Ο γέρων Πορφύριος είναι γεννημένος ήρωας του Πνεύματος. Τολμηρός. Σαν άλλος Κολόμβος, βγαίνει στον απέραντο ωκεανό για την αναζήτησι του νέου κόσμου που ποθεί η ψυχή του.
Δώδεκα χρόνων φεύγει μόνος του για το Άγιον Όρος εν αγνοία των γονέων του. Προχωρεί στο άγνωστο, ελκόμενος και καθοδηγούμενος από τον μυστικό έρωτα που φλογίζει την καρδιά του.
Κάνεις δεν τον στέλνει και κανείς δεν τον περιμένει. Τον καλύπτει αοράτως «ο φυλάσσων τα νήπια» Θεός. Τα φέρνει έτσι η Παναγία, και καταλήγει στα Καυσοκαλύβια, στην καλύβη του Αγίου Γεωργίου. Εκεί ζούν δύο γέροντες, απλοί, αδροί. Γνήσιοι αγιορείτες. Γεωργούν τον αγρό της ψυχής τους. Κάνουν τα καλογερικά τους. Αγαπούν τις ακολουθίες. Λένε την ευχή. Δεν έχουν καμία ιδέα για τον εαυτό τους. Τρέφονται από την παράδοσι του ιερού τόπου, όπως τα αιωνόβια δέντρα από το χώμα του Αγίου Όρους.
Δέχονται αυτό το δωδεκάχρονο παιδί. Δεν του κάνουν ιδιαίτερες διδασκαλίες. Το αγαπούν -και το καταλαβαίνει-, χωρίς να του λένε ποτέ μπράβο. Απλώς, το παίρνουν στις ακολουθίες. Του δίδουν ένα κομποσχοίνι, να λέη την ευχή. Αυτός βοηθιέται, τρέφεται πνευματικά, με το να ζή μαζί τους· να τους βλέπη· και να αναπνέη την ευωδία του Αγίου Όρους. […]
Για τον νέο αυτό δόκιμο όλα είναι αφορμή χαράς και γνώσεως. Σαν σφουγγάρι, ρουφά όλη τη χάρι από τις ψαλμωδίες, τις εικόνες και όλο το περιβάλλον της Σκήτης. Τα πάντα τον ενθουσιάζουν και του μιλούν· η ακολουθία στην Καλύβη, η αγρυπνία στο Κυριακό, όλη η φύσι του Αγίου Όρους: τα νερά, τα δέντρα, τα πουλιά, τα βράχια.
Πράγματι, το «περιέχον» είναι «λογικόν και φρενήρες» (πρβλ. Test. 16).Το περιβάλλον είναι άγιο και ιερό. Το νοιώθει, το ζή. Ευχαριστεί τον Θεό που τον έφερε σε τούτο τον παράδεισο. Ομολογεί ότι «η θρησκεία μας είναι αγάπη, είναι έρωτας, είναι ενθουσιασμός, είναι τρέλα, είναι λαχτάρα του θείου…».
Λέει: «Πρέπει να φύγω, να χαθώ, να μην υπάρχω». Θέλει να βρεθή με τους ανύπαρκτους, τους ταπεινούς, και τους Αγγέλους. Και επειδή είναι αληθινό και συνειδητό αυτό που ζητά, η δέησί του να χαθή δεν μένει χωρίς ανταπόκρισι. Ο Θεός που τον προστάτεψε, όταν μόνος του πήρε τον δρόμο για το Όρος, και τώρα ακούει τον πόθο της καρδιάς του. Ένα βράδυ, στον σκοτεινό νάρθηκα του Κυριακού ναού της Σκήτης, πριν αρχίση η ακολουθία, φτάνει ένας «χαμένος» ασκητής, ένας περιφρονημένος μοναχός, ο Γερο-Δημάς, που ζή σ’ ένα ξεροκάλυβο πάνω από τη Σκήτη. Μέσα στον σκοτεινό και άδειο χώρο αρχίζει ο Γέροντας τις μετάνοιες. Λέει την ευχή. Έξαφνα βγάζει μία κραυγή δοξολογίας. Πλημμυρίζει από φως. Και αμέσως παίρνει φωτιά η εύφλεκτη ύλη του μικρού μοναχού. Δέχεται τη χάρι. Συγκλονίζεται, σαν να έπεσε πάνω του κεραυνός. Αναλαμβάνεται σε άλλο κόσμο. Τρέμει σύγκορμα. Ανοίγουν οι αισθήσεις του. Βλέπει τα αόρατα. Σπαρταρά από λυγμούς. Το μέγεθος της ευλογίας ξεπερνά την αντοχή του. Πνίγεται στο κλάμα. Δεν μπορεί να μιλήση. Μόλις τελειώνει η ακολουθία, τρέχει στο δάσος. Ξεσπά σε κραυγές: Δόξα τω Θεώ, δόξα τω Θεώ!
Ο ουρανός απάντησε. Τα βλέπει όλα καθαρά, τα αισθάνεται. Τα ακούει, τα οσφραίνεται από μακριά. Βλέπει τι συμβαίνει στην ψυχή του ανθρώπου. Βλέπει τι συμβαίνει στο βάθος της γής. Χάνεται μέσα στην απέραντη αγκαλιά της αγάπης του Θεού. Μπορεί ένα τόσο μικρό παιδί να σηκώση ένα τόσο μεγάλο χάρισμα; Ναί· ο Θεός ξέρει τι κάνει. Αυτός συγκλονίζεται από την αγάπη του Θεού. Συνεχίζει την πορεία του μέσα στον παράδεισο της θείας ευφροσύνης. Κολυμπά κυριολεκτικά μέσα στην πλησμονή της χαράς. Τα βρίσκει όλα. Μας βρίσκει όλους, σαν ένα άνθρωπο.
Προσεύχεται. Μένει εκεί. Ταπεινώνεται και αναλαμβάνεται μέσα στα μυστήρια του Θεού και μας τα κοινοποιεί. Δεν παίρνει αέρα το μυαλό του. Μένει ξένος από κάθε ύβρι και οίησι. Είναι μεγάλος, δηλαδή ταπεινός, και παραμένει. Δεν εντυπωσιάζεται από τα χαρίσματα αλλ’ απ’ Αυτόν που τα δίδει. Μια ζωή έμεινε «κεκρυμμένος συν τω Χριστώ εν τω Θεώ», γεμάτος από τη Χάρι. Είπε: «Ο άνθρωπος με τον Χριστό γίνεται χαριτωμένος και ζη έτσι πάνω από το κακό. Το κακό γι’ αυτόν δεν υπάρχει. Υπάρχει μόνο το αγαθό, ο Θεός».
«Όταν είναι κάνεις άδειος από τον Χριστό, τότε έρχονται χιλιάδες άλλα και τον γεμίζουν: ζήλιες, μίση, ανία, μελαγχολία, αντίδρασι».
«Εκείνος που εμφορείται υπό του Αγίου Πνεύματος έχει και αυτός τη γνώσι του Θεού. Γνωρίζει το παρελθόν, το παρόν και το μέλλον. Του τα φανερώνει το Άγιον Πνεύμα». Είναι θεοφόρος. Ο Θεός που του έδωσε το σθένος να έλθη δωδεκάχρονος στο Αγιον Όρος του έστειλε μία ασθένεια. Αρρωσταίνει. Δεν μπορεί να μείνη. Βγαίνει έξω από το Άγιον Όρος. Ο Αρχιεπίσκοπος του Σινά Πορφύριος, όταν τον γνώρισε στην Εύβοια, εξεπλάγη και τον χειροτόνησε ιερέα 20 ετών, δίδοντάς του το όνομα Πορφύριος.
Ο ακαδημαϊκός Αμίλκας Αλιβιζάτος, όταν τον γνώρισε τριαντατετράχρονο, εξεπλάγη και ζήτησε από τον Αρχιεπίσκοπο Αθηνών Χρύσανθο να τον τοποθέτηση -αυτόν που είχε πάει μόνο στην πρώτη Δημοτικού-εφημέριο στην Πολυκλινική Αθηνών, στην Ομόνοια. Εκεί μένει 33 χρόνια (1940-1973). Γίνεται γνωστός ως μία αύρα του Πνεύματος και ένα θείο χαμόγελο για όλο τον κουρασμένο κόσμο της περιοχής. Αγαπά και φωτίζει όλους, όπως ο Θεός ανατέλλει τον ήλιο «επί πονηρούς και αγαθούς» (Ματθ. 5,45). Δεν αποπαίρνει κανένα.
Παρηγορεί και αγιάζει τους πάντες. Φτάνει μέχρι και τον «οίκο ανοχής» -όταν αγίαζε κατά τα Φώτα. Δεν παραξενεύεται. Χαίρεται. Ψάλλει μ’ όλη του την καρδιά το «Έν Ιορδάνη βαπτιζομένου σου, Κύριε…». Καλεί και αυτά τα πονεμένα πλάσματα να φιλήσουν τον Σταυρό και να παρηγορηθή «η ψυχούλα τους η ταλαιπωρημένη». Γίνεται γνωστός ως μία ευλογία για όλους. Ένα αγγελικό πρόσωπο. Ένα θείο παιδί που παίζει. Μια ευωδία που απλώνεται και βρίσκει κάθε ψυχή. Είναι αγράμματος και πάνσοφος. Είναι ποιητής θεόπνευστος, λογοπλάστης και ανθρωποπλάστης. Λέει: Πρέπει να είσαι ποιητής, για να γίνης χριστιανός. Ο Χριστός χοντροκομμένες ψυχές δεν τις δέχεται. Λέει: Όλα τα έβλεπα, τα γνώριζα αλλά δεν μιλούσα.
Μιλούσε διακριτικά, όταν και όσο χρειαζόταν, για να δώση κουράγιο στον άλλο, τον πονεμένο και άρρωστο. Να του πή πόσο ο Θεός είναι αγάπη. Μιλούσε ελεύθερα. Και σου μετέδιδε την παιδικότητα του Παραδείσου που είχε μέσα του. Έλεγε ό,τι σκεφτόταν και ό,τι είχε κάνει: ήθελε να μάθη αρμόνιο· είχε φτιάξει ένα πρωτόγονο ραδιόφωνο που δούλευε όλο το εικοσιτετράωρο. Και σε βοηθούσε να πής και σύ ό,τι σκεφτόσουν. Η εξομολόγησι σ’ αυτόν γινόταν σαν μία φιλική συζήτησι. Ήταν ένα παιδί του Θεού μέχρι τέλους. Σου παρουσιαζόταν όπως ήταν. Δεν σου παρίστανε φτιαχτά τον άγιο και τον άψογο. Δεν φοβόταν την πραγματικότητα. Δεν ήθελε να δοξασθή από τους ανθρώπους. Ήθελε να δοξασθή το όνομα του Θεού. Του Θεού, που «βρέχει επί δικαίους και αδίκους» (Ματθ. 5, 45). Αυτός ήταν ο π. Πορφύριος, που εκοιμήθητο 1991 στο κελλί που εκάρη μοναχός. Ήταν μία φωτεινή παρουσία αλήθειας και παρακλήσεως, γιατί μας μετέδωσε δωρεάν τη χάρι του Θεού που είχε μέσα του. Δεν μας διαφήμισε τις αρετές και το άψογον της ζωής του. Αν ο π. Πορφύριος έμενε στα χαρίσματα και μ’ αυτά ήθελε να δοξασθή ως χαρισματούχος και να καταπλήξη τον κόσμο με τις θαυματουργίες του, θα γινόταν ίσως μια Αθανασία του Αιγάλεω ή κάποιος παρόμοιος ψευδοπροφήτης από τους πολλούς που ταλαιπωρούν τον κόσμο. Τώρα είναι ο γέρων Πορφύριος, το αχάραχτο διαμάντι, το χαμογελαστό παιδί του Θεού, που διώχνει τον ζόφο της κολάσεως και της κατήφειας· βοηθά «να αισθανθή ο κόσμος το αγκάλιασμα που κάνει ο Χριστός σε όλους μας».
Πάει πέρα από τα χαρίσματα. Είναι θεοφόρος και θεοκίνητος. Είναι σοφός και ήρεμος. Έχει τη χαρά και την απλότητα του παιδιού του Θεού. Δεν ταράζεται ατομικά. Δεν κραυγάζει ποτέ μεταδίδοντας την κρυάδα που προκαλεί ο πλανεμένος και ψευδοπροφήτης «ως ιδίαν έχων φρόνησιν» (πρβλ. απ. 2).
Είναι γαλήνιος. Μιλά «ήρεμα, απλά και απαλά». Χωρίς ανθρώπινους εκνευρισμούς· μεταφέρει τη βεβαιότητα της πίστεως. Με ένα χαμόγελο ουράνιο όλα τακτοποιούνται. Αθόρυβα και αναίμακτα καταστρέφεται ο παλαιός άνθρωπος. Τα πάθη μεταβάλλονται, μεταμορφώνονται σε δυνάμεις υπηρετικές του ανθρώπου για την πνευματική του προκοπή και σωτηρία. Ζή και ομολογεί ότι η ταπείνωσι είναι η καρδιά της ψυχής. Ο εγωισμός είναι κουταμάρα και αρρώστια που ζαλίζει τον άνθρωπο και τον οδηγεί στην πλάνη. Είπε: Όταν φύγω, θα είμαι πιο πολύ μαζί σας. Και έτσι είναι.
Από το βιβλίο: Το κάλλος θα σώση τον κόσμο, έκδ. Ι. Μ. Ιβήρων, Άγ. Όρος
Πηγή: Περιοδική Έκδοσις Ιεράς Μητροπόλεως Λαγκαδά, Λητής και Ρεντίνης, «Ορθόδοξα Μηνύματα», έτος στ΄, τ. 16, σελ. 10-11, Νοέμβριος 2015 – Μάρτιος 2016.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου