾽ ἔπειτα μὲ τὴν ἐλπίδα ν᾽ ἀπαντήσω κανένα γνώριμο… νὰ τὸν ἐρωτήσω ἂν εἶδε τὸν ἄνδρα μου πουθενά. Χωρὶς ἄλλο, εἶχα σκοπὸ νὰ γυρίσω γρήγορα πίσω, στὸ σπιτάκι μου.
Ἐπῆγα παραπέρ᾽ ἀπ᾽ τὴ βρύση, ποὺ δὲν εἶχε νερό. Ἐκεῖ ἀκούω σὰν μουρμουρητό, σὰν σιγανὴ ψαλμῳδία. Ἔφτασα ἀπ᾽ ἔξω ἀπ᾽ τοὺς Ἁγίους Ἀποστόλους. Βλέπω μιὰ μικρὴ καρότσα μὲ τ᾽ ἀλογάκια της ποὺ ἔστεκε παρέκει, σὲ μιὰ γωνιὰ τοῦ δρόμου.
Ἡ πόρτα τῆς ἐκκλησιᾶς ἦτον ἀνοικτή. Βλέπω μιὰ γριά. Ἦτον ἡ κλησιάρισσα. Σὰν μὲ εἶδε, φοβήθηκε, κ᾽ ἠθέλησε νὰ κλείσῃ τὴν πόρτα ἀπὸ μέσα. Θὰ κατάλαβε ἀπ᾽ τὴν ὄψη μου πὼς ἤμουν μολεμένη. Σπρώχνω τὴν πόρτα, φωνάζω.
― Λίγο νερό!… δὲν εἶστε χριστιανοί;
Εἶδα ποὺ εἶχε δυὸ στάμνες ἀκουμπισμένες ἀπὸ μέσ᾽ ἀπ᾽ τὴν πόρτα, σιμὰ στὸ παγκάρι. Ἡ γριὰ μ᾽ ἐλυπήθηκε, ἐσήκωσε τὴ μιὰ στάμνα, ποὺ φαίνεται νὰ εἶχε λίγο νερό, κάτω ἀπ᾽ τὴ μέση, καὶ μοῦ εἶπε:
― Κάμε τὶς χοῦφτες σου.
Ἔκαμα τὶς χοῦφτές μου, τὶς παλάμες μου, βαθουλές, ἔσκυψα, αὐτὴ μοῦ ἔρριχνε ἀπ᾽ ὀλίγ᾽ ὀλίγο νερὸ μὲς στὶς χοῦφτες, κ᾽ ἐγὼ ἔπινα. Μοῦ φάνηκε σὰν ἁγιασμός. Ἀναστήθηκ᾽ ἡ ψυχή μου. Ὕστερα ἡ γριά, σὰν ἐτράβηξε τὴ στάμνα μέσα, ἔκαμε πάλι νὰ σπρώξῃ τὴν πόρτα, γιὰ νὰ μὲ κλείσῃ ἀπ᾽ ἔξω. Ἐγὼ ἔπιασα μὲ τὰ δυὸ χέρια τὸ φύλλο τῆς πόρτας κ᾽ εἶπα:
― Τί κάνουν μέσα;
Ἄκουσα σιγανὴ ψαλμῳδία καὶ διάβασμα παπᾶ.
― Βαφτίζουν, μοῦ εἶπε ἡ καλόγρια, μὲ τρόπον ποὺ ἔδειχνε πὼς ἦτον στενοχωρεμένη ποὺ δὲν μποροῦσε νὰ μὲ ἀπομακρύνῃ.
Ἐπέρασα τὸ κεφάλι στὸ ἄνοιγμα τῆς πόρτας. Ξαφνίστηκα. Ἔβαλα μιὰ φωνή. Ἐκεῖ μέσα, στὴν ἐκκλησιά, γνώρισα δικούς μου ἀνθρώπους. Ἦτον ὁ Λευθέρης, ὁ ἄνδρας μου, ὁ Στάθης, ὁ γαμβρός του, κ᾽ ἡ Στάθαινα, ἡ ἀνδραδέλφη μου, ποὺ εἶχε πάρει εὐχή, καθὼς φαίνεται, πρὶν σαραντίσῃ, κ᾽ ἐβάφτιζαν τὸ μικρό τους, τὴν πρώτη κόρη ποὺ τοῦ εἶχε κάμει ἡ γυναίκα του ἡ νιόνυφη.
Ἕνας ἄλλος ἄνθρωπος ἦτον μαζί τους. Αὐτὸς ἦτον ὁ ἁμαξὰς ἐκείνης τῆς καρότσας, ποὺ εἶχα ἰδεῖ νὰ στέκῃ ἀπ᾽ ἔξω ἐκεῖ.
Κατάλαβα τί ἔτρεχε. Εἶχαν σκοπὸ νὰ φύγουν ὅλοι τους μαζί, γιὰ κανένα περιβόλι, κ᾽ εἶχαν ἕτοιμο καὶ τὸν ἁμαξὰ μὲ τὴν καρότσα, κι ὁ ἄνδρας μου ποὺ ἔκανε καὶ τὸ νουνό, θὰ πήγαινε, καθὼς φαίνεται, μαζί τους. Πρὶν φύγουν, ἠθέλησαν, σὰν καλοὶ χριστιανοί, νὰ βαφτίσουν τὸ μωρό τους.
― Πῶς ἦρθες; μοῦ ἐφώναξε ὁ ἄνδρας μου σὰν μὲ εἶδε· ποῦ ἄφησες τὸ παιδί;
― Ἐσύ, πῶς μ᾽ ἄφησες ἐμένα; τοῦ λέω.
Ἐκείνη τὴ στιγμὴ εἶχε τελειώσει ἡ βάφτιση. Ἐγὼ τοὺς ἔγινα κουνούπι καὶ δὲν ἔφευγα ἀπὸ κοντά τους. Ὁ ἄνδρας μου ἦτον συλλογισμένος.
Μ᾽ ἔβλεπαν πὼς μοῦ εἶχε πάψει ὁ ἐμετός, κ᾽ ἐβαστοῦσα καλὰ στὰ πόδια μου. Ἑτοιμάζοντο γιὰ νὰ φύγουν.
― Θά ᾽ρθω κ᾽ ἐγὼ μαζί σας ὅπου πᾶτε! εἶπα ἐγὼ χτυπώντας τὸ κοφτερὸ τοῦ χεριοῦ ἐπάνω στὴν παλάμη μου.
― Σῦρε νὰ φέρῃς τὸ παιδί, μοῦ λέει ὁ ἄνδρας μου.
― Πᾶμε μαζί, τοῦ λέω.
Ὁ Λευθέρης ἄρχισε νὰ ξύνεται. Ὁ ἁμαξάς, χωρὶς νὰ τοῦ προτείνῃ κανεὶς τίποτε, ἄρχισε νὰ φέρνῃ δυσκολίες.
― Συφωνήσαμε γιὰ τρεῖς νοματαίους, καὶ τὸ μωρὸ τέσσεροι, καὶ μοῦ δώσατε τί μοῦ δώσατε, τὸν ἄκουσα νὰ λέῃ στὸν ἀνδράδελφό μου. Τώρα οἱ τέσσεροι θὰ γίνουν ἕξι. Δὲν μᾶς παίρν᾽ ἡ καρότσα.
Ὁ ἀνδράδελφός μου, τὸν εἶδα ποὺ τοῦ ἔγνεψε μὲ τρόπο, σὰν νὰ ἤθελε νὰ τοῦ πῇ: «Ἡσύχασε, καὶ μή σε μέλῃ… θὰ εἴμαστε ὅσοι εἴμαστε…»
Τότ᾽ ἐγὼ ἔβγαλα τὰ ἕνδεκα σβάντζικα, ποὺ μοῦ εἶχε ρίψει ὁ γείτονας ὁ κὺρ Μικέλης, καὶ δὲν εἶχα ξεχάσει νὰ τὰ δέσω καλὰ στὸ κλωνὶ τῆς μανδήλας μου. Σὰν ἄκουσε τὸν κουδουνισμὸ ὁ καροτσέρης, ἐγύρισε κατὰ μένα.
― Νά, ἔχω ἕνδεκα σβάντζικα, εἶπα. Σοῦ τὰ δίνω ὅλα νὰ μὲ πάρῃς κ᾽ ἐμένα μαζί.
Ὁ καροτσιέρης ἐζύγωσε πρὸς τὸ μέρος μου. Ξέχασε πὼς ἤμουν χολεριασμένη.
Ἔβγαλα τὰ σβάντζικα καὶ τὰ μετροῦσα.
― Νά, πάρε τα καὶ τὰ δέκα, εἶπα, καὶ νὰ μὲ πάρῃς μαζί.
Τὴν πρώτη φορὰ εἶχα εἰπεῖ ἕνδεκα· ὕστερα, στὴ στιγμή, τὸ μετάνοιωσα, κ᾽ εἶπα μὲ τὸν ἑαυτό μου: «ἂς κρατήσω κ᾽ ἕνα σβάντζικο, δὲν ξέρω τί γίνεται». Μὰ ὁ ἁμαξὰς εἶχεν ἀκούσει τὰ ἕνδεκα. Ἐπάσκισα ἐγὼ νὰ τὸ κρύψω, τὸ ἕνα, μὲς στὴν παλάμη μου, μὰ ἐκεῖνος τὸ εἶδε.
― Εἶπες ἕνδεκα, εἶπεν ὁ ἁμαξάς. Φέρ᾽ τα ἐδῶ, καὶ θὰ σὲ πάρω.
― Δέκα, εἶπα ἐγώ.
― Φέρ᾽ το καὶ τ᾽ ἄλλο, ἐπέμεινεν ὁ ἁμαξάς.
Μοῦ τὰ πῆρε καὶ τὰ ἕνδεκα. Ὁ ἀνδράδελφός μου γύρισε καὶ τοῦ εἶπε:
― Τώρα δὲν ἔλεγες πὼς θὰ πέσουμε πολλοί;
― Μά, ἀφοῦ μᾶς παίρν᾽ ἡ βάρκα! ἀπηλογήθη ὁ ἁμαξάς· ἡ βάρκα χωρεῖ, ἐσᾶς τί σᾶς μέλει;
Εἶχαν ἰδεῖ πὼς δὲν εἶχα πλέον ἄσκημα συπτώματα, ἡ ὄψη μου φαίνεται νὰ εἶχε σιάξει, καὶ δὲν ἔδειχναν μεγάλο φόβο. Ἡ ἀνδραδέλφη μου μοῦ ἔρριξε μιὰ ματιά, σὰν νὰ μ᾽ ἐλυπήθη.
― Ἂς ἔρθῃ κι αὐτή, ἡ καημένη, Στάθη, εἶπε τοῦ ἀνδρός της.
Κοντολογῆς, ὁ ἄντρας μου, ὁ Λευθέρης, ἔκαμε κουράγιο, ἐπῆγε μόνος του ὣς τὸ σπίτι, ηὗρε τὸ παιδί μας ποὺ ἔκλαιε, τὸ ἐπῆρε καὶ μοῦ τὸ ἔφερε, κι ὀλίγα ρουχικὰ μαζί.
Μπαρκάραμε ὅλοι ἀντάμα στὴν καρότσα.
Ἐμείναμε δυὸ-τρεῖς μῆνες, μὲ τὸν ἄνδρα μου, σ᾽ ἕνα περιβόλι μιανῆς συγγένισσάς μας, κοντὰ στὸν Ἁι-Γιάννη τοῦ Ρέντη.
Ἐκεῖ ἤρχοντο συχνὰ Ἀγγλογάλλοι. Εἶχαν σταθμοὺς ἐκεῖ κοντά. Τοὺς ἔπλυνα τὰ ροῦχα, καὶ μοῦ ἔδιναν ἀσημένια φράγκα. Ἔβλεπαν τὸ κορίτσι μου, τὴν Κατίγκω μου, ποὺ μεγάλωνε σιγὰ-σιγά, κ᾽ ἐκόντευε νὰ χρονίσῃ. Τὴν ἐχάδευαν κ᾽ ἔλεγαν: «Πίκκολο*! πίκκολο!».
Ὣς τόσο, ὅταν ἦταν ὅλοι τους μαζί, καβαλαρία, μὲ τὶς περικεφαλαῖές τους, ἐφαίνονταν φοβεροί· χωριστὰ κι ὀλίγοι-ὀλίγοι, ἐφαίνονταν κι αὐτοὶ καλοὶ ἄνθρωποι.
Περάσαμε καλά. Ἡ χολέρα ἔφυγε σὲ λίγο. Κοντὰ στὰ Χριστούγεννα, ἤρθαμε στὸ σπίτι μας, στοὺς Ἁγίους Ἀποστόλους, τὸ ηὕραμε ἀπείραχτο, κ᾽ ἐκαθίσαμε μὲ ἀγάπη καὶ εἰρήνη.
Ὄχι μόνον εἴχαμε περάσει καλά, ἀλλὰ καὶ κάτι λεφτὰ μοῦ περίσσεψαν ἀπὸ τὶς ὑπηρεσίες ποὺ ἔκανα στοὺς Ἀγγλογάλλους. Ὅταν ἐγυρίσαμε στὴν Ἀθήνα, μέσα, εἶχα σωστὰ ἑκατὸν δέκα φράγκα ἀσημένια.
Μοῦ φάνηκε, τὰ ἕνδεκα σβάντζικα, ποὺ εἶχα δώσει τρεῖς μῆνες μπροστὰ στὸν καροτσιέρη, πὼς τὰ εἶχα σπείρει στὴ γῆς κ᾽ ἐκαρποφόρησαν τὸ δεκαπλάσιο.”
(1901)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου