Δευτέρα 22 Μαΐου 2023

ΕΝΑ ΔΡΑΜΑ, ΔΥΟ ΔΡΩΜΕΝΑ, Πασχαλινή Ιστορία

π. Δημητρίου Μπόκου 

Πράξη πρώτη 

«Ἔδοξαν ἐν ὀφθαλμοῖς ἀφρόνων τεθνάναι, καὶ ἐλογίσθη κάκωσις ἡ ἔξοδος αὐτῶν καὶ ἡ ἀφ’ ἡμῶν πορεία σύντριμμα» (Σοφ. Σολ. 3, 2-3) 

Ἀσφυκτιοῦσαν οἱ διάδρομοι τοῦ μικροῦ ἐπαρχιακοῦ νοσοκομείου. Ἁπλωμένα σὲ κάθε γωνιά, ὁπουδήποτε μποροῦσε νὰ βρεθεῖ διαθέσιμος χῶρος, τὰ στρατιωτικὰ ράντζα γέμιζαν μὲ τραυματίες καὶ ἀρρώστους ἀπὸ τὸ μέτωπο. Οἱ περήφανοι νικητές, ἀλύγιστοι μαχητὲς στὰ πεδία τῶν μαχῶν, κείτονταν ἐδῶ νικημένοι ἀπὸ συντριπτικὰ τραύματα, φριχτὰ κρυοπαγήματα, βαριὲς πνευμονίες. 

Ὁ νεαρὸς στρατιώτης τραντάχτηκε ἀπὸ δυνατὸ βήχα, ἐνῷ τὰ φλογισμένα του μάτια ἔσταξαν δάκρυα στὰ σκαμμένα του μάγουλα. Τὸ ἀδύναμο στῆθος του ἀνεβοκατέβαινε μὲ κόπο. Πνιγμένη ἀπὸ ἀγωνία ἡ γυναίκα του, ἔσφιξε τὸ χέρι του μὲς στὸ δικό της. Εἶχε τρέξει εἰδοποιημένη ἀπ’ τὸ χωριό τους ἐπειγόντως, παρατώντας πίσω τὰ τέσσερα ἀνήλικα παιδιά τους. Μὰ τί μποροῦσε νὰ τοῦ κάμει; Τὸν κοίταζε μὲ τὰ στοχαστικά της μάτια γεμάτη ἀγάπη, μὰ ἔνιωθε ἀνήμπορη κι αὐτή. Προσπαθοῦσε μάταια νὰ τοῦ σταλάξει ἐλπίδα. Οἱ γιατροὶ δὲν αἰσιοδοξοῦσαν καθόλου. Τὰ πνευμόνια του εἶχαν σχεδὸν καταστραφεῖ. Οἱ τόσοι μῆνες ὑπαίθριας ἀποκλειστικὰ διαβίωσης, μὲς στὴ σκληρὴ βαρυχειμωνιά, εἶχαν κάνει καλὰ τὴ δουλειά τους. Τὸν εἶχαν βαρυφορτώσει μὲ μιὰ γερὴ πνευμονία σὲ πολὺ προχωρημένο στάδιο. 

Ὁ καλός της δὲν θὰ ἄντεχε γιὰ πολύ. Τὸ καταλάβαιναν καὶ οἱ δυό τους, δὲν ἔτρεφαν ψευδαισθήσεις γι’ αὐτό. Ἡ θεραπευτικὴ ἀγωγὴ ποὺ τοῦ παρεχόταν ἦταν ὑποτυπώδης. Τὸ φτωχικὸ νοσοκομεῖο, λειτουργώντας ὑπὸ συνθῆκες πολέμου, δὲν κάλυπτε οὔτε τὰ στοιχειώδη. Ξενύχτησε μερόνυχτα δίπλα του, στὴν ἀπόλυτη ἀνέχεια κι αὐτή, ἴσα-ἴσα γιὰ νὰ ζεσταίνει τὴν ψυχή του στὶς τελευταῖες του στιγμές. Τῆς ζήτησε νὰ εἶναι δυνατὴ στὰ ἐπερχόμενα δεινά, νὰ φροντίζει, ὅ,τι κι ἂν γίνει, τὰ παιδιά τους, ποὺ δὲν μπόρεσε νὰ τὰ ξαναδεῖ, ἀφότου ἔφυγε γιὰ τὸ μέτωπο. Μὲ τὸν καημό τους στὴν καρδιὰ καὶ τὸ ὄνομά τους στὰ χείλη του ὁ νεαρὸς στρατιώτης ἔσβησε ἕνα ἥσυχο πρωινό, γέρνοντας ἁπαλὰ στὴν ἀγκαλιά της. 

Ὁ πόλεμος ἔφερε τὴ μαύρη κατοχή, τὴν πείνα, τὸν θάνατο. Τὸ σκοτάδι σκέπασε τὰ πάντα. Ἡ νεαρὴ πικραμένη μάνα πάλεψε γιὰ τὰ μικρὰ βλαστάρια της στὶς πιὸ ἀντίξοες συνθῆκες μὲ νύχια καὶ μὲ δόντια. Μὰ δὲν ἄντεξε κι αὐτὴ γιὰ πολύ. Ἡ κακουχία τῆς σκληρῆς σκλαβιᾶς, τὰ βάσανα, ὁ πόνος, τὴν ἔστειλαν γρήγορα νὰ συναντήσει τὸν ἀδικοχαμένο ἄντρα της. Τὰ τέσσερα παιδιὰ ὀρφάνεψαν γιὰ δεύτερη φορά. Ἔμειναν τώρα πιὰ πραγματικὰ στοὺς πέντε δρόμους. Μά -ὁ Θεὸς νὰ τοὺς ἔχει καλά- βρέθηκαν οἱ θεῖοι καὶ οἱ θειές τους. Ὅλοι τους μὲ μικρὰ παιδιά, πῆραν καὶ ἀπὸ ἕνα ὀρφανό, τὸ φρόντισαν μαζὶ μὲ τὰ δικά τους. Ψυχικὸ ἔκαναν οἱ ἄνθρωποι βέβαια, μὰ τὰ ἀδερφάκια χώρισαν πιά. Στὴ συνέχεια ὁ πόλεμος, ἡ κατοχή, τὸ ἀντάρτικο, ξερίζωσαν τοὺς ἀνθρώπους, τοὺς σκόρπισαν ἀπ’ τὰ χωριά τους. Τὰ πονεμένα ὀρφανὰ μεγάλωσαν χωρὶς νὰ ξαναβρεθοῦν ποτὲ μεταξύ τους. 

Δεκαπέντε χρόνια ἀργότερα ἡ χώρα μάζευε ἀκόμα τὰ κομμάτια της. Ὁ κόσμος πάλευε νὰ πάρει τὸ ἀπάνω του. Εἶπαν καὶ τὰ ὀρφανὰ νὰ σμίξουν κάποτε, νὰ γνωριστοῦν μεταξύ τους, νὰ ἀγκαλιαστοῦν σὰν ἀδέρφια ξανά. Ὅρισαν νὰ κάνουν Πάσχα μαζί, νὰ βρεθοῦν στὸν τόπο τους, ν’ ἀνοίξουν γιὰ μιὰ φορὰ τὸ σφραγισμένο πατρικό τους, νὰ σκύψουν στὰ χορταριασμένα μνήματα τῶν γονιῶν τους. Ἦταν πιὰ ἀπὸ δεκαοχτὼ ὣς εἰκοσπέντε χρονῶν, παλληκαράκια καὶ κοπελοῦδες ὅλα τους. Οἱ καρδιές τους σπαρταροῦσαν ἀνυπόμονα νὰ συναντηθοῦν. Ἡ λαχτάρα τους δὲν ἔλεγε νὰ σιγάσει. 

Δυὸ μέρες σχεδὸν πρὶν ἀπὸ τὸ Πάσχα, νύχτα Μεγάλης Πέμπτης, ξεκίνησαν γεμάτα κόσμο -ἀνάμεσά τους καὶ τὰ τέσσερα ὀρφανά- τέσσερα τρένα ἀπὸ τὶς τέσσερες γωνιὲς τῆς χώρας. Μὰ ἦρθε τὸ ξημέρωμα τῆς Μεγάλης Παρασκευῆς, χωρὶς νὰ φτάσει στὸν προορισμό του κανένα. Μὲ τὶς ὑποτυπώδεις τότε ἐπικοινωνίες, ὁ κόσμος ἄργησε νὰ πληροφορηθεῖ τί συνέβη. Μὰ τελικά, ὅσο νὰ κλείσει ἡ μαύρη μέρα τῆς Μεγάλης Παρασκευῆς, σ’ ὁλόκληρη τὴ χώρα μαθεύτηκαν τὰ συγκλονιστικὰ μαντάτα. Ἀνθρώπινα λάθη, ἄθλιες ὑποδομές, ἐγκληματικὲς παραλείψεις, ἐνδοεπικοινωνίες ἀνύπαρκτες, ὅλα μαζὶ συνωμότησαν κρυφὰ στὸ θολὸ νυχτερινό -μὲ ὁρατότητα μηδέν- ὀμιχλῶδες τοπίο καὶ ὁδήγησαν τὰ τρένα σὲ φοβερὴ φονικὴ σύγκρουση μεταξύ τους. Δυὸ στὸν βορρᾶ καὶ δυὸ στὸν νότο. Μὲ ἑκατοντάδες τραυματίες καὶ δεκάδες νεκρούς. Ἀνάμεσά τους καὶ τὰ τέσσερα ὀρφανά. Κάθε σπίτι εἶχε τὸν πόνο του. Ποιὰ μάνα ὅμως καὶ ποιὸς πατέρας θὰ ἔκλαιγε τὰ τέσσερα ὀρφανά; Ἔρημα στὴ ζωή, ἔρημα καὶ στὸν θάνατο. Ὅπου φτωχὸς καὶ ἡ μοίρα του! Μὰ ὄχι! Ἡ ἀνθρωπιὰ δὲν εἶχε χαθεῖ ἀκόμα ἐντελῶς. 

Τὴ μέρα τοῦ πένθιμου ἐκείνου Πάσχα τέσσερα σκεπασμένα φέρετρα στοιβάχτηκαν στὴ μικρὴ ἐκκλησία. Τὸ χωριὸ συγκλονισμένο μαζεύτηκε ὁλόκληρο. Ἡ τραγωδία τσάκιζε κόκκαλα. Ὁ πατέρας χάθηκε! Ἡ μάνα χάθηκε! Τὰ τέσσερα παιδιὰ χάθηκαν! Καὶ ὅλοι πάνω στὰ νιάτα τους! Ὁλόκληρη ἡ οἰκογένεια ξεκληρίστηκε! Καὶ οἱ πιὸ ἀδιάφοροι ἔνιωσαν τὴν ἀνάγκη νὰ παρευρεθοῦν. Ἡ καρδιά τους σφιγμένη, λύγιζε ἀπὸ τὴ συντριβή. Τὸ ἀδόκητο φόβιζε, πάγωνε μὲ τὸ πέταγμά του σὰν μαῦρο πουλὶ τὴν πασχαλιάτικη μέρα. Ἀκολούθησαν σύσσωμοι τὴ νεκρικὴ πομπή, ἀκούμπησαν τὰ φέρετρα πάνω στὰ μνήματα τῶν γονιῶν. Θὰ ξανάσμιγε ἐπιτέλους ἡ τραγικὴ οἰκογένεια, μὰ μὲ μακάβριο τρόπο. Δὲν βρέθηκαν κοντὰ στὴ ζωή, τοὺς ἔσμιξε ὅμως ὁ θάνατος. Δὲν πρόλαβαν νὰ ἀγκαλιαστοῦν ζωντανοί, θὰ ἀγκαλιάζονταν τώρα κάτω ἀπὸ τὶς βαριὲς ταφόπλακες. Στὴν ἀγκαλιὰ τῆς μαύρης γῆς γονεῖς καὶ παιδιὰ θὰ βρίσκονταν ξανὰ ὅλοι μαζί. 

Στὰ τελευταῖα λόγια τοῦ παπᾶ τὰ χέρια ὑψώθηκαν γιὰ τελευταία φορά. Σήκωσαν τὰ μαῦρα φέρετρα, τὰ ἀπέθεσαν στὸ κρύο φρεσκοσκαμμένο χῶμα. Οἱ λίγοι συγγενεῖς ποὺ παρευρίσκονταν ἔσυραν θρῆνο δυνατό. Ἡ γοερή τους κραυγὴ ἔσκισε τὴν πένθιμη ἀτμόσφαιρα. Μὰ καὶ ὅλο τὸ χωριὸ σιγοντάρησε. Δὲν ἔμεινε μάτι ἀδάκρυτο, στῆθος χωρὶς στεναγμό. Ἔκλαψαν ὅλοι πικρὰ τὰ ἄγουρα νιάτα ποὺ ἔσβησαν, τὰ ὄμορφα λουλούδια ποὺ μαράθηκαν πρόωρα. Καταράστηκαν τὸ κοφτερὸ δρέπανο τοῦ χάρου ποὺ θέριζε ἀδιάκριτα καὶ τυφλά. Θρήνησαν τοὺς τρυφεροὺς βλαστούς, ποὺ μόλις ἄνοιξαν τὰ φύλλα τους, κόπηκαν. Τὸ φῶς ποὺ ἔσβησε πάνω στὴν ἀνατολή. Στὸ μικρὸ χωριὸ δὲν χάρηκε κανένας Ἀνάσταση, ἡ πίκρα καὶ τὸ πένθος σκέπασαν τὴ Λαμπρὴ καὶ τὸ Πάσχα. Ἕνα πένθιμο μαῦρο πανὶ κρεμάστηκε μεσίστιο στὴν πόρτα τῆς κάθε καρδιᾶς. 

Πράξη δεύτερη 

«Καὶ εἶδον οὐρανὸν καινὸν καὶ γῆν καινήν» (Ἀποκ. 21, 1) 

Τότε ξαφνικὰ ὁ σιωπηλὸς οὐρανὸς βρόντηξε. Ἕνα δυνατὸ ἀστραπόβροντο ἔσκισε τὸν ἀέρα, ἐξακοντίζοντας λάμψη στὰ πέρατα. Ἡ γῆ σείστηκε ἀπ’ ἄκρη σ’ ἄκρη δυνατά. Σήκωσαν ὅλοι τὰ βλέμματα ψηλά. Στὰ πλάτη τοῦ οὐρανοῦ φάνηκε νὰ φτερουγίζει ἀρχάγγελος φωτεινός. Ἡ φωνή του ἀντήχησε βροντερὴ σὰν σάλπιγγα Θεοῦ. Δυνατὸς ἄνεμος φύσηξε, πῆρε νὰ διώχνει τὰ σύννεφα βιαστικά. Στὰ αἰθέρια ὕψη τεράστιες κουρτίνες φάνηκαν νὰ τυλίγονται γρήγορα «ὡσεὶ περιβόλαιον», πετάχτηκαν «ὡς ἱμάτιον» παλαιωμένο στὶς ἄκρες τοῦ οὐρανοῦ. Τὸ βαθὺ γαλάζιο τοῦ ἄπειρου ἄνοιξε στὰ δυὸ σὰν πελώριο παράθυρο. «Ὁ πρῶτος οὐρανὸς καὶ ἡ πρώτη γῆ ἀπῆλθον».

Ἕνας ἄγνωστος κόσμος, διαφορετικός, ἀνοίχτηκε μπρὸς στὰ κατάπληκτα μάτια τῶν φτωχῶν ἀνθρώπων. Μιὰ ὀνειρεμένη νέα πραγματικότητα ξεπήδησε ἀπ’ τὸ οὐράνιο παράθυρο, φάνηκε νὰ ἐπικαλύπτει τὴ ζοφερὴ πλάση ποὺ εἶχαν ὣς τότε μπροστά τους. Ἕνας φωτεινὸς ἥλιος ἀνέβαινε ἀπὸ τὴ ρόδινη ἀνατολή, γέμιζε χρυσαφένιες ἀχτίνες τὰ σύμπαντα. Ἀστραφτερὰ σύννεφα, νεφέλες ὁλόφωτες ταξίδευαν στὸν ἀπέραντο οὐρανό. Σὲ μιὰ διάφανη σὰν τὸ γυαλὶ γαλανὴ θάλασσα ἄσπρα καράβια φάνηκαν νὰ ἀρμενίζουν καλοτάξιδα. Ἁπαλὸς δροσερὸς ἄνεμος φούσκωνε τὰ κατάλευκα πανιά τους. Καταπράσινες κοιλάδες, ἀνθοβολώντας εὐωδιαστὲς μυριόχρωμες ἀνταύγειες, ἀγκάλιαζαν τὶς ἀπέραντες λευκὲς ἀκτές. Στὴ συνέχεια, ἀτέλειωτες λοφοσειρὲς ἔδιναν τὴ σειρά τους σὲ κατάσκια δασωμένα βουνά, ποὺ ἁπλώνονταν κυματιστὰ ὅλο καὶ ψηλότερα, ὣς ἐκεῖ ποὺ ἔφτανε ἀνθρώπου μάτι, ἀπολήγοντας σὲ μακρινὲς πανύψηλες χιονοσκέπαστες κορφές, βυθισμένες στὰ πελώρια κάτασπρα σύννεφα. 

Πεντακάθαρες γάργαρες πηγὲς ἀνάβλυζαν παντοῦ. Δροσερὰ ποτάμια μὲ κρυστάλλινα νερὰ πότιζαν τὴν παρθενικὴ ἀνέγγιχτη γῆ. Βουεροὶ καταρράχτες σήκωναν σύννεφα νεροῦ ποὺ ἰρίδιζαν μαγευτικὰ στὶς ἀχτίνες τοῦ ἥλιου. Ἀμέτρητες πανέμορφες λίμνες, σὲ βουνὰ καὶ κάμπους ἀνάμεσα σπαρμένες, ἔδιναν εἰκόνες πρωτόφαντης ὀμορφιᾶς. Ἀετοὶ μεγαλόπρεποι ἄνοιγαν φτεροῦγες τεράστιες, μικρότερα πουλιὰ ποικιλόχρωμα ἔσκιζαν τοὺς μυρωμένους αἰθέρες. Κρωγμοί, τριγμοί, κελαδήματα σὲ παναρμόνια σύνθεση δονοῦσαν χαρούμενα τὴν ἀτμόσφαιρα, ἐνῷ ἀμέτρητα «ζῶα μικρὰ μετὰ μεγάλων» ἔδιναν τὸν δυναμικό τους παλμὸ στὴν ὑπέροχη πλάση ποὺ ἔσφυζε ἀπὸ ζωή. Τὰ πάντα ἔλαμπαν πνιγμένα στὸ φῶς. Ὁ παλιὸς κόσμος εἶχε χαθεῖ. Καινοὶ οὐρανοὶ καὶ γῆ καινὴ εἶχαν πάρει τὴ θέση του. Ἕνας θαυμαστὸς καινούργιος κόσμος εἶχε ἀναδυθεῖ, ἀλλάζοντας ριζικὰ καθετὶ προηγούμενο. 

Οἱ φτωχοὶ χωρικοὶ εἶχαν μείνει ἄναυδοι. Ἔβλεπαν πετρωμένοι, μαγεμένοι, ἀκίνητοι. Ἐξωπραγματικὰ δρώμενα ξετυλίγονταν μπροστά τους. Καὶ νά! Ἕνας ἵππος λευκὸς φάνηκε νὰ καλπάζει στὸ ἄνοιγμα τοῦ οὐρανοῦ. «Καὶ ὁ καθήμενος ἐπ’ αὐτόν», νικηφόρος πολεμιστὴς καὶ δίκαιος κριτής, ὀνομαζόταν «πιστὸς καὶ ἀληθινός». Τὰ μάτια του ἔλαμπαν σὰν φλόγα φωτιᾶς. Τίποτε δὲν μποροῦσε νὰ παραμείνει κρυφὸ καὶ σκοτεινὸ μπροστά του. Τίποτε δὲν μποροῦσε νὰ περάσει ἀπαρατήρητο ἀπὸ τὸ φωτεινὸ βλέμμα του. Στὸ κεφάλι του ἦταν τοποθετημένα «διαδήματα πολλά», πολύτιμα στέμματα μὲ ἄπειρα ὀνόματα γραμμένα ἐπάνω τους. Μὰ ὑπῆρχε καὶ ἕνα ὄνομα μυστικό, ποὺ δὲν τὸ γνώριζε κανένας ἄλλος, παρὰ μόνο αὐτός. 

Ὁ ἐπιβλητικὸς ἄνδρας, ὡραιότατος μέσα στὴ στρατιωτική του στολή, ἔφερε ἐρυθρὰ τὰ ἱμάτια, βαμμένα στὸ αἷμα του, γιατὶ ἐρχόταν ἀπὸ τὴ γῆ, «ἐκ Βοσόρ, ὅπερ ἐστί, τῆς σαρκός».Εἶχε πολεμήσει μόνος του στὴν ἐχθρικὴ χώρα τῆς Ἐδώμ, θυσιάστηκε, ἔγινε «ἀρνίον ἐσφαγμένον». Ἀλλὰ μὲ τὸν θάνατό του εἶχε κατανικήσει καὶ συντρίψει αὐτοὺς ποὺ ἐπιβουλεύονταν τοὺς ἀδελφούς του στὴ γῆ. «Θανάτῳ θάνατον πατήσας». Καὶ τώρα ἀνέβαινε μὲ δύναμη πολλή, «ἐν ἀλαλαγμῷ καὶ ἐν φωνῇ σάλπιγγος», θριαμβευτὴς στὸν οὐρανό. 

Ἡ φωνή του ἦταν ὅμοια μὲ βροντή. Πρὸ πάντων τῶν αἰώνων κλήθηκε τὸ ὄνομά του: «Ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ». Γι’ αὐτὸ καὶ «βοᾷ μετὰ ἰσχύος πολλῆς: Ἐγὼ διαλέγομαι δικαιοσύνην καὶ κρίσιν σωτηρίου». Κηρύττω δικαιοσύνη. Οἱ ἀποφάσεις μου καὶ οἱ κρίσεις μου εἶναι σωτήριες. Ἀπὸ τὸ στόμα του ἐκπορευόταν δίστομη ὀξεία ρομφαία. Στὸ ἱμάτιο καὶ στὸν μηρό του ἔφερε γραμμένο ἕνα ἀκόμα μοναδικὸ ὄνομα: «Βασιλεὺς βασιλέων καὶ Κύριος κυρίων».

Ἀναρίθμητα πλήθη ἀγγελικῶν στρατευμάτων φάνηκαν νὰ καλπάζουν πίσω ἀπὸ τὸν ἔνδοξο οὐράνιο βασιλέα. Ὅλοι τους ἦταν πάνω σὲ λευκὰ ἄλογα, «ἐνδεδυμένοι βύσσινον λευκὸν καθαρόν». Φοροῦσαν στολὲς ἀπὸ κατάλευκο λινὸ βασιλικὸ ὕφασμα, πολὺ λεπτό, καθαρό, πολυτελὲς καὶ πολύτιμο. Μὰ ἐξ ἴσου ἀναρίθμητα ἦταν καὶ τὰ πλήθη τῶν ἀνθρώπων ποὺ τὸν κύκλωναν. Φοροῦσαν καὶ αὐτοὶ κατάλευκες στολὲς καὶ ἦταν στεφανωμένοι μὲ χρυσὰ διαδήματα. Τὰ λυγερὰ νεανικά τους σώματα φεγγοβολοῦσαν μὲ ὑπερκόσμια ὑπέρφωτη λάμψη. 

Οὐράνιο τόξο ὁλοστρόγγυλο πρόβαλε καταμεσῆς στὸν οὐρανό. Στὸ κέντρο τοῦ ἀκτινοβόλου του δίσκου στήθηκε ὁ θρόνος τοῦ μεγάλου βασιλέως Χριστοῦ, «ὡς πῦρ ἐξαστράπτον» καὶ «ὡς ὅρασις κρυστάλλου» καὶ «ὡς ὅρασις λίθου σαπφείρου». Σὲ δώδεκα θρόνους λαμπροὺς κάθισαν γύρω του οἱ θεοφόροι ἀπόστολοι. Μὰ στὴν τιμητικότερη θέση, πάνω ἀπ’ ὅλους, στὰ δεξιὰ τοῦ θρόνου, «περιβεβλημένη τὸν ἥλιον», μὲ τὴ σελήνη «ὑποκάτω τῶν ποδῶν αὐτῆς», ἔλαμπε ἡ πανάχραντη Μητέρα τοῦ Θεοῦ. Στὸ κεφάλι της ἄστραφτε στεφάνι φωτεινὸ ἀπὸ δώδεκα ἀστέρια. Ἦταν ἡ ἐστεμμένη βασίλισσα ἀγγέλων καὶ ἀνθρώπων, ἡ χαρὰ τῆς οἰκουμένης. 

Συνωθήθηκαν γύρω τους μὲ ἀπόλυτη τάξη οἱ ἀμέτρητες στρατιές. Σὲ δόξα καὶ πλῆθος ὑπερτεροῦσαν τὰ νέφη τῶν μαρτύρων. Δὲν ἦταν μόνο ὅσοι ἔδωσαν τὸ αἷμα τους καὶ τὴ ζωή τους γιὰ τὸν Χριστό. Ἦταν καὶ ὅσοι δοκιμάστηκαν σκληρὰ στὴ ζωή τους μὲ ἀρρώστιες καὶ βάσανα, ἀλλὰ τὰ σήκωσαν ἀγόγγυστα, δοξάζοντας τὸν Θεό. Ἡ ὑπομονή τους λογίστηκε ὡς μαρτύριο. Στεφανώθηκαν σὰν μάρτυρες κι αὐτοί. 

Δυὸ λαμπρὲς πριγκιπικὲς μορφὲς ξεχώρισαν ἀμέσως ἀνάμεσά τους καὶ προχώρησαν ὣς τὸν ὑπέρλαμπρο θρόνο. Ἔκθαμβοι οἱ χωρικοὶ ἀναγνώρισαν στὰ φωτεινὰ πρόσωπά τους τὸν νεαρὸ στρατιώτη μὲ τὴ γυναίκα του. Ἡ ὀμορφιά τους ἦταν ἀσύγκριτη. Γονάτισαν εὐλαβικὰ μπρὸς στὸν ὑπέρτατο βασιλέα. Τὸ πύρινο βλέμμα του τοὺς ἀγκάλιασε μὲ ἀπέραντη στοργή. 

- Τί θέλουν οἱ ἀγαπημένοι μου; ρώτησε μὲ ἱλαρὸ χαμόγελο.

- Τὰ παιδιά μας, Κύριε! εἶπαν ἐκεῖνοι χωρίς, ἀπὸ σεβασμό, νὰ ὑψώσουν τὸ βλέμμα τους. Θερίστηκαν πρόωρα κι αὐτά, στερήθηκαν τὴ ζωή τους, ἔρχονται, νά τα, καταφτάνουν. Ἐσὺ μπορεῖς νὰ τὸ ἀποτρέψεις αὐτό, ἀγαπημένε μας Κύριε! Δὲν τοὺς ἀξίζει τόσος πόνος, τέτοιος θάνατος. Ἄγουρα στάχυα, νέα παιδιὰ εἶναι ἀκόμα. 

Τὴν ἴδια στιγμὴ ἕνα λευκὸ καράβι σταματοῦσε μπροστά τους, μὲ τὰ πανιά του ἁπλωμένα στὴ λεπτὴ αὔρα, γεμάτο ἀνθρώπους ἀπὸ τὴ γῆ. Ἦταν «οἱ ἐρχόμενοι ἀπὸ τῆς θλίψεως τῆς μεγάλης». Ὅλοι αὐτοὶ ποὺ βίωσαν τὴν ἔσχατη ἀγωνία καὶ τὴν ἄφατη ὀδύνη, ἀφήνοντας τὴν τελευταία τους πνοὴ στὴν τρομαχτικὴ σύγκρουση τῶν τρένων. Πλῆθος ἀγγέλων τοὺς συνόδευε. Ὁ οὐράνιος ἄρχοντας σηκώθηκε ἀπὸ τὸν θρόνο του καὶ στάθηκε ὄρθιος νὰ τοὺς ὑποδεχτεῖ, σὰν τὸν οἰκοδεσπότη ποὺ καλωσορίζει τοὺς καλεσμένους του. Μὰ πιὸ πολὺ ἔμοιαζε μὲ τὸν πατέρα, ποὺ μὲ λαχτάρα ξανάβλεπε τὰ ξενιτεμένα του παιδιὰ μετὰ ἀπὸ μακρόχρονο χωρισμό. Τοὺς ἀγκάλιαζε ἕναν-ἕναν, τοὺς ἔσφιγγε, τοὺς φιλοῦσε στοργικά. Τὸ πρόσωπό του ἀκτινοβολοῦσε ἀπέραντη ἀγάπη. Κι ἐκεῖνοι ἔνιωθαν σὰν βρέφη τρυφερὰ στὸ θάλπος μητρικῆς ἀγκαλιᾶς. 

Μὰ ἰδιαίτερη ὑποδοχὴ ἐπιφύλαξε στὰ τέσσερα ὀρφανὰ καὶ μὲ ὁλόθερμη στοργὴ τὰ ὑποδέχτηκε. Ἀπὸ τὴ μία ἔκπληξη τὰ τέσσερα ἀδέλφια περνοῦσαν θαμπωμένα στὴν ἄλλη. Ἀφοῦ τὰ ἀγκάλιασε καὶ τὰ καταφίλησε ὁ Χριστός, τοὺς ἔδειξε τὸ πριγκιπικὸ ζευγάρι ποὺ περίμενε. Τὰ ἔσπρωξε στὴν ἀγκαλιὰ τῶν γονιῶν τους. Ἦταν μικρὰ παιδιὰ ὅταν τοὺς ἔχασαν. Βλεπόντουσαν τώρα γιὰ πρώτη φορὰ μετὰ ἀπὸ δεκαπέντε χρόνια. Ἀγκαλιάστηκαν σφιχτὰ μὲ χαρούμενα ξεφωνητά, ριγώντας ἀπὸ συγκίνηση, μὲ τὰ μάτια τους νὰ τρέχουν ἀσταμάτητα. Ἐπιτέλους ξανάσμιγε πραγματικὰ ἡ πονεμένη οἰκογένεια μέσα σὲ πέλαγος ἀνεκλάλητης χαρᾶς. 

Τὰ παιδιὰ δὲν χόρταιναν νὰ τοὺς περιεργάζονται. 

- Μαμά! Μπαμπά! Τί ὡραῖοι ποὺ εἶστε! Τί ὀμορφιὰ εἶναι αὐτὴ ποὺ ἔχετε! Τί ὄμορφα ποὺ εἶναι ὅλα ἐδῶ πέρα! Πῶς ἀλλάξατε ἔτσι, μαμά! 

- Ἔτσι δοξάζεται ἐδῶ ὅποιος ὑποφέρει στὴ γῆ, παιδιά μου! Ὅ,τι στερηθήκαμε ἐκεῖ, τὸ ἀπολαμβάνουμε ἐδῶ σὲ ἑκατονταπλάσιο βαθμό. Ὁ Κύριός μας εἶναι ἀφάνταστα γενναιόδωρος. Ἡ ἀγάπη του ἀπροσμέτρητη. Ἡ χαρά μας ἀπερίγραπτη. Ὁ Παράδεισος δὲν ἔχει κάτι ἀντίστοιχο στὴ γῆ νὰ συγκριθεῖ. Μὰ καὶ σεῖς, κοιτάξτε πῶς ἔχετε ἀλλάξει τώρα! Ἀστράφτετε ἀπὸ τὸν θεῖο δοξασμό σας καὶ σεῖς, ὁλόφωτοι γίνατε μέσα στὸ φῶς τοῦ Χριστοῦ. 

Ὁ μεγάλος ἄρχοντας ποὺ ἐξουσίαζε τὰ πάντα, οὐρανὸ καὶ γῆ καὶ τὰ καταχθόνια, εἶχε ὁλοκληρώσει τὴν ὑποδοχὴ τῶν καινούργιων. Στράφηκε πρὸς τὸ μέρος τους. 

- Καλέ μου πρίγκιπα, καλή μου πριγκίπισσα, εἶπε καλοσυνάτος, ἂς διαλέξουν τὰ παιδιά σας ὅ,τι ἐπιθυμοῦν. Εἶμαι πρόθυμος νὰ κάνω ὅ,τι μοῦ ζητήσουν. Εἴτε νὰ μείνουν ἐδῶ, εἴτε νὰ ἐπιστρέψουν ξανὰ στὴ γῆ. Ὅ,τι κι ἂν θελήσουν, θὰ τὸ κάνω γιὰ χάρη σας. 

Τὰ τέσσερα ἀδέλφια κοιτάχτηκαν ἀπορημένα. Νὰ γυρίσουν ξανὰ στὴ γῆ; Νὰ φύγουν ἀπ’ τὸ ἀνέκφραστο πανηγύρι τῆς χαρᾶς καὶ νὰ γυρίσουν πάλι στὸν πόνο καὶ τὰ βάσανα; Δὲν πόνεσαν ἀρκετὰ μέχρι τώρα; Τὰ τρυφερά τους χρόνια ζυμώθηκαν μὲ τὴν ὀδύνη καὶ τὸ δάκρυ τοῦ πικροῦ χωρισμοῦ. Νὰ χωρίσουν πάλι μετὰ ἀπ’ τὸ φανταστικὸ αὐτὸ ἀντάμωμα; Δεκαπέντε ὁλόκληρα χρόνια τὸ ὀνειρεύονταν. Γιὰ ποιὸ λόγο νὰ γυρίσουν; Ἀκόμα κι ἂν ὅλες οἱ χαρὲς τῆς γῆς τὰ περίμεναν μαζεμένες, καὶ πάλι δὲν θά ’ταν τίποτε μπρὸς στὴν ἀπέραντη ὀμορφιὰ καὶ τὴ χαρὰ ποὺ τώρα γεύονταν στὴν ἀγκαλιὰ τοῦ Παραδείσου. 

- Πόσο λαχταροῦσα τὴν ἀγκαλιά σου, μπαμπά μου! εἶπε ἡ μικρή, δεκαοχτάχρονη τώρα πιά, κόρη. Εἶχα νὰ τὴ νιώσω ἀπὸ τριῶν ἐτῶν, ὅταν μᾶς ἔσφιξες γιὰ τελευταία φορὰ πρὶν φύγεις γιὰ τὸν πόλεμο καὶ μᾶς φίλησες. Θυμᾶσαι ποὺ σοῦ φώναζα κλαίγοντας νὰ μὲ πάρεις μαζί σου, ὅπου κι ἂν πᾶς ἐσύ, μπαμπά; Ποτέ μου δὲν σταμάτησα νὰ κλαίω μέχρι τώρα στὴ θύμηση τῆς ἀγκαλιᾶς σου ἐκείνης. Καὶ σένα, μαμά μου, δὲν σὲ ξέχασα ποτέ! Δὲν ἔζησα πικρότερη στιγμὴ στὴ ζωή μου ἀπὸ τὴ μέρα ποὺ ἔσβησες στὰ παιδικά μας χέρια καὶ μείναμε πεντάρφανα στὴν ἐρημιά. Τί ἦταν ἐκεῖνο ποὺ ζήσαμε, τί τραγωδία, Θέ μου! Τὸ δάκρυ στὴν καρδιά μας δὲν στέγνωσε ποτέ. 

- Πῶς εἶναι δυνατὸν νὰ ἀντέξουμε τώρα ἕνα νέο χωρισμό; εἶπαν μὲ ἕνα στόμα καὶ τὰ τέσσερα παιδιά. 

- Κι ἂν στὴ ζωὴ λοξοδρομήσουμε; Ἂν κάποιος πειρασμὸς μᾶς σπρώξει ἀλλοῦ, σὲ ἄλλα μονοπάτια; Καὶ δὲν τὰ καταφέρουμε νὰ ξαναβροῦμε τὸν δρόμο μας γιὰ ἐδῶ; εἶπε μὲ περίσκεψη ὁ μεγαλύτερος γιός. Τί κάνουμε τότε; Νὰ τὰ χάσουμε ὅλα; Νὰ διακινδυνεύσουμε τὴν ἐπάνοδό μας; Ὄχι, βέβαια! Γιὰ νά ’ρθουμε ἐδῶ τόσο νωρίς, δὲν θά ’ταν σίγουρα συμφέρον μας νὰ παραμείνουμε ἄλλο στὴ γῆ. Ἐδῶ εἶναι ὁ κόσμος μας. Δὲν τὸν ἀλλάζουμε μὲ τίποτε! 

-Ὅπως θέλετε, λατρευτά μου παιδιά! εἶπε ὁ Χριστός, ποὺ τὰ ἀγκάλιαζε μὲ ἄπειρη ἀγάπη. Γιὰ τὸν πόνο ποὺ περάσατε στὴ γῆ καὶ τήν πρόωρη στέρηση τῆς ζωῆς σας, ἀλλὰ καὶ γιὰ τὸν ὀδυνηρό, πικρό σας θάνατο, θὰ ζήσετε παντοτινὰ ἐδῶ μὲς στὴν ὑπέρτατη χαρὰ καὶ εὐτυχία. 

- Προστεθήκαμε ἤδη στὸ γένος μας, Κύριε! Βρήκαμε τὴν ποθεινή μας πατρίδα, τὴν ἀληθινή μας οἰκογένεια. Καὶ ὄχι μόνο τοὺς γονεῖς μας. Ὅλος αὐτὸς ὁ παραμυθένιος σου κόσμος εἶναι τὸ σπίτι μας, νιώθουμε κιόλας δικούς μας ὅλους αὐτοὺς ποὺ σὲ περιστοιχίζουν, τὶς χιλιάδες καὶ μυριάδες ἀγγέλων καὶ ἀνθρώπων γύρω σου. Μὰ πάνω ἀπ’ ὅλα, ἡ ἀνείπωτη χαρά μας εἶναι νὰ βλέπουμε ἐσένα, τὸ ἄρρητο κάλλος τῆς μορφῆς σου, Κύριε! Ἐσὺ εἶσαι ὁ Παράδεισος, ἡ πηγὴ τῆς ἀνέκφραστης ὀμορφιᾶς του. Ὅλα καὶ ὅλοι ἐδῶ ἀπὸ ἐσένα καὶ μόνο ὀμορφαίνουν, λάμπουν, δοξάζονται, «τὴν καλὴν ἀλλοίωσιν ἀλλοιωθέντες». Πῶς μποροῦμε νὰ τὸ χάσουμε αὐτό; Τώρα ποὺ γευτήκαμε «τὸ ἀμήχανον κάλλος» σου, πῶς εἶναι δυνατὸν νὰ ζήσουμε, χωρὶς νὰ βλέπουμε τὸ γαλήνιο πρόσωπό σου; 

- Ὅμως, μιὰ χάρη θὰ τὴ θέλαμε ἀκόμα, Κύριε! μίλησε τώρα ἡ μεσαία κόρη. 

- Ζητῆστε μου ὅ,τι θέλετε καὶ θὰ σᾶς δοθεῖ, παιδιά μου! εἶπε πρόθυμα ὁ Χριστός. 

- Οἱ θετοί μας γονεῖς, Κύριε! Οἱ φτωχοὶ ἄνθρωποι ποὺ μᾶς ἀνάστησαν καὶ μᾶς ἀγάπησαν σὰν παιδιά τους. Κλαῖνε τώρα καὶ ὀδύρονται γιὰ τὸν ἀπρόσμενο χαμό μας. Παρηγόρησέ τους, Κύριε, γαλήνεψε τὴν ψυχή τους. Καὶ ὅταν ἔλθει ἡ δική τους ὥρα, φέρε τους κι αὐτοὺς ἐδῶ, γιὰ τὸ καλὸ ποὺ μᾶς ἔκαναν, νὰ εἴμαστε ὅλοι ἕνα παντοτινά. 

Δάκρυσε ὁ Χριστὸς καὶ ἔσφιξε περισσότερο στὴ θεϊκή ζεστή του ἀγκαλιὰ τὰ ἀγαπημένα του πλάσματα. Δάκρυσαν ἀπὸ χαρὰ καὶ συγκίνηση οἱ γονεῖς τους. Δάκρυσε ἡ Παναγία, δάκρυσαν τὰ πλήθη τῶν ἀγγέλων, οἱ στρατιὲς τῶν ἀνθρώπων. Ὑπερκόσμιος ὕμνος ὑψώθηκε ἀπὸ παντοῦ. Ἕνας ὕμνος μυριόστομος σ’ αὐτὸν ποὺ νίκησε μὲ τὸν θάνατό του τὸν θάνατο καὶ χάρισε στὸν κόσμο του ἀνάσταση, ὑπέροχη ἀτελεύτητη ζωή. Τὸ στερέωμα σείστηκε «ἕως τρίτου οὐρανοῦ».

Οἱ ἁπλοὶ ἄνθρωποι ἔβλεπαν ἐκστατικοί, μαρμαρωμένοι, τὰ μαγευτικὰ μυστήρια τῆς ἐπέκεινα ζωῆς. Ἔβλεπαν πὼς τὸ δράμα τῆς οἰκογένειας τῶν μικρῶν ὀρφανῶν δὲν ἔκλεισε μὲ τὸ φρικαλέο τέλος τους στὴ γῆ. Εὕρισκε τὴν ὀμορφότερη καὶ τολμηρότερη λύση του κάπου ἀλλοῦ, στὴ χώρα τῶν ζώντων, ὅπου θὰ ζοῦσαν, θεοὶ κι αὐτοί, ἀντάμα μὲ τὸν ἴδιο τὸν Θεό. Ὅπου «ὁ καθήμενος ἐπὶ τοῦ θρόνου σκηνώσει ἐπ’ αὐτούς». Ὅπου δὲν θὰ πεινάσουν καὶ δὲν θὰ διψάσουν πλέον ποτέ, γιατὶ «τὸ Ἀρνίον ὁδηγήσει αὐτοὺς ἐπὶ ζωῆς πηγὰς ὑδάτων, καὶ ἐξαλείψει ὁ Θεὸς πᾶν δάκρυον ἐκ τῶν ὀφθαλμῶν αὐτῶν». Ὅπου «θάνατος οὐκ ἔσται ἔτι, οὔτε πένθος, οὔτε κραυγή, οὔτε πόνος». Πέρασαν γιὰ πάντα αὐτά. Ἀνεπιστρεπτί. 

Ἡ καρδιὰ τῶν ἀνθρώπων ποὺ ὣς τότε θρηνοῦσε ἀνέλπιδα, ζεστάθηκε. Ἡ βαθειά τους πίκρα μαλάκωσε, ἔγινε χαρμολύπη, «πένθος χαροποιόν». Ἡ ἐλπίδα τῆς Ἀνάστασης, ἡ χαρὰ τοῦ Πάσχα, ὁ ἥλιος τῆς Λαμπρῆς ἀνέτειλαν ξανὰ στὸ μικρὸ χωριό. 

Οἱ ταφόπλακες τῆς καρδιᾶς ἐπιτέλους ἔσπασαν. Ὁ θάνατος νικήθηκε ἀπὸ τὴ Ζωή. 

Πάσχα 2023 

Ἀντιύλη 

Ἱ. Ν. Ἁγ. Βασιλείου, 481 00 Πρέβεζα 

Τηλ. 26820 23075/25861/6980 898 504 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου