Του Αρχιμ. Τιμοθέου Γεωργίου, Εφημερίου του Ι. Ναού Ευαγγελισμού της Θεοτόκου Χαροκόπου Καλλιθέας στο Arxon.gr
Είκοσι δύο έτη από την εις Κύριον εκδημία του Μακαριστού Αρχιεπισκόπου Αθηνών και πάσης Ελλάδος Κυρού Σεραφείμ και η μνήμη μας ανατρέχει υϊκά σαν σήμερα στην μέρα της εορτής του Αγίου του, Σεραφείμ Επισκόπου Φαναρίου. Ως μικρό μνημόσυνό του θα αναφερθούμε στο σεβασμό του Αγίου Πορφυρίου – που επίσης γιόρταζε προχθές – προς το πρόσωπό του Μακαριστού Αρχιεπισκόπου – όχι ως προσωπολατρία αλλά ως ένταξη σε μια σχέση προσώπων και ενότητα εν Χριστώ. Σίγουρα ο σεβασμός του Αγίου Πορφυρίου καιη αφοσίωση που έτρεφε για τον Μακαριστό Αρχιεπίσκοπο Σεραφείμ θα φωτίσει κάποιους «κατηχούμενους» που ξαφνικά θέλουν να γίνουν κατηχητές, που θέλουν να γίνουν αυτόκλητοι σωτήρες, κρίνουν, απομειώνουν, έχουν την τάση να απαξιώνουν την πνευματική ηγεσία, την διοικητική δομή της Εκκλησίας.
Η αλήθεια είναι ότι χωρίς το πρόσωπο του Επισκόπου που βρίσκεται εις τόπο και τύπο Του, η ζωή της Εκκλησίας γίνεται ιερός ιδεαλισμός που δεν σώζει, μια άσαρκη και απρόσωπη ρομαντική ουτοπία που δεν υφίσταται, τελικά απρόσωπη θρησκευτική προτεσταντική ιδεολογία. Δεν υπάρχει άλλος τρόπος να γευθούμε τη ζωή της Εκκλησίας, παρά μόνο μετέχοντας δια των Ποιμένων στη λατρεία της, καλλιεργώντας σχέση κοινής ζωής και κοινωνίας μέσω των Προεστώτων Επισκόπων, που τα «ίδια πρόβατα» του ποιμνίου του Χριστού «καλούν κατ’ όνομα» με κατακαίουσα την καρδιά τους για το Θεό. Δεν σώζουν κάποιους «ειδικούς» της πνευματικής ζωής αλλά σώζονται μαζί με τον κόσμο, στη ζωή της πραγματικής Εκκλησίας, στον Χριστό, Η γρηγορούσα συνείδηση των Ιεραρχών, αντέχει να σαρκώνει – υπό αντίξοες συνθήκες – την ποιμαντική έγνοια και ευθύνη και με την παρουσία τους ευλογούν τη ζωή, διακονούν το λειτουργικό μυστήριό Της και παρατείνουν στον κόσμο την κοινή συμμετοχή στο θεσμό, πέρα από τις ατομικές ιδεολογίες εκάστου, την Εκκλησία. Μη θέτοντας το δίλημμα θεσμός ή χάρισμα. Αυτό το βλέπουμε σε μια σωτήρια συνάντηση, όπως μου την διηγήθηκε η «υπαίτιος» της συνάντησης Κυρία Σωτηρία Νούση και την καταγράφει στο βιβλίο της «Μακαριστός Αρχιεπίσκοπος Αθηνών και πάσης Ελλάδος Σεραφείμ Τίκας» : Περί το έτος 1988 σε μια επίσκεψη στο σπίτι του Αρχιεπισκόπου Σεραφείμ του λέγω: “Μακαριώτατε, κοντά μας στο Μήλεσι υπάρχει ένας χαρισματικός γέροντας ο π. Πορφύριος… έρχονται από όλα τα μέρη για να τον γνωρίσουν και να πάρουν την ευχή του, να βοηθηθούν σε πολλά θέματα.. να τον φέρω μια μέρα εδώ να πάρει την ευχή σας; “Μου λέει βρε παιδί μου κοίταξε το ημερολόγιό μου…. είναι γεμάτο… τα πρωϊνά είμαι στην Αρχιεπισκοπή, τα απογεύματα γεμάτα. Και ξεφυλλίζει το επιτραπέζιο ημερολόγιό του. Ήταν Τετάρτη. Έφτασε Δευτέρα, όλα γεμάτα. Του λέγω: Προχωρήστε Μακαριώτατε”. Και τελικά την επόμενη Τετάρτη ήταν κενό. Του λέγω: Δεν σας λέω αύριο, ας είναι και την άλλη Τετάρτη, αλλά σημειώστε το εδώ, στην Τετάρτη, για να πάρει και αυτό τη σειρά του”. Και σημειώνοντας “17.00 μ.μ. π. Πορφύριος”, στο ημερολόγιο μονολογεί : “Ε βρε Ηπειρώτισσα, αν δεν κάνεις το δικό σου, δεν θα ησυχάσεις”. Το βράδυ 11.00 τηλεφωνώ στον π. Πορφύριο και του λέγω: “Γέροντα, δεν ξέρω αν έπρεπε ή όχι, δεν είχαμε μιλήσει μαζί, αλλά το απόγευμα ήμουν στον Μακαριώτατο και τον παρεκάλεσα να σας δεχθεί και μου είπε να πάμε την άλλη Τετάρτη 5.00 μ.μ στο σπίτι του. Μήπως δεν έπρεπε να το πω;” Και ο Γέροντας που τα έβλεπε όλα και μόνο όταν σκεπτόταν έναν άνθρωπο, τον έβλεπε που ήταν, τι κάνει κτλ. μου λέει: «άκουσε να σου πω: …Έχω τρεις μήνες να σηκωθώ από το κρεββάτι μου, γιατί είμαι άρρωστος, αλλά η Κεφαλή της Εκκλησίας δέχεται να με δει και εγώ δεν θα πάω; Θα πάω και ας πεθάνω στο δρόμο!! Να είσαι εδώ, θα υπάρχει αυτοκίνητο, ώστε στις 5.00 μ.μ. να είμαστε εκεί, στο σπίτι του». Ήταν και εποχή, από πολλές μεριές ακούγονταν και γράφονταν διάφορα με το όνομά του Αρχιεπισκόπου Σεραφείμ σαν να ήταν για τον “μπακάλη” της γειτονιάς τους, πράγμα που τον λυπούσε πολύ, (τον Σεραφείμ) και είχε αρχίσει να προβληματίζεται για να μην πω απογοητεύεται. Έτσι και έγινε. Εκείνη όμως, την Τετάρτη, ήταν η πιο παγωμένη χειμωνιάτικη μέρα. Τον τύλιξαμε σε μια κουβέρτα (Τον Γέροντα Πορφύριο), μέχρι το αυτοκίνητο, είπε να ανάψουμε το καλοριφέρ του αυτοκινήτου, να μην εισπνέει παγωμένο αέρα, και φύγαμε. Όταν φτάσαμε στην Λεωφόρο Κηφισίας, στο σπίτι του Αρχιεπισκόπου, μου λέει: «Έγώ λόγω της καρδιάς μου, δεν επιτρέπεται να εισπνεύσω παγωμένο αέρα. Δεν πρέπει να βγω από το αυτοκίνητο. Θα βγεις μόνη σου και θα του πεις: ‘‘χίλια συγνώμην μου είπε ο γέροντας, θα γίνει κάτι που δεν έχει γίνει ποτέ. Επειδή έχει πρόβλημα με την καρδιά του, σας παρακαλεί να έρθετε εσείς στο αυτοκίνητο να πάρει την ευχή σας, γιατί δεν επιτρέπεται να εισπνεύσει παγωμένο αέρα. Εγώ, φυσικά, που δεν μπορούσα να το φανταστώ αυτό, αφού εσωτερικά κατσάδιασα τον εαυτό μου, πήγα. Μόλις μετά το χτύπημα του κουδουνιού, ανοίγει ο ίδιος ο Αρχιεπίσκοπος την πόρτα και με βλέπει μόνη, μου λέει: “που είναι ο Γέροντας”; Όταν του είπα τα σχετικά με μάλωσε λέγοντάς μου: “τι είναι αυτά που κάνεις! Σ΄ αγαπώ, αλλά κουκούτσι μυαλό δεν έχεις στο κεφάλι σου; Κατέβασες άρρωστο και γέρο άνθρωπο να τον δω; ” Και τότε – εγώ επειδή γνώριζα τα λόγια του Γέροντα θα τον ικανοποιούσαν – του απαντώ: Μακαριώτατε, μην φωνάζετε.. να σας εξηγήσω. Λέγοντάς του ότι μου είχε πει ο Γέροντας : “η Κεφαλή της Εκκλησίας δέχεται να με δεχθεί και εγώ δεν θα πάω; ..θα πάμε και ας πεθάνω.. δεν θα το αναβάλουμε». Ο Αρχιεπίσκοπος Σεραφείμ ξαφνιάστηκε και συγκινήθηκε. Λέει: “Γιώργη φέρε μου το ράσο! …βγαίνοντας στο πεζοδρόμιο πάει από το παραθυράκι του αυτοκινήτου για να χαιρετίσει το Γέροντα. Εκείνος του λέει : “Έλάτε μέσα, Μακαριώτατε σας παρακαλώ να τα πούμε” και μπήκε μέσα στη θέση του οδηγού ο Αρχιεπίσκοπος και για πάρα πολύ ώρα μιλούσαν με το Γέροντα. Εγώ με τον οδηγό ήμασταν έξω.
Μετά, όταν τελείωσαν, αφού αλληλοασπάστηκαν σχεδόν δακρυσμένοι και οι δύο – με φώναξε ο Αρχιεπίσκοπος και μου λέει: “Άλλη φορά δεν θα τον φέρεις εδώ τον Γέροντα αλλά θα πάμε εμείς εκεί”. Φύγαμε προς το ησυχαστήριο του δεν είπε κουβέντα (ο Γέροντας) ούτε εμείς. Απόλυτος σιγή. Το βράδυ αργά με παίρνει τηλέφωνο στο σπίτι: “Άκουσε να σου πω αυτή τη συνάντηση δεν την είχες κανονίσει εσύ, αλλά η Θεία Πρόνοια για το καλό της Εκκλησίας! και την ώρα που μιλούσαμε ένιωθα έντονα τη Θεία Χάρη να μας περιλούει και βγήκε τόσο νερό από το σώμα μου, που τα ρούχα μου είχαν γίνει μούσκεμα, και τα πόδια μου στα παπούτσια μου κάνανε κλίτσι – κλίτσι και τώρα αισθάνομαι ότι έγινα καλά! Γι΄ αυτό δεν σας μιλούσα στο δρόμο, γιατί έτρεμα από το κρύο αφού τα ρούχα μου ήταν μούσκεμα. Να τον πάρεις αύριο τηλέφωνο και να τον ευχαριστήσεις από μένα».
Το ίδιο συγκινήθηκε, όταν του είπα την παραγγελία του Γέροντα, ο Αρχιεπίσκοπος, και μου είπε δεν μπορούσα να φανταστώ τη Χάρη και ευλογία του Γέροντα, αλλά και το Χάρισμά του. Έκτοτε όταν ο Γέροντας “έβλεπε” με τα μάτια της ψυχής του σαν σε καθρέφτη τα “σχετικά” με το Μακαριώτατο, προβλήματα και κινήσεις, παγίδες και ενέργειες κάποιων που δεν ‘’ήθελαν’’ τον Μακαριώτατο, μου τηλεφωνούσε: Απλώς μου έλεγε “Έλα είναι ανάγκη να σε δω”… όταν πήγαινα μου έλεγε “θα του πεις αυτό και αυτό..ούτε λέξη δεν θα αλλάξεις” και εγώ από πλευράς ευθύνης μου, τα έγραφα και με σταύρωνε.. “άντε στο καλό..στο καλό” μετά τηλεφωνούσα στον Μακαριώτατο λέγοντάς του: “είναι ανάγκη να σας δω και με δεχόταν…”. Αυτό έγινε τρεις φορές, και σε σοβαρά αδιέξοδα επίσης είχε πάει και άλλες δύο φορές ο Αρχιεπίσκοπος στο Γέροντα. Αυτή η επικοινωνία και σχέση του Αρχιεπισκόπου με το Γέροντα του είχε φέρει ηρεμία στην ψυχή του και σιγουριά ότι πράττει κατά το θέλημα του Θεού και αυτό συμφέρει την Εκκλησία και δεν έδινε σημασία για όσα άδικα και αντίθετα ακούγονταν. Μια φορά ήταν και η τελευταία, μου τηλεφωνεί ο Γέροντας 16.00 μ.μ. στο γραφείο (“έβλεπε” που ήμουν και μου τηλεφωνούσε ανάλογα) είναι ανάγκη να έρθεις! Σε θέλω για τον Μ. Σε περιμένω! Πήγα και μου λέει “αν την ώρα που μιλάμε μπει κανένας στο κελί θα αλλάξουμε κουβέντα…να μην καταλάβουν”.
Και παρόλο που του είπα τα έγραψα μου λέει “διάβασέ τα για να είμαι σίγουρος ούτε μια λέξη δεν θα αλλάξεις!” Με σταύρωσε και μου λέει άντε στο καλό! Όταν τηλεφώνησα το βράδυ στον Αρχιεπίσκοπο μου λέει : Έλα αύριο στις 10.00 στην Αρχιεπισκοπή. Όταν του τα είπα ξαφνιάστηκε συγκινήθηκε και μου λεει : πάρτον τηλέφωνο και του είπε :«Γέροντα μπορεί να είμαι ο πιο αμαρτωλός άνθρωπος του κόσμου αλλά πάσχω για την Εκκλησία. Το καράβι της Εκκλησίας, δεν θέλω να χτυπήσω σε υφάλους, και σε ευχαριστώ πολύ, που μου συμπαρίστασαι».. και καθώς του μιλούσε ο Γέροντας τείνει το ακουστικό προς εμένα για να τον ακούσω και εγώ τι του έλεγε: “..Σεραφείμ κράτα γερά.. Σεραφείμ…μη φοβάσαι..ο Θεός είναι μαζί σου, όλα θα πάνε καλά…κράτα γερά Σεραφείμ. Επέστρεψα το ακουστικό και μίλησαν για λίγη ώρα. Αυτή ήταν ή τελευταία τους επικοινωνία. Στο τηλεφώνημα αυτό, το τελευταίο του άφησε τις τελευταίες παραγγελίες και υποθήκες, γιατί μετά έφυγε για το Άγιο Όρος με σκοπό και εν γνώση του ότι φεύγει για πάντα για παραπέρα στην ακύμαντη θάλασσα, στη θάλασσα της Χάριτος του Θεού, που θα τον ανέπαυε…».
Μια άγνωστη πτυχή από τον κεκρυμμένο στα φιλοπερίεργα μάτια αλλά όχι απρόσιτο στην πίστη θησαυρό της Κυρίας Σωτηρίας Νούση που ήταν και η πρόξενος της συνάντησης και της σχέσης των δύο Εκκλησιαστικών ανδρών. Ο Μακαριστός Αρχιεπίσκοπος Αθηνών και πάσης Ελλάδος Κυρός Σεραφείμ κόντρα στα μέτρα των ηθικιστών που ποτέ δεν τον κατάλαβαν, επέμενε να παραπέμπει στον Χριστό με το απροσποίητο και αυθόρμητο του χαρακτήρα του, με την γνησιότητα και την αλήθεια της ζωής του, παραμένοντας στο βάθος του ένας απλός και προσιτός άνθρωπος, που δάκρυζε κάθε φορά που μιλούσε για την αγροτική οικογένειά του, που είχε στην απλή μα τόσο αρχοντική του καρδιά – όπως έλεγε – δύο πράγματα: Την Εκκλησία του και την Πατρίδα του… που νοσταλγούσε, όπως είχε πει τα πρόβατα και τις στάνες του χωριού του. Ως έντιμος, αποφασιστικός και άριστος χειριστής των Εκκλησιαστικών υποθέσεων πάντα με τη Θεία βούληση ως κριτήριο και πυξίδα. Ας είναι αιωνία Του η μνήμη, με τις ευχές του Αγίου Πορφυρίου του διορατικού, του Καυσοκαλυβίτου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου