Παρασκευή 26 Απριλίου 2024

Φώτης Κόντογλου: Ένας αντρειωμένος της τέχνης

Του Ράλλη Κοψίδη* του Άρδην τ. 128

Mε δισταγμό συχνά του έλεγα πως τα καλύτερά του έργα τα έκανε νέος, μολονότι ένα τέτοιο πράγμα δεν είναι εύκολο να το πεις. Μα λίγο-λίγο, με τα χρόνια, είχε πάψει να κάνει αυτό που ονομάζεται «κοσμική ζωγραφική». Η ορθοδοξία τον υποχρέωνε στην άρνησή της: «Η αγιογραφία τι είναι», έλεγε, «δεν είναι ζωγραφική;» … Τούτος ο ζήλος λοιπόν δεν δεχόταν τη λεγόμενη «κοσμική ζωγραφική» και γίνηκε αιτία να σβήσει ο Κόντογλου πολλά πράματα από τη ζωή του. Σαν εικόνα είχε γίνει γι’ αυτόν ο έξω κόσμος, ο ουρανός δεν είχε γαλάζιο χρώμα, είχε χρυσαφί στιλβωτό.

***

Από τη ζωγραφική δεν μπορούσε να δει παρά μονάχα τη βυζαντινή. Η άλλη, η «κοσμική» όπως την έλεγε, τον άφηνε αδιάφορο… Μολονότι τα πρώτα του έργα, που είναι και τα καλύτερα, δεν είναι καθόλου εκκλησιαστικά… Η θρησκευτικότητα και η αδιαλλαξία του τον οδήγησαν συχνά και στην άρνηση της τέχνης. Ο κόσμος έλεγε πως είναι φανατικός και εκείνος καυχιόταν για το φανατισμό του.

***

Δύο αγάπες είχε στη ζωή του, τη θάλασσα και την τέχνη, και νίκησε η τέχνη. Μα τη θάλασσα και τα ταξίδια δεν τα λησμόνησε ποτέ και τώρα ταξίδευε με τα βιβλία κι όλο για τόπους μακρινούς μιλούσε στα κυριακάτικα άρθρα του στην Ελευθερία. Για βάρκες και καράβια, για γέρους ναυτικούς και κουρσάρικες ιστορίες. Από τα βιβλία των περιηγητών πήρε ιδέες για να φτιάξει τις τοιχογραφίες του σπιτιού, τις πέντε φυλές ή τον βασιλιά Κονέκ-Κονέκ γερμένο κάτω από ένα δέντρο «να συλλογιέται τι είναι ο άνθρωπος». Μα κείνες οι τοιχογραφίες δεν είχαν τύχη, γιατί στην Κατοχή αναγκάστηκε να πουλήσει το σπίτι του για να ζήσει, και ο «βλάχος» που το αγόρασε έβαλε να τη σβήσουν. Γιατί δεν μπορούσε να τις βλέπει. Ήταν εκεί ζωγραφισμένοι μεγάλοι ζωγράφοι, λήσταρχοι και άγιοι όλοι μαζί, και πάνω από μία πόρτα είχε φτιάξει τον εαυτό του, την κυρά Μαρία και την κόρη του τη Δέσπω. Μία επιγραφή από κάτω έλεγε πως σ’ αυτό το έργο τον βοήθησε και ο Τσαρούχης, νεαρός τότε μαθητής του. Άλλα αξιόλογα έργα του ήταν η διακόσμηση της μεγάλης αίθουσας του Δημαρχείου Αθηνών και ένα χαμάμ στην Ομόνοια που το έφτιαξε όλο κεραμικό… Ζωγράφισε εκεί μέσα γυμνές τις κόρες του Λυκομήδη, την Ωραία Ελένη και την Αφροδίτη, ανάμεσα σε ζωγραφισμένα παραθύρια, από όπου φαίνονταν τοπία νοσταλγικά με θάλασσες και καράβια να ανεμίζουν.

***

Από καιρού εις καιρόν ερχότανε και ο Τζούλιο Καΐμης, ο γνωστός Εβραίος λογοτέχνης. Θεόκουφος, μοναχόλυκος, έρημος, έξω από τον κόσμο που ξέρουμε. Μία μέρα χτύπησε την πόρτα και μπήκε μέσα λαχανιασμένος και κατασκονισμένος. «Έρχομαι είπε από τη Χαλκίδα». «Πώς ήρθες;» ρωτάει ο Κόντογλου. «Με τα πόδια», λέει ο Καΐμης, «πήγα για περίπατο…» «Είναι σοφός», έλεγε ο Κόντογλου, «και έχει γράψει μία ιστορία της τέχνης μοναδική, αλλά δεν βρίσκεται ο εκδότης…» Ο Καΐμης θαρρώ πως είναι αναπόσπαστο μέρος από τη ζωή του Κόντογλου.


*Αποσπάσματα από το άρθρο «Ένας αντρειωμένος της τέχνης», στο Οι Έλληνες Ζωγράφοι, τόμ. Β΄, Αθήνα 1975

https://ardin-rixi.gr/archives/256661

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου