«Καὶ ἐγένετο ἐν τῷ εἶναι αὐτὸν ἐν τόπῳ τινὶ προσευχόμενον, ὡς ἐπαύσατο, εἶπέ τις τῶν μαθητῶν αὐτοῦ πρὸς αὐτόν· Κύριε, δίδαξον ἡμᾶς προσεύχεσθαι, καθὼς καὶ Ἰωάννης ἐδίδαξε τοὺς μαθητὰς αὐτοῦ (: κάποτε ο Ιησούς προσευχόταν σ’ ένα τόπο, κι όταν τελείωσε, κάποιος από τους μαθητές Του Τού είπε: “Κύριε, δίδαξέ μας και μάθε μας να προσευχόμαστε σωστά και θεάρεστα, όπως κι ο Ιωάννης ο Βαπτιστής δίδαξε τους μαθητές του”)» [Λουκ. 11, 1].
Προσευχόταν [«εἶναι αὐτὸν ἐν τόπῳ τινὶ προσευχόμενον»], αν και είναι Θεός αληθινός και Υιός του Θεού των όλων και διανέμει ο Ίδιος στην κτίση τα πάντα, με τα οποία βρίσκεται σε καλή κατάσταση και διατηρείται στη ζωή, ενώ Αυτός δεν έχει ανάγκη από τίποτα απολύτως, γιατί λέει: «Τί μοι πλῆθος τῶν θυσιῶν ὑμῶν; λέγει Κύριος· πλήρης εἰμὶ ὁλοκαυτωμάτων κριῶν, καὶ στέαρ ἀρνῶν καὶ αἷμα ταύρων καὶ τράγων οὐ βούλομαι (: ο Κύριος λέγει· “Τι να το κάνω εγώ το πλήθος των θυσιών σας; Είμαι γεμάτος και χόρτασα από θυσίες ολοκαυτωμάτων κριών, που μου προσφέρετε. Δεν θέλω πλέον ούτε το λίπος των αμνών, ούτε το αίμα των ταύρων και των τράγων)» [Ησ. 1, 11].
Ποιου δηλαδή πράγματος θα μπορούσε κάποιος να πει ότι έχει ανάγκη Αυτός, αφού έχει από την φύση Του όλα όσα έχει ο Πατέρας; Γιατί είπε καθαρά: «Πάντα ὅσα ἔχει ὁ πατὴρ ἐμά ἐστι· διὰ τοῦτο εἶπον ὅτι ἐκ τοῦ ἐμοῦ λήψεται καὶ ἀναγγελεῖ ὑμῖν (: προηγουμένως σας είπα ότι ο Παράκλητος θα σας πει όσα θα ακούσει από τον Πατέρα μου. Όλα όμως όσα έχει ο Πατέρας μου είναι δικά μου. Γι’ αυτό σας είπα στη συνέχεια ότι ο Παράκλητος θα πάρει από τη δική μου γνώση και σοφία και θα την αποκαλύψει σε σας)» [Ιω. 16, 15] και ο Πατέρας έχει το να είναι γεμάτος από κάθε αγαθό και αξιώματα που ταιριάζουν στον Θεό. Και αυτό είναι και του Υιού.
Και αυτό επίσης γνωρίζοντάς το οι άγιοι λένε: «Καὶ ἐκ τοῦ πληρώματος αὐτοῦ ἡμεῖς πάντες ἐλάβομεν, καὶ χάριν ἀντὶ χάριτος (: από τον ανεξάντλητο πλούτο της τελειότητος και των δωρεών Του πήραμε όλοι εμείς. Πήραμε τη μία χάρη πάνω στην άλλη. Μετά τη χάρη της αφέσεως των αμαρτιών μας, λάβαμε και τη χάρη της υιοθεσίας και της μακαρίας ζωής. Και ολοένα δεχόμαστε νέα υπεράφθονη χάρη πάνω σ’ εκείνη που προηγουμένως λάβαμε)» [Ιω. 1,16]. «Γιατί λοιπόν προσεύχεται», αναρωτιέται ίσως κάποιος, «εφόσον είναι πλήρης και δεν έχει ανάγκη απολύτως κανένα από αυτά που ανήκουν στον Πατέρα;». Σ’ αυτό απαντούμε, ότι ο τρόπος της ενσαρκωμένης οικονομίας Του δίνει βέβαια σ’ Αυτόν τη δυνατότητα, αν θέλει, να εκπληρώνει τα ανθρώπινα, όταν ο καιρός Τον καλεί σε αυτό. Γιατί εάν βρίσκεται να έφαγε και να ήπιε και να κοιμήθηκε, τότε ποιο είναι το παράλογο, και αν κατεβαίνοντας στα δικά μας μέτρα και εφαρμόζοντας την ανθρώπινη ορθή ζωή, έκανε όχι προσποιητή προσευχή, για να μας διδάξει να είμαστε οκνηροί ως προς αυτό, αλλά να προσφεύγουμε μάλλον στις προσευχές, όχι με το να στηνόμαστε στη μέση των πλατειών (γιατί αυτό το έκαναν κάποιοι Ιουδαίοι που ήταν Γραμματείς και Φαρισαίοι, κάνοντας την προσευχή αφορμή φιλοδοξίας), αλλά μάλλον απομονωμένοι σε ησυχία και απομακρυσμένοι, και μιλώντας κατά κάποιο τρόπο μόνο στον Θεό με καθαρό και απερίσπαστο νου; Γιατί έπρεπε αρχή κάθε καλού και επωφελέστατου πράγματος και διδάσκαλος να μην είναι σε εμάς κάποιος άλλος, αλλά μάλλον Αυτός που είναι πρώτος σε όλα και δέχεται προσευχές από όλους.
«Ὃταν προσεύχησθε, λέγετε· Πάτερ ἡμῶν ὁ ἐν τοῖς οὐρανοῖς· ἁγιασθήτω τὸ ὄνομά σου· ἐλθέτω ἡ βασιλεία σου· γενηθήτω τὸ θέλημά σου, ὡς ἐν οὐρανῷ, καὶ ἐπὶ τῆς γῆς (: Όταν προσεύχεστε, να λέτε: “Πατέρα μας, που βρίσκεσαι παντού, αλλά δείχνεις την παρουσία Σου κυρίως στους ουρανούς, ας αναγνωρισθεί η αγιότητά Σου, ώστε να δοξάζεται και να λατρεύεται άξια το όνομά Σου. Ας έλθει η βασιλεία Σου με την πρόθυμη και ελεύθερη υποταγή όλων των ανθρώπων σε Σένα˙ ώστε οι άνθρωποι, υπακούοντας στα προστάγματά Σου, να γίνουν πραγματικοί και ολοκληρωτικά αφοσιωμένοι πολίτες της βασιλείας Σου. Ας γίνει το θέλημά Σου και πάνω στη γη από τους ανθρώπους, όπως αυτό γίνεται στον ουρανό από τους αγγέλους και τους αγίους)» [Λουκ. 11, 2].
Πόσο μεγάλη αφθονία! Πόσο ασύγκριτη γαληνότητα που πρέπει μόνο σε Αυτόν! Μας χαρίζει τη δόξα Του, ανεβάζει τον δούλο σε ελεύθερο αξίωμα. Μας επιτρέπει να ονομάζουμε τον Θεό Πατέρα, επειδή έχουμε καταταγεί στην τάξη των υιών. Και μαζί με τα άλλα, από Αυτόν αποκτήσαμε και αυτό, και θα το επιβεβαιώσει ο σοφός ευαγγελιστής Ιωάννης λέγοντας γι’ Αυτόν: «Ὃσοι δὲ ἔλαβον αὐτόν, ἔδωκεν αὐτοῖς ἐξουσίαν τέκνα Θεοῦ γενέσθαι, τοῖς πιστεύουσιν εἰς τὸ ὄνομα αὐτοῦ (: Όσοι όμως Τον δέχθηκαν και Τον εγκολπώθηκαν ως σωτήρα τους, και πίστεψαν ότι Αυτός είναι ο Υιός του Θεού που έγινε άνθρωπος για να σώσει τους ανθρώπους, τους έδωσε το δικαίωμα και τη χάρη να γίνουν τέκνα του Θεού)» [Ιω. 1, 12]. Γιατί μεταμορφωνόμαστε σε υιούς με πνευματική γέννηση, η οποία τελείται μέσα μας, όχι από σπορά φθαρτή, αλλά μάλλον με τον λόγο του ζωντανού Θεού, ο οποίος όπως μένει, όπως έχει γραφεί: «βουληθεὶς ἀπεκύησεν ἡμᾶς λόγῳ ἀληθείας εἰς τὸ εἶναι ἡμᾶς ἀπαρχήν τινα τῶν αὐτοῦ κτισμάτων (: ο Θεός είναι όλος φως. Αυτός από τη δική Του αγαθή θέληση μάς γέννησε πνευματικά με το Ευαγγέλιο, που είναι λόγος της αλήθειας, για να είμαστε κατά κάποιον τρόπο το πιο εκλεκτό μέρος από τα ορατά δημιουργήματά Του, αφιερωμένο στον Θεό)» [Ιακ. 1, 18]· γιατί έτσι είπε κάποιος από τους αγίους αποστόλους.
Αλλά και ο ίδιος ο Χριστός, παρουσιάζοντας ολοφάνερα την οδό της γέννησης αυτής, λέει: «ἀμὴν ἀμὴν λέγω σοι, ἐὰν μή τις γεννηθῇ ἐξ ὕδατος καὶ Πνεύματος, οὐ δύναται εἰσελθεῖν εἰς τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ (: αληθινά, αληθινά σου λέω ό,τι εάν δεν γεννηθεί κανείς πνευματικά από το νερό του αγίου Βαπτίσματος και από το Άγιο Πνεύμα, το οποίο αοράτως με το νερό αυτό αναγεννά τον άνθρωπο, δεν μπορεί να μπει στη βασιλεία του Θεού)» [Ιω. 3, 5]. Ή καλύτερα, γιατί πρέπει να πω σε σας και κάτι από τα απόρρητα, αυτή έγινε σε εμάς η οδός τόσο λαμπρής και άξιας να την αποκτήσει κανείς χάριτος, και θύρα και αφορμή,με το να γίνει όμοιος με μας· γιατί έλαβε μορφή δούλου, αν και κατά το ότι νοείται και είναι Θεός, ήταν ελεύθερος, για να μας χαρίσει αυτά που είναι δικά Του. Γιατί μόνος από τη φύση Του είναι ελεύθερος, γιατί και μόνος είναι Υιός Εκείνου, που βρίσκεται πάνω από όλα και κατεξουσιάζει τα πάντα, του από την φύση του και πραγματικά ελεύθερου Πατέρα του. Γιατί καθετί που ήρθε στην ύπαρξη σκύβει δουλικά τον αυχένα σε Εκείνον που τον έκτισε. Πράγματι ψάλλει ο Μελωδός και λέει προς αυτόν: «τῇ διατάξει σου διαμένει ἡμέρα, ὅτι τὰ σύμπαντα δοῦλα σά (: με τη δύναμη της προσταγής Σου παραμένει η ημέρα· διότι τα πάντα υπακούν δουλικά σε Εσένα· και γι’ αυτό διατηρούνται· διότι υποτάσσονται στους φυσικούς νόμους που Εσύ όρισες)» [Ψαλμός 118, 91].
Ότι όμως μεταθέτοντας τα δικά μας σε Αυτόν, κατ’ οικονομία μας έδωσε τα δικά Του, θα το βεβαιώνει γράφοντας ο ιερουργός των μυστηρίων Του, ο πάνσοφος Παύλος: «Γινώσκετε γὰρ τὴν χάριν τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, ὅτι δι᾿ ὑμᾶς ἐπτώχευσε πλούσιος ὤν, ἵνα ὑμεῖς τῇ ἐκείνου πτωχείᾳ πλουτήσητε (: δεν έχω ανάγκη να σας δώσω διαταγή· διότι γνωρίζετε καλά την χάρη που έδειξε ο Κύριός μας Ιησούς Χριστός· διότι ενώ ήταν πλούσιος λόγω του άπειρου μεγαλείου της θεότητάς Του, έγινε για εσάς φτωχός. Και φόρεσε τη φτωχή ανθρώπινη φύση και έγινε άνθρωπος, για να γίνετε εσείς πλούσιοι πνευματικά με τη φτώχεια Εκείνου)» [Β΄Κορ. 8, 9]. Γιατί για τον Θεό λόγο τα δικά μας, δηλαδή τα ανθρώπινα, είναι πτωχεία, ενώ για τη φύση του ανθρώπου είναι πλούτος το ότι έλαβε τα δικά Του, ένα από τα οποία είναι ελεύθερο αξίωμα, το οποίο ταιριάζει κατεξοχήν σε εκείνους που έχουν κληθεί να γίνουν υιοί Του. Αυτού όμως είναι και αυτό το δώρο, όπως είπα. Γιατί είπε προς εμάς: «ὁ ἔχων ὦτα ἀκούειν ἀκουέτω (: εκείνος που έχει αυτιά πνευματικά για να ακούει, και καλή διάθεση για να δέχεται και να εγκολπώνεται αυτά που λέω, ας ακούει)» [Ματθ. 13, 9].
Επειδή δηλαδή έγινε σαν εμάς, γι’ αυτό αποκτήσαμε και εμείς την ιδιότητα του αδερφού προς Αυτόν. Παραγγέλλει λοιπόν να έχουμε θάρρος και να Τον ονομάζουμε στις προσευχές μας Πατέρα. Και με πάρα πολλή πρόνοια δίνει σε αυτούς που προσεύχονται να ευνοούν και αυτό· εφόσον δηλαδή ονομάζουμε τον Θεό Πατέρα και γίναμε άξιοι της τόσο μεγάλης τιμής, γιατί να μην πολιτευόμαστε όπως αρμόζει σε Αυτόν που μας έχει τιμήσει; Αυτό είπε κάποιος από τους άγιους αποστόλους: «καὶ εἰ πατέρα ἐπικαλεῖσθε τὸν ἀπροσωπολήπτως κρίνοντα κατὰ τὸ ἑκάστου ἔργον, ἐν φόβῳ τὸν τῆς παροικίας ὑμῶν χρόνον ἀναστράφητε (: και εφόσον επικαλείστε και ονομάζετε Πατέρα τον Θεό, ο Οποίος αμερόληπτα και χωρίς να κάνει διακρίσεις σε πρόσωπα κρίνει τον καθένα μας σύμφωνα με το σύνολο των πράξεών του, έχετε καθήκον να ζείτε και να συμπεριφέρεστε με φόβο Θεού όλα τα χρόνια της ζωής σας στην γη, τα οποία είναι χρόνια ξενιτιάς· διότι η γη δεν είναι αληθινή και παντοτινή πατρίδα σας)» [Α΄ Πετρ. 1, 17].
«ἁγιασθήτω τὸ ὄνομά σου (: ας αναγνωρισθεί η αγιότητά Σου, ώστε να δοξάζεται και να λατρεύεται άξια το όνομά Σου )» [Λουκ. 11, 2].
Άραγε παρακαλούμε να προστεθεί αγιασμός στον Πανάγιο Θεό; Αλλά αυτό δεν είναι τελείως άμεμπτο. Γιατί ο Θεός είναι πλήρης, όπως λέγει ο Ίδιος, παντέλειος για τον εαυτό Του και Εκείνος είναι που χορηγεί στην κτίση τον αγιασμό από την δική του πληρότητα: «Τί μοι πλῆθος τῶν θυσιῶν ὑμῶν; λέγει Κύριος· πλήρης εἰμὶ ὁλοκαυτωμάτων κριῶν, καὶ στέαρ ἀρνῶν καὶ αἷμα ταύρων καὶ τράγων οὐ βούλομαι (: ο Κύριος λέγει: “Τι να το κάνω εγώ το πλήθος των θυσιών σας; Είμαι γεμάτος και χόρτασα από θυσίες ολοκαυτωμάτων κριών, που μου προσφέρετε. Δεν θέλω πλέον ούτε το λίπος των αμνών ούτε το αίμα των ταύρων και των τράγων)» [Ησ. 1, 11]. Εκτός όμως από αυτά είναι ανόητο και άξιο χλευασμού το να νομίζουν οι προσευχόμενοι ότι κάνουν τις προσευχές όχι μόνο για τον εαυτό τους μάλλον, αλλά γι’ Αυτόν.
Άρα λοιπόν τι σημαίνει το: «ἁγιασθήτω τὸ ὄνομά σου»; Λέμε ότι δεν παρακαλούμε να προστεθεί αγιασμός στον Θεό των όλων (γιατί ποιος είναι μεγαλύτερος από Αυτόν και μπορεί να του δώσει κάτι; Γιατί λέει: «Χωρὶς δὲ πάσης ἀντιλογίας τὸ ἔλαττον ὑπὸ τοῦ κρείττονος εὐλογεῖται (: και βέβαια είναι αναντίρρητο και ομολογημένο ότι το μικρότερο και κατώτερο ευλογείται από το μεγαλύτερο και ανώτερο. Για να ευλογήσει λοιπόν ο Μελχισεδέκ τον Αβράαμ σημαίνει πως ήταν ανώτερός Του)» [Εβρ. 7, 7], εκείνο μάλλον παρακαλούν να υπάρξει σε αυτούς και σε όλους. Όταν βρισκόμαστε σε τέτοια ψυχική κατάσταση και πιστεύουμε ότι από τη φύση Του και των όλων Θεός είναι άγιος των αγίων, τότε αποκτώντας τον φόβο Του στον νου, κάνουμε τη ζωή μας σωστή και ανεπίληπτη, ώστε με τον τρόπο αυτό, αφού γίνουμε άγιοι, να μπορέσουμε να βρεθούμε κοντά στον Θεό.
Γιατί έχει γραφεί: «ὅτι ἐγώ εἰμι Κύριος ὁ Θεὸς ὑμῶν, καὶ ἁγιασθήσεσθε καὶ ἅγιοι ἔσεσθε, ὅτι ἅγιός εἰμι ἐγὼ Κύριος ὁ Θεὸς ὑμῶν, καὶ οὐ μιανεῖτε τὰς ψυχὰς ὑμῶν ἐν πᾶσι τοῖς ἑρπετοῖς τοῖς κινουμένοις ἐπὶ τῆς γῆς (: Εγώ παραγγέλλω αυτά, διότι Εγώ είμαι Κύριος ο Θεός σας· θα αγιάζεστε και θα είστε άγιοι, διότι Εγώ ο Κύριος και Θεός σας είμαι άγιος. Μη μολύνεστε με τα ερπετά, τα οποία κινούνται επάνω στη γη)» [Λευιτ. 11, 44]. Είπε βέβαια κάπου και προς τον ιεροφάντη Μωυσή: «καὶ εἶπε Μωυσῆς πρὸς Ἀαρών· τοῦτό ἐστιν, ὃ εἶπε Κύριος λέγων· ἐν τοῖς ἐγγίζουσί μοι ἁγιασθήσομαι καὶ ἐν πάσῃ τῇ συναγωγῇ δοξασθήσομαι. καὶ κατενύχθη Ἀαρών (: είπε τότε ο Μωυσής προς τον Ααρών· “αυτή η τιμωρία επιβλήθηκε, διότι ο Κύριος εφάρμοσε εκείνο το οποίο ρητώς είχε προαναγγείλει· σε αυτούς και δι’ αυτών που με πλησιάζουν με ευλάβεια και σεβασμό, θα δείξω την αγιότητά μου και θα δοξασθώ ενώπιον όλου του λαού του ισραηλιτικού”. Πόνεσε ο Ααρών βαθύτατα, αλλά και σιώπησε)» [Λευιτ. 10, 3].
Λοιπόν «σε εμάς», λέει, «ας είναι άγιο το όνομά Σου», γιατί αυτό σημαίνει το «ἁγιασθήτω». Και όχι μόνο για τον εαυτό μας, αλλά και για όλο τον κόσμο το παρακαλούν αυτό. Γιατί σκέψου ότι σε εκείνους που δεν δέχθηκαν ακόμα το φως της αληθείας και ούτε βέβαια αποδέχθηκαν την πίστη, ακόμα περιφρονείται το όνομα του Θεού· γιατί δεν θεωρείται από αυτούς ότι είναι άγιο και σεβαστό και προσκυνητό. Όταν όμως λάμψει και σε αυτούς το φως της αληθείας και ξυπνήσουν και βγουν σαν από νύχτα και σκοτάδι, μόλις τότε μαθαίνοντας ποιος και πόσο μεγάλος είναι, θα Τον ομολογήσουν άγιο των αγίων.
Ότι όμως αυτό έτσι είναι, θα το καταλάβεις από το εξής· κάποιος από τους αγίους είπε: «Κύριον αὐτὸν ἁγιάσατε, καὶ αὐτὸς ἔσται σου φόβος (: σεβαστείτε και υπακούστε στον άγιο Κύριο, τιμήσατε Αυτόν· και μόνο ο φόβος, που εμπνέεται από Αυτόν, ας είναι ο φόβος σας)» [Ησ. 8, 13]. Άρα λοιπόν εμείς κάνουμε άγιο τον Θεό ο Οποίος από το δικό του πλήρωμα διανέμει πλουσιοπάροχα στην κτίση αυτά που είναι δικά Του; Αλλά είναι φανερό λέμε ότι Αυτός διδάσκει εκείνο, να πιστεύετε ότι Αυτός είναι άγιος, γιατί τότε θα Τον σέβεστε και Αυτός θα σας αγιάσει. Γιατί έχει γραφεί πάλι για τον Χριστό· «Οὕτως λέγει Κύριος ὁ ῥυσάμενός σε, ὁ Θεὸς Ἰσραήλ· ἁγιάσατε τὸν φαυλίζοντα τὴν ψυχὴν αὐτοῦ, τὸν βδελυσσόμενον ὑπὸ τῶν ἐθνῶν τῶν δούλων τῶν ἀρχόντων· βασιλεῖς ὄψονται αὐτὸν καὶ ἀναστήσονται, ἄρχοντες καὶ προσκυνήσουσιν αὐτῷ ἕνεκεν Κυρίου· ὅτι πιστός ἐστιν ὁ ἅγιος Ἰσραήλ, καὶ ἐξελεξάμην σε (: αυτά λέγει ο Κύριος, ο λυτρωτής και ελευθερωτής σου, ο Θεός του Ισραηλιτικού λαού· ως άγιο τιμήστε και δοξάστε Αυτόν, ο Οποίος καταφρονεί και παραδίδει σε θάνατο τη ζωή Του. Αυτόν, τον οποίο βδελύσσονται τα αμαρτωλά έθνη, οι δούλοι των αρχόντων. Βασιλείς όμως θα Τον δουν και θα εγερθούν μετά σεβασμού ενώπιόν Του και άρχοντες, οι οποίοι και θα Τον προσκυνήσουν ένεκεν Κυρίου του Θεού, διότι ο Άγιος Θεός του Ισραηλιτικού λαού, είναι κατά πάντα αληθής και αξιόπιστος στις υποσχέσεις Του. Και εγώ ο Κύριος σε εξέλεξα)» [Ησ. 49, 7], δηλαδή που την περιφρόνησε τη ζωή Του, γιατί τη θυσίασε για χάρη μας. Ωστόσο πρέπει να θεωρείται άγιος, λέει, από εσάς, δηλαδή να ομολογείται άγιος. Και πράγματι αυτό είναι από τη φύση Του, δηλαδή Θεός αληθινός και Υιός του Θεού. Γιατί το «άγιος» ουσιαστικά δεν ταιριάζει σε κανένα από αυτούς που ήρθαν στην ύπαρξη από την ανυπαρξία, αλλά μόνο στην ανώτατη και πάνω από όλα φύση. Όταν λοιπόν πιστεύουμε ότι είναι από τη φύση Του άγιος, γιατί αυτό σημαίνει το «ἁγιάζειναὐτὸν», τότε ομολογούμε ότι είναι και αληθινός Θεός, και ακόμα ότι είναι αποχωρισμένος από τους λοιπούς, και μάλιστα με μέγιστη υπεροχή.
«ἐλθέτω ἡ βασιλεία σου (: ας έλθει η βασιλεία Σου με την ελεύθερη και πρόθυμη υποταγή όλων των ανθρώπων σε Εσένα, ώστε με την υπακοή τους στα προστάγματά Σου να γίνουν αυτοί πραγματικοί υπήκοοί Σου και ολοκληρωτικά αφοσιωμένοι σε Εσένα)».
Αφού ο Θεός βασιλεύει πάντοτε και είναι κυρίαρχος όλων, τι θέλει λοιπόν το: «ας έρθει η βασιλεία Σου»; Μοιάζουν λοιπόν να επιθυμούν αυτοί που το λένε αυτό στις προσευχές τους, να Τον δουν να λάμψει και πάλι στον κόσμο ο σωτήρας των όλων Χριστός. Γιατί θα έρθει και θα κατέβει ως Κριτής, και όχι τότε με την ταπείνωση την όμοια με μας, αλλά με δόξα που ταιριάζει σε Θεό και ακολουθούμενος από αγγέλους για να κρίνει τον κόσμο. Γιατί τότε θα είναι καιρός απολογίας και δοκιμασίας μάλλον και ανταπόδοσης. Φωτιά έχει ετοιμαστεί για τους αμαρτωλούς και μακρά καταδίκη, και αιώνια κολαστήρια.
Και πώς τότε προσεύχονται να δουν τον καιρό εκείνο; Πρόσεχε, σε παρακαλώ, πάλι τον σοφό χειρισμό του Σωτήρα και την για το κάθε πράγμα αξιοθαύμαστη πρόνοια. Γιατί πρόσταξε με προσοχή να ζητούμε να έρθει εκείνος ο πραγματικά φρικτός καιρός, για να κατανοήσουν ότι είναι αναγκαίο να ζουν, όχι αδιάφορα ή με νωθρότητα, αλλά μάλλον όπως ταιριάζει σε αγίους, και σύμφωνα με αυτό που αρέσει σε Αυτόν ώστε ο καιρός να βρεθεί σε αυτούς πρόξενος στεφάνων και καταδίκης. Γιατί στους παρανόμους και στους βέβηλους δεν ταιριάζει με κανένα τρόπο να λένε στις προσευχές τους: «ας έρθει η βασιλεία Σου». Ας γνωρίζουν λοιπόν, ότι λέγοντάς το ότι αυτό, είναι σαν να κατηγορούν τον Θεό, ότι δεν ανατέλλει, ούτε και φαίνεται ο καιρός που θα κολασθούν αυτοί.
Σε αυτούς λέει κάποιος από τους αγίους προφήτες: «Οὐαὶ οἱ ἐπιθυμοῦντες τὴν ἡμέραν Κυρίου· ἱνατί αὕτη ὑμῖν ἡ ἡμέρα τοῦ Κυρίου; καὶ αὐτή ἐστι σκότος καὶ οὐ φῶς (: αλίμονο σε εκείνους, οι οποίοι επιθυμούν και ζητούν να έλθει η ημέρα του Κυρίου. Τι θα είναι για σας αυτή η ημέρα του Κυρίου; Θα είναι σκοτεινή και όχι φωτεινή, απειλητική και όχι παρηγορητική)» [Αμώς 5, 18]. Ζητούν λοιπόν οι άγιοι να έρθει ο καιρός της πλήρους βασιλείας του Σωτήρα μας, επειδή έχουν ήδη εκτελέσει αυτά που πρέπει και ζητούν τις αμοιβές αυτών που έχουν ήδη κάνει. Γιατί έχουν την πεποίθηση, ότι θα παραστούν στον Κριτή λαμπροί.
«γενηθήτω τὸ θέλημά σου, ὡς ἐν οὐρανῷ, καὶ ἐπὶ τῆς γῆς (: ας γίνει το θέλημά Σου και στη γη από τους ανθρώπους, όπως γίνεται αυτό και στον ουρανό από τους αγγέλους και τους αγίους)».
Και αυτό είναι κάτι που ταιριάζει σε αγίους και γεμάτο από κάθε έπαινο. Γιατί το να θέλουμε να επικρατεί στη γη το αγαθό θέλημα του Θεού, τι άλλο θα μπορούσε να σημαίνει, παρά το να θέλουμε να είμαστε εκτελεστές και γνώστες όλων αυτών των αρετών; Έτσι λέμε ότι διαπρέπουν στους ουρανούς και οι άγιοι άγγελοι. Γιατί έχει γραφτεί γι’ αυτούς: «εὐλογεῖτε τὸν Κύριον, πᾶσαι αἱ δυνάμεις αὐτοῦ, λειτουργοὶ αὐτοῦ οἱ ποιοῦντες τὸ θέλημα αὐτοῦ (: ευλογείτε τον Κύριο όλες οι στρατιές των αγγελικών δυνάμεων, οι λειτουργοί Αυτού, όλοι όσοι τηρούν το θέλημά Του)» [Ψαλμ. 102, 21]. Παρακαλούν λοιπόν να δοθεί δύναμη στους ανθρώπους αυτοί που το λένε, για να εκτελούν το θέλημα του Θεού, και να μιμούνται τον τρόπο ζωής των αγίων αγγέλων, ώστε όπως λέει ο Παύλος, περπατώντας επάνω στην γη, να είναι ο τρόπος ζωής τους ουράνιος: «ἡμῶν γὰρ τὸ πολίτευμα ἐν οὐρανοῖς ὑπάρχει, ἐξ οὗ καὶ σωτῆρα ἀπεκδεχόμεθα Κύριον Ἰησοῦν Χριστόν (: η συμπεριφορά τους και τα φρονήματά τους είναι τελείως αντίθετα με τα δικά μας· διότι η δική μας πατρίδα και πολιτεία και τα δικά μας πολιτικά δικαιώματα είναι στους ουρανούς, απ’ όπου με πολύ πόθο περιμένουμε και τον Σωτήρα μας, τον Κύριο Ιησού Χριστό)» [Φιλ. 3, 20]. Μαζί με αυτά πάλι λέμε ότι ζητούν να δουν την κατάργηση της αμαρτίας αυτοί που λένε: «ας γίνει το θέλημα Σου όπως στον ουρανό έτσι και στη γη»· γιατί είναι θέλημα, όπως είπα, του Θεού των όλων, το να πολιτεύονται με τρόπο άγιο οι άνθρωποι της γης, ώστε η εκκλησία που βλέπεται στην γη, να γίνει απομίμηση και σαν κάποια εικόνα της εκκλησίας των πρωτότοκων, της ουράνιας εννοώ, και να ευφραίνει τον Χριστό.
«τὸν ἄρτον ἡμῶν τὸν ἐπιούσιον δὸς ἡμῖν σήμερον (: δώσε μας σήμερα τον καθημερινό μας άρτο που είναι αναγκαίος για τη συντήρηση της ουσίας και υπάρξεώς μας)» [Λουκ. 11, 3].
Ίσως κάποιοι νομίζουν ότι είναι ανάρμοστο και παράλογο στους αγίους το να ζητούν σε Αυτόν τα σωματικά και εξαιτίας αυτού αποδίδουν σε αυτό για το οποίο γίνεται λόγος πνευματικό νόημα και μάλιστα λένε ότι ζητούν να τους δοθεί, όχι επίγειος ούτε υλικός άρτος, αλλά μάλλον εκείνος που κατεβαίνει από πάνω και από τον ουρανό και δίνει στον κόσμο ζωή, ή, όπως λένε, στην αληθινή και ασώματη ουσία, δηλαδή στην ψυχή. Γιατί αυτή, επειδή δεν είναι ρευστή, είναι κυρίως ουσία.
Εγώ όμως, ότι στους αγίους ταιριάζει κατεξοχήν να αποκτήσουν τα πνευματικά θα μπορούσα να το πω χωρίς ενδοιασμό, πλην όμως αξίζει να δούμε εκείνο, ότι ακόμα και όταν ζητούν κοινό άρτο, και αυτό πρόσταξε ο Σωτήρας να το κάνουν χωρίς καμία κατηγορία. Γιατί πρόσεξε ποιο είναι το νόημα σε αυτά που λέγονται. Με όσα δηλαδή πρόσταξε να ζητούν άρτο, ήτοι δηλαδή την καθημερινή τροφή, είναι οπωσδήποτε φανερό όχι επειδή τους διέταξε να μην έχουν τίποτε, τους επιτρέπει να μετέρχονται φτώχεια που ταιριάζει σε αγίους. Γιατί το να ζητούν δεν είναι γνώρισμα εκείνων που έχουν αλλά εκείνων που βρίσκονται σε έλλειψη. Όταν όμως κάποιος δεν έχει ανάγκη από τίποτε, και λέει στον Θεό ο Οποίος γνωρίζει τα πάντα, «δώσε μας τον καθημερνό άρτο»,θα φανεί ότι μάλλον ειρωνεύεται, παρά ότι θέλει πραγματικά να λάβει.
Και άρτος βέβαια επιούσιος άλλοι λένε ότι είναι αυτός που θα έρθει και θα δοθεί στον μελλοντικό αιώνα, για να νοείται πάλι πνευματικά, και άλλοι αποδίδουν και άλλες έννοιες στη λέξη. Αλλά εάν είναι αλήθεια ότι προσευχόμενοι αναφέρονται στον άρτο που θα δοθεί στον μέλλοντα αιώνα, αλλά γιατί τότε προσθέτουν το «δώσε μας τον καθημερινό;» Γιατί με αυτά μπορούμε να δούμε επίσης ότι το αίτημα το κάνουν για την καθημερινή τους τροφή, ως ακτήμονες προφανώς. Και «ἐπιούσιο» πρέπει να θεωρούμε τον απαραίτητο. Τη λέξη αυτή χρησιμοποίησε κάπου και ο μακάριος απόστολος, κάνοντας μικρή παραλλαγή για τον Σωτήρα όλων μας Χριστό, «ὃς ἔδωκεν ἑαυτὸν ὑπὲρ ἡμῶν, ἵνα λυτρώσηται ἡμᾶς ἀπὸ πάσης ἀνομίας καὶ καθαρίσῃ ἑαυτῷ λαὸν περιούσιον, ζηλωτὴν καλῶν ἔργων (: ο Οποίος έδωσε τον εαυτό Του σε θάνατο για χάρη μας, για να μας εξαγοράσει από κάθε παράβαση του νόμου, να μας καθαρίσει και να μας κάνει έτσι τον δικό Του εκλεκτό λαό, λαό γεμάτο ζήλο για καλά έργα)» [Τίτ. 2, 14]. Γιατί είπε ότι Αυτός θα ετοιμάσει λαό περιούσιο, λέγοντας αντί του «ἐπιουσίου» τον «περιούσιο» δηλαδή τον αυτάρκη, ο οποίος δεν είναι κατώτερος από εκείνον που έχει τα πάντα.
«καὶ ἄφες ἡμῖν τὰ ὀφειλήματα ἡμῶν· καὶ γὰρ αὐτοὶ ἀφίεμεν παντὶ τῷ ὀφείλοντι ἡμῖν (: και συγχώρησέ μας τις αμαρτίες μας˙ διότι κι εμείς συγχωρούμε καθέναν που μας έφταιξε και μας είναι χρεώστης λόγω αδικίας που μας έκανε)» [Λουκ. 11, 4].
Ο Κύριος θέλει να είναι αγαθοί και αμνησίκακοι οι μαθητές Του, ώστε με τρόπο άμεμπτο να μπορούν να λένε: «συγχώρησε μας γιατί συγχωρήσαμε». Πω, πω βάθος πλούτου και σοφίας και γνώσης! «Ὦ βάθος πλούτου καὶ σοφίας καὶ γνώσεως Θεοῦ! ὡς ἀνεξερεύνητα τὰ κρίματα αὐτοῦ καὶ ἀνεξιχνίαστοι αἱ ὁδοὶ αὐτοῦ! (: ω ακατάληπτο βάθος πλούσιας αγαθότητας και σοφίας του Θεού, μέσα στην οποία όλα οδηγούνται στο άριστο τέλος τους! Ω πλούτος γνώσεως Θεού, μέσα από την οποία προγνωρίζει το τέλος όλων! Πόσο υπερβαίνουν την ανθρώπινη έρευνα οι κρίσεις και οι αποφάσεις Του, και πόσο είναι αδύνατο στον νου του ανθρώπου να παρακολουθήσει τα ίχνη των σοφών και αγαθών Του μεθόδων, με τις οποίες σώζει τους ανθρώπους!)» [Ρωμ. 11, 33].
Πρώτα προστάζει να ζητούν τη συγχώρεση των δικών τους αμαρτιών, και στην συνέχεια να ομολογούν ότι οπωσδήποτε θα τους συγχωρέσουν και αυτοί. Και για να το πω έτσι, της ανεξικακίας που υπάρχει σε αυτούς θέλουν να γίνει μιμητής ο Θεός, και την αγαθότητα που θα προσφέρουν αυτοί στους ομοδούλους τους, αυτήν ζητούν να λάβουν σε ίσο μέτρο από τον Θεό, ο Οποίος γνωρίζει να απονέμει τα δίκαια σε όλους και να τους παρέχει το έλεός Του. Και να μη νομίζει κάποιος ότι μπορούν οι οποιοιδήποτε να λένε: «συγχώρεσέ μας τις αμαρτίες μας», αλλά εκείνοι μάλλον που είχαν ήδη απομακρυνθεί από τα πταίσματα που είχαν ήδη διαπράξει και είναι αποφασισμένοι και θέλουν να ζήσουν στο εξής όπως ταιριάζει σε αγίους.Πρέπει λοιπόν να ζητάμε από τον Θεό συγχώρεση των αμαρτιών, συγχωρώντας πρώτα εμείς εκείνους με τους οποίους ήρθαμε σε κάποια σύγκρουση, όταν αμαρτάνουν σε εμάς, και όχι στην ίδια τη θεία και υπέρτατη δόξα· γιατί εκείνων δεν είμαστε εμείς κύριοι, αλλά μόνο αυτών που έγιναν σε εμάς.
«καὶ μὴ εἰσενέγκῃς ἡμᾶς εἰς πειρασμόν, ἀλλὰ ῥῦσαι ἡμᾶς ἀπὸ τοῦ πονηροῦ (: και μην επιτρέψεις να πέσουμε σε πειρασμό, αλλά γλύτωσε μας από τον Πονηρό που μας πολεμά)»
Μέχρι το σημείο αυτό σταμάτησε την προσευχή ο Λουκάς, ενώ ο Ματθαίος βρίσκεται να προσθέτει επιπλέον ˙«καὶ μὴ εἰσενέγκῃς ἡμᾶς εἰς πειρασμόν, ἀλλὰ ρῦσαι ἡμᾶς ἀπὸ τοῦ πονηροῦ. ὅτι σοῦ ἐστιν ἡ βασιλεία καὶ ἡ δύναμις καὶ ἡ δόξα εἰς τοὺς αἰῶνας· ἀμήν (: και μην επιτρέψεις να πέσουμε σε πειρασμό, αλλά γλύτωσέ μας από τον Πονηρό που μας πολεμά. Τα ζητούμε όλα αυτά από Εσένα, διότι δική Σου είναι η βασιλεία και η δύναμη και η δόξα στους ατελεύτητους αιώνες. Αμήν) [Ματθ. 6, 13]». [Υπάρχει και στον Λουκά˙ ίσως από άλλη έκδοση να λείπει]. Υπάρχει βέβαια στα λόγια πάρα πολύ μεγάλη ακολουθία˙ γιατί θα ακολουθήσει οπωσδήποτε στο να μην πέσουμε σε πειρασμό, το να γλιτώσουμε από τον πονηρό. Ή πάλι λέγοντας κάποιος ότι είναι το ίδιο να γλιτώσει, με το να μην πέσει σε πειρασμό, να μη σφάλλει ως προς την αλήθεια.
Διδάσκοντάς μας όμως να λέμε αυτά, δεν θέλει να είμαστε ούτε άνανδροι, ούτε δειλοί, αλλά μάλλον ανδρείοι και τολμηροί σε όλα τα επαινούμενα και μαζί με αυτά και μετριόφρονες και φτωχοί πνευματικά, και να μην νομίζουμε ότι οπωσδήποτε και με κάθε βεβαιότητα θα νικήσουμε τον πειρασμό. Γιατί πολλές φορές πέφτει αβάστακτος φόβος στην ψυχή του ανθρώπου και το βάρος του πειρασμού συντρίβει και γενναιότατο φρόνημα. Πρέπει δηλαδή λοιπόν να μη ριχνόμαστε με θράσος στους πειρασμούς, αλλά μάλλον να σκεφτόμαστε την αδυναμία της διάνοιάς μας. Συνεπώς το να αποφεύγουμε βέβαια το να πειραζόμαστε, όταν όμως μας καλεί η περίσταση από ανάγκη σε αυτό, τότε λοιπόν, τότε πρέπει να αγωνιζόμαστε καταβάλλοντας όλες τις δυνάμεις μας. Το είδος βέβαια των πειρασμών είναι διπλό. Ή δηλαδή κάποιος πειράζεται από τους ετερόφρονες, ή από τα πάθη της ατιμίας. Άρα λοιπόν θα πρέπει όταν πειραζόμαστε από τα τόσο φοβερά κακά, ή δεν έχουμε πέσει ακόμα σε αυτά, να προσευχόμαστε και να λέμε «μη μας βάλει σε πειρασμό». Όταν όμως ορμήσει επάνω μας ο πειρασμός, τότε στάσου γενναίος, επίπληξε τη σάρκα, βάλε χαλινάρι στον νου, ζήτησε τη βοήθεια από τον Θεό. Γιατί τότε θα σε βοηθήσει και θα σου δώσει ο Σωτήρας των όλων και Κύριος τη δύναμη να νικήσεις.
ΠΗΓΕΣ:
- Αγίου Κυρίλλου, αρχιεπισκόπου Αλεξανδρείας, Ἐξήγησις ὑπομνηματική εἰς τό κατά Λουκάν εὐαγγέλιον, Πανεπιστήμιο Αιγαίου, ερευνητικό έργο «Οι δρόμοι της πίστης: Ψηφιακή Πατρολογία»
(https://greekdownloads3.files.wordpress.com/2014/09/commentarii-in-lucam_.pdf)
- Αγίου Κυρίλλου Αλεξανδρείας Άπαντα τα έργα, πατερικές εκδόσεις «Γρηγόριος Παλαμάς», εκδ. οίκος «Το Βυζάντιον», Θεσσαλονίκη 2005, «Ὑπόμνημα εἰς τό κατά Λουκᾶν Α΄», κεφάλαιο 11ο, σελ. 449-463.
- Παν. Τρεμπέλα, Η Καινή Διαθήκη μετά συντόμου ερμηνείας, εκδ. Ο Σωτήρ, Αθήνα 1997
- http://www.greek-language.gr/digitalResources/ancient_greek/tools/liddell-scott/index.html
- http://users.sch.gr/aiasgr/Kainh_Diathikh/Biblia/Kainh_Diathikh.htm
- http://users.sch.gr/aiasgr/Palaia_Diathikh/Biblia/Palaia_Diathikh.htm
(Επιμέλεια κειμένου: Ελένη Λιναρδάκη, φιλόλογος)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου